Αλφαβητικός πίνακας Αγίων (και με λίγες πληροφορίες)

Started by Βασιλείου Μάριος, 23 August, 2007, 02:49:19 AM

Previous topic - Next topic

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Α

Ο Άγιος προφήτης Αββακούμ καταγόταν από τη φυλή του Συμεών και ήταν γιος του Σαφάτ. Μια από τις πιο συγκλονιστικές προφητείες του ήταν το ξερίζωμα των Ιουδαίων από τη γη τους και η μεταφορά τους στη Βαβυλώνα. Πράγματι ο Ναβουχοδονόσορας κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ. και ο λαός -μαζί και ο προφήτης- εγκατέλειψε την πόλη. ΟΑββακούμ επέστρεψε έπειτα από αρκετά χρόνια στη χώρα του και μπόρεσε  έτσι να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του.

     Ο προφήτης Αγγαίος καταγόταν από την ιερατική φυλή του Λευί. Γεννήθηκε και έζησε στη Βαβυλώνα την εποχή της αιχμαλωσίας των Ιουδαίων. Ο Αγγαίος μαζί με τον Ζαχαρία ενθουσίασαν και ενδυνάμωσαν τουςς Ιουδαίους προκειμένου να ανοικοδομήσουν το Ναό του Σολομώντα. Το συγγραφικό έργο του προφήτη είναι ενδεικτικό της πνευματικής του δύναμης και καθαρότητας και πλούσιο σε προφητικούς λόγους. Συγκεκριμένα ο Αγγαίος προφήτευσε την επιστροφή των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ. Απεβίωσε εν ειρήνη και ενταφιάσθηκε κοντά στους τάφους των ιερέων.

      Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζονες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

      Η Αγία μάρτυς Ακυλίνη, η οποία έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού καταγόταν από την Παλαιστίνη, και μάλιστα από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Από πολύ νωρίς γνώρισε την ορθόδοξη αλήθεια και πλούτισε την ψυχή της με βαθιά πίστη. Οι γονείς της τη βάπτισαν όταν ήταν πέντε ετών και κατά τη διάρκεια του βίου της στάθηκαν στο πλευρό της, ενισχύοντας το φρόνημα και την πίστη της. \'Έτσι η Ακυλίνη, κορίτσι ακόμα, άρχισε να κηρύττει και μάλιστα προσήλκυσε πολλούς νέους στην αληθινή πίστη. Επιδόθηκε επίσης σε φιλανθρωπίες, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Η λαμπρή αυτή δράση της εξόργισε τον ηγεμόνα Ουλοσιανό, ο οποίος τη συνέλαβε και μέσω απειλών την πίεζε να αλλαξοπιστήσει. Η Αγία ακλόνητη δεν αρνήθηκε την πίστη της, γι\' αυτό και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τη μαστίγωσαν και στη συνέχεια άρχισαν να τρυπούν το κεφάλι της με πυρακτωμένα σουβλιά. Η Ακυλίνη συνέχισε να ομολογεί πως είναι χριστιανή και τότε ο Ουλοσιανός διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Έτσι η Αγία έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Αλέξανδρος αν και γέροντας 70 χρόνων δέχθηκε να περιοδεύσει στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία για να δίδαξε και να γνωστοποιήσει τα ορθά δόγματα των αποφάσεων της Α\' Οικ. Συνόδου της Νίκαιας. Διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Μητροφάνη στην αρχιεπισκοπή της Κων/πόλεως σε βαθύ γήρας. Διακρίθηκε για την ευσέβεια, αρετή και αγαθότητα του.

      Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης. Η Αντωνίνα, με θαυμαστή σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, αφοσιώθηκε στην ορθή Πίστη αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις και ανέσεις. Για το λόγο αυτό συνελήφθη απ\' τον Φήστο, ηγεμόνα της κωμόπολης Καρδάμου. Ακλόνητη συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, παρ\' ότι γνώριζε το μαρτυρικό δρόμο που θα διένυε. Την έκλεισαν σε πορνείο και εκείνη νηστική προσευχόταν επί τρεις ημέρες. Την έσωσε ο Αλέξανδρος, παραπλανώντας όσους βρίσκονταν εκεί. Όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Φήστο, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν και τους δύο. Οι δήμιοι τους έκαψαν τα άκρα, τους περιέχυσαν με υγρή πίσσα και τους έριξαν σε πυρακτωμένο λάκκο. Εκεί παρέδωσαν την αγνή τους ψυχή στον Κύριο και έλαβαν τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου.

      Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Αλέξιος, που προσαγορεύτηκε άνθρωπος του  θεού, καταγόταν από τη Ρώμη. Ήταν γιος του Ευφημιανού και της Αγλαΐδος, που ήταν πλούσιοι και ανήκαν σε αρχοντική γενιά. Ο ίδιος από πολύ νωρίς ένιωσε την επιθυμία να υπηρετήσει τον Κύριο, ο πατέρας του όμως τον ανάγκασε να παντρευτεί. Την ώρα του γάμου του έφυγε κρυφά από τη Ρώμη και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί διέμεινε δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, φορώντας φθαρμένα ρούχα και τρεφόμενος μόνο από την πίστη και τη φιλευσπλαχνία των χριστιανών. Η ξεχωριστή αρετή του ωθούσε χιλιάδες πιστούς να τρέξουν να τον συναντήσουν. Μετά την Έδεσσα πήγε στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε κοντά στο πατρικό του σπίτι, χωρίς να αποκαλύψει σε κανέναν την ταυτότητα του. Υπέστη μάλιστα τρομερές ταπεινώσεις από τους υπηρέτες του δικού του σπιτιού, χλευασμοούς και ειρωνείες. Όταν πλησίασε το μακάριο τέλος του -γεγονός που προαισθάνθηκε- έγραψε σ\' ένα κομμάτι χαρτί το όνομα του και την καταγωγή του και το κρατούσε στην παλάμη του. Αμέσως μετά την κοίμηση του διαβάσθηκε το χαρτί από το βασιλιά Ονώριο και έτσι έγιναν γνωστά τα σχετικά με τον Άγιο.

     Ο όσιος Αλύπιος γεννήθηκε επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας. Ανετράφη από ευσεβείς χριστιανούς, οι οποίοι φρόντισαν να διαμορφώσει ο Αλόπιος χριστιανικό ήθος. Από νεαρή ηλικία επιθυμούσε να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο. Έτσι, μοίρασε όλη την περιουσία που κατείχε στους φτωχούς και αποσύρθηκε στην έρημο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ασκούμενος στην εγκράτεια. Στον όσιο προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι που αναζητούσαν τη γαλήνη, τους οποίους ο Αλύπιος καθοδηγούσε με σύνεση. Έζησε εκατό χρόνια, από τα οποία τα εξήντα έξι τα πέρασε πάνω σε κίονα

     Ο Άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε το 335 μ Χ. στα Τρέβηρα. Ο πατέρας του που ήταν έπαρχος της Γαλλίας, πέθανε πρόωρα και η μητέρα του κατέφυγε στην Ρώμη προκειμένου να συνεχίσει την ανατροφή των παιδιών της. Ο Αμβρόσιος λόγω της μόρφωσης και των πνευματικών του αρετών έγινε μέλος της συγκλήτου. Επειδή μάλιστα οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν αλάνθαστες τιμήθηκε με το αξίωμα του ηγεμόνα της Άνω Ιταλίας. Όταν αργότερα πέθανε ο αρχιερέας των Μεδιολάνων - Μιλάνου- και παρ΄ ότι ο Άγιος δεν είχε ακόμη βαπτισθεί, ανέλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αφού σε λίγες μέρες πήρε και τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Από την θέση αυτή δίδαξε το ποίμνιό του και το προστάτευσε από τις αιρέσεις. Συνέγραψε επίσης πολλά βιβλία, στα οποία αντιμαχόταν τους αιρετικούς. Για τον Αγιο έχει καταγραφεί το εξείς ιστορικό: Όταν κάποτε ο Θεοδόσιος ο Α΄ υπεύθυνος του αιματηρού δράματος της Θεσσαλονίκης πήγε στα Μεδιόλανα, εμποδίστηκε από τον Άγιο και δεν κατόρθωσε να εισέλθει στην εκκλησία. Ο ιερός πατέρας μας με θαυμαστό θάρρος ανακοίνωσε  στη συνέχεια στον αυτοκράτορα ότι του απαγορεύει την είσοδο στο Ναό αν δεν μετανοήσει. Με  αυτά και άλλα πολλά κόσμησε το βίο του ο Άγιος και το έτος 397 μ.Χ. εξεδήμησε ειρηνικά  προς Κύριον.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζονες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την ΙΙερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Ο Άγιος Αμφιλοχίας καταγόταν από την Καππαδοκία. Έζησε επί αυτοκρατορίας Ουαλεντινιανού Α\', Ουάλεντος και Θεοδοσίου Α\' του Μεγάλου. Το 344 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, αξίωμα στο οποίο υπηρέτησε με σύνεση και αρετή. Δίδασκε την ορθή πίστη, όταν αυτή απειλούνταν από τους αιρετικούς Μακεδόνιο και \'Άρειο. Υπήρξε ένας από τους Πατέρες που συγκρότησαν το 381 μΧ. στην Κωνσταντινούπολη τη Β\' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις κακοδοξίες. Αφού ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός και αφού αγωνίσθηκε για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας απεβίωσε ειρηνικά το 394 μΧ.

     Ο Άγιος προφήτης Αμώς καταγόταν από το χωριό Θεκουέ της γης Ζαβουλών. Ήταν αιγοβοσκός και ζούσε ταπεινά και με εγκράτεια,  γι\' αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο του χαρίσματος της προφητείας. Έδρασε προφητικά στα χρόνια του βασιλιά Οζία, προετοιμάζοντας το λαό για το μεγάλο γεγονός της ενανθρώπησης του θεού. Ανδρείος -ας σημειωθεί ότι έτσι ερμηνεύεται το όνομα του στα ελληνικά- υπέμεινε τις επιθέσεις των συμπατριωτών του που είχαν παρασυρθεί στην ειδωλολατρία, ενάντια στους οποίους και αγωνιζόταν. Τελικά, χτυπημένος βαριά από κάποιον εχθρό της πίστης, εξεδήμησε προς Κύριον, για να ξεκουράσει αιώνια την αγνή ψυχή του.

     Ο Άγιος Απόστολος Ανανίας καταγόταν από τη Δαμασκό της Συρίας. Η δύναμη της πίστης του και ο άμεμπτος βίος του εκτιμήθηκαν από τον θεό, ο οποίος με όραμα του ανέθεσε να βρει τον Σαύλο, που δίωκε ανελέητα τους χριστιανούς, και να τον κατηχήσει στη χριστιανική θρησκεία. Πράγματι, ο Ανανίας υπάκουσε, αναζήτησε τον Σαύλο και με τη διδασκαλία του, του έδειξε το δρόμο της αλήθειας. Ο Σαύλος βαπτίσθηκε και έπειτα με το όνομα Παύλος έγινε ο Απόστολος των εθνών. Οι αρετές του εκτιμήθηκαν και από τους χριστιανούς της Δαμασκού, οι οποίοι του ζήτησαν να δεχθεί τον επισκοπικό θρόνο. Ο Ανανίας θεράπευσε πολλούς αρρώστους, ενώ με το κήρυγμα του έφερε πλήθος ειδωλολατρών στο δρόμο του θεού. Η χριστιανική του δράση όμως εξόργισε τον ηγεμόνα Λουκιανό, ο οποίος διέταξε να συλληφθεί και υποβληθεί σε βασανιστήρια. Παρά τα μαρτύρια του ο Ανανίας δε δεχόταν να αρνηθεί την πίστη του. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έβγαλαν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.

     ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.

     Η Αγία Αναστασία έζησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορες ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.) και ο Γάλλος (251-253 μΧ.) και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού (253-259 μ.Χ.). Καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Ρώμης. Όταν οι γονείς της πέθαναν η Αναστασία μοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφιερώθηκε στο μοναστικό βίο. Κάποια μέρα όμως εισέβαλαν στο μοναστήρι όπου ησύχαζε ειδωλολάτρες, και συνέλαβαν την Αγία. Η Αναστασία οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Πρόβο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε άφοβα την πίστη της στον Χριστό. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά μετά την ομολογία της και τελικά, ο Πρόβος διέταξε τον αποκεφαλισμό της.

     Η οσία Μητέρα μας Αναστασία  καταγόταν από πλούσιους και ευγενείς γονείς και ανατράφηκε σύμφωνα με τις βουλές του Κυρίου. Κατείχε μάλιστα τον τιμητικό τίτλο της πρώτης πατρικίας του βασιλιά, γεγονός που δεν την εμπόδιζε να αγωνίζεται με σεμνότητα για το καλό και την αλήθεια. Τα χαρίσματα της όμως φθόνησε η βασίλισσα Θεοδώρα, η οποία και έψαχνε να βρει τρόπο να την βλάψει. Για το λόγο αυτό η Αναστασία έφυγε για την Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια αποσύρθηκε σ\' ένα μέρος ονομαζόμενο Πέμπτο, οπού και ανήγειρε μοναστήρι. Εκεί ησύχασε η ψυχή της και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον Κύριο. Μετά το θάνατο της Θεοδώρας, ο βασιλιάς άρχισε να την αναζητά. Από τα δίχτυα του βασιλιά την έσωσε ο αβάς Δανιήλ, ο οποίος αφού την εξομολόγησε την έντυσε με ανδρικά ρούχα, την ονόμασε Αναστάσιο ευνούχο και την οδήγησε σε μια σκήτη συμβουλεύοντας την να μην εξέλθει ποτέ. Έτσι έγινε και η οσία παρέμεινε έγκλειστη είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια στη σκήτη, με μοναδική συντροφιά την πίστη και τις προσευχές της. Για το μοναδικό αυτό αγώνα της η Αναστασία αξιώθηκε από τον Κοριό να προαισθανθεί την εκδημία της, και γι\' αυτό μάλιστα κάλεσσε το γέροντα Δανιήλ να την κηδεύσει. Αφού μετάλαβε και προσευχήθηκε, παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα της στον Κύριο.

     Η Αγία Μεγαλομάρτυς Αναστασία έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα της ήταν χριστιανή. Η Αναστασία  από πολύ νέα και με την βοήθεια της μητέρας της, διδάχτηκε την χριστιανική αλήθεια και διαμόρφωσε δυνατό φρόνημα. Μάλιστα αν και νυμφεύτηκε (παρά την θέληση της) κάποιον ειδωλολάτρη, συνέχισε το θεάριστο έργο της και διατήρησε τη σωματική και πνευματική της αγνότητα. Τελούσε ελεημοσύνες και συχνά με την βοήθεια της υπηρέτριάς της έμπαινε  στις φύλακες και ενθάρρυνε τους αιχμάλωτους χριστιανούς. Τη δράση της έμαθε ο άνδρας της Πούπλιος, ο οποίος διέταξε να την κλείσουν φυλακή. Για την πράξη του όμως αυτή, ο Πούπλιος  τιμωρήθηκε από τον Θεό. Σε κάποιο ταξίδι που έκανε, πνίγηκε και  έτσι η Αναστασία ελευθερώθηκε και συνέχισε το έργο της. Λίγα χρόνια αργότερα συνελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ετελειώθη δια αποκεφαλισμού. Η Αγια έτσι στεφανώθηκε με τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και ανήλθε προς τον Κύριο.

     Ο Οσιομάρτυρας Αναστάσιος έζησε επί βασιλείας Χοσρόη και ήταν Πέρσης. Ήταν γιος μάγου και αρχικά ονομάζονταν Μαγουνδάτ. Όταν το 614 μ,Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα, εκτός από πολλούς αιχμάλωτους, πήραν μαζί τους και τον Τίμιο Σταυρό. Στην χώρα των Περσών τελούνταν πολλά θαύματα γεγονός που γέννησε στην ψυχή του Μαγουνδατ την επιθυμία να γνωρίσει περισσότερα για τον Χριστό. Τελικώς ασπάστηκε την χριστιανική πίστη και βαπτίστηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου και πήρε το όνομα Αναστάσιος. Ο Όσιος θέλησε να προσηλυτίσει στο χριστιανισμό και άλλους ειδωλολάτρες. Όταν βρισκόταν στην Καισαρεία, δήλωσε σε ομοεθνείς του ότι είναι χριστιανός και γι΄αυτό συνελήφθη και βασανίστηκε σκληρά. Έπειτα από πολλά μαρτυρία, οι ειδωλολάτρες τον αποκεφάλισαν.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Ανατόλιος έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το έτος 449 μ.Χ., επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β\' του Μικρού (408-450 μ.Χ.), διαδεχθείς στον πατριαρχικό θρόνο τον Φλαβιανό. Την εκλογή του Ανατολίου υποστήριξε ο μονοφυσίτης πατριάρχης Αλεξάνδρειας Διόσκορος Α\' (444-451 μΧ.) με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να έχει τον Άγιο υποχείριο του. Όμως ο αιρετικός πατριάρχης διαψεύστηκε, καθώς ο Ανατόλιος όχι μόνο δεν ασπάσθηκε την κακοδοξία των μονοφυσιτών, αλλά την καταδίκασε με την Α\' Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ. Στην ίδια Σύνοδο μάλιστα ο Ανατόλιος υπέγραψε και την καθαίρεση του κακόδοξου Διόσκορου. Επί της πατριαρχίας του, επίσης, ανακομίσθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανα των Σαράντα Αγίων που είχαν μαρτυρήσει στη Σεβάστεια. Ο Άγιος Ανατόλιος προσέφερε τα μέγιστα στην Ορθοδοξία από το αξίωμα που κατείχε και ωφέλησε με το έργο του σημαντικά την Εκκλησία. Το έτος 458 μΧ. βρήκε το θάνατο από τους αιρετικούς, παραδίδοντας ένδοξους το πνεύμα του στον Κύριο. Στον πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο Γεννάδιος Α\" (458-471 μ.Χ.).

     Ο Άγιος Ανδρέας καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν άνθρωπος που διακρινόταν για την εξαίρετη διάνοια του και την προσήλωση του στα δόγματα της ορθής πίστης. Πληροφορηθείς ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος (741-775 μ Χ.) είχε, ξεκινήσει διωγμό εναντίον των χριστιανών που σέβονταν και προσκυνούσαν τις άγιες εικόνες μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ελέγξει τον ευσεβή αυτοκράτορα. Όταν όμως εμφανίσθηκε στον Κωνσταντίνο και με το λόγο του στηλίτευσε τις ανόσιες πράξεις του, ο αυτοκράτορας, διέταξε να τον βασανίσουν και στη συνέχεια τον παρέδωσε σε όχλο εικονομάχων. Αυτοί τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου ένας ψαράς τον θανάτωσε με το μαχαίρι του. Το τίμιο λείψανο του ετάφη από χριστιανούς σε έναν τόπο που ονομαζόταν Κρίσις

     Ο Άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας το 660 μ.Χ. από θεοφιλείς και ενάρετους γονείς, τον Γεώργιο και τη Γρηγορία. Κατείχε σε μεγάλο βαθμό τις επιστήμες της φιλολογίας και της φιλοσοφίας και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη των ιερών γραφών. Διακρίθηκε για τη θεολογική κατάρτιση και την αρετή του, ώστε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων τον έστειλε στην ΣΤ\' Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 680 μ Χ., με σκοπό να καταδικάσει την αίρεση του μονοθελητισμού. Οι οπαδοί της αίρεσης αυτής υποστήριζαν ότι η θέληση του Ιησού είναι μία, η θεία. Η ΣΤ~ Οικουμενική Σύνοδος όρισε ότι ο Χριστός έχει και θεία και ανθρώπινη θέληση, με τη διαφορά ότι η ανθρώπινη υποτάσσεται στη θεία. Η προσφορά του Ανδρέα στη μάχη κατά των αιρετικών εκτιμήθηκε από τους κύκλους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο Άγιος να αναλάβει τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου Άγιος Παύλος». Το έργο που ανέπτυξε ο Ανδρέας από τη θέση του αυτή τον ανέδειξε σε αρχιεπίσκοπο Κρήτης (712 μΧ περίπου). Το έτος 740 μΧ ο Άγιος Ανδρέας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ενώ βρισκόταν στο πλοίο που τον μετέφερε στην Κρήτη.

     Ο Άγιος Ανδρέας ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού επί αυτοκρατορίας του ασεβούς Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.). Όταν οι ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας απειλούνταν από τους Πέρσες ο αρχιστράτηγος Αντίοχος ανέθεσε στον Ανδρέα την αρχηγία ενός σώματος στρατιωτών, με σκοπό να πολεμήσει τους εισβολείς. Ο Ανδρέας παρακίνησε τους στρατιώτες του να προσευχηθούν στον θεό των χριστιανών για να τους χαρίσει τη νίκη. Πράγματι η προσευχή ανύψωσε το ηθικό των στρατιωτών, οι οποίοι συνέτριψαν τους Πέρσες. Όταν ο Αντίοχος πληροφορήθηκε ότι οι στρατιώτες του είχαν μυηθεί στο χριστιανισμό έστειλε 1.000 άνδρες για να τους αφοπλίσουν. Όμως χάρη στο κήρυγμα του Ανδρέα πίστεψαν στον Χριστό και οι απεσταλμένοι του Αντιόχου, γεγονός που εξόργισε τον αρχιστράτηγο, ο οποίος έστειλε ανθρώπους της εμπιστοσύνης του με τη διαταγή να φονεύσουν όλους τους χριστιανούς στρατιώτες. Η διαταγή του εξετελέσθη και θανατώθηκαν δια ξίφους 2.593 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας. Με το μαρτυρικό αυτό θάνατο ο Άγιος Ανδρέας και οι συν αυτώ έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ήταν αδελφός του ένδοξου Απόστολου Πέτρου. Καταγόταν από την Βηθσαΐδα της Γαλιλαίας και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά μέχρι που ο Κύριος τον κάλεσε κοντά Του. Ονομάστηκε Πρωτόκλητος γιατί ήταν ο πρώτος που κλήθηκε και ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την επιφοίτηση του Άγιου Πνεύματος ο Ανδρέας κληρώθηκε να διδάξει τον ευαγγελικό λόγο στη Βιθυνία, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Έπειτα από πολλές περιοδείες, δίδαξε στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο της σωτήριας, ο Ανδρέας κατέληξε στην Πάτρα της Αχαΐας. Στον τόπο αυτό έμεινε καιρό κηρύττοντας τη χριστιανική πίστη. Τα θαύματα που έκανε γιατρεύοντας πολλούς ασθενείς, έγιναν η αιτία να πιστέψει στον Κύριο μεγάλο πλήθος κόσμου. Μεταξύ αυτών ήταν και η σύζυγος του ανθύπατου Αιγεάτη, η Μαξιμίλλια, καθώς και ο αδελφός του ο μαθηματικός Στρατοκλής. Πληροφορηθείς ο Αιγεάτης ότι η σύζυγος και ο αδελφός του έγιναν χριστιανοί, διέταξε να σταυρώσουν τον Ανδρέα. Με αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ο Άγιος.

      Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκααν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι\' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.

     Ο όσιος Ανδρόνικος και η συμβία του κατάγονταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Η εργασία του Ανδρόνικου, ο οποίος ήταν αργυραμοιβός, τους προσέφερε ζωή εύπορη. Από το γάμο του το ζευγάρι απέκτησε δυο παιδιά, τα οποία όμως πέθαναν. Ο πόνος και των δύο ήταν πολύ μεγάλος και για να παρηγορηθούν βρήκαν καταφύγιο στο Χριστό. Αφού μοίρασαν την περιουσία τους στους φτωχούς, έφυγαν από την Αντιόχεια και πήγαν να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους. Έπειτα αποφάσισαν να αποσυρθούν σε μοναστήρι. Απεβίωσαν εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετός και  Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     Οι Άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία ξεχώρισαν για τον ένθεο ζήλο τους, καθώς προσήλκυσαν χιλιάδες πιστούς στην αληθινή θεογνωσία. Με τη θαυμαστή τους άσκηση κατόρθωσαν να νεκρώσουν τα σαρκικά πάθη και ανέπτυξαν μια αγνή φιλία, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν πράγματα ακατόρθωτα για όσους διαθέτουν την δύναμη της πίστης. Η επικοινωνία των δυο αυτών ψυχών, που βασιζόταν στο χριστιανικό φρόνημα, ήταν η βάση του λαμπρού έργου τους. Οι Άγιοι Απόστολοι αγωνίσθηκαν με επιτυχία ενάντια στην πλάνη των ειδώλων. Κατέστρεψαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους έχτισαν εκκλησίες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της αλήθειας για τους συνανθρώπους τους. Προικισμένοι με το χάρισμα της θαυματουργίας, θεράπευσαν ανίατους και έδωσαν κουράγιο και δύναμη σε όσους είχαν ανάγκη. Συνεργάσθηκαν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος τους μνημονεύει και στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Χαιρετήστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τους συμπατριώτες μου και συντρόφους μου στη φυλακή, οι οποίοι είναι διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων και προσήλθαν στον Χριστό πρωτύτερα από μένα». Ο Ανδρόνικος και η Ιουνία, αφού ολοκλήρωσαν το χριστιανικό τους έργο, παρέδωσαν το πνεύμα τους εν ειρήνη στον Κύριο.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β\' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι\' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι\' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Ο Άγιος Άνθιμος έζησε και μαρτύρησε στα τέλη του 3ου αιώνα μΧ. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια. Ήταν πολύ αγαπητός ανάμεσα στους χριστιανούς της πόλης του, οι οποίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα τις αρετές του, τη δύναμη της πίστης και των λόγων του αλλά και τον ηθικό βίο του. Ήταν άριστος γνώστης των θείων αληθειών και είχε μελετήσει σε βάθος τις ιερές γραφές. Έπειτα από θερμές παρακλήσεις των συμπολιτών του, ο Άγιος δέχθηκε να γίνει επίσκοπος της πόλης. Από το αξίωμα του αυτό ο Άνθιμος συνέχισε με πολλή αγάπη να διδάσκει το λόγο του Ευαγγελίου και να προσφέρει παρηγοριά στις ψυχές των πιστών. Όταν ο Διοκλητιανός ξεκίνησε το διωγμό κατά των χριστιανών, ο Άνθιμος συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός έδειξε στον Άνθιμο τα όργανα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για να βασανίζουν τους χριστιανούς, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα τρόμαζε τον Άγιο και θα τον έπειθε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος όμως δε φοβήθηκε και με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Μετά από αυτή τη δήλωση του Ανθίμου οι ειδωλολάτρες, αφού τον βασάνισαν, τελικά τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Η όσια Ανθούσα ήταν κόρη του βασιλιά Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου. Ο πατέρας της την πίεζε συνεχώς να παντρευτεί, αλλά η Ανθούσα ήταν αποφασισμένη να αφιερώσει τη ζωή της στην υπηρεσία του Κυρίου της. Όταν πέθανε ο πατέρας της και αφού μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και στους αδύναμους, πήρε την απόφαση να ασπασθεί το μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχή από τον άγιο πατριάρχη Ταράσιο στη Μονή της Ομονοίας. Στο μοναστήρι υπήρξε υπόδειγμα για τις πνευματικές αδελφές της και παρέδωσε εκεί το πνεύμα της, σε ηλικία πενήντα δύο χρόνων.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Ανίκητος και ο ανιψιός του Άγιος Φώτιος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού. Όταν ο αυτοκράτορας κίνησε διωγμό κατά της χριστιανοσύνης, εκφώνησε στη Σύγκλητο λόγο με τον οποίο απειλούσε ότι θα βασάνιζε σκληρά όποιον επικαλούνταν το όνομα του Χριστού και ότι θα εξόντωνε όποιον του αντιστεκόταν. Δε δίστασε μάλιστα να βλασφημήσει τον Υιό του θεού. Ο Άγιος Ανίκητος, που ήταν παρών στη Συνεδρίαση της Συγκλήτου, όταν άκουσε όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς καθόλου να φοβηθεί από τις απειλές του αυτοκράτορα, ομολόγησε ότι ήταν χριστιανός. Μετά από αυτό ο Διοκλητιανός διέταξε να ρίξουν τον Ανίκητο στα λιοντάρια. Όταν όμως τον οδήγησαν μπροστά σε ένα άγριο θηρίο, αυτό πλησίασε ήμερο τον Άγιο, χωρίς να του προξενήσει καμία βλάβη. Τότε έγινε σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τα είδωλα της πόλης. Ακολούθως, οι ειδωλολάτρες έβαλαν τον Άγιο σε τροχό, ο οποίος σταμάτησε με τρόπο θαυμαστό, και ο Ανίκητος σώθηκε. Ο ανιψιός του Φώτιος, που παρακολουθούσε τα βασανιστήρια του Ανίκητου, όταν είδε το θαύμα έτρεξε χαρούμενος να αγκαλιάσει το θείο του. Τότε οι ειδωλολάτρες έριξαν και τους δυο σε κάμινο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Το ευσεβές και ενάρετο ζεύγος Ιωακείμ και Άννα, η οποία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να τεκνοποιήσει. Καθημερινά ο Ιωακείμ και η Άννα προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια για να τους χαρίσει ο θεός ένα παιδί. Κι ο θεός όχι μόνο πραγματοποίησε το αίτημα τους, αλλά τους αξίωσε να φέρουν στον κόσμο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έμελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου.

     Η οσία Άννα έζησε την εποχή του βασιλιά Θεόφιλου του εικονομάχου. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πολύ νέα γνώριζε και ακολουθούσε πιστά το θείο θέλημα. Μεγαλώνοντας βοηθούσε τους ασθενείς και τους φτωχούς και προσπαθούσε να προφυλάσσει τον εαυτό της από τις αμαρτίες. Με τη βοήθεια του θεού κατάφερε να ενταχθεί σε κάποιο μοναστήρι, όπου και πέρασε ασκητικά πενήντα χρόνια. Έπειτα από βαριά και χρόνια ασθένεια, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον Κύριο.

     Άννα προφήτης - Ήταν κόρη του Φανουήλ και καταγόταν ααπό την φυλή του Ασήρ. Παντρεύτηκε μικρή αλλά μετά από εφτά χρόνια χήρεψε και από τότε αφιερώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου. Όταν ήταν 84 ετών αξιώθηκε να δει το Θείο Βρέφος που έφεραν στον ναό οι γονείς του (όπου πέρασε τον βίο της, με νηστεία - προσευχή και μελέτη των Γραφών). Όταν η Άννα είδε το βρέφος, ευχαρίστησε τον Θεό και προφήτευσε ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας τον οποίο όλοι περιμένουν.

     Η ευσεβής Άννα, σύζυγος του Ιωακείμ, πέρασε τη ζωή της χωρίς να μπορέσει να τεκνοποιήσει, καθώς ήταν στείρα. Μαζί με τον Ιωακείμ προσευχόταν θερμά στον θεό να την αξιώσει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι θα αφιέρωνε το τέκνο της σε Αυτόν. Πράγματι, ο Πανάγαθος θεός όχι μόνο της χάρισε ένα παιδί, αλλά την αξίωσε να φέρει στον κόσμο τη γυναίκα που θα γεννούσε το Μεσσία, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Όταν η Παναγία έγινε τριών χρόνων, σύμφωνα με την παράδοση, η Άννα και ο Ιωακείμ, κρατώντας την υπόσχεση τους, την οδήγησαν στο Ναό και την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία. Ο αρχιερέας παρέλαβε την Παρθένο Μαρία και την οδήγησε στα Άγια των Αγίων, όπου δεν έμπαινε κανείς εκτός από τον ίδιο, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του θεού το μελλοντικό ρόλο της αγίας κόρης στην ενανθρώπηση του Κυρίου. Στα ενδότερα του Ναού η Παρθένος Μαρία έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο αρχάγγελος Γαβριήλ προμήθευε την Παναγία με τροφή ουράνια. Εξήλθε από τα Άγια των Αγίων όταν έφθασε η ώρα του θείου ευαγγελισμού.

     Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή Λευί και ήταν κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο πατέρας της ήταν ιερέας την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Η Άννα παντρεύτηκε στη Γαλιλαίο, όπου γέννησε τη Μαρία τη Θεοτόκο, την οποία, αφού απογαλάκτισε, την αφιέρωσε στον θεό. Την υπόλοιπη ζωή της την πέρασε με νηστείες και αγαθοεργίες, κάνοντας πράξη το θέλημα του θεού. Απεβίωσε ειρηνικά και παρέδωσε στον Κύριο την αγνή της ψυχή.

     Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Αγίας και μακαριστής προφήτιδας ΄Αννης, που καταγόταν από την πόλη Αρμαθαίμ του όρους Εφραίμ. Η Αγία ήταν παντρεμένη με κάποιον άνδρα από τη φυλή του Λευί, επειδή όμως ήταν στείρα ο σύζυγος της τεκνοποίησε με κάποια άλλη γυναίκα. Τότε η Αγία με συνεχείς προσευχές και αδιάλειπτη άσκηση παρακαλούσε τον θεό να της δώσει τη χαρά της τεκνοποιίας. Ο θεός πραγματοποίησε την επιθυμία της και της χάρισε ένα γιο, το γνωστό προφήτη Σαμουήλ. Η Αγία γέννησε και άλλα παιδιά και πέρασε τη ζωή της αναθρέφοντας τα με φόβο θεού, ευχαριστώντας τον Κύριο για την αγάπη Του και προφητεύοντας.

     Ο Άγιος Αντίπας έζησε και μαρτύρησε, όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο σκληρός διώκτης των χριστιανών Δομιτιανός (81-96 μΧ.). Οι Άγιοι Απόστολοι χειροτόνησαν τον Αντίπα επίσκοπο Περγάμου, πόλη στην οποία ζούσαν πάρα πολλοί ειδωλολάτρες. Το έργο του Αγίου ήταν συνεπώς εξαιρετικά δύσκολο, αλλά ο Αντίπας κατάφερε να σώσει πολλές ψυχές, οδηγώντας πλήθος ειδωλολατρών στη χριστιανική πίστη. Για τη δράση του αυτή καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής, ο οποίος συνέλαβε τον Αντίπα με σκοπό να τον πείσει να άλλαξε/ την πίστη του. Αρχικά προσπάθησε να τον πείσει με τη δύναμη των λόγων του, η οποία αποδείχθηκε κατώτερη της ψυχικής δύναμης και των επιχειρημάτων του Αντίπα. Ο Άγιος ανέτρεψε όλα τα σοφίσματα του ειδωλολάτρη και δε φοβήθηκε μπροστά στα τρομερά βασανιστήρια με τα οποία τον απείλησε. Όταν ο ηγεμόνας συνειδητοποίησε πως καμία απειλή δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τον Αντπτα να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε να θανατωθεί σε πυρακτωμένο χάλκινο βόδι. Μέσα στο κολαστήριό του ο Άγιος ευχαρίστησε τον Κύριο που τον αξίωσε να μαρτυρήσει για τη δόξα Του.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Η  Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης. Η Αντωνίνα, με θαυμαστή σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, αφοσιώθηκε στην ορθή Πίστη αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις και ανέσεις. Για το λόγο αυτό συνελήφθη απ\' τον Φήστο, ηγεμόνα της κωμόπολης Καρδάμου. Ακλόνητη συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, παρ\' ότι γνώριζε το μαρτυρικό δρόμο που θα διένυε. Την έκλεισαν σε πορνείο και εκείνη νηστική προσευχόταν επί τρεις ημέρες. Την έσωσε ο Αλέξανδρος, παραπλανώντας όσους βρίσκονταν εκεί. Όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Φήστο, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν και τους δύο. Οι δήμιοι τους έκαψαν τα άκρα, τους περιέχυσαν με υγρή πίσσα και τους έριξαν σε πυρακτωμένο λάκκο. Εκεί παρέδωσαν την αγνή τους ψυχή στον Κύριο και έλαβαν τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Μέγας Αντώνιος εγεννήθη στην Αίγυπτο το 251 μ.Χ. Η ευσεβής και ενάρετη οικογένεια του Αντωνίου του δίδαξε τη χριστιανική πίστη. Σε νεαρή ηλικία ο όσιος πήρε την απόφαση να ασκητεύσει και για τον λόγο αυτό αναχώρησε για την έρημο. Εκεί παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του, φτάνοντας στο ανώτατο όριο της ασκήσεως. Η ψυχή του οσίου μάλιστα, λόγω της ηθικής και πνευματικής της τελειότητας μπορούσε να εξέρχεται του σώματος του, ενώ ο Αντώνιος ήταν ακόμα εν ζωή. Η φήμη του εξαπλώθηκε ανάμεσα στους χριστιανούς και πολλοί ασκητές πήγαιναν στην έρημο για να τον συμβουλευτούν. Απεβίωσε στην ηλικία των εκατό πέντε ετών.

     Η Αγία Ανυσία έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Όταν οι γονείς της απεβίωσαν, η Ανυσία κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία διαχειριζόταν με σύνεση. Μια μέρα που η ευσεβής γυναίκα πήγαινε στην εκκλησία, τη σταμάτησε ένας στρατιώτης, ο οποίος την έπιασε και βίαια την έσυρε σε ειδωλολατρικό ναό. Η Αγία του είπε πως δε θα θυσίαζε στα είδωλα, αφού μόνος και αληθινός θεός είνναι ο Χριστός. Στα λόγια αυτά ο στρατιώτης απάντησε βλασφημώντας τον θεό και η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Τότε αυτός ττράβηξε το σπαθί του και θανάτωσε την Αγία.

      Η  Εκκλησία μας γιορτάζει τους δώδεκα Αγίους Αποστόλους που εξέλεξε αρχικά ο Ιησούς, με εξαίρεση τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Αυτοί, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά τη μέρα της Πεντηκοστής περιόδευσαν σε ολόκληρη την Οικουμένη κηρύσσοντας το λόγο του Κυρίου και χαρίζοντας τη σωτηρία στις ψυχές χιλιάδων ανθρώπων. Το ηθικό μεγαλείο της ψυχής τους, ο ζήλος με τον οποίο διέδιδαν τη χριστιανική αλήθεια και η αλληλεγγύη την οποία επεδείκνυαν μεταξύ τους έγιναν πρότυπο ζωής για κάθε χριστιανό. Οι δώδεκα Άγιοι Απόστολοι είναι οι εξής: ο Σίμωνας (Πέτρος), που είχε και την πρώτη θέση ανάμεσα στους μαθητές του Ιησού, ο πρωτόκλητος και αδελφός του Πέτρου Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, ο αδελφός του Ιακώβου Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά, ο Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), ο Θωμάς, ο επονομαζόμενος και Δίδυμος, ο Ματθαίος, ο επονομαζόμενος και Λευί, ο γιος του Αλφαίου και αδελφός του Ματθαίου Ιάκωβος, ο Ιούδας ο Θαδδαίος, ο Σίμωνας .ο Ζηλωτής και ο Ματθίας, που τις παραμονές της Πεντηκοστής εξελέγη σε αντικατάσταση του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Απολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά της ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ\' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Ο Άγιος Αρέθας έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστίνος Α\' (578-527 μΧ). Ήταν επιφανής πολίτης της πόλης Νέγρα στην Αιθιοπία. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης, αλλά γρήγορα διέδιδε την αλήθεια των ευαγγελικών λόγων και ασπάσθηκε το χριστιανισμό, τον οποίο υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του. Η διδασκαλία του Αρέθα βρήκε ανταπόκριση ανάμεσα στους συμπολίτες του, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν των ειδωλολατρών, οι οποίοι τελικώς τον συνέλαβαν. Ο Αρέθας δέχθηκε πολλές πιέσεις για να αλλαξοπιστήσει, αλλά αντιστεκόταν με τη δύναμη που του έδινε η πίστη του. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο δια αποκεφαλισμού.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αριέμων έζησε την εποχή  που βασίλευε στη Ρώμη ο Διοκλητιανός. Ήταν ιερέας στην περιοχή της Μικρός Ασίας, αγωνιζόμενος σθεναρά κατά των ειδώλων. Κάποιος στρατιωτικός διοικητής, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής, πίεσε τους χριστιανούς της περιοχής να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε ο Άγιος και άλλοι πολλοί πιστοί μπήκαν στους ειδωλολατρικούς ναούς και κατέκαυσαν τα ξόανα, εξοργίζοντας έτσι τον αλαζόνα διοικητή Πατρίκιο, ο οποίος διέταξε να συλλάβουν και να αλυσοδέσουν τον Άγιο. Παρά τις φοβερές πιέσεις που δέχθηκε, έμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την πίστη του με παρρησία ενώπιον του Πατρικίου. Κατά την ανάκριση του επιτελέσθη και ένα φοβερό θαύμα: Ελάφια που είχαν νωρίτερα ακολουθήσει τον Άγιο διακήρυτταν με ανθρώπινη φωνή την παντοδυναμία του θεού και ανήγγειλαν την τιμωρία του Πατρικίου. Πράγματι ο Πατρίκιος θανατώθηκε σε πυρακτωμένο λέβητα που είχε ετοιμαστεί για τον Άγιο. Ο Αρτέμων σώθηκε και ακολουθώντας φωνή εξ ουρανού αποσύρθηκε σε έναν τόπο για να συνεχίσει το έργο του επιτελώντας θαύματα και ελεημοσύνες. Συνελήφθη όμως ξαννά από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι αυτήν τη φορά τον αποκεφάλισαν. \'Έτσι τιμήθηκε με τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Ήταν αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος τους κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο μαζί με τον Απόστολο των Εθνών σε πάρα πολλές περιοχές, υπομένοντας κακουχίες και διωγμούς. Έχοντας επιτελέσει ανεκτίμητο ιεραποστολικό έργο οι τρεις συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και αποκεφαλίσθηκαν όταν ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μΧ). Το βίο και τη δράση των τριών Αγίων κατέγραψε και μας παρέδωσε ο επίσκοπος Τύρου Δωρόθεο

      Ο άγιος Αριστίων γεννήθηκε κατά τις αρχές του 2ου αιώνα μ.χ. στην επαρχία της Συρίας Απάμεια. Προσελκύθηκε στην αληθινή πίστη του Χριστού από τον νεαρό μάρτυρα Αντώνιο (ή Αντωνίνο, + 9 Νοεμβρίου). Σε ηλικία μόλις 10 ετών ο Αντώνιος οδήγησε τον Αριστίωνα στην χριστιανική πίστη. Ο Αριστίων, σαν ενάρετος και πνευματοφόρος, εκλέχθηκε από τον λαό της Αλεξανδρείας της μικρής στην Κιλικία της Μικράς Ασίας (κοντά στην αρχαία πόλη Ισσό) και έγινε ο 2ος επίσκοπός της.. Σαν ποιμένας ο Άγιος ποίμανε θεάρεστα το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Δίδασκε με μεγάλη παρρησία και κήρυττε την σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και την αιώνια Βασιλεία του Χριστού, καθώς και την μακαριότητα και την χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Πολλούς εθνικούς έπειθε να απαρνηθούν την πλάνη τους και να ακολουθήσουν την αληθινή πίστη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τους οποίους στη συνέχεια τους βάπτιζε. Η δράση του αυτή δεν άρεσε στον Ρωμαίο Έπαρχο της περιοχής (επί αυτοκρατορίας του Αντωνίνου Πίου), ο οποίος και διέταξε να συλληφθεί και να ριχθεί στη φωτιά. Αμέσως οι στρατιώτες του άναψαν μεγάλο καμίνι και έρριψαν μέσα τον μάρτυρα του Χριστού. Μέσα στο καμίνι ο Αριστίων, υμνώντας και δοξάζοντας τον Θεό έλαβε μακάριο και επίζηλο τέλος. Η Αγία μας Εκκλησία τιμά τήν ιερή μνήμη του αγίου Αριστίωνα στις 3 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους (στα λατινικά ο άγιος λέγεται και ΑΡΙΣΤΕΑΣ).

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Αρτέμιος υπηρέτησε το Βυζάντιο ως στρατιωτικός και πολιτικός. Διακρινόμενος για τις αρετές και το ήθος του, καθώς και για τις πολιτικές του ικανότητες, τιμήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο (324-337 μ.Χ.) με τον τίτλο του πατρικίου. Ο αυτοκράτορας μάλιστα τον διόρισε αυγουστάλιο της Αλεξάνδρειας. Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μ.Χ.) ξεκίνησε διωγμό εναντίον των χριστιανών της Αντιόχειας. Πληροφορηθείς ο Αρτέμιος ότι βασανίζονται χριστιανοί, άσκησε δριμύ έλεγχο στον αυτοκράτορα, ο οποίος δεν ανέχθηκε τέτοια στάση από αξιωματούχο του. Έτσι, πρόσταξε τους δημίους του να υποβάλουν τον Αρτέμιο σε φριχτά βασανιστήρια και τελικά να τον αποκεφαλίσουν. Εκδικούμενοι οι χριστιανοί που λάτρευαν κυριολεκτικά τον Αρτέμιο, όταν αργότερα έπεσε μαχόμενος ο Ιουλιανός στον πόλεμο κατά των Περσών, διέδωσαν πως εμφανισθείς στη μάχη τον εφόνευσε ο ίδιος ο στρατηλάτης Αρτέμιος.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ\' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε εεπίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου Β\' του Μικρού (408-450 μ.Χ.), στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν άνθρωπος που διακρινόταν για την ευσέβεια και τον ηθικό πλούτο του. Μελετούσε συστηματικά και υπήρξε καθηγητής της Φιλοσοφίας, της Ρητορικής και της θεολογίας. Αγαπούσε όμως το μοναχικό βίο και για το λόγο αυτό αποσύρθηκε σε ένα απομακρυσμένο βουνό, όπου και ασκήτευσε. Η βαθιά θεολογική κατάρτιση του αλλά και οι αρετές του προκάλεσαν την εκτίμηση όλων των χριστιανών και για το λόγο αυτό κλήθηκε στη Δ\' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε συγκληθεί για να καταδικάσει τις αιρέσεις του Ευτυχούς και του Νεστορίου. Στη Σύνοδο ο Αυξέντιος, με τη δύναμη της πίστης του και με τον πλούτο των θεολογικών γνώσεων του, κατάφερε να αποδείξει την πλάνη των αιρετικών και να κερδίσει το σεβασμό ακόμα και των βασιλέων. Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τον όσιο καθημερινά για να τους θεραπεύσει με τα θαύματα του ή για να του εκδηλώσουν το σεβασμό και την εκτίμηση τους προσφέροντας του δώρα και τροφές, τα οποία όμως ο Αυξέντιος μοίραζε στους φτωχούς. Εκοιμήθη ειρηνικά.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι\' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Ο Άγιος Αυτόνομος έζησε και μαρτύρησε τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αυτόνομος ανέπτυξε πλούσια χριστιανική δράση ως επίσκοπος στην Ιταλία. Αναγκάσθηκε όμως να εγκαταλείψει την επισκοπή του, όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού. Τότε ο Άγιος μετέβη στη Βιθυνία της Μικρός Ασίας, και συγκεκριμένα στους Σωρεούς. Εκεί, φιλοξενούμενος από ένα χριστιανό, τον Κορνήλιο, δίδασκε στα πλήθη το λόγο του Ευαγγελίου. Αφού ανήγειρε ναό προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο Αυτόνομος άφησε τους Σωρεούς για να κηρύξει το λόγο του Χριστού στη Λυκαονία και στην Ισαυρία. Προτού ξεκινήσει την περιοδεία του, μάλιστα, χειροτόνησε τον ευσεβή χριστιανό Κορνήλιο διάκονο. Επιστρέφοντας στους Σωρεούς, ο Αυτόνομος εντυπωσιάσθηκε από το γεγονός ότι ο Κορνήλιος είχε οδηγήσει στο δρόμο του θεού πολλούς ανθρώπους και για το λόγο αυτό τον χειροτόνησε ιερέα. Στη συνέχεια ο Άγιος επισκέφθηκε αρκετές περιοχές του Εύξεινου Πόντου, συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του. Όταν κάποια στιγμή γύρισε στους Σωρεούς, χειροτόνησε τον Κορνήλιο επίσκοπο. Επειδή όμως ο Αυτόνομος είχε προσελκύσει με το λόγο του πολλούς ανθρώπους στο χριστιανισμό, οι εξαγριωμένοι ειδωλολάτρες τον φόνευσαν με πέτρες μέσα στο ναό όπου λειτουργούσε.

     Ο όσιος Αχίλλιος έζησε στα χρόνια που ήταν αυτοκράτορας ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337 μΧ.). Γεννήθηκε στην Καππαδοκία από οικογένεια που φρόνησε να ανατραφεί σύμφωνα με το χριστιανικό ήθος. Σε νεαρή ηλικία ένιωσε στην ψυχή του την επιθυμία να αφιερωθεί στην υπηρεσία του Κυρίου του και γι\' αυτό εντρύφησε με ζήλο στην κατά τον Χριστό σοφία, οπλίζοντας τον εαυτό του με βαθιά θεολογική κατάρτιση. Αφού επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους μετέβη στη Ρώμη, όπου κήρυττε ακούραστα το λόγο του θεού και κατηχούσε το λαό στη χριστιανική πίστη. Οι σπάνιες αρετές του και οι πολύτιμες υπηρεσίες του στη χριστιανοσύνη τον ανέδειξαν επίσκοπο της Λάρισας, πόλης της Θεσσαλίας. Όταν το 325 μΧ. συγκλήθηκε η Α\' Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Αχίλλιος προσέφερε τις θεολογικές του γνώσεις στον αγώνα κατά των αιρετικών και μαζί με τους άλλους Πατέρες πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις για την ανατροπή των κακοδοξιών. Μάλιστα, ο Μέγας Κωνσταντίνος του προσέφερε για τη συμβολή του αυτή μεγάλη αμοιβή, την οποία όμως ο Αχίλλιος τη διέθεσε στη φροντίδα των φτωχών. Αφού επιτέλεσε το έργο του, αναπαύθηκε εν ειρήνη.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από B

Ο Άγιος Βαβύλας έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο ασεβής Νουμεριανός, ο οποίος δολοφόνησε απάνθρωπα το γιο του βασιλιά των Περσών, τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο. Ο επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν έμαθε την ενέργεια του αυτοκράτορα, την αποδοκίμασε έντονα. Μάλιστα, όταν κάποια στιγμή ο Νουμεριανός θέλησε να παρακολουθήσει τη λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αντιοχείας, ο Βαβύλας όχι μόνο απαγόρευσε την είσοδο στον αυτοκράτορα, αλλά τον έπιασε από το στήθος και του δήλωσε ότι στο ναό δεν είχαν θέση κοινοί εγκληματίες σαν αυτόν. Ο αυτοκράτορας οργίστηκε πολύ από τη στάση του επισκόπου και διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Την επόμενη μέρα οι ασεβείς αποκεφάλισαν τον Βαβύλα, το λείψανο του οποίου ενταφιάσθηκε από τους πιστούς. Την ίδια μέρα μαρτύρησαν και τρεις νεαροί μαθητές του Βαβύλα, οι οποίοι μόλις έμαθαν τη σύλληψη του δασκάλου τους έτρεξαν κοντά του για να του συμπαρασταθούν. Οι «αγανακτισμένοι πολίτες» συνέλαβαν τα νεαρά αυτά παιδιά και, αφού προσπάθησαν μάταια να τα πείσουν να αρνηθούν την πίστη τους, τα αποκεφάλισαν όπως και το δάσκαλο τους.

     ΒΑΪΟΣ - Κατά την ιη΄του Μαρτίου και ημέρα Κυριακή ερχόμενος ο Ιησούς από την Βηθανία προς τα Ιεροσόλυμα ζήτησε να του φέρουν έναν όνο και καθισμένος πάνω σ΄αυτόν εισήλθε στην πόλη. Το πλήθος όταν πληροφορήθηκε τον ερχομό Του, στόλισε τις οδούς με κλαδιά από δέντρα και ετοίμασε ένδοξο και λαμπρό πανηγύρι. Συνάμα όλοι οι πιστοί κρατώντας κλαδιά φοινίκων - που συμβόλιζαν την νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου - εξήλθαν από την πόλη για να τον προϋπαντήσουν φωνάζοντας:<< Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ>>. Της λαμπρής αυτής ημέρα την ανάμνηση εορτάζουμε.

     Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Μαξιμιανός, στο στρατό του οποίου υπηρετούσαν. Εκτιμώντας τις ικανότητες και τις αρετές του ο Μαξιμιανός έδωσε το αξίωμα του πριμικηρίου (πρώτου άρχοντα) στον Σέργιο και του σεκουνδικηρίου (δεύτερου άρχοντα) στον Βάκχο. Οι δύο άνδρες υπηρέτησαν τον αυτοκράτορα με σύνεση κι ανδρεία. Όταν όμως αυτός έμαθε πως οι δυο αξιωματικοί του ήταν χριστιανοί ταράχθηκε. Για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του οργάνωσε ειδωλολατρική γιορτή, στην οποία κάλεσε τους δυο άνδρες. Όταν ο Σέργιος και ο Βάκχος αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα ο Μαξιμιανός πείσθηκε για την πίστη τους στον Χριστό και εξαγριωμένος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα διακριτικά γνωρίσματα των αξιωμάτων του. Αφού τους διαπόμπευσαν, οι ειδωλολάτρες τους έστειλαν στον Αντίοχο, σε έναν ηγεμόνα της Ανατολής. Αυτός, αφού τους βασάνισε σκληρά, ζήτησε τον αποκεφαλισμό του Βάκχου. Τον Σέργιο, ο οποίος κάποτε είχε ευεργετήσει τον ηγεμόνα, ο Αντίοχος προσπάθησε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Όταν όμως πείσθηκε πως απέτυχε, ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας δεν δίστασε να διατάξει να αποκεφαλίσουν και αυτόν.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     ΒΑΡΒΑΡΑ -\'Έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν κόρη ειδωλολάτρη, που ονομαζόταν Διόσκορος. Ήταν πολύ όμορφη και για τον λόγο αυτό ο πατέρας της την έκλεισε σ΄έναν πύργο προκειμένου να την προστατεύσει από τους κινδύνους. Όταν κάποτε ο πατέρας της διέταξε να χτίσουν ένα λουτρό δίπλα από τον πύργο για να την ευχαριστήσει συνέβη το εξής περιστατικό: Η Βαρβάρα είπε στους τεχνίτες να ανοίξουν τρία παράθυρα στο κτίριό της στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο Διόσκορος κατάλαβε τότε ότι είναι χριστιανή και όρμησε πάνω της να τη σκοτώσει. Η Αγία κατάφερε να ξεφύγει αρχικά και κρύφτηκε, όμως ο πατέρας της τη βρήκε και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Η Αγία δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη της και να χλευάσει τα είδωλα, γι΄ αυτό και οδηγήθηκε σε βασανιστήρια. Αφού την έδειραν και της καταξέσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια, τη διαπόμπευσαν σέρνοντάς την στην πόλη. Τελικά αποκεφαλίστηκε από τον ίδιο τον πατέρα της και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

      Ο Άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Δίδαξε τη χριστιανική πίστη στους Ινδούς, στους οποίους και παρέδωσε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Όταν όμως βρισκόταν στην Ουρβανούπολη οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε σταυρικό θάνατο. Έτσι ο Βαρθολομαίος τελείωσε ένδοξα τη ζωή του.

      Ο Άγιος Βαρθολομαίος, αφού δίδαξε το λόγο του Ευαγγελίου σε διάφορους τόπους, κατέληξε στην Αρμενία, όπου και ετελειώθη με μαρτυρικό θάνατο. Το λείψανο του Βαρθολομαίου τοποθετήθηκε σε λάρνακα και φυλάχτηκε από τους χριστιανούς στην Αλβανούπολη. Η λάρνακα του Αγίου έγινε αστείρευτη πηγή θαυμάτων για τους πιστούς που προσέτρεχαν να προσκυνήσουν το τίμιο λείψανο του, καθώς πολλοί άνθρωποι θεραπεύθηκαν και απαλλάχθηκαν από ασθένειες που τους βασάνιζαν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας τα θαύματα που επιτελούνταν πήραν την απόφαση να ρίξουν τη λάρνακα του Αγίου Βαρθολομαίου στη θάλασσα μαζί με τις λάρνακες των Αγίων Παππιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Όμως το άγιο λείψανο του Βαρθολομαίου διέσχισε, ακολουθούμενο από τις λάρνακες των τεσσάρων Αγίων, τα στενά του Ελλησπόντου, το Αιγαίο Πέλαγος, την Αδριατική θάλασσα και έφτασε στο νησί Λιπαρά. \'Έπειτα οι λάρνακες που περιείχαν τα λείψανα των άλλων Αγίων πήγαν σε διαφορετικούς τόπους της Ιταλίας. Τη λάρνακα του Βαρθολομαίου βρήκε ο επίσκοπος Λιπάρας Αγάθωνας, ο οποίος έπειτα από θεία υπόδειξη έκτισε μεγαλοπρεπή ναό, στον οποίο τοποθέτησε την τίμια λάρνακα.

      Ο Άγιος Βαρλαάμ καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Ενώ ήταν σε προχωρημένη ηλικία οδηγήθηκε στον έπαρχο της Αντιοχείας, ο οποίος τον ανέκρινε. Ο Βαρλαάμ δε δίστασε να ομολογήσει στον ηγεμόνα την πίστη του στον Χριστό και για το λόγο αυτό υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Αφού τον χτύπησαν ανελέητα οι δήμιοι τον οδήγησαν σε έναν ειδωλολατρικό βωμό. Έπειτα τον πρόσταξαν να απλώσει το χέρι του, πάνω στο οποίο τοποθέτησαν κάρβουνα αναμμένα και λιβάνι. Οι ειδωλολάτρες πίστευαν πως ο Αγιος για να αποφύγει τους πόνους θα έριχνε το κάρβουνο στο βωμό και πως έτσι θα φαινόταν ότι θυσίαζε στα είδωλα. Όμως ο Βαρλαάμ προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά να φανεί ότι θυσιάζει σε ειδωλολατρικούς θεούς. Ύστερα από λίγο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο Άγιος Βαρνάβας υπήρξε ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου, καθώς και στενός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου. Καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κόπρο. Ο Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη, στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στη γενέτειρα του Κόπρο. Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι στη συνέχεια τον έκαψαν. Το λείψανο του περισυνέλεξε ο ευαγγελιστής Μάρκος και το εναπέθεσε σε μια σπηλιά. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας ενταφιάσθηκε μαζί με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο το οποίο είχε αντιγράψει με τα ίδια του τα χέρια.

     Ο ιερομάρτυρας Βασιλέας διετέλεσε επίσκοπος Αμασείας του Πόντου, την εποχή του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Λικινίου, που προσπαθούσε να εξοντώσει τους χριστιανούς. Στα δύσκολα αυτά χρόνια ο Βασιλέας με σθένος και πυγμή στήριξε το ποίμνιο του και συγκρούστηκε με τον Λικίνιο. Μάλιστα, όταν ο αυτοκράτορας επιχείρησε να προσβάλει την τιμή μιας νεαρής κοπέλας, λέγεται ότι ο Βασιλέας την προστάτευσε και την οδήγησε στο δρόμο του Χριστού. Για το λόγο αυτό διατάχθηκε η σύλληψη και ο αποκεφαλισμός του. Το άγιο λείψανο του ιερομάρτυρα ενταφιάσθηκε στην Αμάσεια.

     ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Γεννήθηκε το 329 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. \'Εδρασε επί αυτοκρατορίας του Ουάλη, ο οποίος ασπαζόταν την διδασκαλία του αιρετικού Αρείου. Οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια ήταν εύποροι και με έντονα ανεπτυγμένο το χριστιανικό φρόνημα. Από νωρίς ο Βασίλειος επέδειξε ζήλο για μάθηση και γρήγορα κατέκτησε σε βάθος όλες τις επιστήμες, εφαρμόζοντας παράλληλα υποδειγματικά την ευαγγελική σοφία. Το 370 μ.χ ανακηρύχτηκε αρχιεπίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας, αξίωμα το οποίο έθεσε στον αγώνα υπέρ της ορθόδοξης πίστης. Με την συγγραφή πολλών έργων θέλησε να πολεμήσει τα φρονήματα των αιρετικών και να διδάξει το χριστιανικό τρόπο ζωής. \'Ιδρυσε την \'\'ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΑ\'\', συγκρότημα μα ευαγή ιδρύματα. Απεβίωσε εν ειρήνη στα 50 του χρόνια.

     ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Γεννήθηκε στην Άγκυρα της Μικράς Ασίας. Έδρασε επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος επεδίωκε να επαναφέρει την λατρεία των ειδώλων. Η χριστιανική δράση του όμως, εξόργησε τους εχθρούς της χριστιανοσύνης και για τον λόγο αυτό υπέφερε πολλά μαρτύρια. Οι διώκτες του τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εβασανίστηκε φριχτά. Δεν δίστασαν μάλιστα να τον ρίξουν σε πυρακτωμένο καμίνι, αλλά ο Βασίλειος έμεινε σώος.Οι πολέμιοι οδήγησαν τότε τον Άγιο στη Καισάρεια, όπου τον καταδίκασαν σε θηριομαχία. Κατά την διάρκεια της ειδωλολατρικής γιορτής, ο Βασίλειος κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία. Στην Καισάρεια χτίστηκε εκκλησία στο όνομά του.

     Ο Βασίλειος (ομολογητής) έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ του εικονομάχου (717-741 μ.Χ.). Από νωρίς εγκατέλειψε την κοσμική ζωή και τις ανθρώπινες συνήθειες για να αφιερωθεί σ\' έναν ασκητικό και μοναχικό βίο. Πράγματι, διήγε τη ζωή του με απόλυτη χρηστότητα και ευλάβεια. Αρχικά ζούσε στο ασκητήριό του, τρέφοντας μόνο το πνεύμα και την ψυχή του με τα θεία δώρα της πίστης και της αγάπης. Όταν κλήθηκε όμως να υπερασπίσει την Ορθοδοξία μας και να την προστατεύσει από τη λαίλαπα των κακοδόξων, ρίχθηκε με τόλμη και σθένος στον αγώνα. Συγκεκριμένα αγωνίστηκε ενάνπα στους εικονομάχους με πείσμα και γι\'αυτό και υπεβλήθη σε δεινά βασανιστήρια. Με σιδερένια νύχια, του καταξέσκισαν το σώμα και τον τράχηλο και στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή. Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων Γ, ο μακαριστός Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει με αφοσίωση τη μοναστική ζωή. Από το ασκητήριό του διακήρυττε την αλήθεια και φρόντιζε για την εξάπλωση της Ορθοδοξίας μας. Η δράση του τον γέμισε χαρά και αγαλλίαση όσα χρόνια ήταν εν ζωή. Ο Άγιος Βασίλειος εξεδήμησε προς τον θεό εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος μάρτυρας Βασιλίσκος έδρασε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και ήταν ανιψιός του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ορμώμενος από το παράδειγμα του Θεοδώρου και των συστρατιωτών του επιθυμούσε τη μαρτυρική του τελείωση. Ο θεός αμείβοντας τον για τη βαθιά του προσήλωση πραγματοποίησε την επιθυμία του. Μάλιστα του εφανερώθη σε οπτασία και τον συμβούλευσε να πάει στα Κύμανα του Πόντου, αφού πρώτα αποχαιρετήσει τους οικείους του. Πράγματι, λίγο μετά την επιφάνεια του Κυρίου, ο έπαρχος της Καππαδοκίας Αγρίππας διέταξε να τον συλλάβουν και αφού του φορέσουν σιδερένια υποδήματα να τον οδηγήσουν προς τον Πόντο. Στο δρόμο οι στρατιώτες τον έδεσαν πισθάγκωνα σ\' ένα ξερό πλατάνι, το οποίο με τις προσευχές του αγίου ξαναζωντάνεψε και γέμισε φύλλα. Όταν έφθασαν στα Κόμανα, οδηγήθηκε στον έπαρχο, ο οποίος, προσπαθώντας να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, τον πήγε σε ειδωλολατρικό ναό και τον παρότρυνε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Άγιος Βασιλίσκος όχι μόνο έμεινε άκαμπτος απέναντι στις απειλές του άρχοντα, αλλά κατέκαυσε, θερμά προσευχόμενος, όλα τα μιαρά παρασκευάσματα του ναού. \'Έτσι διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του ενώ το σώμα του ρίχθηκε σε κοντινό ποταμό.

