Ζακ Πρεβέρ(Jacques Prevert)-Από την ποιητική συλλογή \"Κουβέντες\"(Les paroles)

Started by quality, 07 March, 2010, 10:26:21 PM

Previous topic - Next topic

quality

[font face=Times New Romanl][font size=2]ΠΡΟΓΕΥΜΑ
(DEJEUNER DU MATIN)

Έβαλε καφέ
Στο φλιτζάνι
Έβαλε γάλα
Στο φλιτζάνι του καφέ
Έβαλε ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Ανακάτεψε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Κι ακούμπησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έριξε τη στάχτη
Στο τασάκι
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Φόρεσε
Το καπέλο στο κεφάλι του
Φόρεσε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Κι εγώ πήρα
Το κεφάλι μου μες στα χέρια
Κι έκλαψα.

ΣΤΟ ΑΝΘΟΠΩΛΕΙΟ
(CHEZ LA FLEURISTE)

Κάποιος άνθρωπος μπαίνει σ\'ένα ανθοπωλείο
και διαλέγει λουλούδια
η λουλουδού τυλίγει τα λουλούδια
ο άνθρωπος βάζει το χέρι στην τσέπη του
να ψάξει για χρήματα
χρήματα για να πληρώσει τα λουλούδια
μα βάζει την ίδια στιγμή
ξαφνικά
το χέρι στην καρδιά του και πέφτει

Την ίδια στιγμή που πέφτει
τα χρήματα κυλάν καταγής
κι έπειτα πέφτουν τα λουλούδια
την ίδια στιγμή με τον άνθρωπο
την ίδια στιγμή με τα χρήματα
κι η λουλουδού στέκει εκεί
με τα χρήματα που κυλάν
με τα λυολούδια που μαδάν
με τον άνθρωπο που πεθαίνει
πραγματικά όλ\'αυτά είναι πολύ θλιβερά
και πρέπει κάτι να κάνει η λουλουδού
μα δεν ξέρεις πώς
δεν ξέρει
από πού ν\'αρχίσει

Είναι τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν
μ\'αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
αυτά τα λουλούδια που μαδάν
κι αυτά τα χρήματα που κυλάν
αυτά τα χρήματα που κυλάν
που δεν σταματούν να κυλάν.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
(LE MESSAGE)

Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Η πόρτα που κάποιος ξανάκλεισε
Η καρέκλα που κάποιος κάθισε
Ο γάτος που κάποιος χάιδεψε
Το φρούτο που κάποιος δάγκωσε
Το γράμμα που κάποιος διάβασε
Η καρέκλα που κάποιος έριξε
Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Ο δρόμος που κάποιος ακόμα τρέχει
Το δάσος που κάποιος διασχίζει
Το ποτάμι που κάποιος ρίχνεται
Το νοσοκομείο που κάποιος πέθανε.[/fonts][/fontf]
[b]Τη ζωή μου μηδενίζω,πάει να πει πως ξαναρχίζω...[/b]

Ιωάννα

Μοῦ ἄρεσαν οἱ στίχοι καὶ μὲ... φόβισαν ἴσως...
πόση παγωνιά μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ κανεῖς!