     Ο όσιος Βενέδικτος καταγόταν από την πόλη Νουρσία της Ιταλίας. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πόλο νωρίς αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το ίδιο του το όνομα -στα ελληνικά μεταφράζεται ευλογημένος-φανέρωνε τη θαυμαστή πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο όσιος. Εγκατέλειψε την οικογένεια και την περιουσία του και αποσύρθηκε με την παραμάνα του στην έρημο. Εκεί ασκήτευσε με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα και κατόρθωσε να φτάσει στον ύψιστο βαθμό αγιότητας. Είχε επίσης τιμηθεί από τον Κύριο με το χάρισμα της θαυματοποιίας και της προφητείας και κατάφερε έτσι να βοηθήσει, να θεραπεύσει και γενικότερα να υπηρετήσει το ποίμνιο του. Από τη βιογραφία του γνωρίζουμε θαυμαστά στοιχεία για την τελείωση του: Προαισθάνθηκε το θάνατο του και έδωσε εντολή να ανοιχτεί τάφος για τον ενταφιασμό του. Μετά την εντολή αυτή προσβλήθηκε από ασθένεια που κράτησε έξι ημέρες. Την έκτη ημέρα ζήτησε από τους μαθητές του να τον μεταφέρουν σε μονή, όπου, αφού μετάλαβε των αχράντων μυοτηρίων, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Τέλος, κατά την κοίμηση του, δύο αδέλφια, ευσεβείς χριστιανοί, είδαν σε όραμα τον όσιο, υποβασταζόμενο από άνδρες, να ανεβαίνει στους ουρανούς. Μετά το όραμα, πληροφορήθηκαν την τελευτή του οσίου.

     Η  Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Η  Εκκλησία μας τιμά και τη μνήμη της Αγίας Βερονίκης της αιμορροούσας. Η Αγία καταγόταν από την πόλη Πανεάδα, όπου και έδρασε διακηρύσσοντας τη χριστιανική πίστη. Αξιώθηκε μάλιστα να συναντήσει τον Κύριο, που τη θεράπευσε από βασανιστική αιμορραγία - έτσι έλαβε και το όνομα της. Για να τιμήσει και να ευχαριστήσει τότε τον Κύριο, φιλοτέχνησε ένα λαμπρό ανδριάντα, τον οποίο και έστησε μπροστά από το σπίτι της για να τον προσκυνούν οι πιστοί. Στη συνέχεια η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησε ταπεινά, καθ\' όλο το βίο της. Η Αγία απεβίωσε εν ειρήνη, σε βαθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Βησσαρίων, καταγόταν από την Αίγυπτο και κατά την παιδική και νεανική του ηλικία είχε μάθει αρκετά καλά τα της χριστιανικής πίστης και λατρείας. Αποσύρθηκε στην έρημο για να υποτάξει την σάρκα στο πνεύμα του. Στον αγώνα του αυτό είχε βοηθό και συμπαραστάτη το θεό, τον οποίο ολόκαρδα ποθούσε. Η ζωή του υπήρξε συνυφασμένη με πολλά θαύματα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα αφού πρώτα στερέωσε πολλούς στην πίστη.

     Ο Άγιος Βλάσιος έζησε και μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Λικινίου (308-323 μΧ.). Ο Βλάσιος, που είχε διατελέσει επίσκοπος Σεβαστείας, ήταν κάτοχος της ιατρικής επιστήμης, την οποία δε χρησιμοποίησε ποτέ για να αποκομίσει κέρδος, παρά μόνο για να θεραπεύει τους φτωχούς ασθενείς. Ο Άγιος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ένα σπήλαιο, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση. Όμως ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας, που δίωκε τους χριστιανούς, διέταξε τη σύλληψη του Βλασίου. Όταν ο Άγιος παρουσιάσθηκε μπροστά του με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οργισθείς ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βασανίσουν ανελέητα τον Άγιο. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια οδηγήθηκε στη φυλακή. Τελικά οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Βλάσιο.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Γ

Το όνομα Γαβριήλ σημαίνει στη γλώσσα των  Εβραίων «ο άνθρωπος του θεού». Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, εμφανίσθηκε στον Δανιήλ για να ερμηνεύσει ένα όραμα του. Στην Καινή Διαθήκη ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που ανήγγειλε στον Ζαχαρία τη γέννηση του γιου του, του Ιωάννη του Προδρόμου, αλλά και αυτός που ευαγγελίσθηκε στην Παρθένο Μαρία ότι ήταν η γυναίκα που θα έφερνε στον κόσμο τον Ιησού Χριστό.

     Η εκκλησία μας γιορτάζει τη Σύναξη των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων ασώματων και ουράνιων αγγελικών ταγμάτων. Οι άγιοι άγγελοι εμφανίζονται στους ανθρώπους κάθε φορά που ο Θεός θέλει να εκτελεστεί το θέλημά του. Η Αγία Γραφή αναφέρει σε πολλά σημεία την επικοινωνία των ανθρώπων με τους αγγέλους και ιδιαίτερα με τους επικεφαλής των αγγελικών ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Συγκεκριμένα, ο αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στον Αβραάμ για να σώσει τον Ισαάκ, τον οποίο ήταν έτοιμος να θυσιάσει ο Αβραάμ, κατ΄ εντολή του Θεού, που θέλησε να δοκιμάσει έτσι την πίστη του δούλου του Αβραάμ. Στον Λώτ, για να τον σώσει όταν ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει τα Γόμορα, στον πατριάρχη Ιακώβ, στο μάντη Βαλαάμ, στον Ιησού του Ναυή. Επίσης ο Μιχαήλ ήταν αυτός που οδήγησε τον λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο. Οι άγιες γραφές αναφέρουν πολλά ακόμα θαύματα τα οποία επιτέλεσε ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ. Ο δε Γαβριήλ ήταν αυτός που ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός στην Παρθένο Μαρία. Κάθε άνθρωπος - κάθε ευσεβής άνθρωπος - έχει τον Άγγελό του, \"Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν,  φύλακα...\" της ζωής και της ψυχής του, που τον φυλάγει και τον προστατεύει από κάθε κακό.

     Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Γεράσιμος καταγόταν από τα Τρίκαλα Κορινθίας. Γεννήθηκε το 1509 μΧ. από διακεκριμένη και ευσεβή οικογένεια. Η ανατροφή που δέχθηκε ήταν σύμφωνη με τα χριστιανικά ήθη, ενώ με ζήλο επιδόθηκε στη μελέτη των ιερών γραφών. Όταν έφθασε σε κατάλληλη ηλικία εγκατέλειψε την πατρίδα του και περιηγήθηκε διάφορα μέρη. Απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου 1579 στη Μονή Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος, στα Ομαλά της Κεφαλονιάς.

     Ο όσιος Γεράσιμος ήταν αφιερωμένος στο μοναχικό βίο. Ο θεός τον αξίωσε ώστε να τον υπακούουν ακόμη και τα άγρια ζώα. Έτσι είχε ως υπηρέτες του ένα λιοντάρι και έναν όνο, τον οποίο έκλεψαν κάποιοι έμποροι. Νομίζοντας ο Γεράσιμος ότι το λιοντάρι καταβρόχθισε τον όνο, το τιμώρησε. Κάποια μέρα όμως που οι έμποροι ξαναπέρασαν με τον όνο, το λιοντάρι τον άρπαξε και τον έφερε στον Γεράσιμο. Ο όσιος συγκινήθηκε και ελευθέρωσε το λιοντάρι, όμως εκείίνο πήγαινε και προσκυνούσε τον όσιο. Όταν ο Γεράσιμος εξεδήμησε, άφησε δίπλα του την τελευταία του πνοή και το λιοντάρι.

     Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Ο μεγαλομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα δεκαοχτώ του χρόνια κατετάγη στο ρωμαϊκό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών ο Άγιος υπερασπίσθηκε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ\' όλα αυτά ο θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, ο Άγιος αποκεφαλίσθηκκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας από τη Ραψάνη ήταν γόνος της οικογενείας Χατζηλασκαρέων. Άσκησε το επάγγελμα του γραμματοδιδάσκαλου. Η αλλαγή ενός νεαρού αλλοθρήσκου έγινε η αιτία του μαρτυρίου του Γεωργίου. Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο με βασανιστήρια. Αποκεφαλίσθηκε στις 5 Μαρτίου του 7878 σε ηλικία είκοσι ετών. Τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν στη Ραψάνη και ευρίσκονται στην οικία «Καραβασίλη», όπου είναι προσιτά εις τους προσκυνητές.

     Ο Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ήλθε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης σε έναν Ευρωπαίο πρόξενο που τον υπηρετούσε. Αγόραζε δε αυγά από το σπίτι μιας μωαμεθανίδας για τον αφέντη του. Τον συκοφάντησαν όμως για αθέμιτες σχέσεις με την κόρη. Τον οδήγησαν στον ιεροδικαστή και επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει τον πυροβόλησαν και διαμέλισαν το σώμα του κοντά στη θάλασσα. Χριστιανοί τον ενταφίασαν και στις 13 Απριλίου του 1967 τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από την Πτολεμαΐδα στην Λευκωσία με τιμές.

     Ο όσιος Γεώργιος από νεαρή ηλικία έδειξε την ευσέβεια του και την αγάπη του για τον θεό. Παρά το γεγονός ότι επιθυμούσε ολόψυχα να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του θεού, οι γονείς του επέμεναν να τον παντρέψουν. Ο Γεώργιος τότε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός, να ασκηθεί στην εγκράτεια και να προκόψει στην αρετή. Ο όσιος διήγε το βίο του με νηστεία, προσευχή και μελέτη των ιερών Γραφών. Είχε μάλιστα φθάσει σε τέτοιο σημείο ηθικής τελειότητας που πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν, για να τον συμβουλευθεί, γεγονός που ανάγκασε τον Γεώργιο να αποσυρθεί στο όρος Μαλαιό, όπου ησύχαζε. Τόσο πολύ διακρίθηκε στην υποταγή και στην υπακοή και τόσο ευπειθής και πρόθυμος υπηρέτης του Κυρίου υπήρξε, ώστε πολλοί μοναχοί προσέτρεχαν στο όρος Μαλαιό, για να καθοδηγηθούν από αυτόν στην προσευχή και στην άσκηση. Η θεάρεστη ζωή και η αρετή του οσίου τον έκαναν θαυμαστό ανάμεσα στους χριστιανούς, σε σημείο που άνθρωποι με υψηλά κοσμικά αξιώματα να ζητούν τις συμβουλές του. Απεβίωσε ειρηνικά.

     ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα 18 του χρόνια κατετάγη στον ρωμα\'ι\'κό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών, υπερασπίστηκε την πίστη του και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ΄ όλα αυτά ο Θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, αποκεφαλίσθηκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ - Ηλθε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης σε έναν Ευρωπαίο πρόξενο που τον υπηρετούσε. Αγόραζε δε αυγά από το σπίτι μιας μωαμεθανίδας για τον αφέντη του. Τον συκοφάντησαν όμως για αθέμητες σχέσεις με την κόρη. Τον οδήγησαν στον ιεροδικαστή  και επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει τον πυροβόλησαν και διαμέλισαν το σώμα του κοντά στην θάλασσα. Χριστιανοί τον ενταφίασαν και στις 23 - Απριλίου του 1967 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από την Πτολεμαΐδα στην Λευκωσία με τιμές.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Η Αγία Γλαφυρά ήταν θεραπαινίδα της βασίλισσας Κωνσταντίας συζύγου του Λικινίου. Η βασίλισσα απομάκρυνε τη Γλαφυρά αφού της έδωσε χρήματα. Η Αγία πήγε στην ανατολή. Κατέληξε στην Αμάσσεια, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο της πόλης Βασιλέα στον οποίο παρέδωσε τα χρήματα για την ανέγερση Ναού. Απεβίωσε ειρηνικά στην Αμάσεια.

     Η Αγία Γλυκερία έζησε το 2ο μ Χ αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος. Γεννήθηκε στην πόλη Τραϊανούπολη, όπου ηγεμόνευε ο Σαββίνος. Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση της Γλυκερίας και την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Η Αγία εμφανίσθηκε σε αυτόν έχοντας σημειώσει στο μέτωπο της τον Τίμιο Σταυρό και δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη της στον Χριστό. Όταν μάλιστα ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, στην προσπάθεια του να την πείσει να ασπαστεί τα είδωλα, εκείνη προσευχήθηκε και συνέτριψε το άγαλμα του Δία. Έπειτα από το γεγονός αυτό η Γλυκερία λιθοβολήθηκε από τους παρευρισκόμενους ειδωλολάτρες, χωρίς όμως να την αγγίξει καμία πέτρα. Στη συνέχεια η Αγία βασανίσθηκε με φριχτό τρόπο και τελικά ρίχθηκε στη φυλακή. Εκεί η Γλυκερία κατήχησε στη χριστιανική πίστη το δεσμοφύλακα της Λαοδίκιο, ο οποίος ομολόγησε την πίστη του και μαρτύρησε για τη δόξα του Χριστού. Ο Σαββίνος, αφού πρώτα διέταξε να βασανίσουν ξανά τη Γλυκερία, πρόσταξε κατόπιν να τη ρίξουν στα άγρια θηρία. Όμως αυτά την εσεβάσθησσαν. Αν και ένα, το αγριότερο όλων, τη δάγκωσε, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες μετά η Γλυκερία να παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο.

     Η Αγία μάρτυς Γολινδούχ καταγόταν από την Περσία και έζησε την εποχή του βασιλιά των Περσών Χοσρόη και των Ρωμαίων Μαυρικίου. Η οικογένεια της είχε πέσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας και η ίδια μάλιστα ήταν σύζυγος αρχιμάγου. Έπειτα όμως από κάποια οπτασία που είδε, έγινε μέσα της πραγματικός σεισμός και ένιωσε την αληθινή πίστη να φουντώνει στα στήθη της. Στη συνέχεια βαπτίσθηκε και έλαβε το όνομα Μαρία, γεγονός που εξόργισε τον άντρα της. Ορμώμενος από το Σατανά τότε, την κατήγγειλε στο Χοσρόη, ο οποίος την εξόρισε στο φρούριο της Λήθης. Κλεισμένη δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια στην απομόνωση, η Αγία δεν έπαψε ούτε στιγμή να ομολογεί τον Κύριο και να προσεύχεται. Γι\' αυτό και την έριξαν σε ένα λάκκο, στον οποίο υπήρχε ένας δράκοντας. Η Αγία όχι μόνο δεν έπαθε κακό, αλλά με την πίστη και το θάρρος της κατόρθωσε να ημερέψει το θηρίο, γεγονός που εξόργισε ακόμη περισσότερο τους ειδωλολάτρες. Αποφάσισαν τότε να την υποβάλουν σε φρικτότερα βασανιστήρια και τέλος να την αποκεφαλίσουν. Ο Κύριος όμως την προστάτευε και την έβγαλε αλώβητη σωματικά και ψυχικά από τη δοκιμασία. Έτσι η Αγία σώθηκε και κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε. Ακολούθως πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Σαμωνάς και Γουρίας μαρτύρησαν όταν διεξαγόταν ο σκληρότατος διωγμός κατά των χριστιανών, τον οποίο είχε κηρύξει ο αυτοκράτορας παν Ρωμαίων Διοκλητιανός. Ο Γουρίας καταγόταν από τη Σαργωκητία και ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Οι δύο άνδρες ήταν γνωστοί για το χριστιανικό έργο τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Αντωνίνο, ο οποίος τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό. Οι Αγιοι όμως δε δείλιασαν και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους. Έπειτα από την ομολογία τους αυτή, οι δυο άνδρες φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια υπεβλήθησαν σε σκληρά βασανιστήρια. Οι Αγιοι Γουρίας και Σαμωνάς υπέμειναν με υποδειγματική καρτερία τα μαρτύρια τους. Στο τέλος οι ειδωλολάτρες τους αποκεφάλισαν και οι Αγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός Β\" ο Ρινότμητος (685-711 μΧ.). Γεννήθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας από θεοσεβείς ανθρώπους, τον Χαρίτωνα και τη Θεοδότη. Βαπτίσθηκε και έλαβε το αξίωμα του αναγνώστη από τον επίσκοπο Ποταμίωνα. Όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει για προσκύνημα, χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Μακάριο. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις επέστρεψε στον Ακράγαντα, όπου ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο. Όμως οι συκοφαντίες δυο αναξίων κληρικών τον απομάκρυναν από το αξίωμα του, στο οποίο επέστρεψε δικαιωμένος υστέρα από δυόμισι χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά σε βαθύ γήρας.

     Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. \'Ήταν άνθρωπος χαρισματικός, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και έγραφε ιερά βιβλία. Κατετρώποσε τους αιρετικούς το 381 μ.Χ. στην Β΄ Οικουμενική σύνοδο. \'Ήταν μια αίρεση η οποία δεν δέχονταν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Ο ιερομάρτυρας Γρηγόριος γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το έτος 1745 και ανετράφη από οικογένεια ταπεινών και ευσεβών ανθρώπων, συμφωνάμε τα χρηστά ήθη. Όταν συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας του, αναχώρησε για την Αθήνα και στη συνέχεια για τη Σμύρνη, για να ολοκληρρώσει τις θεολογικές του γνώσεις στην Ευαγγελική Σχολή. Ο πόθος του να διάγει ασκητικό βίο τον οδήγησε στη Μονή των Στροφάδων, όπου έγινε μοναχός και μυσταγωγήθηκε στους ασκηπκούς αγώνες. Το 7785 τιμήθηηκε με το αξίωμα του αρχιερέα της Εκκλησίας της Σμύρνης και με την ευλογία του θεού υπηρέτησε και ευεργέτησε το ποίμνιο του. Το 1797 εκλέχθηκε ττοιμήν του Βυζαντίου και φώτισε χιλιάδες ανθρώπους από το λαμπρό αυτό θρόνο της Ορθοδοξίας. Επειδή όμως ο διάβολος θέλει να εμποδίζει το καλό, επιχείρησε να ανακόψει το έργο του. Και πράγματι ο Άγιος συκοφαντήθηκε και εξορίσθηκε δυο φορές, όμως με τη βοήθεια του θεού επανήλθε στο θρόνο για να συνεχίσει το έργο του. Τέλος, το 1821, ο Γρηγόριος υπέστη το μένος και την παραφροσύνη του Τούρκου τυράννου που τον πίεζε ναα αρνηθεί την πίστη του και, καθώς ο άγιος αρνήθηκε, απαγχονίστηκε. Έτσι ντύθηκε το χιτώνα του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν γιος του Ανάκ, ο οποίος ήταν συγγενής του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρώ. Ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου ήταν ένας από τους υπευθύνους για τη δολοφονία του βασιλιά της Αρμενίας. Οι Αρμένιοι για να εκδικηθούν σκότωσαν τον Ανάκ και την οικογένεια του, εκτός από τον Γρηγόριο κι έναν αδελφό του. Μετά από χρόνια ο γιος του Κουσαρώ, ο Τηριδάτης, συνέλαβε τον Γρηγόριο επειδή ήταν χριστιανός και τον βασάνισε σκληρά. Όταν δε έμαθε ότι πρόκειται για το γιο του Ανάκ, ο οποίος ευθυνόταν για τη δολοφονία του πατέρα του, διέταξε να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όμως όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα, αλλά επέζησε για δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Κάποια στιγμή ο Τηριδάτης παραφρόνησε. Η αδελφή του βασιλιά άκουσε μια μέρα φωνή, η οποία της είπε πως αν ήθελε να θεραπευθεί ο Τηριδάτης θα έπρεπε να ελευθερώσουν τον Γρηγόριο. Πράγματι, όταν βγήκε από το λάκκο ο Αγιος θεράπευσε το βασιλιά. Εξεδήμησε προς Κύριον εν ειρήνη.

     Ο όσιος Γρηγόριος καταγόταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς, τον Σέργιο και τη Μακαρία, οι οποίοι τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Έπειτα από πίεση των γονιών του ο Γρηγόριος νυμφεύθηκε. Όμως η ψυχή του επιθυμούσε τον ασκητικό βίο και γι\' αυτό εγκατέλειψε την οικία του και αποσύρθηκε σε ερημικό μέρος, όπου υποβλήθηκε στην εγκράτεια προκειμένου να φτάσει σε ηθική τελείωση. Περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους δίνοντας σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων βασιλέων. Για το ζήλο που επέδειξε υπερασπιζόμενος τις εικόνες αλλά και για τις αρετές του τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις του σε Ανατολή και Δύση, όπου μαχόταν για την αποκατάσταση των ιερών εικόνων και όπου με τη δύναμη της πίστης του θεράπευσε πολλούς ασθενείς, κατέληξε στον Όλυμπο. Στον τόπο αυτό ο Αγιος αρρώστησε βαριά και εξασθένησε πολύ. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό έργο.

     Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε τον 3ο μΧ. αιώνα, επί αυτοκρατορίας Αυρηλιανού. Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρών, αλλά σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη. Σπούδασε ρητορική και νομικά. Από τον Ωριγένη, τον ερμηνευτή των αγίων γραφών, που δίδασκε τότε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, διδάχθηκε τη θεία φιλοσοφία επί πέντε έτη. Επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από όπου καταγόταν, έχοντας αποκτήσει βαθιά γνώση των ιερών γραφών. Χειροτονήθηκε επίσκοπος της πόλης, όταν σε αυτή υπήρχαν μόλις δεκαεπτά χριστιανοί. Όταν όμως εξεδήμησε προς τον Κύριο, άφησε πίσω του μόλις δεκαεπτά ειδωλολάτρες. Με τη χάρη του θεού ο Αγιος Γρηγόριος επιτέλεσε πολλά θαύματα. Ας σημειωθεί ένα από αυτά: Κάποτε δύο Εβραίοι ήθελαν να εξαπατήσουν τον Άγιο. Σκέφθηκαν λοιπόν τη στιγμή που θα περνούσε ο Γρηγόριος να προσποιηθούν ο ένας ότι ήταν νεκρός και ο άλλος ότι θρηνούσε για την απώλεια του. Ο Γρηγόριος πράγματι προσευχήθηκε για την ανάπαυση του, και έντρομος ο άλλος Εβραίος διαπίστωσε μετά την αναχώρηση του Γρηγορίου ότι ο σύντροφος του ήταν πράγματι νεκρός. Ο Άγιος Γρηγόριος, αφού ποίμανε θεοφιλούς τους χριστιανούς της Νεοκαισάρειας, εξεδήμησε προς Κύριον.

     ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ - Έδρασε την εποχή του βασιλιά Ουάλεντος. Οι γονείς του, αν και πλούσιοι, ήταν ειδωλολάτρες. Όταν γεννήθηκε ο Μέγας Γρηγόριος, το Άγιο Πνεύμα έδωσε φώτιση στους γονείς του, οι οποίοι γνώρισαν την αλήθεια και ακολούθησαν με βαθιά πίστη τον δρόμο της Ορθοδοξίας. Διακρίθηκε για την θαυμαστή του μόρφωση, το λαμπρό συγγραφικό έργο, το κήρυγμα του Θείου Λόγου και κυρίως για την σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε στην χριστιανοσύνη, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ουσία μία και τρισυπόστατη (Πατήρ - Υιός - Άγιο Πνεύμα). Παράλληλα έγινε ερμηνευτής και δάσκαλος του βίου πολλών σημαντικών προσώπων. Τίμησε με επιτάφιους λόγους τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του, τον αδελφό του και την αδελφή του. Η ανεκτίμητη συμβολή του στη θρησκεία μας συνετέλεσε να του δοθεί η προσωνυμία Θεολόγος. Η Σύναξή του τελείται και στο Μαρτυρικό Ναό της Αγίας Αναστασίας και στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, όπου και μεταφέρθηκε το άγιο σκήνωμά του από το βασιλιά Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη.

      Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Άγιος, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ανετράφη στη βασιλική αυλή λαμβάνοντας λαμπρή μόρφωση και αγωγή. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο \'Αγιον Όρος, όπου με πίστη και καρτερία αφοσιώθηκε στον ασκητικό βίο. Το 1349 τιμήθηκε με το αξίωμα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και από τη θέση αυτή καθοδήγησε με αγάπη το ποίμνιο του επί έτη. Όταν συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας του ανεπαύθη εν ειρήνη, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο λαμπρά έργα αλλά και θαυμαστά συγγράμματα.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Δ

Ο όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α\'. Έως τη στιγμή που αφοσιώθηκε στο μοναχικό βίο έζησε με εγκράτεια, βοηθώντας τους πένητες και τους αδυνάτους. Όταν ήρθε η ώρα να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα και ξεκίνησε για την έρημο. Κατασκεύασε μια φωλιά πάνα> σε ένα δέντρο και πέρασε εκεί μεγάλο διάστημα, αναδεικνύοντας εαυτόν σε ένσαρκο άγγελο. Πράγματι αρνήθηκε τις σαρκικές ηδονές και προικισμένος καθώς ήταν με το χάρισμα της θαυματουργίας φώτισε και παραδειγμάτισε χιλιάδες ανθρώπους. Εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε.

     Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     ΔΑΜΙΑΝΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Ο όσιος Δανιήλ έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Α\' (457-474 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν γόνος ευσεβούς οικογένειας. Μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς του τον πήγαν σε κάποιο μοναστήρι προκειμένου να ασκητεύσει. Αφού αφοσιώθηκε αρκετό καιρό στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος της Θράκης, κατόπιν θείας αποκάλυψης, και κλείστηκε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό. Η παραμονή του εκεί υπήρξε φοβερή δοκιμασία για την ψυχή του, κατάφερε όμως να φύγει και να επανέλθει πιο δυνατός στο μοναχικό βίο. Μάλιστα έγινε στυλίτης και έζησε την υπόλοιπη ζωή του επιτελώντας θαύματα και προφητεύοντας

     Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρείος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρείο, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρείο και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρεςστον στεφανοδότη Κύριο

     ΔΕΣΠΟΙΝΑ - Μετά τη σταύρωση του Κυρίου η Υπεραγία Θεοτόκος διέμενε στην οικία του μαθητή του Ιησού Ιωάννη. Όταν ο Χριστός θέλησε να πάρει την μητέρα Του κοντά Του, στη βασιλεία των ουρανών, έστειλε σε αυτήν άγγελο τρεις μέρεςπριν την κοίμησή της. Η Θεοτόκος δέχτηκε το μήνυμα με μεγάλη χαρά, καθώς είχε φθάσει πλέον η ώρα που θα συναντούσε τον Υιό της, και πήγε αμέσως να προσευχή στο  όρος των Ελαιών.  Όταν επέστρεψε στην οικία του Ιωάννη, έκανε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου και άρχισε με επιμέλεια και χαρά να ετοιμάζεται για την μετάβασή της στον ουρανό. Την τρίτη μέρα , λίγο προτού η Θεοτόκος κοιμηθεί, ακούστηκε δυνατή βροντή και εμφανίστηκαν νέφη, τα οποία μετέφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης στο σπίτι του Ιωάννη. Όταν η Παναγία κοιμήθηκε, οι Απόστολοι με ψαλμούς και ύμνους, την τοποθέτησαν σε μνήμα της Γεσθημανή. Τρεις ημέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, έφθασε στα Ιεροσόλυμα ένας από τους Αποστόλους, ο οποίος θέλησε να προσκυνήσει το πανάγιο σκήνωμα. Όταν οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο διαπίστωσαν ότι το σώμα της Παναγίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς.

      Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

      Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, έζησε και μαρτύρησε όταν ήταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, κατά τους χρόνους των οποίων άρχισε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο Δημήτριος, ο οποίος καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, δεν φοβήθηκε από τα διατάγματα των αυτοκρατόρων και συνέχισε να κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στην πίστη του Χριστού πολλούς ειδωλολάτρες. Όταν ο Διοκλητιανός πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Δημητρίου διέταξε να τον συλλάβουν, ώστε να απολογηθεί μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του στον αυτοκράτορα, παρ\' όλο που γνώριζε τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί. Η απόφαση του Διοκλητιανού ήταν να κλειστεί στη φυλακή ο Δημήτριος. Στη πόλη υπήρχε ένας ανίκητος μονομάχος, ο Λυαίος. Αυτόν ανέλαβε να αντιμετωπίσει ένας νεαρός χριστιανός, ο Νέστορας, ο οποίος επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Νέστορας νίκησε πράγματι το Λυαίο, αλλά ο αυτοκράτορας που πληροφορήθηκε τα γενόμενα, θεώρησε το Δημήτριο υπεύθυνο για την ήττα του μονομάχου του και διάταξε να τον θανατώσουν, όπως και τον Νέστορα. Σήμερα ο Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Αγιος της Θεσ/νίκης.

     Ο Άγιος Δημήτριος ο Τορνααράς συναναστρεφόταν πολύ με τους Τούρκους και ήλεγχε την πίστη τους. Όταν τον πίεσαν να γίνει Τούρκος και αφού τον βασάνισαν γι\' αυτό με μεγάλη σκληρότητα βλέποντας την αμετακίνητη γνώμη του Δημητρίου, διέταξαν τον αποκεφαλισμό του. Αποκεφαλίσθηκε το 1564 και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

      Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Διομήδης γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από γονείς θεοσεβείς και επιφανείς. Η οικογένεια του φρόντισε ώστε να λάβει ο Διομήδης ανώτατη μόρφωση και να καλλιεργήσει σε βάθος κάθε αρετή. Ο Αγιος σπούδασε την ιατρική επιστήμη, γνώση την οποία έθεσε στην υπηρεσία των απόρων. Πράγματι, ο Διομήδης θεράπευε κάθε φτωχό ασθενή που προσέτρεχε σε αυτόν χωρίς να απαιτεί υλικά ανταλλάγματα, ενώ παράλληλα κήρυττε με θέρμη το Ευαγγέλιο του Χρίστου. Με τη δράση του αυτή ο Διομήδης όχι μόνο θεράπευε τα σώματα όσων ζητούσαν τη βοήθεια του, αλλά έσωζε και τις ψυχές τους. Όταν ο Άγιος βρισκόταν στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Τότε ο Διομήδης καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν. Μόλις όμως ο Διομήδης πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του βασιλιά, προσευχήθηκε στον Κύριο να τον πάρει κοντά του. Πράγματι, όταν οι στρατιώτες έφθασαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο Διομήδης τον βρήκαν νεκρό, αλλά δε δίστασαν να τον αποκεφαλίσουν.

     Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη βαθιά του καλλιέργεια. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, με τα οποία, μεταξύ των άλλων, ερμήνευσε την εκκλησιαστική ιεραρχία. Επιβραβεύθηκε από τον θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δόσης, όπου κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.

     Ο όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Κορησσό της Καστοριάς από ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Μελέτησε την Αγία Γραφή. Όταν ο αδελφός του έγινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού του Γ,  χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και πήγε σ\' ένα βουνό του μικρού Άθωνος. Εκεί έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου με χρηματική βοήθεια του αυτοκράτορα.

     Ο Άγιος Διονύσιος ήταν γόνος ευσεβέστατης και αρχοντικής οικογενείας της Ζακύνθου. \'Εγινε μοναχός στη βασιλική Μονή Στροφάδων όπου μελετούσε τις Γραφές. Πήγε στην Αθήνα για να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα, όμως ο τότε Αρχιερέας Αθηνών άκουσε το κήρυγμα του και τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης. Δούλεψε άγρυπνα, ακούραστα και ταπεινά. Ασθένησε όμως και γύρισε στη Ζάκυνθο όπου μέχρι το 1579 ήταν προσωρινός επίσκοπος. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 17 Δεκεμβρίου του 1624. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων. Το λείψανο του παραμένει ευωδιαστό και αδιάφθορο μέχρι σήμερα.

      Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια ααποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο \'Όσιος Δομετιανός, αρχιερέας της Εκκκλησίας της Μελιτινής, έζησε επί αυτοκρατορίας του Ιουστίνου Β\' (565-578 μ Χ.)Η οικογένειά του ήταν ενάρετη και εύπορη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία, φρόντισαν να αποκτήσει τέτοια μόρφωση που να συνδυάζει την ελληνική σοφία με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Αφιέρωσε την ζωή του στον Θεό, όταν πέθανε η γυναίκα του. Κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα επειδή διευθέτησε πολλές υποθέσεις του βυζαντινού κράτους. Τις χορηγίες του αυτοκράτορα που πήρε για ανταμοιβή, τις διέθεσε για ανοικοδόμηση ναών και πτωχοκομείων. Ετελεύτησε στην Κωνσταντινούπολη.

     Ο Άγιος Δομέτιος ήταν Πέρσης και έζησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337 μΧ.). Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρική, αλλά ένας χριστιανός, ο Άβαρος, τον κατήχησε στην πίστη του Χριστού. Η οικογένεια του αντέδρασε έντονα όταν πληροφορήθηκε πως ο Άγιος είχε μυηθεί στο χριστιανισμό και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάθε συγγενικό δεσμό και να αφήσει την πατρική εστία. Μετέβη στα βυζαντινά σύνορα, σε μια πόλη που ονομαζόταν Νίσιβη, όπου κλείστηκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός, αφού έλαβε το άγιο βάπτισμα. Έπειτα από ένα διάστημα ο Δομέτιος μετέβη στη Θεοδοσιούπολη, στη μονή των μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Κατά την παραμονή του εκεί ο Δομέτιος καλλιέργησε κάθε αρετή και έφτασε σε ύψιστο βαθμό ηθικού βίου. Ο ηγούμενος της μονής Ουρβέλ εκτίμησε την πνευματική ανωτερότητα και τη δυνατή πίστη του Δομετίου και θέλησε να τον προβιβάσει στο βαθμό του πρεσβύτερου. Όμως τα σχέδια του ηγουμένου συγκρούονταν με το ταπεινό φρόνημα του Αγίου και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος εγκατέλειψε τη μονή και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά, όπου μαζί με δυο μαθητές του λιθοβολήθηκε από στρατιώτες του Ιουλιανού.

     Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Ισπανίας (Νέα Καρχηδόνα). \'Εζησε 95 έτη περίπου και γνώρισε την αυτοκρατορία του Θεοδοσίου του Μεγάλου, του Λέοντα και του Ζήνωνα. Σε νεαρά ηλικία -περί το 384- όταν επίσκοπος ήταν ο Νεκτάριος, πήγε για προσωπικούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από θεία φώτιση, δέχτηκε την Δομνίκη ο επίσκοπος Νεκτάριος. Διακρίνοντας την αρετή και την αγνότητά της την βάπτισε και την έκανε μοναχή. Ξεχώρισε για την φιλανθρωπία και την πίστη της, αλλά και για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο, το οποίο κατέκτησε έπειτα από σκληρούς κόπους. Έφτασε μάλιστα να κάνει και θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Ο Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευρείας της Ηπείρου, έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου. Υπήρξε άνθρωπος της προσευχής και ο θεός του έδωσε τη δύναμη να θαυματουργεί. Έτσι με δεήσεις έσωσε το Σούλι από φοβερό δράκοντα, θεράπευσε την κόρη του αυτοκράτορα που έπασχε από σεληνιασμό, έλυσε την ανομβρία που μάστιζε την πρωτεύουσα   κ.α. Έκτισε με τα βασιλικά χρήματα ναό και πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι\' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος μάρτυρας Δουλάς καταγόταν από την Κιλικία. Η φλόγα της πίστης που φούντωσε μέσα του πολύ νωρίς τον κατηύθυνε σε βίο αγνό και ταπεινό. Η παρρησία και η επιμονή με την οποία ομολογούσε την αλήθεια εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Στην αρχή οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μάξιμο, απέναντι στον οποίο στάθηκε ακλόνητος και καρτερικός. Στη συνέχεια, αφού τον κρέμασαν και τον καταξέσχισαν, τον ανάγκασαν να τρέχει μισοπεθαμένος 20 μίλλια. Το κουρασμένο σώμα του όμως δεν άντεξε και έτσι ο Άγιος εξέπνευσε, παραδίδοντας την αγνή ψυχή του στον Κύριο.

     Η Αγία Δροσίδα ήταν κόρη του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μΧ.). Ο Τραϊανός καταδίωκε και θανάτωνε χριστιανούς, τα λείψανα των οποίων άφηνε άταφα. Όμως πέντε Κανονικές, πέντε δηλαδή παρθένες αφιερωμένες στον Χριστό, έβγαιναν τις νύχτες και ενταφίαζαν τα λείψανα των χριστιανών στο ασκητήριό τους. Το έργο αυτό πληροφορήθηκε η Δροσίδα, η οποία θεώρησε χρέος της να βοηθήσει τις μοναχές. Κάποια στιγμή ο μνηστήρας της και σύμβουλος του βασιλιά Αδριανός διέταξε τους στρατιώτες του να παρακολουθήσουν και να συλλάβουν αυτούς που έθαπταν τους χριστιανούς. Πράγματι, οι στρατιώτες συνέλαβαν τη Δροσίδα και τις πέντε Κανονικές και τις οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά. Ο Τραϊαννός ταράχθηκε που είδε τη θυγατέρα του ανάμεσα στις συλληφθείσες και διέταξε να θανατώσουν τις πέντε μοναχές και να φυλάττουν στο εξής με προσοχή τη Δροσίδα. Οι Κανονικές βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ η Δροσίδα διέφυγε κρυφά ένα βράδυ από τα ανάκτορα και βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποιους χριστιανούς. Έπειτα από οχτώ ημέέρες και ενώ η Αγία προσευχόταν, εξεδήμησε προς Κύριον.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Δωρόθεος διετέλεσε επίσκοπος Τύρου την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών -στα χρόνια του Διοκλητιανού- έφυγε από την επαρχία του, μετά από παρακλήσεις του ποιμνίου του, και αποσύρθηκε στη Δυσσόπολη, στη Θράκη. Εκεί αφοσιώθηκε σε ενάρετο και ασκητικό βίο, ώστε να διατηρήσει δυνατή τη φλόγα της πίστης του και να μπορέσει με την ίδια δύναμη να υπηρετήσει ξανά το ποίμνιο του. Έτσι και έγινε. Μετά το τέλος των διωγμών επανήλθε στην Τύρο, όπου και έδρασε μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Με βαθιά αγάπη και στοργή στάθηκε στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων και ανάθρεψε με τους καρπούς της αλήθειας και της πίστης χιλιάδες ανθρώπους. Το λαμπρό του έργο όμως εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν. Πράγματι, ο Αγιος Δωρόθεος, που ήταν ήδη εκατόν επτά χρονών, υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία και υπέμεινε με θαυμαστή αντοχή. Τελικά τον θανάτωσαν και έλαβε έτσι το στέφανο του μαρτυρίου, αφήνοντας ανεκτίμητη κληρονομιά: εκκλησιαστικά συγγράμματα, που μέχρι και σήμερα καθοδηγούν πολλούς πιστούς.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Ε

Ο Άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλης Λουγδούνου (σημερινή Λυών) της Γαλλίας τον Ποθεινό, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του. Άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και γνώση των θείων γραφών συνέγραψε πολλά συγγράμματα, με τα οποία στήριξε την ορθή πίστη. 7α έργα του αυτά υπήρξαν πολύτιμο βοήθημα για την ερμηνεία των ιερών γραφών. Ο Ειρηναίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο, καθώς αποκεφαλίσθηκε από το βασιλιά Σεβήρο το 202 μΧ., λαμβάνοντας τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ειρηναίος έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν επίσκοπος Σιρμίου, πρωτεύουσας της Παννονίας, και υπήρξε άριστος ποιμενάρχης και πιστός υπηρέτης του θεού. Κήρυττε με ζήλο το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες στο χριστιανισμό. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Πρόβο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με το άκαμπτο φρόνημα του Ειρηναίου και τελικά διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Οι ειδωλολάτρες έριξαν το τίμιο λείψανο του Ειρηναίου στον ποταμό Σάβο.

     Η Αγία Ειρήνη καταγόταν από την περσική πόλη Μαγεδώ και ήταν κόρη του βασιλιά Λικινίου και της Λικινίας. Προτού βαπτισθεί και γίνει χριστιανή, το όνομα της ήταν Πηνελόπη. Η Αγία Ειρήνη διώχθηκε και βασανίσθηκε σκληρά για την πίστη της, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα της, ο οποίος όμως στο τέλος πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Τα πολλά θαύματα της Αγίας έγιναν αιτία να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη χιλιάδες ψυχές. Η Αγία Ειρήνη, αφού επισκέφθηκε πολλές πόλεις διδάσκοντας το λόγο του Κυρίου και επιτελώντας θαύματα, αποσύρθηκε σε ένα μέρος έξω από την \'Έφεσο, όπου και έζησε σε πλήρη αγιότητα.

     Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.

     Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθησαν με τρόπο μαρτυρικό.

     Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ\' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.

     ΕΛΕΝΗ - Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνστανττίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε διάδοχό του το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κύριος, θέλοντας να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου, σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή <<Εν τούτω νίκα>>, προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να καταπολεμήσει τους εχθρούς του. Ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν πολύ για τα ιερά σκευάσματα των χριστιανών, γι΄ αυτό έστειλε την μητέρα του στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεση η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του, δημιούργησε δύο σταυρούς. Τον ένα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία ογδόντα ετών, το 328 μ,Χ. παρέδωσε το πνεύμα της στο λατρευτό της Ιησού. Ο γιος της εξεδήμησε και αυτός προς Κύριον, το 337 μ.Χ.

     Ο Άγιος Ελευθέριος έδρασε στη Ρώμη κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορες ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Η μητέρα του Ανθία, που έμεινε χήρα όταν ο Ελευθέριος ήταν πόλο μικρός, κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ή Ανθια ανέθρεψε το γιο της σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και μάλιστα ανέθεσε την ηθική του τελείωση και τη θεολογική του κατάρτιση στον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ο Ελευθέριος χειροτονήθηκε διάκονος από τον Ανίκητο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού. Υπήρξε ευσεβής και στοργικός ποιμένας και οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας πλήθος ειδωλολατρών. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Βρετανίας Λοόκιος έστειλε επιστολή στον Άγιο, δηλώνοντας την επιθυμία του να διδαχθούν την πίστη στον Χριστό αυτός και ο λαός του. Όταν ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε τη σύλληψη του. \'Επειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε αππό τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης, προκειμένου να τελειωθεί από τα θηρία. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι\' αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με τη μητέρα του.

     Η Αγία Ελικωνίδα έζησε στα χρόνια του Γορδιανού Γ (236-244 μΧ.). Ήταν θεσσαλονικιά, μετακόμισε όμως στην Κόρινθο όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή. Της ξύρισαν το κεφάλι, την έβαλαν σε λιωμένο μολύβι αλλά βγήκε αβλαβής. Την έριξαν στη φωτιά και στα άγρια θηρία αλλά βγήκε αβλαβής και πάλι. Τελικά αποκεφαλίσθηκε.

     Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ έμειναν πολλά χρόνια άτεκνοι, καθώς η Ελισάβετ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οι δυο ευσεβείς άνθρωποι προσεύχονταν νυχθημερόν στον θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Οι δεήσεις του ζεύγους εισακούσθηκαν και κάποια μέρα που ο Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό εμφανίσθηκε σε αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ για να του μηνύσει το χαρμόσυνο νέο ότι αυτός και η Ελισάβετ θα αποκτούσαν παιδί, το οποίο θα ονομαζόταν Ιωάννης. Όμως ο Ζαχαρίας, ο οποίος γνώριζε πως η σύζυγος του ήταν στείρα, έδειξε να δυσπιστεί και αμφισβήτησε τα λόγια του αρχαγγέλου. Ο Γαβριήλ τότε τον ειδοποίησε ότι θα τιμωρηθεί για τη δυσπιστία με την οποία δέχθηκε το μήνυμα του θεού και θα χάσει προσωρινά τη μιλιά του. Πράγματι, ο Ζαχαρίας έχασε τη μιλιά του, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τη γέννηση του Ιωάννη, όταν έγραψε πάνω σε πινακίδιο το όνομα του νεογέννητου παιδιού. Η έλευση του Προδρόμου του Κυρίου είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα.

     Η γέννηση της όσιας Ελισάβετ είχε προφητευτεί από άγγελο, που αποκάλυψε στη μητέρα της ότι θα γεννήσει κόρη η οποία θα διακριθεί για το χριστιανικό της έργο. Η οσία με την ευλογία του θεού μπόρεσε να ζήσει βίο ασκητικό και να προσφέρει το σώμα και την ψυχή της στην υπηρεσία των φτωχών και των αρρώστων. Ασκούνταν σε νηστεία σαράντα ημερών, περπατούσε χωρίς υποδήματα και δε φρόντισε το σώμα της ποτέ καθ\' όλη τη διάρκεια της ζωής της. Αναπαύθηκε εν ειρήνη παρέχοντας μέχρι σήμερα τη χάρη σ\' εκείνους που καταφεύγουν με θερμή πίστη σ\' αυτήν.

     Ο προφήτης Ελισσαίος ήταν γιος του Σαφάτ και καταγόταν από το χωριό Αελμούθ. Τη γέννηση του συνόδευσε ένα θεϊκό σημάδι, που αποτέλεσε και το προμήνυμα της θαυμαστής ζωής του προφήτου. Συγκεκριμένα, την ώρα που γεννήθηκε, μια χρυσή δάμαλις που ελάτρευαν στον τόπο εκείνο μούγκρισε με τέτοια φωνή που ακούσθηκε στην Ιερουσαλήμ. Ένας αρχιερέας επίσης, την ώρα εκείνη, είπε τα εξής: «Σήμερα γεννήθηκε προφήτης στην Ιερουσαλήμ, που θα συντρίψει τα γλυπτά και χωνευτά αγάλματα της ειδωλολατρίας». Πράγματι ο Ελισσαίος αξιώθηκε του χαρίσματος της προφητείας, αλλά και της θαυματουργίας. Προανήγγειλε την έλευση του Κυρίου, βοήθησε τους φτωχούς, θεράπευσε ασθενείς και μάλιστα ανέστησε και νεκρούς. Μια χαρακτηριστική και λαμπρή πράξη του προφήτου είναι η παρακάτω: Κάποτε του ζήτησε βοήθεια μια πολύ φτωχή γυναίκα, χήρα. Ο Ελισσαίος, όταν έμαθε πως το μοναδικό πράγμα που είχε στο σπίτι της ήταν ένα αγγείο λάδι, της είπε: «Γύρνα σπίτι σου και γέμισε όσα περισσότερα αγγεία μπορείς με το λάδι αυτό». Πράγματι, η γυναίκα κατάφερε με την επέμβαση του Ελισσαίου να γεμίσει πολλά αγγεία με λάδι, τα οποία και πούλησε, βγάζοντας έτσι χρήματα για να ζήσει αυτή και τα παιδιά της. Ο προφήτης, αφού ευεργέτησε πολλούς, απεβίωσε εν ειρήνη. Το θάνατο του θρήνησε όλος ο ισραηλινός λαός.

     Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β\' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι\' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι\' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετός και Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά ττης ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια Ιουδαίων αγροτών στο χωριό Βησανδούκη, στην περιοχή της Ελευθερούπολης της Παλαιστίνης, το 310 μ.Χ. Χάρη στη διδασκαλία των περίφημων μοναχών Λουκιανού και Ιλαρίωνα ο Επιφάνιος ασπάσθηκε την αλήθεια του Χριστού. Αμέσως επέλεξε το μοναχικό βίο και μετέβη στην έρημο της Παλαιστίνης, όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια και διακρίθηκε ανάμεσα στους συνασκητές του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην έρημο ο Επιφάνιος διαμόρφωσε άμεμπτο χαρακτήρα, εμπλούτισε το πνεύμα του με τη γνώση της θείας σοφίας, αλλά και επιτέλεσε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί και γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνστάντιας στην Κύπρο. Από τη θέση του αυτή ο Επιφάνιος δεν έπαψε στιγμή να πολεμά τις κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής του και ιδιαίτερα του Ωριγένη. Χρησιμοποιώντας το λόγο της Αγίας Γραφής, αλλά και γράφοντας πλήθος συγγραμμάτων, πάλευε για να κρατήσει τους πιστούς κοντά στην ορθή πίστη και να τους προφυλάξει από τις εσφαλμένες δοξασίες των αιρετικών. Αφού επιτέλεσε με ζήλο το θεάρεστο έργο του, ο Επιφάνιος παρέδωσε το πνεύμα του το 403 μ.Χ.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο \'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι\' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Ο Άγιος μάρτυς Ερμείας ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και ξεχώριζε για τη γενναιότητα του, την οποία αντλούσε από την πίστη του στον Κοριό. Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου έγινε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών και ο Ερμείας ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισε το μένος των ειδωλολατρών. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος με απειλές τον πίεζε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος Ερμείας όμως ακλόνητος αρνήθηκε να προδώσει τον Κοριό του και να θυσιάσει στα ειδωλολατρικά ξόανα. Μάλιστα, απάντησε στις προτροπές του τυράννου με παρρησία: «θα ήταν πολύ ανόητο, άρχοντα, να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο». Τότε ο άρχοντας διέταξε αφού τον βασανίσουν, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση του θεού ο Άγιος βγήκε από τα φρικτά βασανιστήρια αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι ιερομάρτυρες Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης ανήκαν στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας της Νικομήδειας. Όταν συνελήφθη ο Άγιος Παντελεήμων, δεν μπόρεσε να πει ψέματα όταν τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός από ποιον διδάχθηκε το χριστιανισμό. Έτσι αποκάλυψε την ταυτότητα του Ερμολάου, τον οποίο και συνέλαβαν αμέσως. Μαζί με τον Ερμόλαο παρουσιάσθηκαν στον τύραννο και οι συνεργάτες του ιερείς \'Ερμιππος και Ερμοκράτης και καθώς είχαν κοινή αδελφική ζωή, επέλεξαν και τον κοινό θάνατο. Οι Άγιοι αποκεφαλίσθηκαν και κέρδισαν τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.

     Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. \'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Έσπερος, Ζωή και τα παιδιά τους Κυριάκος και Θεόδουλος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Αδριανού, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από την Παμφυλία και ήταν δούλοι των Ρωμαίων Κατάλλου και Τετραδίας. Ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος διέταξε το βασανισμό των παιδιών και των γονιών τους επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι ρίχτηκαν σε πυρακτωμένο κλίβανο, όπου παρέδωσαν τις ψυχές τους. Την επόμενη μέρα από τη θανάτωση των Αγίων έντρομοι οι ειδωλολάτρες άκουσαν μελωδικές ψαλμωδίες, που προέρχονταν από τον κλίβανο. Όταν τον άνοιξαν αντίκρισαν τα λείψανα των Αγίων ανέγγιχτα από την πυρά.

     Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποοίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Ευγένιος Ιωαννούλιος ο Αιτωλός γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο στα τέλη του 16ου αιώνα. Εντάχθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας το 1616, όταν χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Τατάρνας, ενώ το 1619 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Σινά. Καθ\' όλη τη διάρκεια του βίου του αντιμετώπισε το φθόνο του τουρκόφιλου πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος μάλιστα έφθασε στο σημείο να καθαιρέσει τον Ευγένιο. Όμως ο όσιος αποκαταστήθηκε το 1639 από τον πατριάρχη Παρθένιο. Αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, ο όσιος Ευγένιος απεβίωσε το 1682.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι\' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Η Αγία οσία Παρθενομάρτυς Ευγενία καταγόταν από τη Ρώμη και έδρασε τον 3ο αιώνα μ,Χ. Οι γονείς της ήταν επιφανείς και πλούσιοι και της προσέφεραν σπουδαία αγωγή και μόρφωση. Η Αγία σπούδασε ελληνικά και ρωμαϊκά γράμματα και αποφάσισε από πολύ νέα να αφιερωθεί σε αυστηρό και θεάρεστο βίο. Μια νύχτα, κρυφά από τους γονείς της, φόρεσε ανδρική ενδυμασία και μαζί με δυο ευνούχους υπηρέτες της αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι, εμφανιζόμενη ως ευνούχος. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ήταν γυναίκα, γι\' αυτό και όλοι την καλούσαν Ευγένιο. Μάλιστα ξεχώρισε λόγω της ηθικής της τελείωσης και της θαυμαστής υπομονής της, ώστε της ανέθεσαν τη διοίκηση της μονής. Πλήθη πιστών άρχισαν τότε να προσέρχονται στο μοναστήρι για να ευλογηθούν από τον «ηγούμενο Ευγένιο». Όταν έπειτα από χρόνια η Αγία αποκάλυψε την ταυτότητα της, ο πατέρας της και πολλοί άλλοι προσήλθαν στο χριστιανισμό, παρρακινούμενοι από το γενναίο παράδειγμα της. Κατά το διωγμό των Βαλεριανού και Γαλλιηνού η Αγία συνελήφθη και υπέστη φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να αρνηθεί την πίστη της. Τελικά την αποκεφάλισαν δια ξίφους και στέφθηκε με τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα το 401 μ.Χ. Καταγόταν από οικογένεια πλουσίων ειδωλολατρών και το όνομα της αρχικά ήταν Αθηναΐδα. Ο πατέρας της, ο φιλόσοφος Λεόντιος, φρόντισε ώστε η θυγατέρα του να λάβει αξιόλογη μόρφωση. Όταν όμως πέθανε άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους γιους του, ενώ η Ευδοκία κληρονόμησε ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό. Απελπισμένη η Αγία αποφάσισε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει την περιουσία της. Εκεί γνώρισε την Πουλχερία, την αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β\', με τον οποίο και παντρεύτηκε. Με το γάμο της η Ευδοκία βαπτίσθηκε και έλαβε το χριστιανικό της όνομα. Μετά την επιστροφή της από ένα ταξίδι που έκανε στα Ιεροσόλυμα διαπίστωσε πως οι σχέσεις της με το σύζυγο της είχαν διαταραχθεί και γι\' αυτό ζήτησε την άδεια του να επιστρέψει στους Αγίους Τόπους, όπου ήξερε πως θα έβρισκε γαλήνη. Ο αυτοκράτορας δεν της αρνήθηκε και έτσι η Ευδοκία επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου και ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Παρέδωσε το πνεύμα της εν ειρήνη.

     Μία άλλη μεγάλη Αγία από τη Σαμάρεια γιορτάζει η Εκκλησία  μας, που  και αυτή, όπως η Αγία Φωτεινή, μετανοημένη πλησίασε τον Κύριο. Είναι η οσιομάρτυς Ευδοκία. Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης την εποχή του Τραϊανού και έζησε τα πρώτα της χρόνια στην αμαρτία και στην ακολασία, παρασύροντας με τη σπάνια ομορφιά της πολλούς άνδρες στην αμαρτωλή ζωή της. Γνωρίζοντας όμως τον Χριστό από ένα μοναχό μετανόησε και έγινε χριστιανή, και μάλιστα βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Θεόδοτο. Αξιώθηκε δε, χάριν της βαθιάς μετάνοιας και της θερμής πίστεως της, αγίου οράματος. Είίδε ότι ηρπάγη εις τον ουρανό από άγγελο και ότι πλήθος αγίων και αγγέλων πανηγύριζαν τον ερχομό της, ενώ ο διάβολος βρυχιόνταν που την έχασε. Για ένα διάστημα έζησε με βίον άγιο και ασκητικό σε μοναστήρι, απ\' όπου την άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στον Αυριλιανό να δικαστεί. Η Αγία όμως προσευχόμενη ανέστησε το νεκρό παιδί ττου βασιλιά και έτσι προσήλκυσε και τον ίδιο στο χριστιανισμό, για να οδηγηθεί αργότερα στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από τον Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ευδόκιμος  γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Ο Βασίλειος μάλιστα κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Η ορθόδοξη οικογένεια του τον ανέθρεψε συμφωνά με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη φιλανθρωπία, ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς. Απλόχερα μοίραζε υλικά αγαθά σε όσους είχαν ανάγκη και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις χήρες και στα ορφανά. Ο ηθικός βίος και η φιλάνθρωπη δράση του Ευδοκίμου εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δε σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του. Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε στη θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.

     Η Αγία Ευφημία καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο ειδωλολάτρης διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Οι θεοσεβείς γονείς της Φιλόφρων και Θεοδοσιανή έδωσαν στην πανένδοξη μεγαλομάρτυρα ανατροφή σύμφωνη με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Η χριστιανή παρθένος αγάπησε με θέρμη τον Κύριο και σε αυτόν αφιέρωσε την ψυχή της. Διακρίθηκε ανάμεσα στη χριστιανική κοινότητα για τις αρετές και το ήθος της, καθώς και για τα φιλάνθρωπο έργα της. Καθ\' όλη τη διάρκεια του βίου της επιδόθηκε στην περιποίηση των φτωχών και των ασθενών και στη λατρεία του Χριστού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός κατά των χριστιανών, η Αγία καταγγέλθηκε για την πίστη της και γι\' αυτό συνελήφθη. Οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, στον οποίο δε φοβήθηκε να ομολογήσει την πίστη της, παρ\' όλο που ήξερε ότι την περίμεναν φριχτά μαρτύρια. Πράγματι, μετά την ομολογία της καταδικάστηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα σε θάνατο δια βασανισμού. Όμως η Ευφημία επέδειξε θάρρος απαράμιλλο και απέμεινε τα βασανιστήρια της με θαυμαστή καρτερία. Η Αγία Ευφημία βρήκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία.

     Ο όσιος Ευθύμιος έζησε κατά την επποχή που αυτοκράτορες ήταν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη η Αθηναία. Γεννήθηκε στη Λυκαονία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιθυμία του, να ασπασθεί δηλαδή το μοναχικό βίο. Για τις αρετές και την ευσέβεια του ο Ευθύμιος αναδείχθηκε επίσκοπος Σάρδεων, αξίωμα με το οποίο έλαβε μέρος στη Ζ\' Οικουμενική Σύνοδο, όπου διακρίθηκε για τη θεολογική του κατάρτιση. Εξορίσθηκε επί αυτοκρατορίας Νικηφόρου Α\', αλλά επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος Ε\'. Ο ασεβής εικονομάχος όμως εξόρισε εκ νέου τον Ευθύμιο, επειδή τιμούσε τις ιερές εικόνες. Ο όσιος Ευθύμιος βασανίσθηκε και τελικά θανατώθηκε από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλό.

     Ευθύμιος

- Ο Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας Ευθύμιος ο Μεγάλος μεγαλούργησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού. Γεννήθηκε το 337 μ.Χ., με τρόπο θαυμαστό και θείο. Η μητέρα του ήταν στείρα, αλλά με την ευσέβεια και την πίστη της κέρδισε θείο δώρο, να κυοφορήσει τον άγιο, του οποίου το όνομα δηλώνει την χαρά που χάρισε ο Θεός στη οικογένειά του. Από πολύ μικρή ηλικία κατετάγη στην τάξη των κληρικών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν έκδηλα. Αφοσιωμένος σε μια ασκητική και ταπεινή ζωή από τη μια και πλουτίζοντας το πνεύμα του με θεολογικό υλικό από την άλλη, διακρίθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώκει, και ανέλαβε έτσι την φροντίδα των Ασκητηρίων και Μοναστηριών της Μελιτηνής. Στα είκοσι εννιά του χρόνια και ενώ βρισκόταν στα Αγίους Τόπους, θεράπευσε με θαύματα πολλούς αρρώστους, γεγονός που προαναγγέλλει της θαυμαστές του ενέργειες. Χόρταινε πεινασμένους, θεράπευε γυναίκες στείρες, αναζωογονούσε στείρα γη και -μέγα σημείο αγιότητας- αναγνώριζε ανάμεσα στους προσερχόμενους στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τους έχοντας καθαρή συνείδηση. Εξεδήμησε προς Κύριον το 474 μ,Χ.

     Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία ήταν αδέλφια και κατάγονταν από τη Νικομήδεια της Μικρός Ασίας. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός των χριστιανών από τους αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Διοκλητιανό τα δυο αδέλφια μαζί με άλλους χριστιανούς κατέφυγαν σε ένα όρος όπου ζούσαν προσευχόμενοι. Κάποια στιγμή ο Ευλάμπιος πήγε στη Νικομήδεια για να προμηθευτεί άρτους. Συνελήφθη όρους από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής Μάξιμο, ο οποίος τον ρώτησε αν ήταν χριστιανός. Ο Ευλάμπιος δε φοβήθηκε και ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Τότε ο Μάξιμος τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, θέλοντας να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Άγιος προσευχήθηκε και γκρέμισε τα άγαλμα του Άρη. \'Έπειτα από αυτό το γεγονός εξοργισμένος ο ηγεμόνας διέταξε να μαστιγώσουν τον Ευλάμπιο. Όταν πληροφορήθηκε η Ευλαμπία τα μαρτυρία του αδελφού της έτρεξε κοντά του, επιθυμώντας να έχει το ίδιο τέλος με αυτόν. Τότε ο Μάξιμος έδωσε εντολή να ρίξουν τα δυο αδέλφια σε καζάνι που κόχλαζε. Αλλά οι Άγιοι βγήκαν σώοι, γεγονός που έκανε διακόσιους άνδρες να προσχωρήσουν στην πίστη του Χρίστου. Μετά από αυτό οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Ευμένιος από πολύ νεαρή ηλικία αγάπησε την ασκητική ζωή, στην οποία αφοσιώθηκε υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία. Διακρίθηκε τόσο για την εγκράτεια του ώστε γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Γορτύνης, πόλης της Κρήτης. Μάλιστα ο Ευμένιος, χάρη στις αρετές τις οποίες επέδειξε από τη νέα του θέση, αξιώθηκε από τον θεό να θαυματουργεί. Κάποτε κατέκαυσε ένα δράκο που όρμησε εναντίον του, με αναμμένες λαμπάδες. Ο ζήλος του Ευμενίου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου τον οδήγησε στη Ρώμη, όπου εκχριστιάνισε πολλούς ανθρώπους και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του βρέθηκε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, όπου με θαύμα ανακούφισε το λαό που βασανιζόταν από την ξηρασία που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, αφού ο Ευμένιος προσευχήθηκε με θέρμη, ξέσπασε μεγάλη νεροποντή, που πότισε την ξηραμένη γη. Στον τόπο αυτό ο Ευμένιος ασκήθηκε ακόμα πιο σκληρά σε κάθε είδους σκληραγωγία κοντά σε μεγάλους ασκητές. Παρέδωσε το πνεύμα του στη Θηβαΐδα, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής έστειλαν το λείψανο του οσίου στο ποίμνιο του, στη Γόρτυνα της Κρήτης.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος Εύπλος έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός (3ο μΧ. αιώνα). Γεννήθηκε στη Σικελία, στην πόλη Κατάνη, όπου και ήταν διάκονος της εκεί Εκκλησίας. Ανέπτυξε πλούσια χριστιανική δράση, για την οποία και συκοφαντήθηκε στον άρχοντα Καλβιασιανό. Ο άρχοντας κάλεσε ενώπιον του το θερμό κήρυκα του Ευαγγελίου, από τον οποίο ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του και να ασπαστεί τα είδωλα. Ο Εύπλος δήλωσε χωρίς περιστροφές στον Καλβιασιανό ότι δεν επρόκειτο να αρνηθεί τον Ιησού Χριστό και ότι ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια από την πλευρά του να τον πείσει να αλλάξει πίστη. Έπειτα από αυτή την ομολογία, ο ηγεμόνας διέταξε να υποβάλουν τον Άγιο σε άγρια βασανιστήρια. Οι ειδωλολάτρες, αφού έσκισαν το σώμα του Εύπλου με σιδερένια νύχια, συνέτριψαν τα πόδια του με σφυριά και στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή. Όμως οι βασανιστές του Αγίου δεν κατάφεραν να λυγίσουν το φρόνημα του και παρά τις έντονες πιέσεις και τα σκληρά βασανιστήρια ο Εύπλος εξακολουθούσε να δοξάζει τον Κοριό του. Οι δήμιοι τελικά αποκεφάλισαν τον Εύπλο, ο οποίος με τον τρόπο αυτό έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ευσέβιος έζησε και μαρτύρησε στα τέλη του 4ου μΧ. αιώνα. Υπήρξε επίσκοπος Σαμοσάτων και ένθερμος αγωνιστής της ορθόδοξης πίστης. Δέχθηκε διώξεις αρχικά από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ο οποίος ήταν οπαδός της αίρεσης του Αρείου και καταδίωξε τους υποστηρικτές και υπερμάχους της Ορθοδοξίας. Όμως το γενναίο φρόνημα του Ευσεβίου δε λύγισε από όσα υπέφερε από τους δυσσεβείς, παρά άντεξε με καρτερία τις δοκιμασίες. Όταν πέθανε ο αιρετικός Κωνστάντιος, τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός, ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Ο Ιουλιανός εξαπέλυσε σκληρότερους διωγμούς κατά των Ορθοδόξων, αλλά ο Ευσέβιος πρόταξε και πάλι την ανδρεία ψυχή του στον αγώνα, αυτή τη φορά κατά των ειδωλολατρών. Αλλά και όταν έγινε αυτοκράτορας ο αιρετικός Ουάλης, ο Άγιος κλήθηκε ξανά να προασπίσει την καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης. Για τους αγώνες του ενάντια στην κακοδοξία ο Ουάλης τον απομάκρυνε από τον επισκοπικό θρόνο και τον εξόρισε σε μέρος κοντά στον ποταμό Ίστρο. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα ο Ευσέβιος επέστρεψε στην επισκοπή του, βρήκε όμως μαρτυρικό θάνατο από μια αιρετική γυναίκα, που τον χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι.

     Ο Αγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και κατατάχθηκε στο στρατό όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνστάντιος ο Χλωρός (305-306 μ.Χ.), πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337). Όταν βρισκόταν στο εκατοστό δέκατο έτος της ηλικίας του, κι ενώ υπηρετούσε ήδη εξήντα χρόνια στο στρατό, αυτοκράτορας ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μΧ.), ο οποίος προσπαθούσε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων, διώκοντας μάλιστα τους χριστιανούς που αντιστέκονταν. Επισκεπτόμενος την Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πληροφορήθηκε ότι ένας γέροντας στρατιώτης ήθελε να τον συναντήσει. Ο αυτοκράτορας δέχθηκε και σεβόμενος το γήρας του Ευσιγνίου πρόσταξε να τον περιποιηθούν. Όταν όμως ο Ευσίγνιος παρουσιάστηκε μπροστά στον Ιουλιανό όχι μόνο δήλωσε με παρρησία οτι ήταν χριστιανός, αλλά δε δίστασε να ελέγξει τον αυτοκράτορα για την επαναφορά της ειδωλολατρίας. Ο Ιουλιανός δε συνετίστηκε από τα σοφά λόγια του γέροντα, αλλά τον ειρωνεύτηκε και έδειξε μεγάλη ασέβεια. Οργισμένος μάλιστα διέταξε να αποκεφαλίσουν τον άγιο άνδρα. Με τον τρόπο αυτό ο Άγιος Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου, δοξάζοντας το όνομα του Κυρίου.

     Ο πανένδοξος μαρτυράς Άγιος Ευστάθιος καταγόταν από την πόλη Άγκυρα. Για τη χριστιανική του δράση καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα της πόλης Κορνήλιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Ευστάθιο στα φριχτότερα βασανιστήρια. Οι ειδωλολάτρες, αφού του τρύπησαν τους αστραγάλους, πέρασαν σχοινί από τις πληγές και έσυραν τον Άγιο από την Άγκυρα μέχρι το Σαγγάριο ποταμό, στον οποίο και τον έριξαν. Όμως ο Άγιος σώθηκε από θεία πρόνοια, γεγονός που ντρόπιασε τον Κορνήλιο τόσο ώστε αυτοκτόνησε με το μαχαίρι του. Ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του, αφού πρώτα μετέλαβε της θείας Δωρεάς μέσω περιστεριού που στάλθηκε από τον ουρανό.

     Ο Άγιος Ευστάθιος ήταν αρχικά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Πλακίδας. Ήταν αρχιστράτηγος στο ρωμαϊκό στρατό όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Όταν ο Χριστός παρουσιάσθηκε μπροστά του μια μέρα στο δάσος με τη μορφή ελαφιού, ο Ευστάθιος πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με τη σύζυγο του Θεοπίστη και τα παιδιά του Αγάπιο και Θεόπιστο. Πληροφορηθείς ο αυτοκράτορας ότι ο αξιωματικός του έγινε χριστιανός, τον απέπεμψε από το στρατό και τον εξόρισε μαζί με την οικογένεια του. Μάλιστα, στο δρόμο για την εξορία ο Ευστάθιος χωρίσθηκε από τη σύζυγο του και τα παιδιά του. \'Έπειτα από κάποια χρόνια, ο Τραϊανός χρειάσθηκε ξανά την πολύτιμη προσφορά του Ευσταθίου και τον ανακάλεσε στο στράτευμα του. Οι πολεμικές ικανότητες του Αγίου χάρισαν στον αυτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ο Ευστάθιος σε μια από τις εκστρατείες του βρήκε ξανά την οικογένεια του, η οποία όλα αυτά τα χρόνια είχε περάσει πολλές κακουχίες. Λίγο καιρό αργότερα ο Αδριανός, διάδοχος του Τραϊανού, ζήτησε από τον Ευστάθιο να παραστεί σε θυσία που θα γινόταν σε ειδωλολατρικούς θεούς. Ο Ευστάθιος αρνήθηκε και ο αυτοκράτορας διέταξε να τον θανατώσουν, κλείνοντας τον σε πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.

     Ο άγιος Ευστάθιος έζησε τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και υπηρέτησε με συνέπεια και σθένος την Ορθοδοξία. Έλαβε μέρος στην Α\' Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μΧ., όπου και ανασκεύασε τις ασεβείς διδασκαλίες του Αρείου. Το 330 μΧ. εκδιώχθηκε από την επισκοπή του από τους βλάσφημους, και μάλιστα με τρόπο δόλιο και ποταπό. Κατηγορήθηκε ότι υπέπεσε σε σαρκικά αμαρτήματα και εξορίσθηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Εκατό χρόνια όμως μετά το θάνατο του, η αλήθεια αποκαταστάθηκε, ο Άγιος εγκωμιάσθηκε και τιμήθηκε με το στέφανο της αγιοσύνης. Λέγεται μάλιστα ότι η γυναίκα που τον συκοφάντησε, αρρώστησε βαριά και φανέρωσε την πλεκτάνη.

     Ο \'Οσιος Ευστράτιος γεννήθηκε στην περιοχή της Ταρσίας από τον Γεώργιο και την Μεγαθώ, ανθρώπους ευσεβείς και εύπορους, από τους οποίους δέχτηκε χριστιανική αγωγή και μόρφωση. Σε ηλικία 20 ετών, πήρε την απόφαση να μεταβεί στο βουνό Όλυμπος της Βιθυνίας, στο μοναστήρι Αυγάρου, όπου βρισκόταν οι αδελφοί της μητέρας του Γρηγόριος και Βασίλειος. Ο όσιος ασκήθηκε κοντά στους ευσεβείς θείους του και έγινε και ο ίδιος μοναχός. Ο βίος του ήταν ταπεινός και αυστηρός. Δέν κατείχε υλικά αγαθά και πάντα βοηθούσε και υπηρετούσε τους αδελφούς του.Οτρόπος ζωής του τον ανέδειξε σε όσιο άνδρα, ώστε όταν πέθαναν οι ηγούμενοι της μονής, οι μοναχοί του εμπιστεύθηκαντην ηγεμονία της μονής. Την εποχή εκείνη ο Λέων Ε΄ (813-820 μ,Χ.) ανακίνησε την αίρεση της εικονομαχίας. Μεταξύ των χριστιανών που τιμούσαν τις εικόνεςκαι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους ήταν και ο Ευστράτιος, ο οποίος γύρισε στην πατρίδα του και επέστρεψε στη μονή μετά την αναστήλωση των εικόνων. Αφού τέλεσε πολλά θαύματα ετελεύτησε σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών.

     Τρεις μεγάλες ηρωικές και μαρτυρικές μορφές τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, τον δια τους τίμιους τρόπους του αποκαλούμενο Ευτρόπιο, τον Κλεόνικο και τον Βασιλίσκο. Και οι τρεις έζησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και κατάγονταν από την Καππαδοκία του Πόντου. Ήταν επίσης συγγενείς και συστρατιώτες του Αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Για την πίστη τους στο Χριστό οδηγήθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα Ασκληπιοδότου και μαστιγώθηκαν ανηλεώς. Αξιώθηκαν όμως να δεχθούν το θαύμα της ιάσεώς τους με την εμφάνιση του Κυρίου και του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου. Τελικά ο Κλεόνικος και ο Ευτρότπος κοσμήθηκαν με τους στεφάνους της αγιοσύνης δια σταυρικού θανάτου, ο δε Βασίλειος ετελειώθη στηη φυλακή.

     Ο Άγιος Ευτυχής υπήρξε λαμπρός αγωνιστής της χριστιανοσύνης. Έθεσε την ψυχή και το πνεύμα του στην υπηρεσία του θεού και των συνανθρώπων του και κατάφερε να προσελκύσει πολλούς στην αληθινή πίστη. Η παρρησία και η πνευματική του διαύγεια τον βοήθησαν, εκτός από λαμπρός αλιέας ψυχών, να γίνει και δεινός διώκτης των αιρετικών. Ο φθόνος όμως των ειδωλολατρών οδήγησε στη σύλληψη και στο θάνατο του Αγίου, ο οποίος τιμήθηκε με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου και την αιώνια μακαριότητα.

     Ο Άγιος Ευτυχής ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου. Δίδαξε το λόγο του Ευαγγελίου και μύησε στο χριστιανισμό πολλούς ανθρώπους. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και για το λόγο αυτόν υπέστη μαρτύρια και κακώσεις και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια. Μάλιστα, καθ\' όλο το διάστημα που βρισκόταν στη φυλακή τρεφόταν με ουράνιο άρτο. Κάποια στιγμή οι ειδωλολάτρες έριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα θηρία, τα οποία όχι μόνο δεν τον πείραξαν, αλλά ένα από αυτά μάλιστα του μίλησε με φωνή ανθρώπου. Όταν είδαν το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο σώθηκε ο Άγιος οι ειδωλολάτρες τον άφησαν ελεύθερο. Ο Ευτυχής παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στην πατρίδα του Σεβαστή.

     Ο Άγιος Ευτύχιος καταγόταν από το χωριό θεία Κώμη της Φρυγίας και έζησε επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού Α\' (527-565), Ιουστίνου Β\" (565-578) και Τιβερίου Α\' (578-582). Τη χριστιανική ανατροφή και μόρφωση του την έλαβε από τον ιερέα παππού του Ησύχιο, ο οποίος και τον βάπτισε. Ο Ευτύχιος γνώριζε σε βάθος τις ιερές γραφές και διακρινόταν για την ευσέβεια και τη δύναμη της πίστης του. Οι αρετές του εκτιμήθηκαν από τον επίσκοπο Αμασείας, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και στη συνέχεια αρχιμανδρίτη. Ως εκπρόσωπος της επισκοπής Αμασείας έλαβε μέρος στην Ε\' Οικουμενική Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εντυπωσίασε τους Πατέρες με τις γνώσεις και τη δύναμη των λόγων του. Μάλιστα, ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Μηνάς, έπειτα από θεία αποκάλυψη, είπε ότι ο Ευτύχιος θα είναι διάδοχος του. Πράγματι, όταν ο Μηνάς εξεδήμησε εις Κύριον, ο Ευτύχιος κλήθηκε από τον αυτοκράτορα και το λαό, για να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο. Όμως ο Ιουστινιανός παρασύρθηκε από την αίρεση των αφθαρτοοδοκητών, την οποία ο Ευτύχιος καταδίκασε. Για τη στάση του αυτή καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και εξορίσθηκε. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με τιμές, όταν έγινε αυτοκράτορας ο Τιβέριος. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόνησαν ώστε η θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή. Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικρός Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή την οποία οργάνωνε προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Άρη. Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χρίστου προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. Όταν συνειδητοποίησαν πως η Ευφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως, με θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια. Τελικά οι δήμιοι την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μια αρκούδα.

      Η οσία Ευφροσύνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και έζησε επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού (4Ο8-450μΧ). Η οικογένεια της ήταν από τις πιο πλούσιες και επιφανείς στην Αλεξάνδρεια. Έμεινε ορφανή από μητέρα όταν βρισκόταν στην ηλικία των δώδεκα ετών. Ο πατέρας της Παφνούτιος μεγάλωσε με πολλή στοργή και φροντίδα την κόρη του, την οποία θέλησε να παντρέψει με έναν επιφανή νέο, όταν αυτή ήταν δεκαοχτώ χρόνων. Όμως η Ευφροσύνη δεν επιθυμούσε το γάμο, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο την εμπόδιζε να αφιερωθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου, όπως επιθυμούσε. Έτσι, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον πατέρα της και το μνηστήρα της και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Επειδή όμως γνώριζε πως θα την αναζητούσαν, φόρεσε αντρικά ρούχα και παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο ανδρικού μοναστηριού, λέγοντας πως ονομαζόταν Σμάραγδος και πως ήταν ευνούχος. Στο μοναστήρι, όπου διακρίθηκε για τον ασκητικό και εγκρατή βίο της, τη βρήκε έπειτα από τριάντα οχτώ χρόνια ο πατέρας της, ο οποίος δεν είχε σταματήσει ποτέ να την αναζητά. Η Ευφροσύνη όμως ήταν ήδη βαριά άρρωστη και παρέδωσε το πνεύμα της ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά του πατέρα της, ο οποίος παρέμεινε στο μοναστήρι ως μοναχός, δίπλα στην αγαπημένη του θυγατέρα.

     Ο Άγιος Ευψύχιος από την Καππαδοκίαα έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363 μΧ.). Ο Ευψύχιος υπήρξε άνθρωπος θεοφιλής και ευσεβής και γι\' αυτό δεν άντεξε να βλέπει να επανέρχονται οι ειδωλολατρικές συνήθειες στη χριστιανική Καισαρεία. Όταν, λοιπόν, ο Ιουλιανός έχτισε ναό, αφιερωμένο στη «θεά» Τύχη, στον οποίο προσκυνούσαν οι ειδωλολάτρες, ο Ευψύχιος μαζί με άλλους χριστιανούς γκρέμισαν το είδωλο. Ο Ιουλιανός διέταξε να συλληφθούν και να βασανισθούν οι χριστιανοί που συμμετείχαν στη γενναία αυτή πράξη, ενώ ειδικά για τον Ευψύχιο έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι, ο όσιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Εφραίμ γεννήθηκε στις 14/9/1384. Έμεινε ορφανός από πατέρα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εισήλθε στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού του όρους Καθαρών Αττικής (περιοχή Ν. Μάκρης). Έλαβε το Μυστήριο της Ιεροσύνης και υπηρέτησε με φόβο θεού. Στις 74/9/7425 επιστρέφοντας από ένα ασκητήριο στη Μονή, την βρήκε κατεστραμμένη και συλλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τον κρέμασαν ανάποδα σε ένα δένδρο, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, τον διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στις 5/5/7426.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

    Εφραίμ  - Γεννήθηκε στις 14/9/1384. Έμεινε ορφανός από πατέρα και σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εισήλθε στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού του όρους Καθαρών Αττικής (περιοχή Ν. Μάκρης). Έλαβε το μυστήριο της ιεροσύνης και υπηρέτησε με φόβο Θεού. Στις 14/9/1425 επιστρέφοντας από ένα ασκητήριο στη Μονή, την βρήκε κατεστραμμένη και συλλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τον κρέμασαν ανάποδα σε ένα δέντρο, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, τον διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στις 5/5/1426.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Ζ

Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ έμειναν πολλά χρόνια άτεκνοι, καθώς η Ελισάβετ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οι δυο ευσεβείς άνθρωποι προσεύχονταν νυχθημερόν στον θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Οι δεήσεις του ζεύγους εισακούσθηκαν και κάποια μέρα που ο Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό εμφανίσθηκε σε αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ για να του μηνύσει το χαρμόσυνο νέο ότι αυτός και η Ελισάβετ θα αποκτούσαν παιδί, το οποίο θα ονομαζόταν Ιωάννης. Όμως ο Ζαχαρίας, ο οποίος γνώριζε πως η σύζυγος του ήταν στείρα, έδειξε να δυσπιστεί και αμφισβήτησε τα λόγια του αρχαγγέλου. Ο Γαβριήλ τότε τον ειδοποίησε ότι θα τιμωρηθεί για τη δυσπιστία με την οποία δέχθηκε το μήνυμα του θεού και θα χάσει προσωρινά τη μιλιά του. Πράγματι, ο Ζαχαρίας έχασε τη μιλιά του, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τη γέννηση του Ιωάννη, όταν έγραψε πάνω σε πινακίδιο το όνομα του νεογέννητου παιδιού. Η έλευση του Προδρόμου του Κυρίου είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα.

     Ο Άγιος προφήτης και ιερέας Ζαχαρίας έζησε στους χρόνους που βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης. Ο Ζαχαρίας διήγε βίο ενάρετο και ευσεβή με τη σύζυγο του Ελισάβετ, η οποία όμως δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Κάποια μέρα, κι ενώ είχαν φθάσει και οι δύο σε βαθιά γεράματα, παρουσιάστηκε στον Ζαχαρία την ώρα του θυμιάματος άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον πληροφόρησε πως η σύζυγος του θα έφερνε στον κόσμο ένα γιο. Η καρδιά του Ζαχαρία γέμισε ενθουσιασμό και χαρά, όμως είχε αμφιβολίες, αφού γνώριζε πως η Ελισάβετ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και πως ήταν σε μεγάλη ηλικία. Εξαιτίας της δυσπιστίας του ο Ζαχαρίας έμεινε, προσωρινά, κωφάλαλος. Το θέλημα του θεού πραγματοποιήθηκε και η Ελισάβετ συνέλαβε και γέννησε ένα γιο. Όταν ρώτησαν τον Ζαχαρία ποιο θα ήθελε να είναι το όνομα του παιδιού του, αυτός έγραψε το όνομα Ιωάννης. Τότε ο θεός επέτρεψε στον ιερέα να ξαναμιλήσει. Ο Ζαχαρίας εθανατώθη επί του θυσιαστηρίου του Ναού από στρατιώτες του Ηρώδη.

     Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) είχε κινήσει σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Τα δυο αδέλφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος εξασκούσε την ιατρική επιστήμη, την οποία είχε θέσει αφιλοκερδώς στην υπηρεσία των απόρων. Η δραστηριότητα του Ζηνοβίου δεν περιοριζόταν στην παροχή ιατρικών φροντίδων. Ο ίδιος και η αδελφή του μοίραζαν απλόχερα τα αγαθά που είχαν κληρονομήσει από τους γονείς τους σε όποιον είχε ανάγκη. Αυτό έγινε η αιτία να οδηγηθούν στην πίστη του Χρίστου πολλοί ειδωλολάτρες, γεγονός που εξόργισε τον ηγεμόνα της περιοχής Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του. Πράγματι, ο Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης του εμφανίσθηκε οικειοθελώς η Ζηνοβία, η οποία επιθυμούσε να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της και δήλωσε ότι είναι και αυτή χριστιανή. Έπειτα από το γεγονός αυτό οι ειδωλολάτρες βασάνισαν σκληρά τους Αγίους και τελικά τους θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Οι Άγιοι Αγαθόνικος, Ζωτικός, Ζήνωνας, Θεοπρέπιος, Ακίνδυνος και Σεβηριανός έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμιανός (286-305 μ.Χ.). Στην περιοχή του Πόντου περνώντας από την πόλη Κάρπη ο Ευτόλμιος συνάντησε και θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό τον Άγιο Ζωτικό και τους μαθητές του. Στη Νικομήδεια πληροφορήθηκε ότι ένας εξέχων ειδωλολάτρης της πόλης είχε μυηθεί στο χριστιανισμό από τον Αγαθόνικο. Τότε συνέλαβε τον Αγαθόνικο και πολλούς άλλους χριστιανούς, τους οποίους οδήγησε στη Θράκη για να παρουσιαστούν στον αυτοκράτορα. Στο δρόμο όμως, κοντά στο χωριό Ποταμό, ο Ευτόλμιος σκότωσε τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιο, Ακίνδυνο και Σεβηριανό, επειδή δεν μπορούσαν πλέον να βαδίσουν. Όταν έφθασαν στο Βυζάνπο και έπειτα από διαταγή του βασιλιά, ο Ευτόλμιος αποκεφάλισε τον Αγαθόνικο και τους άλλους χριστιανούς έξω από το χωριό <<Αμμοι», στην περιοχή της Σηλυβρίας.

     Οι Άγιοι Έσπερος, Ζωή και τα παιδιά τους Κυριάκος και Θεόδουλος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Αδριανού, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από την Παμφυλία και ήταν δούλοι των Ρωμαίων Κατάλλου και Τετραδίας. Ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος διέταξε το βασανισμό των παιδιών και των γονιών τους επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι ρίχτηκαν σε πυρακτωμένο κλίβανο, όπου παρέδωσαν τις ψυχές τους. Την επόμενη μέρα από τη θανάτωση των Αγίων έντρομοι οι ειδωλολάτρες άκουσαν μελωδικές ψαλμωδίες, που προέρχονταν από τον κλίβανο. Όταν τον άνοιξαν αντίκρισαν τα λείψανα των Αγίων ανέγγιχτα από την πυρά.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκληπανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν πς ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβασπανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μόΛιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβασπανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από H

Ο Ηλίας ο μεγαλύτερος μετά τον Μωυσή προφήτης του Ισραήλ, καταγόταν από τη Θέσβη της Γαλαάδ και ανήκε στη φυλή του Ααρών. Έδρασε δε την εποχή που βασίλευε ο Αχαάβ. Από τη γέννηση του κιόλας προμηνύθηκε η θαυμαστή του πορεία. Ο πατέρας του Σωβάκ όταν γεννήθηκε ο Ηλίας είδε θείο όραμα: Δυο λευκοφορεμένοι άνδρες σπαργάνωσαν το γιο του με φωτιά, του έδωσαν να φάει φλόγα και τον ονόμασαν Ηλία. Ο Σωβάκ τότε πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου οι ιερείς, ερμηνεύοντας το όραμα, του ανακοίνωσαν ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά. Πράγματι, ο Ηλίας άσκησε το προφητικό του αξίωμα με ζήλο και διακρίθηκε για τη φλογερή ψυχή του και την πνευματική του καθαρότητα. Προείπε για την έλευση του Κυρίου και διακήρυξε την αλήθεια, εμπόδισε με μόνο το λόγο του τη βροχή, ανέστησε το γιο της Σεραφθίας και έκαψε τους εκατό στρατιώτες του ασεβή βασιλιά Οχοζία. Διέσχισε περπατώντας πάνω στα ύδατα τον Ιορδάνη ποταμό και με πύρινη άμαξα ανελήφθη στους ουρανούς. Τέλος, μαζί με τον Μωυσή, παρέστη στη Μεταμόρφωση του Κυρίου, μπροστά στους κατάπληκτους αποστόλους.

     Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμββάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ηρωδίων ανήκε στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Υπήρξε στενός συνεργάτης των δώδεκα Αποστόλων, τους οποίους συντρόφευσε στις περιοδείες τους μετά την Ανάληψη του Κυρίου, κηρύττοντας το λόγο του Ευαγγελίου. Ιδιαίτερη σχέση δε είχε αναπτύξει με τον Απόστολο Πέτρο. Ξεχώριζε μάλιστα για τη σεμνότητα, την εγκράτεια και την πνευματική του δύναμη. Για το λόγο αυτό διαδέχθηκε στην Εκκλησία της Πάτρας τον Απόστολο Ανδρέέα τον Πρωτόκλητο, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Από τη θέση αυτή εποίμανε με απαράμιλλη αφοσίωση και σωφροσύνη τους πιστούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός. Για τη χριστιανική του δράση συνελήφθη από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, δαρείς ανηλεώς. Τελικά τον κατακρεούργησαν με τα μαχαίρια τους και έτσι παρέδωσε την αγία ψυχή του στον θεό.

     Ο ένδοξος προφήτης Ησαΐας καταγόταν από την πόλη της Ιερουσαλήμ. Γεννήθηκε το 770 περίπου π.Χ. και το 690 π.Χ. υπέστη θάνατο μαρτυρικό, υστέρα από εντολή του βασιλιά Μανασσή. Είναι δικαίως ο μέγιστος των τεσσάρων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αξιώθηκε από τον θεό να προφητεύσει με ακρίβεια τον ερχομό του Ιησού Χρίστου, καθώς και τα πάθη Του. Δίπλα από τον τάφο του Ησαΐα, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Αρωήλ, ο θεός δημιούργησε για χάρη του ευσεβούς προφήτη την πηγή του Σιλωάμ.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο όσιος Ησύχιος καταγόταν από τη Γαλατία. Επειδή είχε κλήση προς τη μοναχική πολιτεία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στα μέρη της Αρδανίας. Στους πρόποδες του βουνού Μαΐωνος βρήκε πηγή και εκεεί έκτισε ναό έπ' ονόματι του Αγ. Ανδρέα. Έζησε αυστηρή ασκητική ζωή και έκανε θαύματα. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία και το έτος 781 το ιερό του λείψανο, μεταφέρθηκε στην Αμάσεια.

     Μεγάλος αξιωματούχος του παλατιού και της Συγκλήτου Βουλής ήταν στους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού ο Άγιος Ησύχιος. Όλα όμως αυτά τα αξιώματα που κατείχε ως ανώτατος πολιτικός άρχων δε δίστασε να τα περιφφρονήσει και να ομολογήσει με θάρρος ενώπιον του αυτοκράτορα ότι είναι χριστιανός. Τότε ο βασιλιάς εξαγριώθηκε, διέταξε να του αφαιρέσουν την επίσημη στολή του αξιώματος του, να του φορέσουν ταπεινωτικό ένδυμα και για να τον εξευτελίσει ακόμη περισσότερο τον διέταξε να εκτελεί γυναικείες εργασίες. Αφού εκτελέσθηκε η ατίμωση του, διέταξε ο αυτοκράτορας να εμφανισθεί ο άγιος ενώπιον του, όπου και τον ρώτησε τα εξής: «Δεν ντρέπεσαι που από το αξίωμα που είχες κατάντησες σ\' αυτήν την ταπείνωση;». Και ο Άγιος απάντησε με πολλή ηρωισμό: «Οι παρούσες τιμές είναι παροδικές, ενώ οι τιμές που προσφέρει ο Χριστός στους πιστούς είναι απέραντες και αιώνιες». Μετά την ηρωική αυτή απάντηση του Αγίου ο βασιλιάς διέταξεε να δέσουν μυλόπετρα στον τράχηλο του και να τον ρίξουν σε κάποιον ποταμό της Συρίας. Η εντολή εκτελέσθηκε αμέσως και έτσι ο Άγιος μάρτυρας Ησύχιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Θ

Ο Απόστολος Θαδδαίος καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας και ήταν στο γένος Εβραίος. Είχε φτάσει σε υψηλό βαθμό θεολογικής κατάρτισης, καθώς μελετούσε σε βάθος τις θείες γραφές. Ενώ ήταν στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε πάει για να προσκυνήσει, άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, από το οποίο γοητεύθηκε και εντυπωσιάστηκε τόσο που ζήτησε από τον Πρόδρομο να τον βαπτίσει. Όταν αργότερα άκουσε τη διδασκαλία του Ιησού και είδε τα θαύματα Του, πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει ως μαθητής Του. Έμεινε κοντά στον Χριστό μέχρι τη σταύρωση Του. Μετά την ανάσταση Του, ο Άγιος Θαδδαίος επέστρεψε στην Έδεσσα για να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου. Στην πόλη αυτή ο Απόστολος κατήχησε πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη και ίδρυσε πολλές εκκλησίες. Μάλιστα, βάπτισε χριστιανό και τον τοπάρχη Αύγαρο, αφού πρώτα τον θεράπευσε από τη λέπρα. Στη συνέχεια έφυγε από τη γενέτειρα του, έχοντας επιδείξει πλούσια χριστιανική δράση, και ξεκίνησε ιεραποστολικές περιοδείες. Κατέληξε στη Βηρυτό, όπου κήρυξε το Ευαγγέλιο και βάπτισε πολλούς. Απεβίωσε εν ειρήνη, αφού είχε ολοκληρώσει το έργο του.

     Ο Άγιος μάρτυρας Θαλλέλαιος έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού και καταγόταν από το Λίβανο. Οι γονείς του Βερούκιος και Ρωμυλία διέθεταν υλικό και πνευματικό πλούτο και ευσεβείς καθώς ήταν ανέθρεψαν τον Θαλλέλαιο συμφωνά με το νόμο του Ευαγγελίου. Από πόλο νωρίς εππέδειξε τα πνευματικά και ηθικά του χαρίσματα και έγινε θερμός υπερασπιστής της χριστιανικής αλήθειας. Μάλιστα η φιλευσπλαχνία του τον ώθησε να ακολουθήσει την ιατρική επιστήμη. Γιάτρευε και βοηθούσε αφιλοκερδώς τους συνανθρώπους του και κυρίως τους στήριζε, ψυχικά οδηγώντας τους στο δρόμο της αληθινής πίστης. Το θαυμαστό έργο του εξόργισε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν. Ο Άγιος αποκεφαλίσθηκε στις Αίγες, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικρός Ασίας και ασκήτευε έξω από την πόλη Γάβαλα της Συρίας. Εκεί υπήρχε ειδωλολατρικός ναός που συνέρεαν πολλοί. Ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη και ήταν φοβερά πολυμήχανος προκειμένου να φέρει ψυχές κοντά στο Χριστό. Κατασκεύασε ένα στενό κελί που δεν μπορούσε να μπει και να σταθεί όρθιος παρά μόνο έχοντας το πρόσωπο του στα γόνατα του. Έζησε εκεί δέκα ολόκληρα χρόνια και εκχριστιάνισε τα Γάβαλα, μια ολόκληρη πόλη και έπειτα εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διαττάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

      Η Αγία Θέκλα γεννήθηκε στο Ικόνιο από οικογένεια ειδωλολατρική. Η μητέρα της Θεόκλεια φρόντισε ώστε η θυγατέρα της να μνηστευθεί έναν άνδρα από επιφανή οικογένεια, τον Θάμυρη. Όταν η Θέκλα ήταν δεκαοχτώ χρόνων πήγε στο Ικόνιο ο Απόστολος Παύλος. Το κήρυγμα του Αποστόλου άγγιξε την ψυχή της Αγίας, η οποία πίστεψε στον Χριστό. Όταν η μητέρα και ο μνηστήρας της πληροφορήθηκαν πως η Θέκλα ήταν χριστιανή, συκοφάντησαν τον Παύλο στον άρχοντα της πόλης, ο οποίος και τον φυλάκισε. Μετά τα γεγονότα αυτά η Θέκλα εγκατέλειψε το Ικόνιο και ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο. Περιόδευσε σε πολλές πόλεις, όπου κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, οδηγώντας πολλούς ειδωλολάτρες στη σωτηρία. Σε μεγάλη πλέον ηλικία αποσύρθηκε σε κάποιο όρος της Σελεύκειας, όπου έζησε ζωή ασκητική, επιτελώντας μάλιστα πολλά θαύματα. Πρέπει να σημειωθεί πως καθ\' όλη τη διάρκεια του χριστιανικού βίου της κι ενώ εκτελούσε το ιεραποστολικό έργο της η Θέκλα βασανίσθηκε σκληρά από πολλούς ειδωλολάτρες ηγεμόνες, οι οποίοι ωστόσο δεν έκαμψαν το φρόνημα της. Απεβίωσε ειρηνικά στο όρος όπου ησύχαζε σε ηλικία ενενήντα χρόνων.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Ψυχή αγνή και καθαρή από κάθε πλάνη, η παρθενομάρτυς Θεοδοσία αφιέρωσε τη ζωή της ολοκληρωτικά στον Χριστό. Δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της όταν συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες επειδή διακήρυττε την αληθινή πίστη. Την έδεσαν και την έριξαν στη φυλακή με σκοπό να την καταδικάσουν. Στο δικαστήριο, όπου προέδρευε ο άρχοντας Ουρβανός, τη διέταξαν να προσφέρει θυσία στα είδωλα, αλλά εκείνη έμεινε αμετακίνητη στην ιερή πίστη της. Ο Ουρβανός εξοργισμένος από την άρνηση της διέταξε να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Οι δήμιοι τότε κατέσκισαν τις σάρκες της, έσπασαν τα πλευρά της και προξένησαν βαθιές πληγές στους μαστούς της. Εκείνη όμως βγήκε άθικτη από την δοκιμασία και χωρίς να αφήσει την παραμικρή κραυγή εξοργίζοντας περισσότερο τον τύραννο, που διέταξε να συνεχίσουν με σκληρότερα μαρτύρια. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων που εξακολουθούσε να υπομένει με καρτερία, προσήλωσε το βλέμμα της στον Ουρβανό και του είπε: «Γιατί ματαιοπονείς, άνθρωπε μου; Δεν ξέρεις ότι αξιώθηκα και εγώ να γίνω συγκοινωνός των Αγίωνν Μαρτύρων του θεού;». Στη συνέχεια ρίχτηκε στη θάλασσα, όπου και παρέδωσε την ψυχή της. Έτσι η Αγία έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Θεοδόσιος όσιος. - Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στην κωμόπολι Μωγαρισσού της Καππαδοκίας. Προαιρέσιος και Ευλογία τα ονόματα των γονιών του. Αρνήθηκε την έγγαμη ζωή και έγινε μοναχός. Αξιώθηκε να κάνει θαύματα και να προλέγει τα μέλλοντα. Πολλά τα θαύματα που έκανε. Απεβίωσε σε βαθύ γήρας, αφού πρώτα δίδαξε σεπολλούς μαθητές την ασκητική ζωή.

     Ο Κοδράτος, ο Θεοδόσιος, ο Μανουήλ και άλλοι σαράντα μάρτυρες, κατάγονταν από την Ανατολή. Διακήρυξαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί και τους έκλεισαν στη φυλακή. Υποβλήθηκαν σε πολλά και φοβερά βασανιστήρια. Τελικά τους αποκεφάλισαν όταν όλα τα βασανιστήρια στάθηκαν ανίσχυρα να μεταβάλουν την αφοσίωση τους στον Χριστό.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Θεόδοτος ήταν ανιψιός της Τεκούσας, μιας εκ των οκτώ παρθένων που έριξαν οι ειδωλολάτρες σε λίμνη ως τιμωρία για την πίστη τους. Ο ιερομάρτυρας ορμώμενος από βαθιά πίστη περισυνέλεξε τα σώματα τους από τη λίμνη και τα ενταφίασε. Η πράξη του αυτή εξόργισε τον έπαρχο Θεότεκνο, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του. Παρά τις απειλές του έπαρχου, ο Θεόδοτος ακλόνητος συνέχισε να διακηρύσσει την πίστη του και έτσι υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού του καταξέσκισαν τα πλευρά, τον αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε ένδοξα το στεφάνι του μαρτυρίου.

      Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων Λεοντίου, Υπατίου και Θεοδούλου, οι οποίοι μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Βεσπασιανού. Ο Λεόντιος, που καταγόταν από την Ελλάδα, είχε φρόνημα θαρραλέο και γι\' αυτό κατατάχθηκε στο στρατό. Ενάρετος και οξυδερκής καθώς ήταν, γρήγορα έλαβε το αξίωμα του στρατηγού. Όταν βρισκόταν στην Αφρική διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη, στην οποία η τίμια ψυχή του ανταποκρίθηκε με θέρμη. Όμως το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, ο οποίος έστειλε τον Υπάτιο και τον Θεόδουλο να τον συλλάβουν. Οι δυο στρατιώτες διδάχθηκαν από τον Λεόντιο την πίστη στον Χριστό, με αποτέλεσμα ο Αδριανός να διατάξει τη θανάτωση και των τριών.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Η οσία Θεοδώρα καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ήταν νυμφευμένη με έναν ευσεβή άνδρα, στον οποίον ήταν αφοσιωμένη. Κάποια στιγμή όμως ο φθονερός διάβολος ζήλεψε την τιμιότητα της και την εξώθησε στο αμάρτημα της μοιχείας. Γρήγορα η οσία αντελήφθη το μέγεθος της αμαρτίας της και μετανόησε πικρά. Αν και δεν έγινε γνωστή η ανόσια πράξη της, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Επειδή όμως φοβήθηκε ότι ο σύζυγος της θα την αναζητούσε, φόρεσε ρούχα ανδρικά και πήγε σε ανδρικό μοναστήρι, όπου εκάρη με το όνομα Θεόδωρος. Κατά το διάστημα που βρισκόταν εκεί δε σταμάτησε στιγμή να κλαίει και να μετανοεί για την αμαρτία της. Όμως, όταν έπειτα από δυο χρόνια βρέθηκε έξω από το μοναστήρι ένα μωρό, κάποιος συκοφάντησε την οσία ότι επόρνευσε με μια γυναίκα με την οποία έφερε στον κόσμο το παιδί. Επί επτά χρόνια η Θεοδώρα ζούσε μαζί με το παιδί σε ένα καλύβι έξω από το μοναστήρι, μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι η κατηγορία εναντίον της ήταν συκοφαντία. Όταν η Θεοδώρα κοιμήθηκε και οι μοναχοί διαπίστωσαν το φύλο της, εξεπλάγησαν όλοι και δόξασαν τον θεό.

     Η οσία Θεοδώρα απαρνήθηκε την κοσμική ζωή και τις ηδονές αυτού του κόσμου από πόλο μικρή ηλικία, για να αφοσιωθεί ολόψυχα στον Χριστό. Η αγάπη της για τον Κοριό την οδήγησε στη μοναχική ζωή, όπου διακρίθηκε για την άσκηση της στις προσευχές και στη μελέτη, αλλά και για τη φιλάδελφη συμπεριφορά της. Η φιλεύσπλαχνη Θεοδώρα μάλιστα έφτιαχνε εργόχειρα, τα οποία πωλούσε, για να προσφέρει τα χρήματα στους φτωχούς. Η οσία δεν έπαυσε να παραδειγματίζει την αδελφότητα της ακόμα και μετά το θάνατο της. Προτού η ηγουμένη της μονής στην οποία ασκήτευσε η Θεοδώρα, παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο, είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα στην οσία, καθώς έτρεφε γι΄ αυτή μεγάλη εκτίμηση και απεριόριστο σεβασμό. Κατά τη διάρκεια της κηδείας, παρουσία πλήθους κόσμου, οι μοναχές άνοιξαν τον τάφο της Θεοδώρας ώστε να θάψουν την ηγουμένη. Τότε συνέβη ένα θαύμα εξαίσιο: Το ακέραιο λείψανο της οσίας κινήθηκε και αποσύρθηκε στην άκρη του τάφου ώστε να δώσει τόπο στην πνευματική της μητέρα. Όλοι όσοι παρευρίσκονταν και είδαν το θαύμα δόξασαν τη χάρη του Κυρίου.

     Η Αγία Παρθενομάρτυς Θεοδώρα καταγόταν από την πόλη Τύρο της Συρίας. Σε ηλικία δεκαεφτά ετών οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού και ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Ο Ουρβανός την υπέβαλε σε βασανιστήρια και την έριξε στη θάλασσα όπου και παρέδωσε το πνεύμα της.

     Η οσία Θεοδώρα έζησε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ του Ισαύρου. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ένιωσαν μεγάλη χαρά όταν η Θεοδώρα αποφάσισε να ασκητεύσει στη Μονή της Αγίας Αννης. Στη μονή η οσία διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και ασκήθηκε σε κάθε χριστιανική αρετή. Από τον τόπο της ησυχίας της την πήρε βίαια ο αυτοκράτορας για να την παντρέψει με το γιο του Χριστόφορο, ο οποίος όμως σκοτώθηκε σε μάχη πριν από το γάμο. Τότε η Θεοδώρα επέστρεψε στη μονή της, όπου αφού διέλαμψε σε κάθε είδος αρετής, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο της.

     Για περισσότερα από εκατό έτη οι εικονομάχοι προκαλούσαν αναταραχές και αμαύρωναν με τις πράξεις τους την Εκκλησία μας. Τελευταίος και δεινότατος διώκτης των εικόνων ήταν ο Θεόφιλος, του οποίου όμως η σύζυγος, η Αγία Θεοδώρα, κατόρθωσε με την πίστη της να στερεώσει ξανά την Ορθοδοξία. Συγκεκριμένα η Αγία, μετά το θάνατο του Θεόφιλου και με τη βοήθεια του πατριάρχη Μεθόδιου, του κλήρου και ολόκληρου του λαού, επιτέλεσε λιτανεία και στη συνέχεια αναστήλωσε τις εικόνες. Η αναστήλωση πραγματοποιήθηκε κατά την παρούσα Κυριακή, γι\' αυτό και σήμερα εορτάζουμε την ανάμνηση της.

     Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης ήταν άνθρωπος ξεχωριστός και διακεκριμένος, γι\' αυτό και αγαπητός ανάμεσα στους συγχρόνους του. Καταγόταν από τα Ευχάιτα της Γαλατίας και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Ο αυτοκράτορας θαύμαζε πολύ το στρατηγό Θεόδωρο και επιθυμούσε να συναντηθεί μαζί του. Όταν όμως πραγματοποιήθηκε η συνάντηση ο Θεόδωρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, οργίζοντας τον ειδωλολάτρη Λικίνιο, ο οποίος και διέταξε το βασανισμό του ένδοξου στρατηλάτη. Αφού του καταξέσχισαν το σώμα με σιδερένια νύχια, έκαψαν Ως πληγές του με αναμμένους δαυλούς και τον υπέβαλαν σε πλήθος άλλων βασανιστηρίων, στο τέλος τον σταύρωσαν. Ο Λικίνιος ήταν πλέον βέβαιος πως μετά τη σταύρωση του Ο Θεόδωρος θα είχε πεθάνει. Όμως ο μεγαλομάρτυρας σώθηκε, αφού ο θεός έστειλε Άγγελο να τον απαλλάξει από το μαρτύριο του σταυρού. Όταν ογδόντα πέντε περίπου στρατιώτες τους οποίους είχε στείλει ο αυτοκράτορας για να πάρουν το σώμα του Αγίου είδαν ότι ο Θεόδωρος δεν είχε πάθει τίποτα, πίστεψαν στον Χριστό. Το ίδιο συνέβη και με άλλους τριακόσιους στρατιώτες που εστάλησαν για να θανατώσουν τον Άγιο, τον οποίο τελικάά αποκεφάλισαν.

     Ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έζησε την εποχή του Ιουστινιανού. Παρ\' όλο που γεννήθηκε σε αμαρτωλό περιβάλλον, από πολύ μικρή ηλικία αφοσιώθηκε στο θεό και προσπαθούσε να ασκεί την ψυχή και το πνεύμα του σύμφωνα με τις θείες βουλές. Διετέλεσε επίσκοπος της Εκκλησίας της Αναστασιουπόλεως, θέση απ\' την οποία υπηρέτησε πιστά το ποίμνιο του. Προικίσθηκε μάλιστα με το χάρισμα της θαυματουργίας και ευεργετούσε τους πάντες. Έζησε πραγματικά ως Άγιος και εκοιμήθη εν εειρήνη.

     Ο ιερομάρτυρας Θεόδωρος ο Τηρών έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού και Μαξιμίνου. Το προσωνύμιο του δόθηκε επειδή κατετάγη στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσύλλεκτων στρατιωτών. Είχε ήδη λάβει τη θεία φώτιση όταν κατετάγη και έτσι κλήθηκε να απολογηθεί για την πίστη και τη χριστιανική του συνείδηση. Με θαυμαστό θάρρος και τόλμη στάθηκε απέναντι στον Πραιπόσιτο Βρύγκα, στον αρχηγό της τάξης του, και υπερασπίσθηκε σθεναρά την πίστη του. Έκαψε το είδωλο της Ρέας, θεότητας των ειδωλολατρών, και μάλιστα ομολόγησε ο ίδιος την πράξη του. Συνελήφθη και αφού υπεβλήθη σε βασανιστήρια, ρίχτηκε σε πυρακτωμένη κάμινο, στην οποία και ετελειώθη λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

      Ο όσιος Θεόδωρος ανατράφηκε σε μια οικογένεια που τον εφοδίασε με πνευματικό αλλά και υλικό πλούτο. Φοίτησε σε σπουδαία σχολεία και διακρίθηκε μάλιστα στον τομέα της Ρητορικής και της Φιλοσοφίας. Ήταν πολύ μικρός όταν ορφάνεψε, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να κάνει την πιο λαμπρή και ευγενική πράξη: Μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και αποσύρθηκε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ασκήθηκε ακόμη περισσότερο στον ενάρετο βίο και μάλιστα -λόγω των θεολογικών του γνώσεων- τιμήθηκε με το αξίωμα του επισκόπου Εδέσσης της Μεσοποταμίας. Καθοδήγησε με αγάπη και στοργή το ποίμνιο του μέχρι την τελευταία του αναπνοή και εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.

     Τιμούμε και τον Άγιο ιερομάρτυρα Θεόδωρο, που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας. Ο λαός της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου είχε πλανηθεί από την ειδωλολατρία και καταδίωκε με μένος τους χριστιανούς. Έτσι ο Θεόδωρος, που με παρρησία και σθένος ομολογούσε τον Κύριο, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους οργισμένους ειδωλολάτρες, οι οποίοι δε δίστασαν να τον κακοποιήσουν. Αφού του φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι, τον χτύπησαν και στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα, απ\' όπου όμως βγήκε αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και ανήλθε στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία.

     Ο όσιος Θεόδωρος διήγε ασκητικό βίο. Υπέβαλλε τον εαυτό του σε κάθε είδους εγκράτεια προκειμένου να κατακτήσει την αρετή. Η ζωή τον ήταν λιτή, ώστε να μπορεί να διαθέτει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Ο Θεόδωρος κάλυπτε το σώμα του με λεπτά τρίχινα ενδύματα και για το λόγο αυτό ονομάστηκε Τρίχινος. Δεν έπαψε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του να ευεργετεί τους φτωχούς και να υπηρετεί τους αρρώστους. Για τη δράση του αυτή ο Θεόδωρος έλαβε τη χάρη από τον θεό να αναβλύζει μύρο από τον τάφο του.

     Η σε βάθος γνώση παν ιερών γραμμάτων και η πνευματική και ηθική κάθαρση του οσίου Θεοδώρου τον αξίωσαν να λάβει τον τιμητικό τίτλο του ηγιασμένου. Ο Θεόδωρος μεγάλωσε σε περιβάλλον πλούσιο, αλλά η αγάπη του για τον Χριστό και το μοναχικό βίο τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τα υλικά αγαθά και πς κοσμικές απολαύσεις και να συντροφεύσει στην έρημο τον ένδοξο ασκητή Παχώμιο. Το οξύ και καλλιεργημένο πνεύμα του Παχώμιου δεν άργησε να εκτιμήσει Ως ξεχωριστές αρετές και την αξιοθαύμαστη γνώση της Αγίας Γραφής που διέκριναν τον Θεόδωρο. Για το λόγο αυτό ο Παχώμιος όρισε να διδάσκει ο όσιος τα ιερά γράμματα στους υπόλοιπους μοναχούς της μονής. Οι μοναχοί, διαπιστώνοντας την ικανότητα του Θεοδώρου να ερμηνεύει τις Γραφές και εκτιμώντας το ταπεινό του φρόνημα, τον δέχθηκαν ως κατηχητή τους πρόθυμα. Προσφέροντας για πολλά χρόνια ανεκτίμητο έργο, ο Θεόδωρος εξελέγη ηγούμενος της μονής. Παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα του στον Κύριο του το Μάιο του έτους 360 μΧ.

     Επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ,Χ) οι χριστιανοί διώχτηκαν ανελέητα. Κατά την εποχή του διωγμού καταστράφηκαν πολλοί ναοί και ιερά βιβλία, ενώ βασανίστηκε και θανατώθηκε πλήθος χριστιανών. Εκείνα τα χρόνια έζησε και ο Θεόπεμπτος, ο οποίος δεν δίστασε να μαρτυρήσει με παρρησία την πίστη του και να επικρίνει τον αυτοκράτορα. Οι διώκτες του τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε σειρά μαρτυρίων, τα οποία όμως συνοδεύτηκαν από θαύμα. Τον έριξαν σε καμίνι, του έβγαλαν το ένα μάτι, του έδωσαν να πιεί δηλητήριο το οποίο όμως δεν προξένησε τίποτε στον \'Άγιο. Το θαύμα αυτό προσέλκυσε και τον μάγο Θεωνά, που κατασκεύαζε τα δηλητήρια. Ο Θεόπεμπτος αφού υπέστη και άλλα βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκε.Οι ειδωλολάτρες θανάτωσαν και τον Θεωνά, που είχε το θάρρος να ομολογήσει τον Χριστό, θάβοντάς τον ζωντανό.

     Οι Άγιοι Αγαθόνικος, Ζωτικός, Ζήνωνας, Θεοπρέπιος, Ακίνδυνος και Σεβηριανός έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμιανός (286-305 μ.Χ.). Στην περιοχή του Πόντου περνώντας από την πόλη Κάρπη ο Ευτόλμιος συνάντησε και θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό τον Άγιο Ζωτικό και τους μαθητές του. Στη Νικομήδεια πληροφορήθηκε ότι ένας εξέχων ειδωλολάτρης της πόλης είχε μυηθεί στο χριστιανισμό από τον Αγαθόνικο. Τότε συνέλαβε τον Αγαθόνικο και πολλούς άλλους χριστιανούς, τους οποίους οδήγησε στη Θράκη για να παρουσιαστούν στον αυτοκράτορα. Στο δρόμο όμως, κοντά στο χωριό Ποταμό, ο Ευτόλμιος σκότωσε τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιο, Ακίνδυνο και Σεβηριανό, επειδή δεν μπορούσαν πλέον να βαδίσουν. Όταν έφθασαν στο Βυζάνπο και έπειτα από διαταγή του βασιλιά, ο Ευτόλμιος αποκεφάλισε τον Αγαθόνικο και τους άλλους χριστιανούς έξω από το χωριό <<Αμμοι», στην περιοχή της Σηλυβρίας.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής από πολύ νεαρή ηλικία ποθούσε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο, αλλά οι γονείς του τον πίεσαν να παντρευτεί με κάποια ενάρετη νέα, τη Μεγαλώ. Μετά τους γάμους τους όμως, και αφού αποκάλυψαν την πίστη τους ο ένας στον άλλο, αποφάσισαν να διανείμουν την περιουσία τους και να στρατευτούν στην υπηρεσία του Κυρίου. Αποσύρθηκαν και οι δύο σε μοναστήρια και αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο θείο έργο. Όταν ο αλαζονικός αυτοκράτορας Λέων Ε\' (813-820 μ.Χ.) πληροφορήθηκε το έργο του οσίου, τον έριξε σε σκοτεινό οίκημα για δυο χρόνια και στη συνέχεια τον εξόρισε. Αφού υπέστη φοβερές κακουχίες, ο όσιος Θεοφάνης εξεδήμησε ειρηνικά προς Κύριον.

     Ο μακαριστός Θεοφύλακτος καταγόταν από τηνν Ανατολή, αλλά από πόλο νωρίς την εγκατέλειψε για να πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ξεκίνησε το λαμπρό του έργο. Όταν το 784 μΧ έγινε πατριάρχης ο Ταράσιος, ο όσιος θεοφύλακτος αποσύρθηκε -κατόπιν >παρότρυνσης του πρώτου- σε μοναστήρι του Ευξείνου Πόντου. Εκεί αφοσιώθηκε με βαθιά πίστη στο χριστιανικό έργο, γι\' αυτό και λίγο καιρό αργότερα χρίστηκε επίσκοπος Νικομήδειας. Από τη θέση αυτή επιτέλεσε σπουδαία εκκλησιαστικά και κοινωνικά έργα. Έχτισε νοσοκομεία και εκκλησίες και γενικότερα υπηρέτησε με αγάπη το ποίμνιο του. Όταν όμως αναζωπυρώθηκε η εικονομαχία και ξεκίνησε ο μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, ο θεοφύλακτος βρέθηκε στο στόχαστρο του δόλιου αυτοκράτορα Λέοντος Ε\' και καταδικάστηκε σε εξορία. Μαζί και με άλλους άγιους αρχιερείς υπέμεινε τα δεινά της εξορίας επί πολλά έτη ούτε για μια στιγμή όμως δεν εγκατέλειψε την προσευχή και την πίστη του. Το 840 μΧ περίπου η αγία του ψυχή εγκατέλειψε το ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες σώμα του και παραδόθηκε στον Κοριό. Λίγα χρόνια μετά, τα ιερά του λείψανα μεταφέρθηκαν από τον τόπο της εξορίας στη Νικομήδεια και εναποτέθηκαν στο Ναό που ο ίδιος είχε ανεγείρει.

     Όλα τα γραπτά κείμενα που αναφέρονταν στη ζωή και στη δράση του Αγίου καταστράφηκαν και εξαφανίσθηκαν, γι\' αυτό δε γνωρίζουμε ούτε την καταγωγή του ούτε πότε έζησε ούτε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε για τον άγιο αυτό άνδρα προέρχονται από εικόνες και από προφορικές πληροφορίες. Ο Θεράπων φέρεται ότι διετέλεσε επίσκοπος στην Κύπρο, όπου και ετάφη το άγιο λείψανο του. Όταν οι Αγαρηνοί ετοιμάζονταν να λεηλατήσουν το νησί, ο Άγιος εμφανίσθηκε σε πιστούς και ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανο του στην Κωνσταντινούπολη, όππως και έγινε.

     ΘΕΩΝΑΣ - Ήταν μάγος (κατασκεύαζε δηλητήρια) και έζησε την εποχή του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) την εποχή δηλαδή των διωγμών των χριστιανών. Βλέποντας τα βασανιστήρια που έκαναν στον Θεόπεμπτο χωρίς να πάθει τίποτε, πείσθηκε και ομολόγησε την πίστη του στον Θεό. Έτσι οι ειδωλολάτρες τον θανάτωσαν, θάβοντάς τον ζωντανό.

     Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν τον 3ο αιώνα μΧ Κατάγονταν όλοι από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισαρεία. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή και ταπεινό βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χωρίς να φοβηθεί τις απειλές των ειδωλολατρών ο Λεύκιος παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον έπαρχο Κουμβρίκιο, στον οποίο και ομολόγησε την πίστη του. Δε δίστασε δε να ελέγξει τον έπαρχο που προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού. Εξοργισθείς ο Κουμβρίκιος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ο Λεύκιος ετελειώθη δι\" αποκεφαλισμού. Η γενναία στάση του Αγίου, οδήγησε μπροστά στον ηγεμόνα και τον Θύρσο, ο οποίος ομολόγησε με θάρρος ότι Κύριος και θεός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την ομολογία του αυτή υπέστη φοβερά βασανιστήρια, από τα οποία όμως, με τη βοήθεια του θεού, βγήκε αλώβητος, γεγονός που οδήγησε στη χριστιανική πίστη τον ειδωλολάτρη ιερέα Καλλίνικο. Οι δυο άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Καλλίνικος αποκεφαλίσθηκε, ενώ ο Θύρσος θανατώθηκε με πριόνια από τους δήμιους.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Θωμάς διακρίθηκε από νωρρίς για την αρετή του, την ευλάβεια και τη δύναμη του πνεύματος του. Για το λόγο αυτό ο Πατέρας μας Ιωάννης Δ\' ο Νηστευτής, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, τον χειροτόνησε διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη και στη συνέχεια του διαδόχου του Κυριακού, χειροτονήθηκε πατριάρχης και παρέμεινε στο θρόνο για τρία χρόνια. Το διάστημα αυτό καθοδήγησε το ποίμνιο του με αφοσίωση και αγωνίσθηκε παράλληλα ενάντια στους αιρετικούς. Αφού ολοκλήρωσε το ηθικό και πνευματικό έργο του, εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.

     Ο Άγιος Θωμάς ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Μετά την Ανάσταση Του ο Ιησούς Χριστός εμφανίσθηκε στο υπερώον όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μαθητές Του. Ο Θωμάς, αν και είχε πληροφορηθεί την Ανάσταση του Κυρίου, εξακολουθούσε να αμφιβάλλει, ακόμα και όταν είδε μπροστά του τον Ιησού. Τότε ο Κύριος του ζήτησε να ακουμπήσει τα δάχτυλα του στις πληγές τις οποίες είχαν αφήσει στα χέρια του τα καρφιά από τη Σταύρωσή του. Ο Θωμάς έπραξε όπως του ζήτησε ο Διδάσκαλος και, αφού πίστεψε, αναφώνησε ότι Αυτός ήταν ο Κύριος και θεός του. Ο Ιησούς όμως του απάντησε πως μακαριότεροι είναι όσοι πιστέψουν σε Αυτόν χωρίς να Τον δουν. Έπειτα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Θωμάς περιόδευσε και κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο στις περιοχές των Μήδων, των Περσών, των Πάρθων και των Ινδών. Στις Ινδίες ο Απόστολος Θωμάς κατήχησε στη χριστιανική πίστη τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του βασιλιά Μισδαίου. Για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να θανατώσουν δια λογχισμού τον Απόστολο.

     Ο όσιος Θωμάς καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια. Στο επάγγελμα ήταν στρατιωτικός, διαπρέποντας μάλιστα στις μάχες κατά των βαρβάρων. Όμως γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις τον θεό και για το λόγο αυτό, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και κατέφυγε για να μονάσει στο όρος Μαλεό, όπου έφθασε σε τέτοιο σημείο αρετής, ώστε ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα να θαυματουργεί. Αφού ευεργέτησε πολλούς ανθρώπους, ο όσιος Θωμάς παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του.

     Την εσπέραν της Κυριακής του Πάσχα και ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ\' ένα οίκημα, εμφανίσθηκε ο Ιησούς πιστοποιώντας την Ανάσταση Του. Ο Θωμάς όμως, ο οποίος απουσίαζε, δεν πίστευε τις μαρτυρίες των άλλων μαθητών περί αναστάσεως και ζήτησε να δει και να ψηλαφίσει ο ίδιος τις .πληγές του Κυρίου. Έτσι και έγινε: Ο Ιησούς επανήλθε οχτώ ημέρες μετά -κατά τη σημερινή Κυριακή- και πρότεινε στον Θωμά να τον αγγίξει. Ο Θωμάς τότε γεμάτος πίστη και ταπείνωση αναφώνησε: «Ο Κύριος μου και θεός μου». Το γεγονός αυτό γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από I

 Ο Άγιος Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου και αδελφός του ευαγγελιστή Ματθία, ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Προκειμένου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου επισκέφθηκε πολλές χώρες, όπου θεράπευε αρρώστους, κατέστρεφε ειδωλολατρικούς ναούς και απομάκρυνε από τους ανθρώπους τα ακάθαρτα πνεύματα. Μάλιστα για τη δράση του αυτή ονομάσθηκε από τους ειδωλολάτρες στους οποίους κήρυττε τη χριστιανική πίστη «θείο σπέρμα». Είχε σταυρικό θάνατο, όπως και ο Δάσκαλος του.

     Ο Άγιος Ιάκωβος ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ακολούθησε πιστά τον Κύριο και επέδειξε ιδιαίτερο θεολογικό ζήλο και δύναμη. Μάλιστα ο Χριστός τον εκτιμούσε τόσο, ώστε τον τίμησε να πιει το ποτήριο του θανάτου που και ο ίδιος ήπιε. Συγκεκριμένα, μετά από τα Πάθη και την Ανάληψη του Κυρίου ο Ιάκωβος συνελήφθη από τον Ηρώδη, ενώ κήρυττε στα Ιεροσόλυμα. Στη συνέχεια θανατώθηκε με μάχαιρα, το 44 μ.Χ, και έγινε ο δεύτερος μάρτυρας του χριστιανισμού (πραξ. ιβ\' 1-2).

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Άγιος Ιάκωβος ονομάσθηκε Αδελφόθεος όχι μόνο γιατί ήταν γιος του Ιωσήφ, του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας, αλλά και γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, μόνος αυτός από τα υπόλοιπα αδέλφια του, δέχθηκε να μοιραστεί με τον Ιησού Χριστό την περιουσία που τους άφησε πεθαίνοντας ο Ιωσήφ. Ο Κύριος εκτιμούσε τόσο τον Ιάκωβο, ώστε του ανέθεσε την επισκοπή των Ιεροσολύμων. Ως ποιμήν επιτέλεσε εξαιρετικό έργο, καθώς ήταν άνθρωπος δίκαιος και συνετός. Στο ανυπολόγιστης αξίας έργο που κληροδότησε στη χριστιανική κοινότητα περιλαμβάνεται και η συγγραφή της πρώτης θείας Λειτουργίας, την οποία, όπως ισχυρίζεται η παράδοση, συνέγραψε με την καθοδήγηση του Ιησού Χριστού. Η σύνεση των λόγων του και το θερμό του κήρυγμα οδήγησαν στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν πολλών. Έτσι, κάποιοι φανατικοί Ιουδαίοι ανέβασαν με τη βία τον Άγιο Ιάκωβο στο πτερύγιο του Ναού, από όπου τον έριξαν στο έδαφος, χωρίς όμως να προκαλέσουν και το θάνατο του. Ο Άγιος Ιάκωβος παρέδωσε το πνεύμα του έπειτα από χτύπημα που δέχθηκε από κάποιο Ιουδαίο.

     Ο όσιος Πατέρας μας Ιάκωβος γνώρισε από πόλο νέος τη χριστιανική αλήθεια και ακολούθησε πιστά το θείο θέλημα. Με μακρές νηστείες και επίμονη άσκηση αφοοσιώθηκε στο μοναχικό βίο. Δεινός υπερασπιστής των εικόνων προκάλεσε το μένος των εικονομάχων, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν επιχειρώντας να κλονίσουν την πίστη του. Εκείνος όμως, παρά τις σκληρές δοκιμασίες, με μόνο σύντροφο την προσευχή του, διατήρησε αγνή την ψυχή του, την οποία και παρέδωσε εν ειρήνη στον Θεό.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

      Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος αφιερώθηκαν στο ιεραποστολικό καθήκον με θαυμαστή συνέπεια. Κήρυξαν το θείο λόγο, ίδρυσαν εκκλησίες και προσέλκυσαν πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη. Είχαν ήδη διατελέσει επίσκοποι, όταν πήγαν στην Κέρκυρα για να συνεχίσουν τη δράση τους. Εκεί ο ειδωλολάτρης άρχοντας Κερκυλλίνος τους συνέλαβε και τους φυλάκισε δίχως να φαντάζεται ότι οι απόστολοι θα προσέλκυαν πιστούς ακόμα και στη φυλακή. Έκαναν χριστιανούς επτά φυλακισμένους λήσταρχους του νησιού και μάλιστα όλη την οικογένεια του άρχοντα Δατιανού. Ο απόστολος Σωσίπατρος γνώρισε μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο Ιάσων απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.

     Ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας όταν απεβίωσε ο Εύωδος. Από τη θέση αυτή ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός. Όταν ο διώκτης των χριστιανών αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) κατά την εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων πέρασε από την Αντιόχεια, ο Ιγνάτιος δε δίστασε να παρουσιασθεί σ\' αυτόν και να ομολογήσει την πίστη του. Ο αυτοκράτορας τότε κυριεύθηκε από σφοδρό μένος και διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Τραϊανός έδωσε εντολή να μεταφερθεί ο Ιγνάτιος στη Ρώμη για να κατασπαραχθεί από τα άγρια θηρία στην αρένα. Όταν ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι κάποιοι χριστιανοί της Ρώμης κατέβαλαν προσπάθειες για να σωθεί, συνέγραψε επιστολή με την οποία τους εξηγούσε ότι ήταν τιμή γι\' αυτόν να θυσιαστεί για τον Κύριο και δεν ήθελε να αποφύγει έναν ένδοξο θάνατο που θα τον έφερνε κοντά στον θεό. Πράγματι, έπειτα από λίγες μέρες οι ειδωλολάτρες έριξαν στην αρένα τον Ιγνάτιο, ο οποίος κατασπαράχθηκε από τα θηρία.

     Ιγνάτιος - \'Ήταν μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. \'Έζησε την εποχή του Τραϊανού, τότε που κύρηξε τον άγριο διωγμό εναντίων των χριστιανών. Βασανίστηκε σκληρά και πέρασε από πολλά μαρτύρια. Τον έστειλαν ακόμα και στην Ρώμη, όπου τον έριξαν στα άγρια θηρία. Ακόμα και στα άγρια θηρία έδειξε απαράμιλλα θάρρος και εξεδήμησε ένδοξα προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους προφήτες του Ισραήλ, ο Ιερεμίας, γεννήθηκε το 650 π.Χ. περίπου. Ο προφήτης δέχθηκε το προφητικό χάρισμα από τον θεό σε νεαρή ηλικία. Έδρασε επί σαράντα κα; πλέον χρόνια σε μια κρισιμότατη εποχή της ισραηλιτικής ιστορίας. Στην Αίγυπτο καταφέρθηκε εναντίον κάποιων ομοεθνών του, οι οποίοι είχαν ασπασθεί την ειδωλολατρία. Οι αποστάτες αυτοί Ιουδαίοι ενοχλήθηκαν και θανάτωσαν τον Ιερεμία με λιθοβολισμό.

     Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο, το κήρυγμα του οποίου άκουσε στον Άρειο Πάγο. Μάλιστα, ο Απόστολος Παύλος ήταν αυτός που τον βάπτισε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αθηνών. Στη συνέχεια ο Ιερόθεος κατήχησε στην πίστη του Χρίστου τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών. Υπήρξε καθ\' όλη τη διάρκεια της ζωής του άνθρωπος ευσεβής κι ενάρετος. Αξιώθηκε μάλιστα να παραστεί στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εξεδήμησε προς τον Κοριό σε μεγάλη ηλικία.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Πρόκλος και Ιλάριος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊανού και κατάγονταν από ένα χωριό έξω από την Άγκυρα. Τους δύο Αγίους, εκτός από τη βαθιά πίστη και την πνευμονική τους ταύτιση, τους συνέδεε και συγγενικός δεσμός. Δεινοί ομολογητές της χριστιανικής αλήθειας, συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμειναν με θαυμαστή καρτερία. Τελικά θανατώθηκαν, ο μεν Πρόκλος με βέλη, ο δε Ιλάριος με αποκεφαλισμό, και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Ιλαρίων γεννήθηκε στην πόλη Θαβαθά, κοντά στη Γάζα της Παλαιστίνης, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μΧ.). Η οικογένεια του ήταν ειδωλολατρική, αλλά εκείνος κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη όταν βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, όπου είχε πάει για να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο και γι\' αυτό αναχώρησε για την έρημο της Αιγύπτου, όπου συνάντησε και παρέμεινε για αρκετό καιρό κοντά στον Μεγάλο Αντώνιο. Εδώ ο Ιλαρίων ασκήθηκε στις αρετές και στην εγκράτεια. Όταν πέθαναν οι γονείς του επέστρεψε στη Γάζα για να μοιράσει την πατρική του περιουσία στους φτωχούς. Αφού έδωσε όλα όσα κληρονόμησε στους απόρους, αναχώρησε για την έρημο. Εκεί ασκήθηκε σε κάθε αρετή και έφθασε σε ύψιστο βαθμό ηθικής τελειότητας. Για τους ασκητικούς του αγώνες και τη σε βάθος καλλιέργεια της αρετής τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα της θαυματουργίας. Περιόδευσε σε πολλούς τόπους και κατέληξε στην Πάφο της Κόπρου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη.

     Ο όσιος Ιλαρίων ο Νέος υπήρξε ηγούμενος στη Μονή Πελεκητής στην Τρίγλια. Παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριό του εν ειρήνη.

     Ο όσιος Ιλαρίων καταγόταν από την Καππαδοκία. Έζησε κατά τον 9ο αιώνα και ανατράφηκε από ευσεβείς γονείς συμφωνά με τις αρχές της Ορθοδοξίας. Έτσι, από πόλο νεαρή ηλικία, είχε εμποτιστεί με τη δύναμη της πίστης, ώστε αποφάσισε να διάγει ασκητικό και ταπεινό βίο. Στην αρχή πήγε στο Μοναστήρι του Ξηρονησίου στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Μονή Δαλμάτων, όπου και έγινε μεγαλόσχημος. Με αγάπη και ταπεινοφροσύνη αφοσιώθηκε στο έργο της μονής, γι\' αυτό και αναδείχθηκε ηγούμενος. Μάλιστα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, επέδειξε θαυμαστή αντοχή απέναντι στις πιέσεις του Λέοντος του Αρμενίου και του πατριάρχη Θεοδότου, που προσπάθησαν να κάμψουν το φρόνημα του. Τελικά άρχισε να διώκεται και επί οκτώ ολόκληρα χρόνια υπέστη φοβερές δοκιμασίες. Τον φυλάκισαν, τον βασάνισαν και τον εξόρισαν, δεν κατάφεραν όμως να τον πτοήσουν και να τον αμαυρώσουν με τις αιρετικές αντιλήψεις. Με την επικράτηση της Ορθοδοξίας ο Ιλαρίων επέστρεψε στη Μονή για να συνεχίσει τον ασκητικό και άγιο βίο του. Στη μονή παρέμεινε άλλα τρία χρόνια και παρέδωσε την ψυχή του στον Κοριό εν ειρήνη, σε ηλικία 70 χρονών.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Ιούδας ήταν γιος του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας Ιωσήφ και αδελφός του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ο Ιούδας ο Θαδδαίος ή Λεββαίος κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία. Ακολούθως, μετέβη στην \'Έδεσσα για να συνεχίσει το έργο του. Στην πόλη αυτή όμως, ενώ κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, συνελήφθη από ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Με τον τρόπο αυτό ο Ιούδας παρέδωσε το πνεύμα του στον θεό και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Η Αγία μάρτυς Ιουλιανή έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Καταγόταν από επιφανείς γονείς, οι οποίοι και τη νύμφευσαν με κάποιο συγκλητικό, που ονομαζόταν Ελεόσιος. Η Ιουλιανή, που από πολύ νέα είχε εμποτιστεί με τα ουράνια νάματα της αληθινής πίστης, προσπάθησε με κάάθε τρόπο να αποφύγει το γάμο με τον ειδωλολάτρη συγκλητικό. Μάλιστα δε δίστασε να του ομολογήσει την πίστη της και να του ανακοινώσει όπ δεν πρόκειται να συνάψει γάμο μαζί του, παρά μόνο αν ασπαζόταν και αυτός το χριστιανισμό. Εκείνος τότε εξοργισθείς έσπευσε να μεταφέρει τα λόγια της Αγίας στον πατέρα της, ο οποίος και προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. Η Ιουλιανή, παρά τις απειλές που δέχθηκε, έμεινε ακλόνητη και εξακολούθησε να ομολογεί τον Κύριο. Από κοινού τότε, ο πατέρας της και ο Ελεόσιος, ο οποίος είχε ήδη διοριστεί έπαρχος, αποφάσισαν να τη δικάσουν και να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού την έδειραν, την κατέκαυσαν με πυρακτωμένα σίδερα και την έριξαν στη φυλακή. Με θεία πρόνοια όμως η Αγία βγήκε απ\' όλη αυτή τη δοκιμασία αβλαβής. Έτσι την αποκεφάλισαν και ανήλθε στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία. Λίγο καιρό αργότερα μαρτύρησαν δια ξίφους και πεντακόσιοι άνθρωποι που πίστευσαν δια της Αγίας.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Άγιος Ιουλιανός καταγόταν από την Κιλικία. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης βουλευτής, όμως η μητέρα του είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Η ευσεβής γυναίκα φρόντισε ώστε ο Ιουλιανός να λάβει ορθόδοξη παιδεία και να εξελιχθεί σε ενάρετο και θεοσεβή χριστιανό. Όταν έφθασε σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων του ζητήθηκε από τον ηγεμόνα Μαρκιανό να απολογηθεί για την πίστη του. Ο Ιουλιανός παρουσιάσθηκε στον έπαρχο και με θάρρος ομολόγησε ότι Κοριός του ήταν ο Ιησούς Χριστός. Ο Μαρκιανός, αφού κατέβαλε μάταιες προσπάθειες να πείσει το νέο να θυσιάσει στα είδωλα, διέταξε να τον υποβάλουν σε σειρά άγριων βασανιστηρίων. Οι ειδωλολάτρες κακοποίησαν με τον πιο σκληρό τρόπο τον Ιουλιανό και κατόπιν τον έριξαν σε φρικτή φυλακή. Στη συνέχεια ο Μαρκιανός κάλεσε τη μητέρα του Αγίου να τον επισκεφθεί στη φυλακή και να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Όμως εκείνη όχι μόνο δεν προέτρεψε το γιο της να ασπασθεί τα είδωλα, αλλά του υπέδειξε να μην αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό, ακόμη και κάτω από την απειλή του θανάτου. Τότε ο έπαρχος διέταξε να κλείσουν τον Ιουλιανό σε σάκο με φίδια και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό μαρτύρησε ο Άγιος της Εκκλησίας μας.

     Η Αγία Ιουλίττα καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Η ευσέβεια και οι αρετές της κέρδισαν τα εγκώμια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος την εκτιμούσε πόλο και τη στήριξε όταν κάποιος πλεονέκτης άνθρωπος ξεκίνησε άδικο αγώνα εναντίον της. Ο άνθρωπος αυτός, αφού χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες και συκοφάντες και αφού δωροδόκησε τους δικαστές, κατάφερε να αποσπάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας που ανήκε στην Ιουλίττα. Όταν όμως άρχισε να αποκαλύπτεται η αδικία που έγινε στην Αγία, ο άθλιος αυτός άνθρωπος τη συκοφάντησε και η Ιουλίττα βρήκε θάνατο μαρτυρικό στο πυρ της καμίνου.

     Η Αγία Ιουλίττα, που καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ήταν χριστιανή και διήγε βίο ενάρετο και ταπεινό. Μάλιστα χήρεψε και από τότε αφοσιώθηκε με στοργή και αγάπη στο γιο της, τον οποίον και ανέθρεψε συμφωνάμε τις θείες εντολές. Όταν ξέσπασε ο διωγμός πήρε το γιο της Κήρυκα, που ήταν μόλις τριών ετών, και κατέφυγε στη Σελεύκεια. Και εκεί όμως είχε ξεσπάσει το μένος των ειδωλολατρών, γι\' αυτό και πήγε στην Ταρσό της Κιλικίας. Εδώ ήταν ηγεμόνας κάποιος Αλέξανδρος, ο οποίος όταν έμαθε για την πίστη της τη συνέλαβε και προσπάθησε με απειλές να τη μεταπείσει. Εκείνη όμως με πρωτοφανή γενναιότητα συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, εξοργίζοντας τον απάνθρωπο ηγεμόνα, ο οποίος με βιαιότητα άρπαξε το παιδί της και του συνέτριψε το κεφάλι. Ο μικρός Κήρυκας έλαβε πρώτος το στέφανο του μαρτυρίου και ανήλθε στον Κύριο. Η Ιουλίττα δε λύγισε ούτε μετά το θάνατο του γιου της και συνέχισε να αρνείται την υποταγή της στα είδωλα. Οδηγήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκε, για να ανέλθει στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     Οι Άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία ξεχώρισαν για τον ένθεο ζήλο τους, καθώς προσήλκυσαν χιλιάδες πιστούς στην αληθινή θεογνωσία. Με τη θαυμαστή τους άσκηση κατόρθωσαν να νεκρώσουν τα σαρκικά πάθη και ανέπτυξαν μια αγνή φιλία, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν πράγματα ακατόρθωτα για όσους διαθέτουν την δύναμη της πίστης. Η επικοινωνία των δυο αυτών ψυχών, που βασιζόταν στο χριστιανικό φρόνημα, ήταν η βάση του λαμπρού έργου τους. Οι Άγιοι Απόστολοι αγωνίσθηκαν με επιτυχία ενάντια στην πλάνη των ειδώλων. Κατέστρεψαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους έχτισαν εκκλησίες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της αλήθειας για τους συνανθρώπους τους. Προικισμένοι με το χάρισμα της θαυματουργίας, θεράπευσαν ανίατους και έδωσαν κουράγιο και δύναμη σε όσους είχαν ανάγκη. Συνεργάσθηκαν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος τους μνημονεύει και στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Χαιρετήστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τους συμπατριώτες μου και συντρόφους μου στη φυλακή, οι οποίοι είναι διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων και προσήλθαν στον Χριστό πρωτύτερα από μένα». Ο Ανδρόνικος και η Ιουνία, αφού ολοκλήρωσαν το χριστιανικό τους έργο, παρέδωσαν το πνεύμα τους εν ειρήνη στον Κύριο.

     Ο Άγης Ιουστίνος γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης στις αρχές του 2ου αιώνα μΧ. Οι ειδωλολάτρες γονείς του φρόνησαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική μόρφωση, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για να απαντήσει στα ερωτήματα που έθετε το οξύ και ανήσυχο πνεύμα του. Κάποια μέρα, ενώ περπατούσε σε παραλία της Εφέσου και συλλογιζόταν τα φιλοσοφικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, συνάντησε ένα γέροντα, ο οποίος και δίδαξε στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία, δίνοντας έτσι διέξοδο στις πνευματικές ανησυχίες του. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Αντωνίνος Πίος ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του χριστιανισμού και απεδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή και από τη λογική. Η θεάρεστη δράση του Ιουστίνου, που δεν έπαυε να κηρύττει το λόγο του θεού και να συγγράφει έργα χριστιανικού περιεχομένου, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει την οργή των ειδωλολατρών. Έτσι, ο βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας και ευσεβής χριστιανός συνελήφθη και, αφού υπέστη πολλά βασανιστήρια, αποκεφαλίσθη το 765 μ Χ.

     Ο Άγιος Ιούστος καταγόταν από τη Ρώμη. Ήταν στρατιώτης και είχε καταταγεί στην επίλεκτη στρατιωτική μονάδα των Νουμερίων. Μέσα στο στράτευμα ξεχώρισε για την ψυχική του γενναιότητα και τη σπάνια ανδρεία του, στοιχεία που τον βοηθούσαν να θριαμβεύει στις μάχες και να τιμάται με πολλαπλά αξιώματα. Σε μια εκστρατεία το στράτευμα του κατά τη διάρκεια της μάχης βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο και σώθηκε λόγω της αυτοθυσίας των χριστιανών στρατιωτών. Ο Ιούστος τότε θαύμασε τη γενναιότητα τους και θέλησε να γνωρίσει και ο ίδιος το Χριστιανισμό. Από τη πρώτη στιγμή που άκουσε το θείο λόγο ρίζωσε μέσα του η αλήθεια και βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από τα δίχτυα της ειδωλολατρίας. Λέγεται μάλιστα ότι κάποια νύχτα είδε θείο σημάδι στον ουρανό, ένα φωτεινό σταυρό, γύρω από τον οποίο έλαμπε η λέξη «ακολουθεί». Τότε αποφάσισε να βαπτισθεί, γεγονός που εξόργισε τον ηγεμόνα Μαγνέντιο, ο οποίος και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον έδειραν βάναυσα, τον έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, για να τιμηθεί με το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. \'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     Ο όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Ανατολή, αλλά έδρασε στο Βυζάντιο την εποχή του Ουάλεντος, που ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν οι Οστρογότθοι απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο Ουάλης αναγκάσθηκε να κινήσει πόλεμο εναντίον τους. Τότε ο Ισαάκιος, που διετέλει ηγούμενος, συνάντησε τον άρχοντα και τον συμβούλευσε με τα εξής λόγια: «Δώσε στα ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Ούτε συ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα». Ο άρχοντας όχι μόνο δεν πείσθηκε, αλλά διέταξε να οδηγηθεί ο Άγιος σε βασανιστήρια, από τα οποία με τη βοήθεια του θεού βγήκε χωρίς την παραμικρή βλάβη. Πράγματι, ο Ουάλης νικήθηκε στη μάχη που έδωσε κοντά στην Ανδριανούπολη και μάλιστα, μετά την αιχμαλωσία του από τους Γότθους, κάηκε ζωντανός. Ο όσιος Ισαάκιος, λόγω αυτής της πρόρρησής του, έλαμψε ανάμεσα στο πλήθος των χριστιανών και συνέχισε ήρεμος το έργο του στην Κωνσταντινούποολη. Εξεδήμησε εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης - Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 360 μ. Χ. και απεβίωσε το440 μ.Χ. Προερχόταν από ευσεβή και ενάρετο οικογένεια. Υπηρέτησε την εκκλησία μας ως κατηχητής και δάσκαλος Αλεξανδρείας. Εγκατέλειψε την περιουσία του και αποσύρθηκε σε μοναστήρι στο Πηλιούσιον Όρος. Ερμήνευσε και έγραψε πλήθος επιστολών -σώζονται 2.012- με τις οποίες νουθετούσε, έδινε παραινέσεις και συμβουλές και εξηγούσε θρησκευτικά θέματα.

     Ο Άγιος Ισίδωρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου επί αυτοκρατορίας Δεκίου. Κατήγγειλαν στο Ναύαρχο ότι ο Ισίδωρος ήταν χριστιανός, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε και ο ίδιος και φυλακίσθηκε. Σε παροτρύνσεις του πατέρα του να αλλαξοπιστήσει αρνήθηκε και ο πατέρας του ζήτησε την θανατική του καταδίκη. Ύστερα από βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε και έλαβε από τον Κύριο το στέφανο του μαρτυρίου.

     Το ευσεβές και ενάρετο ζεύγος Ιωακείμ και Άννα, η οποία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να τεκνοποιήσει. Καθημερινά ο Ιωακείμ και η Άννα προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια για να τους χαρίσει ο θεός ένα παιδί. Κι ο θεός όχι μόνο πραγματοποίησε το αίτημα τους, αλλά τους αξίωσε να φέρουν στον κόσμο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έμελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου.

     Η Εκκλησία μας τιμά και τους όσιους ερημίτες Ιωάννη, Ηρακλαίμονα, Ανδρέα και Θεόφιλο. Οι τέσσερις αυτοί πατέρες μας κατάγονταν από ευσεβείς οικογένειες, γι\' αυτό και από πολύ νωρίς γνώρισαν τη χριστιανική αλήθεια και επέλεξαν να αφιερωθούν στον ασκητικό βίο. Αποσύρθηκαν έτσι όλοι μαζί στην έρημο. Εκεί προσεύχονταν ξεχωριστά σε όρη και σπήλαια, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές μεταλάμβαναν τα άχραντα μυστήρια όλοι μαζί.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης έζησαν και μαρτύρησαν τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο σκληρός διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Η καταγωγή του Κόρου ήταν από την Αλεξάνδρεια και του Ιωάννη από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Ήταν και οι δύο\" άριστοι γνώστες της ιατρικής επιστήμης. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε όποιον τους είχε ανάγκη χωρίς να αμείβονται. Πέρα όμως από το γεγονός ότι δε ζητούσαν χρήματα, μοίραζαν την περιουσία τους στους απόρους, με αποτέλεσμα να μείνουν και οι δυο φτωχοί. Όμως η προσφορά τους προς τους συνανθρώπους τους δεν περιορίστηκε στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Οι Άγιοι Ανάργυροι δίδασκαν με κάθε ευκαιρία το λόγο του Ευαγγελίου, καταδεικνύοντας σε πολλούς ανθρώπους το δρόμο της σωτηρίας, αλλά και εμψυχώνοντας τους χριστιανούς που διώκονταν και μαρτυρούσαν για την αγάπη του Χριστού. Η δράση τους αυτή έγινε γνωστή στον ειδωλολάτρη άρχοντα του τόπου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Τα άγια λείψανα του Κόρου και του Ιωάννη ενταφιάσθηκαν κρυφά από τους χριστιανούς. Όταν ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Αρκάδιος και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος βρέθηκαν τα λείψανα των Αγίων. Η ανακομιδή τους έγινε με τρόπο πανηγυρικό.

     Ο όσιος Ιωάννης καταγόταν από την Κριμαία και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις θείες βουλές. Από μικρός ήθελε να αφοσιωθεί στον εκκλησιαστικό βίο, γι\' αυτό και φρόντιζε για την πνευματική και ψυχική του ανάταση. Πράγματι, χειροτονήθηκε επίσκοπος Γοτθίας και από τη θέση αυτή καθοδηγούσε και δίδασκε το ποίμνιο του. Όταν ξέσπασαν ταραχές, ο Ιωάννης, μαζί με πολλούς χριστιανούς, κατέφυγε στον Εύξεινο Πόντο, όπου και άφησε, μετά από τις μεγάλες του ταλαιπωρίες, την τελευταία του πνοή.

     Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος και ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης. Ο Ιωάννης ήταν, όπως και ο αδελφός του Ιάκωβος, ψαράς. Στο κάλεσμα του Κυρίου ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος εγκατέλειψαν την αλιεία και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Ο Ιωάννης ήταν πιστός και αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, κοντά στον οποίο έμεινε μέχρι τη σταύρωση Του. Την ώρα εκείνη μάλιστα ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη μητέρα Του σε αυτόν. Δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο στη Μικρά Ασία, επιτελώντας πλήθος θαυμάτων και βαπτίζοντας χριστιανούς πολλούς ειδωλολάτρες. Σε βαθιά γεράματα παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, ενώ βρισκόταν στην πόλη της Εφέσου. Οι μαθητές του ενταφίασαν το λείψανο του έξω από την πόλη, θρηνώντας για τον αγαπημένο τους δάσκαλο. Όταν οι μαθητές του Αγίου ανακοίνωσαν στους χριστιανούς της Εφέσου ότι ο Ιωάννης είχε εκδημήσει προς Κύριον πλήθος κόσμου έτρεξε στον τάφο του για να προσκυνήσει. Όταν όμως τον άνοιξαν, το λείψανο του ένδοξου Αποστόλου δεν ήταν μέσα, γιατί είχε γίνει η μετάσταση του.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, και μάλιστα ο πιο αγαπημένος Του. Πατέρας του ήταν ο Ζεβεδαίος και μητέρα του η Σαλώμη, κόρη του Ιωσήφ, του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας. Ο Ιωάννης όχι μόνο ήταν παρών στη σταύρωση του Κυρίου, αλλά ήταν ο μόνος από τους μαθητές Του που δε φοβήθηκε και έμεινε μέχρι τέλους κοντά στον αγαπημένο δάσκαλο του. Μάλιστα ο Ιησούς Χριστός από το σταυρό του μαρτυρίου είπε στο μαθητή Του αναφερόμενος στη Θεοτόκο: «Ιδού η μητέρα σου». Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αυτός και ο Πέτρος κήρυτταν παντού το λόγο του Κυρίου. Όταν η Παρθένος Μαρία κοιμήθηκε ο Άγιος πήγε στην Έφεσο της Μικρός Ασίας, όπου με την προσευχή του κατέστρεψε το ναό της Αρτέμιδος και οδήγησε στο δρόμο του θεού τετρακόσιες χιλιάδες ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Ιωάννης συνέγραψε το τέταρτο κατά σειρά Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης. Έργο του είναι και η Αποκάλυψη, την οποία έγραψε στην Πάτμο, όπου εξορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, διώκτη των χριστιανών. Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος έζησε περίπου εκατό χρόνια.

     Ιωάννης ο Καλυβίτης Όσιος - Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του 5ου αιώνα από τον Ευτρόπιο και την Θεοδώρα. Μικρός ακόμα όταν ήταν κρυφά από τούς γονείς του πήγε στην Μονή των Ακοιμήτων όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια. Αργότερα του δημιουργήθηκε η επιθυμία να γυρίσει στους γονείς του, ειδικά όταν έμαθε ότι ο πατέρας του διήγε κοσμική ζωή. Παίρνοντας την συγκατάθεση του ηγουμένου, πήγε και παρουσιάστηκε σαν απλός μοναχός στους γονείς του, οι οποίοι δεν τον αναγνώρισαν, αλλά εντυπωσιάστηκαν από την φυσιογνωμία του και την ευσέβεια των λόγων του και τον παρακάλεσαν να τους επισκέπτεται καθημερινά. Ο \'Όσιος δέχτηκε με την προϋπόθεση να μένει σε ένα καλύβι στην αυλή του σπιτιού. Με την βοήθεια του Θεού κατάφερε σε λίγα χρόνια να επαναφέρει τους γονείς του στον σωστό δρόμο. \'Όταν αποκάλυψε στην μητέρα του ποιος ήταν, ο Κύριος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να τον πάρει κοντά του.

     Ο όσιος Ιωάννης ο ομολογητής γεννήθηκε στην Ειιρηνούπολη της Δεκάπολης Συρίας από ευσεβείς γονείς. Όταν ο δάσκαλος του έγινε ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων, ο όσιος διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Καθαρών, για δέκα έτη (804-813). Ήταν πολέμιος των εικονομάχων γι\' αυτό εξορίσθηκε και φυλακίσθηκε. Πέθανε στην εξορία στην Αφουσία.

     Ο όσιος Ιωάννης καταγόταν από τη Ρωσία. Το 1730 αιχμαλωτίσθηκε από τους Τατάρους και πουλήθηκε δούλος σε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπάθησε με όλα τα μέσα να παρασύρει τον όσιο να αρνηθεί την πίστη του. Εκείνος όμως ακλόνητος συνέχισε να διακηρύσσει τη μόνη αλήθεια και γι\' αυτό υπέστη βαριές θλίψεις και δοκιμασίες. Στο τέλος κατάφερε να απελευθερωθεί και να αποσυρθεί στα όρη για να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Αφού έζησε με αυστηρή άάσκηση, απεβίωσε ειρηνικά συνεχίζοντας να θαυματουργεί δια του σεπτού λειψάνου του, το οποίο βρίσκεται στο Νέο Προκόπι Ευβοίας.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος γεννήθηκε από τον ιερέα Ζαχαρία και την Ελισάβετ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην έρημο, όπου ασκήτευε και προετοίμαζε τους ανθρώπους για τον ερχομό του Κυρίου. Αξιώθηκε μάλιστα να βαπτίσει τον Χριστό, τον Υιό του θεού. Κατά την \'εποχή που μεγαλούργησε ο Πρόδρομος, τετράρχης στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης Αντύπας, ο οποίος είχε συνάψει ανόσιο δεσμό με τη γυναίκα του αδελφού του, Φιλίππου, την Ηρωδιάδα. Ο Ιωάννης έλεγχε δριμύτατα τον άρχοντα για την παράνομη σχέση του και για το λόγο αυτό ο Ηρώδης, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Σε κάποια γιορτή για τα γενέθλια του τυράννου ο Ηρώδης μεθυσμένος ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδος τη Σαλώμη, να χορέψει και της υποσχέθηκε ότι θα της προσέφερε ότι αυτή του ζητούσε. Τότε η μητέρα της την παρακίνησε να ζητήσει ως αντάλλαγμα για το χορό της το κεφάλι του Ιωάννη. Ο Ηρώδης δέχθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της Σαλώμης και διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Το άγιο σώμα του οποίου ενταφιάσθηκε με εξαιρετικές τιμές από τους μαθητές του.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 μ.Χ. στην Αντιόχεια από ευσεβείς χριστιανούς, τον Σεκούνδο και την Ανθούσα. Ευφυής καθώς ήταν διακρίθηκε στις επιστήμες και στα γράμματα. Ιδιαίτερα δε εντρύφησε στη μελέτη των ιερών γραφών, αποκτώντας βαθιά θεολογική κατάρτιση. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του αποφάσισε να αφοσιωθεί στο μοναστικό βίο. Ο ένθεος ζήλος του τον οδήγησε στην έρημο, όπου επιδόθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. Όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Μελέτιο. Έπειτα από έξι χρόνια προεχειρίσθη σε πρεσβύτερο από τον πατριάρχη Φλαβιανό Α\'. Το 397 μ.Χ. με βούληση του βασιλιά και του κλήρου έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιωάννης υπήρξε έξοχος ποιμένας, αλλά και ερμηνευτής των ιερών γραφών. Μάλιστα άφησε ανεκτίμητο συγγραφικό έργο. Όμως η σύγκρουση του με την ασεβή αυτοκράτειρα Ευδοξία τον οδήγησε στην εξορία, και συγκεκριμένα στον Κουκουσό της Αρμενίας. Μεταφερόμενος από τόπο σε τόπο ο Άγιος Ιωάννης εξεδήμησε προς Κύριον, καθώς δεν άντεξε τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες τις οποίες υπέστη.

     Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Εξορίστηκε από την Βασίλισσα Ευδοξία τρεις φορές, λόγω του ηθικού και άμεμπτου βίου του. Πέθανε κατά την διάρκεια της τρίτης εξορίας του, από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου το 407. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στα Κόμανα του Πόντου και έμεινε εκεί για 30 χρόνια. Το 434 έγινε πατριάρχης ένας μαθητής του, ο Πρόκλος, ο οποίος μετά από 4 χρόνια παρακάλεσε τον βασιλιά Θεοδόσιο να μεταφέρει το λείψανο του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι η λάρνακα του Αγίου με τιμές μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία και τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μέσα στο \'Άγιο Βήμα και κάτω από την Αγία Τράπεζα.

     Ο όσιος Ιωάννης είχε  τιμηθεί από τον θεό με πνευματική  διαύγεια και δυνατό φρόνημα, στοιχεία που τα «επιστράτευσε» στον αγώνα για τη διάδοση της αλήθειας. Συνέγραψε το γνωστό βιβλίο «Κλίμαξ», το οποίο αποτέλεσε οδηγό για το λαό του θεού και στο οποίο περιγράφεται όλη η διαδικασία της πνευματικής ανάβασης των πιστών. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποσύρθηκε στο όρος Σινά, όπου και έγινε μοναχός, προσφέροντας ολόψυχα τον εαυτό του στην υπηρεσία του Κυρίου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε μια ερημική περιοχή που ονομαζόταν Θωλάς προκειμένου να ασκητεύσει. Εκεί έμεινε σαράντα ολόκληρα χρόνια κάνοντας σκληρή νηστεία και αγρυπνίες. Όλη τη δύναμη του την αντλούσε από την προσευχή, γι αυτό και έφτασε σε σημείο ηθικής τελειότητας τέτοιο, ώστε να μπορεί να επιτελεί θαύματα.

     Οι όσιοι πατέρες Συμεών και Ιωάννης κατάγονταν από την Έδεσσα της Συρίας και έδρασαν την εποχή του βασιλιά Ιουστίνου Α\' (518-527 μ.Χ.). Τους έδενε βαθιά φιλία και ταύτιση τόση, που αποφάσισαν να πάνε μαζί στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Όταν αντίκρισαν το Τίμιο Ξύλο ένιωσαν τη φλόγα της πίστης να φουντώνει στα στήθη τους και έτσι αποφάσισαν να αφοσιωθούν στον ασκητικό βίο. Αφού αποσύρθηκαν στη Μονή του Αγίου Γερασίμου, έλαβαν το άγιο σχήμα από τον όσιο Νίκωνα. Δεν συμπλήρωσαν όμως εφτά ημέρες στο μοναστήρι και έφυγαν για την έρημο. Εκεί έμειναν σαράντα ολόκληρα χρόνια υπομένοντας τη σκληρή αυτή ζωή με μόνη δύναμη την προσευχή τους. Κατόπιν ο Συμεών επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ενώ ο πνευματικός αδελφός του Ιωάννης έμεινε πίσω στην έρημο. Ο Συμεών μάλιστα κατά την επιστροφή του παρακάλεσε τον Κοριό να του δώσει δύναμη για να βοηθήσει τους πάσχοντες και να επιδοθεί σε αγαθοεργίες. Επίσης του ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, γιατί δεν ήθελε να δοξαστεί και να τιμηθεί επίγεια. Και έτσι έγινε: Ο Συμεών θεράπευσε ασθενείς και φώτισε πολλούς ανθρώπους χωρίς ποτέ να αποκαλύψει το όνομα και την ιδιότητα του. Τελικά πέθανε φτωχός και ταλαιπωρημένος, κερδίζοντας όμως την αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     Ο Άγιος Ιωάννης έζησε τους χρόνους του βασιλιά Ηρακλείου. Γεννήθηκε στην Κόπρο από τον Επιφάνια και την Κοσμία, ανθρώπους διακρινόμενους για την ευσέβεια τους. Οι θεοσεβείς γονείς μεγάλωσαν τον Ιωάννη δίνοντας του χριστιανική ανατροφή. Όταν μεγάλωσε και υστέρα από βούληση του πατέρα του, ο Ιωάννης νυμφεύθηκε κάποια ενάρετη κόρη, και έφτιαξε μια χριστιανική οικογένεια. Όμως τα παιδιά και η σύζυγος του απεβίωσαν κι έκτοτε ο Ιωάννης αφοσιώθηκε στη μελέτη των γραφών και στην καλλιέργεια των αρετών. Τη μεγάλη περιουσία του την μοίραζε στους φτωχούς, θεωρώντας χριστιανικό καθήκον του την προσφορά προς τον πλησίον. Για τη δράση του αυτή ο Αγιος Ιωάννης ονομάσθηκε Ελεήμων. Μάλιστα, για την ευσέβεια και τη φιλευσπλαχνία του τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Οι αρετές του Ιωάννη ήταν γνωστές σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Έτσι, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος απεβίωσε, κλήθηκε ο Ιωάννης για να αναλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Από τη νέα του θέση ο Αγιος συνέχισε να ελεεί τους απόρους και να θαυματουργεί. Αφού ποίμανε θεοσεβώς τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε το 741 μΧ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Λέων Γ ο Ίσαυρος. Ευτύχησε να ανατραφεί από γονείς ευσεβείς και θεοφιλείς, τον Μυριτρίκη και την Αναστασώ, οι οποίοι φρόνησαν να μεγαλώσουν το τέκνο τους σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος διήγε την ηλικία των σαράντα ετών κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Στ\' να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του κατά των Βουλγάρων. Ο Ιωαννίκιος, γενναίος καθώς ήταν, διακρίθηκε στο πεδίο των μαχών. Ο Κωνσταντίνος για να τον ευχαριστήσει, του προσέφερε μεγάλα αξιώματα και τιμές, τις οποίες ο Αγιος όμως αρνήθηκε, αφού οι κοσμικές τιμές δε σήμαιναν τίποτα γι΄ αυτόν. Αντιθέτως, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή και πήγε στη Μονή των Αυγάρων. Ακολούθως, επισκέφθηκε πολλούς τόπους, επιτελώντας θαύματα και προλέγοντας τα μέλλοντα. Κάποια στιγμή εισήλθε στη Μονή Αντιδίου, όπου έχτισε ένα κελί, μέσα στο οποίο ησύχαζε. Στον τόπο αυτό και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων χρόνων παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο προφήτης Ιώβ καταγόταν από την Αυσίτιδα, η οποία βρισκόταν στα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Ήταν απόγονος των υιών του Ησαύ και άρα πέμπτος απόγονος του Αβραάμ. Έζησε χίλια εννιακόσια περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού. Υπήρξε πρότυπο γενναιότητας και υπομονής. Αξιώθηκε να δημιουργήσει μια πολυμελή οικογένεια και να αποκτήσει μεγάλο πλούτο. Δίκαιος λοιπόν και ευσεβής καθώς ήταν, φθονήθηκε από τον Σατανά και πέρασε φοβερές δοκιμασίες. Έχασε τα δέκα παιδιά του και ολόκληρη την περιουσία του και προσβλήθηκε από λέπρα όμως συνέχισε να δοξάζει τον θεό. Ο θεός έτσι σταμάτησε τις δοκιμασίες του, αναγνώρισε τους άθλους του και του χάρρισε πολύ περισσότερα αγαθά από πρώτα.

     Ο προφήτης Ιωνάς έζησε επί βασιλείας Αμασίου και Ιεροβοάμ. Κάποτε ο θεός του έδωσε εντολή να πάει στη Νινευή, οι κάτοικοι της οποίας ζούσαν αμαρτωλά, για να προφητεύσει την καταστροφή της. Όμως αυτός ξεκίνησε για την πόλη Θαρσίς. Ενώ βρισκόταν στο πλοίο έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή και οι επιβάτες αποφάσισαν να τραβήξουν κλήρο για να δουν ποιος ήταν ο υπαίτιος. Ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, τον οποίο και έριξαν στη θάλασσα. Τότε ένα κήτος κατάπιε τον προφήτη, ο οποίος έμεινε στην κοιλιά του για τρεις ημέρες χωρίς να πάθει τίποτα. Όταν ο Ιωνάς βγήκε σώος στην ξηρά, πήγε στη Νινευή και με τις προφητείες του έσωσε την πόλη από την καταστροφή. Απεβίωσε στη Σαραάρ.

     Οι Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαπώρ ο Β\' (325-379 μΧ.). Οι τρεις άνδρες ήταν γνωστοί για τη χριστιανική δράση τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν από τον αρχιμάγο Αδραχοσχάρ. Όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον Πέρση μάγο αυτός τους ρώτησε αν πιστεύουν στον Χριστό. Τότε οι τρεις Άγιοι δε δίστασαν να ομολογήσουν την πίστη τους και να δηλώσουν ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή. Η ομολογία τους εξόργισε τον Αδραχοσχάρ, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν τους τρεις άνδρες. Συγκεκριμένα, οι ειδωλολάτρες χτύπησαν ανελέητα με αγκαθωτά ραβδιά τον Ακεψιμά. Το σώμα του Αγίου δεν άντεξε τα χτυπήματα και ο Ακεψιμάς παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Τον δε Ιωσήφ οι δήμιοι, αφού πρώτα τον μαστίγωσαν και τον κρέμασαν, τελικά τον θανάτωσαν δια λιθοβολισμού. Τον ίδιο θάνατο βρήκε και ο Αειθαλάς. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι τρεις Άγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Ο όσιος Ιωσήφ καταγόταν από τη Σικελία. Ο Ιωσήφ ευτύχησε να έχει γονείς ευσεβείς και θεοφιλείς, τον Πλωτίνο και την Αγαθή. Από μικρή ηλικία μελετούσε τις θείες γραφές και διακρινόταν για την αρετή του. Όταν κυριεύθηκε η πατρίδα του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε μοναχός. Από εκεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη, μμε τον οποίο κλείσθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντίπα. Επειδή υπήρξε πολέμιος των εικονομάχων, εκδιώχθηκε στη Ρώμη. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε το 842 μ.Χ.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

\'Αγιοι από K

Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά της ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Ο Άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία της Μικρός Ασίας. Με ζήλο κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου και οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν για την ευαγγελική δράση του και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα Σακερδώνα. Ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας προσπάθησε με κάθε τρόπο να κάμψει το χριστιανικό φρόνημα του Αγίου και να τον πείσει να ασπασθεί τα είδωλα. Όμως ο Καλλίνικος έμενε σταθερός στην πίστη του, παρά τις απειλές του Σακερδώνα, ο οποίος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέβαλαν σε κάθε είδους βασανιστήρια τον Καλλίνικο, στο τέλος τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το οποίο τον έσυρε διανύοντας απόσταση έντεκα περίπου χιλιομέτρων. Όταν μάλιστα οι στρατιώτες που συνόδευαν τον Άγιο δίψασαν, ο Καλλίνικος με τη δύναμη της προσευχής του επιτέλεσε το εξής θαύμα: Από μια σκληρή πέτρα με τις προσευχές του Αγίου άρχισε να αναβλύζει νερό, το οποίο ξεδίψασε τους στρατιώτες. Η οργή του Σακερδώνα ήταν τόση που διέταξε να ρίξουν τον Καλλίνικο στη φωτιά. Στην πυρακτωμένη κάμινο ο Άγιος Καλλίνικος παρέδωσε το πνεύμα του.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν τον 3ο αιώνα μΧ Κατάγονταν όλοι από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισαρεία. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή και ταπεινό βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χωρίς να φοβηθεί τις απειλές των ειδωλολατρών ο Λεύκιος παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον έπαρχο Κουμβρίκιο, στον οποίο και ομολόγησε την πίστη του. Δε δίστασε δε να ελέγξει τον έπαρχο που προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού. Εξοργισθείς ο Κουμβρίκιος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ο Λεύκιος ετελειώθη δι\" αποκεφαλισμού. Η γενναία στάση του Αγίου, οδήγησε μπροστά στον ηγεμόνα και τον Θύρσο, ο οποίος ομολόγησε με θάρρος ότι Κύριος και θεός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την ομολογία του αυτή υπέστη φοβερά βασανιστήρια, από τα οποία όμως, με τη βοήθεια του θεού, βγήκε αλώβητος, γεγονός που οδήγησε στη χριστιανική πίστη τον ειδωλολάτρη ιερέα Καλλίνικο. Οι δυο άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Καλλίνικος αποκεφαλίσθηκε, ενώ ο Θύρσος θανατώθηκε με πριόνια από τους δήμιους.

     Η Αγία Καλλιόπη έζησε τον 3ο μΧ αιώνα επί αυτοκρατορίας Δεκίου. Πανέμορφη κόρη διακρινόταν για την ομορφιά της και ήταν αφοσιωμένη στο Χριστό. Συνελήφθη στον διωγμό όπου θαμπωμένοι οι κριτές της προσπάθησαν να την σύρουν στη ζωή των ηδονών. Αμετακίνητη καθώς ήταν στην πίστη της βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε και έτσι κατατάχθηκε σ\' αυτούς που περιφρόνησαν την ζωή τους για τον Χριστό.

     Ο Άγιος Καλλιόπιος καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας, περιοχή που βρίσκεται στη Μικρά Ασία, και έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Μαξιμιανού. Όταν ο Καλλιόπιος ομολόγησε την πίστη του, εξοργισμένος ο ηγεμόνας της Πομπηιούπολης, διέταξε να βασανισθεί. Πράγματι οι δήμιοι του Μαξίμου έδεσαν τον Καλλιόπιο σε τροχό, κάτω από τον οποίο έκαιγε φωτιά. Όμως ο τροχός σταμάτησε και η φωτιά έσβησε όταν εμφανίσθηκε ξαφνικά άγγελος Κυρίου. Κατόπιν οι ειδωλολάτρες τον έκλεισαν στη φυλακή. Στη συνέχεια ζητήθηκε εκ νέου από τον Καλλιόπιο να αλλαξοπιστήσει, όμως ο Άγιος αρνήθηκε. Τότε καταδικάσθηκε σε σταυρικό θάνατο. Εκτελέσθηκε ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή.

     Ο Άγιος Καλλίστρατος καταγόταν από την Καρχηδόνα. Διδάχθηκε την πίστη στον Χριστό από τους γονείς του, οι οποίοι ήταν άνθρωποι χριστιανοί και ευσεβείς. Ο Καλλίστρατος υπηρετούσε στο στρατό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ως απλός στρατιώτης. Καθώς δεν κρατούσε κρυφή την πίστη του, γρήγορα συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο. Ο Καλλίστρατος φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε ανελέητα, αλλά ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του η σκέψη να αρνηθεί τον Χριστό. Βλέποντας ο Περσεντίνος ότι το ήθος του Αγίου δεν μπορούσε να καμφθεί με βασανιστήρια, διέταξε να τον κλείσουν σε ένα σάκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Όμως με θεία παρέμβαση ο σάκος σχίσθηκε και ο Καλλίστρατος μεταφέρθηκε από δυο δελφίνια στην ξηρά σώος και αβλαβής. Το θαύμα αυτό είδαν σαράντα εννέα στρατιώτες, οι οποίοι τότε πίστεψαν στον θεό του Καλλιστράτου. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό ο Περσεντίνος διέταξε να φυλακισθούν ο Άγιος και οι σαράντα εννέα στρατιώτες. Στη φυλακή ο Καλλίστρατος δίδαξε στους στρατιώτες τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης. Τελικά ο Περσεντίνος διέταξε να αποκεφαλισθούν ο Καλλίστρατος και οι σαράντα εννέα μάρτυρες.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο Απόστολος Καρπός έζησε στα χρόνια του βασιλιά Νέρωνα και συναριθμήθηκε με τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου. Αρχικά αγωνίσθηκε στην Τρωάδα και στη συνέχεια τιμήθηκε με το αξίωμα του επισκόπου Θράκης. Από τη θέση αυτή φώτισε με τη διδασκαλία του ολόκληρη την οικουμένη και υπήρξε θαυμαστός οδηγός για το ποίμνιο του. Επιτέλεσε μέγιστα θαύματα, θεράπευσε και βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους και αγωνίσθηκε δυναμικά ενάντια στους αιρετικούς. Προσήλκυσε ολόκληρες πόλεις και λαούς στην πίστη του Χριστού και μάλιστα μέσω του αγίου βαπτίσματος ξεχώριζε τους πιστούς από τους απίστους. \'Έτσι εξόργισε τους ειδωλολάτρες άρχοντες, οι οποίοι άρχισαν να τον πολεμούν με μένος. Εκείνος όμως ακλόνητος δε δείλιασε στιγμή από την οργή τους και συνέχισε να κηρύττει με θέρμη τη χριστιανική αλήθεια. Η υπομονή και η ευλάβεια του ήταν τόση που συνήθιζε να λέει: «Εφόσον είστε μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη». Ο Άγιος Καρπός γνώριζε και διακήρυττε ότι ο δρόμος για την ένωση με τον θεό δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αντίθετα χρειάζονται δοκιμασίες και αγώνας. Πέθανε ειρηνικά και θαυματουργεί καθημερινά δια του αγίου λειψάνου του.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Καρπός, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη κατάγονταν από την Πέργαμο. Έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο διώκτης των χριστιανών Δέκιος. Ο Καρπός, ο οποίος είχε σπουδάσει, όπως και ο συνεργάτης του Πάπυλος, την ιατρική επιστήμη, ήταν επίσκοπος Θυατείρων. Στην επισκοπή του υπηρετούσε κι ένας ευσεβής χριστιανός, ο Αγαθόδωρος. Για τη χριστιανική τους δράση οι τρεις άνδρες συνελήφθησαν από τον ανθύπατο της Μικρός Ασίας Βαλέριο. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα, αυτός τους ζήτησε να θυσιάσουν στους θεούς των ειδωλολατρών. Όμως οι Καρπός, Πάπυλος και Αγαθόδωρος αρνήθηκαν και ομολόγησαν, χωρίς να φοβηθούν, την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από την ομολογία τους οι τρεις άνδρες βασανίσθηκαν σκληρά. Μάλιστα, ο Βαλέριος έδωσε εντολή στους δήμιους του να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Αγίους μαζί με την αδελφή του Παπύλου, Αγαθονίκη. Όμως μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά και οι τέσσερις Άγιοι σώθηκαν. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να αποκεφαλίσουν τους τρεις άνδρες και την Αγαθονίκη. Οι Άγιοι με το θάνατο τους κέρδισαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Κελεστίνος βάδισε με εκπληκτική καρτερία το δρόμο του μαρτυρίου. Ο διακαής πόθος του να επικρατήσει η αληθινή θρησκεία τον ώθησε να κηρύττει με παρρησία το Ευαγγέλιο και να σώζει τις πλανεμένες ψυχές. Οι διαρκείς αγώνες που έδινε ενάντια στο ψεύδος και στις αιρέσεις εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον κατήγγειλαν στις τοπικές αρχές που τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Καθώς δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν από μέσα του τον Χριστό, τον εθανάτωσαν με πυρακτωμένο σίδερο.

     Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβοότιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκληπανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν πς ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβασπανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μόΛιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβασπανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Τρεις μεγάλες ηρωικές και μαρτυρικές μορφές τιμά η Εκκλησία μας, τον δια τους τίμιους τρόπους του αποκαλούμενο Ευτρόπιο, τον Κλεόνικο και τον Βασιλίσκο. Και οι τρεις έζησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και κατάγονταν από την Καππαδοκία του Πόντου. Ήταν επίσης συγγενείς και συστρατιώτες του Αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Για την πίστη τους στο Χριστό οδηγήθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα Ασκληπιοδότου και μαστιγώθηκαν ανηλεώς. Αξιώθηκαν όμως να δεχθούν το θαύμα της ιάσεώς τους με την εμφάνιση του Κυρίου και του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου. Τελικά ο Κλεόνικος και ο Ευτρότπος κοσμήθηκαν με τους στεφάνους της αγιοσύνης δια σταυρικού θανάτου, ο δε Βασίλειος ετελειώθη στη φυλακή.

     Κλήμης Ιερομάρτυρας - Μεγαλούργησε και μαρτύρησε την εποχή του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την \'Αγκυρα της Γαλατίας.\' Έζησε βίο μοναχικό και αργότερα διετέλεσε αρχιερέας και επίσκοπος Αγκύρας. Υπέστη φρικτά βασανηστήρια και στο τέλος αποκεφαλίστηκε.

     Ο Άγιος Κλήμης καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρών ευγενών. Οι γονείς του Φαύστος και Ματθιδία διακρίνοντας τη φιλομάθεια του γιου τους του προσέφεραν τις καλύτερες σπουδές που θα μπορούσε να λάβει ένας νέος της εποχής του. Ο ευφυής Κλήμης αναγνώρισε την αλήθεια των λόγων του Αποστόλου Πέτρου, όταν τον άκουσε κάποτε να κηρύττει, και έκτοτε αφιερώθηκε στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη διάδοση του χριστιανισμού. Άνθρωπος ενάρετος και δεινός ερμηνευτής των αγίων γραφών καθώς ήταν, ο Κλήμης αναδείχθηκε το 88 μΧ. περίπου επίσκοπος Ρώμης, διαδεχθείς τον Κλήτο. Υπήρξε άριστος ποιμένας, στηρίζοντας με τους λόγους και τη δράση του τους χριστιανούς που διώκονταν. Συνελήφθη από τον Δομιτιανό, ο οποίος τον εξόρισε σε μια πόλη κοντά στη Χερσώνα. Οι εκεί ειδωλολάτρες θανάτωσαν τον Άγιο δένοντας του μια άγκυρα στο λαιμό και ρίχνοντας τον στη θάλασσα. Όταν ο Άγιος Κλήμης απεβίωσε, τα νερά της θάλασσας υποχώρησαν τρία μίλλια. Κάποιοι χριστιανοί προχώρησαν μέχρι το σημείο όπου είχε υποχωρήσει η θάλασσα και βρήκαν μια λίθινη λάρνακα, η οποία περιείχε το άγιο λείψανο του Κλήμεντος. Αφού προσκύνησαν και αποχώρησαν οι χριστιανοί, η θάλασσα επανήλθε στα όρια της.

     Ο Κοδράτος, ο Θεοδόσιος, ο Μανουήλ και άλλοι σαράντα μάρτυρες, κατάγονταν από την Ανατολή. Διακήρυξαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί και τους έκλεισαν στη φυλακή. Υποβλήθηκαν σε πολλά και φοβερά βασανιστήρια. Τελικά τους αποκεφάλισαν όταν όλα τα βασανιστήρια στάθηκαν ανίσχυρα να μεταβάλουν την αφοσίωση τους στον Χριστό.

     Ο Απόστολος Κοδράτος διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον Πούπλιο, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ήταν άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και άριστη θεολογική κατάρτιση. Κατάφερε με τους Λόγους του να αποστομώσει τους φιλοσόφους, οι οποίοι ενήργησαν ώστε να απομακρυνθεί από την πόλη των Αθηνών. Τότε μετέβη στη Μαγνησία της Μικρός Ασίας, όπου δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο και οδήγησε στη σωτηρία πολλούς ειδωλολάτρες. Ο μέγας απολογητής βρήκε μαρτυρικό θάνατο υστέρα από διαταγή του αυτοκράτορα Αδριανού.

     Ο Άγιος Κόνων καταγόταν από μια κωμόπολη της Ισαυρίας. Οι γονείς του, όταν έφθασε σε ηλικία γάμου, τον πίεσαν να παντρευθεί, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προτιμούσε την άγαμη ζωή. Τελικά ενυμφευθη, αλλά συμφώνησε με τη σύζυγο του να ζήσουν εν παρθενία. Λέγεται ότι διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος τον βάπτισε και του χορήγησε την ενέργεια να επιτελεί θαύματα. Μετά από αυτό δίδαξε τη χριστιανική πίστη και στους ειδωλολάτρες γονείς του. Ο Κόνων συνελήφθη και βασανίσθηκε από τον ηγεμόνα Μάγνο. Δύο χρόνια αργότερα κάποιοι χριστιανοί τον μετέφεραν σπίτι του, για να τον περιθάλψουν. Εκεί ο Κόνων παρέδωσε την άγια ψυχή του.

     Ο Άγιος Κορνήλιος ήταν Ρωμαίος εκατόνταρχος. Διδάχθηκε το χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο, έπειτα από οπτασία που είχαν και οι δυο. Μετά την κατήχηση και τη βάπτιση του ο Κορνήλιος ξεκίνησε περιοδεία προκειμένου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου. Επισκέφθηκε τη Φοινίκη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και την \'Εφεσο. Ο Απόστολος Πέτρος ζήτησε από τον Κορνήλιο να επισκεφθεί και την πόλη Σκέψεων της Μυσίας, της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες. Ως επίσκοπος της πόλης εκχριστιάνισε και βάπτισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν των ειδωλολατρών. Συγκεκριμένα, ο έπαρχος Δημήτριος συνέλαβε τον Κορνήλιο και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, όπου προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Τότε ο Κορνήλιος, προανήγγειλε μέγα σεισμό, από τον οποίο όμως υποσχέθηκε πως ο Δημήτριος, η σύζυγος του και το παιδί του δεν θα πάθαιναν τίποτα και βγήκε από το ναό. Ακολούθησε πράγματι τρομερός σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε το ναό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όσοι βρίσκονταν σε αυτόν, εκτός από τον Δημήτριο και την οικογένεια του. Το θαύμα αυτό έγινε η αιτία να πιστέψουν στον Χριστό ο έπαρχος και η οικογένεια του.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνας. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Πράγματι, τα δυο αδέλφια θεράπευαν όποιον είχε την ανάγκη τους χωρίς να ζητούν ως αμοιβή τους χρήματα (γι\' αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι). Μάλιστα, όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχθούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για τη θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το ποσό σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά τη φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχθηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν το δρόμο της σωτηρίας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλος τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.

     Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός κατάγονταν από την Ασία. Ευτύχησαν να έχουν γονείς δυο ευσεβείς ανθρώπους. Σε νεαρή όμως ηλικία έμειναν ορφανοί από πατέρα. Έκτοτε η μητέρα τους Θεοδότη, υπόδειγμα χριστιανής και μητέρας, αφιέρωσε τη ζωή της στην ανατροφή και στη μόρφωση των παιδιών της. Τους εμφύσησε την αγάπη για τον ενάρετο βίο, έχοντας πάντα ως οδηγό της τις αρχές του Ευαγγελίου. Τα δυο ευσεβή τέκνα της Θεοδότης διέκρινε μεγάλη ευφυΐα και γ\' αυτό η μητέρα τους φρόνησε ώστε να σπουδάσουν σε διάφορες σχολές. Πράγματι, τα δυο αδέλφια διδάχθηκαν πολλές επιστήμες, αλλά αφοσιώθηκαν στην εξάσκηση της ιατρικής. Με τις γνώσεις που απέκτησαν θεράπευαν τις ασθένειες των φτωχών ανθρώπων χωρίς ποτέ να ζητήσουν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Ακόμα και όταν οι ίδιοι οι ασθενείς που θεραπεύονταν προσέφεραν στους Αγίους χρήματα για να τους ευχαριστήσουν, εκείνοι δεν τα δέχονταν, παρά τους ζητούσαν να τα δώσουν σε όσους είχαν ανάγκη. Επειδή λοιπόν δε δέχονταν να πάρουν αμοιβή, ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Απεβίωσαν εν ειρήνη.

     Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός υπήρξε Απόστολος του Ευαγγελίου στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς. Γεννήθηκε στο Μονοδένδρι της Αιτωλίας, είκοσι ετών μετέβη στο Αγιον Όρος, στη Μονή Φιλόθεου όπου έγινε μοναχός. Ο Άγιος δεν ησύχαζε από τον πόθο να βγει και να διδάξει στους σκλαβωμένους Έλληνες τα Άγια Γράμματα. Με θεία αποκάλυψη πήγε στην Κων/πολη και αφού έκανε μαθήματα ρητορικής, πήρε άδεια και όργωσε την Ελλάδα διδάσκοντας τους «ραγιάδες».\'Έκτιζε σχολεία, εκκλησίες και πλήθος πιστών τον ακολουθούσε. Απαγχονίστηκε στα χώματα της Βορείου Ηπείρου από τους ασεβείς το έτος 1779.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο \'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι\' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Ο Άγιος Κρήσκης, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, καταγόταν από τα Μόρα της Λυκίας. Σε όλο το βίο του επέδειξε αξιοθαύμαστη ευσέβεια και είχε κατακτήσει σε βαθμό υψηλό τις χριστιανικές αρετές. Σε αρκετά μεγάλη ηλικία, ο Κρήσκης δεν έπαψε να μάχεται για να νουθετήσει όσους θυσίαζαν στα είδωλα και να αγωνίζεται να τους φέρει στο δρόμο της αλήθειας. Ο έπαρχος της περιοχής έμαθε για τη χριστιανική δράση του γέροντα και έδωσε εντολή να τον βασανίσουν. Ο Άγιος παρέδωσε μαρτυρικά το πνεύμα του στο θεό.

     Ο Άγιος Κυπριανός έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από επιφανή και πλούσια οικογένεια, η οποία του είχε προσφέρει αξιόλογη μόρφωση. Ο Κυπριανός υπήρξε για πολλά χρόνια ξακουστός μάγος. Σε αυτόν μάλιστα προσέτρεξε κι ένας ειδωλολάτρης, ο Αγλαΐδας, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με μια παρθένα, την Ιούστα. Επειδή όμως δεν έβρισκε ανταπόκριση στον ερωτά του ζήτησε από τον Κυπριανό να τον βοηθήσει με τις μαγικές του ικανότητες. Όμως οι ενέργειες του Κυπριανού δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και γι\" αυτό έκαψε τα βιβλία του που περιείχαν τις απατηλές γνώσεις της μαγικής τέχνης και βαπτίσθηκε χριστιανός-Έκτοτε αφοσιώθηκε στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Κατόπιν έγινε ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καρχηδόνας. Την Ιούστα τη χειροτόνησε διακόνισσα και τη μετονόμασε σε Ιουστίνη. Για τη χριστιανική τους δράση οι δυο Άγιοι συνελήφθησαν και εξορίστηκαν στη Νικομήδεια. Ο εκεί ηγεμόνας Κλαύδιος υπέβαλε σε πολλά βασανιστήρια τους Αγίους. Στο τέλος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.

     Η Αγία Κυριακή είχε γονείς τον Δωρόθεο και την Ευσεβία οι οποίοι ήταν άτεκνοι. Μετά από προσευχές των γονιών της προς τον θεό γεννήθηκε η Αγία ημέρα Κυριακή. Κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού οι γονείς της μαρτύρησαν. Την Αγία έστειλαν στον Καίσαρα Μαξιμιανό και από εκεί στον άρχοντα Βιθυνίας Ιλαριανό που της θύμισε ότι η ομορφιά της είναι για απολαύσεις και όχι για βασανιστήρια. Η παρθένος του απάντησε κατάλληλα και εκείνος αφού την βασάνισε διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Αλλά πριν πέσει η σπάθη προσευχόμενη παρέδωσε το πνεύμα της.

     Ο όσιος Κυριάκος έζησε και έδρασε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος Β\' ο Μικρός (408-405 μ.Χ.). Καταγόταν από γένος ιερατικό. Συγκεκριμένα, ο πατέρας του Ιωάννης ήταν ιερέας στην Εκκλησία της Κορίνθου, ενώ αδελφός της μητέρας του Ευδοκίας ήταν ο επίσκοπος Κορίνθου Πέτρος. Μέχρι τα δεκαοχτώ του χρόνια ο Κυριάκος ήταν αναγνώστης στην Εκκλησία της Κορίνθου. Έπειτα μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει και από εκεί πήγε στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου, ο οποίος τον έκανε μοναχό. Ο Κυριάκος διακρίθηκε ανάμεσα στους άλλους ασκητές για τις αρετές και την υπομονή του, καθώς και για την προσήλωση του στην ορθόδοξη πίστη. Λίγο καιρό αργότερα έφυγε από τη Λαύρα του Ευθυμίου και πήγε στη Λαύρα του Σουκά, όπου έγινε επιστάτης του σκευοφυλακίου. Το μεγαλείο του χριστιανού Κυριακού ήταν τέτοιο που ο θεός τον αξίωσε να θαυματουργεί, αλλά και να προλέγει όσα επρόκειτο να συμβούν. Στην ηλικία των εβδομήντα χρόνων ο Κυριάκος έφυγε και από τη Λαύρα του Σουκά και πέρασε από πολλά μοναστήρια. Εξεδήμησε προς Κύριον σε ηλικία εκατόν επτά χρόνων.

     Ο Άγιος Κύριλλος έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου (337-361) Καταγόταν από πλούσια και ευσεβή οικογένεια, γι\' αυτό και από πόλο νέος δέχτηκε τα νάματα της ευσεβείας. Μετά το θάνατο του επισκόπου Ιεροσολύμων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο και από τη θέση αυτή ποίμανε με αγάπη και αφοσίωση τους πιστούς. Γύρω στο 358 π.Χ. εξορίστηκε από τον επίσκοπο Ακάκιο και τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, επανήλθε όμως λίγα χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, για να μπορέσει να συνεχίσει το θαυμαστό του έργο.

     Ο Αγιος Κύριλλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όταν ήταν σουλτάνος ο Σουλεϊμάν από τον Πέιο και την Παρασκευή. Οι γονείς του πέθαναν όταν αυτός ήταν σε ηλικία δέκα ετών. Την κηδεμονία του Κυρίλλου ανέλαβε ο μουσουλμάνος αδελφός της μητέρας του, ο οποίος προσπάθησε να τον εξισλαμίσει. Όμως κάτω από την καθοδήγηση ευσεβών πατέρων, ο Κύριλλος πήγε στη Μονή Χιλιανδαρίου και έγινε μοναχός. Οκτώ χρόνια μετά κι ενώ ο Κύριλλος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, συκοφαντήθηκε στους Τούρκους από το μουσουλμάνο θείο του. Οι Τούρκοι, αφού προσπάθησαν να τον πείσουν να αρνηθεί την πίστη του, τον έκαψαν ζωντανό στις 6 Ιουλίου 1566.

     Οι Άγιοι Πατέρες μας Κύριλλος και Μεθόδιος μεγαλούργησαν κατά τον ένατο μετά Χριστόν αιώνα. Γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη από οικογένεια επιφανή και θεοσεβή. Μεγαλύτερος από τα δύο αδέλφια ήταν ο Μεθόδιος, ο οποίος γεννήθηκε το 815 μ.Χ., ενώ ο Κύριλλος ήρθε στον κόσμο δώδεκα χρόνια αργότερα, το 827 μ .Χ. Όταν ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία τα δύο αδέλφια μετέβησαν στη Μονή του . Πολυχρονίου, στην Κωνσταντινούπολη, όπου μορφώθηκαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Η γνωριμία τους με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο υπήρξε καθοριστική για την πνευματική και ηθική εξέλιξη τους. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Γ ο Φώτιος επέλεξε τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, που είχαν πλέον φθάσει σε ανώτατο βαθμό θεολογικής κατάρτισης και σοφίας, για να εκτελέσουν έργο θεάρεστο. Συγκεκριμένα, ανετέθη στα δυο αδέλφια να μεταβούν στα έθνη των Σλάβων και να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Οι δύο Άγιοι με χαρά δέχθηκαν να υπηρετήσουν το θέλημα του θεού και να οδηγήσουν στο δρόμο της σωτηρίας τους λαούς των χωρών αυτών. Στα μέρη αυτά οι Κύριλλος και Μεθόδιος συγκρότησαν και οργάνωσαν εκκλησίες, δίδαξαν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, αλλά και διέδωσαν το αλφάβητο των Σλάβων που είχαν επινοήσει. Ο Κύριλλος αναπαύθηκε το έτος 869 στη Ρώμη, ενώ ο Μεθόδιος κοιμήθηκε το 885 στη Μοραβία.

     Ο Άγιος Κύριλλος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου του Μικρού. Ήταν ανιψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας Θεόφιλου, τον οποίο και διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Από τη θέση αυτή καθοδήγησε το ποίμνιο του με αφοσίωση και στοργή και προσήλκυσε πολλούς στην Ορθοδοξία. Η πνευματική του δύναμη και η αγνότητα της καρδιάς του τον ανέδειξαν πρόεδρο της Γ Οικουμενικής Συνόδου, θέση από την οποία καταπολέμησε τους αιρετικούς και αποκατέστησε την αλήθεια. Αφήνοντας ένα πλούσιο πνευματικό έργο ως πολύτιμη κληρονομιά στις μετέπειτα γενιές, εξεδήμησε προς Κύριον εν ειρήνη.

     Κύρος και Ιωάννης \'Αγιοι - Ο Κύρος κατάγονταν από την Αλεξάνδρεια. Έγινε μοναχός στον Αραβικό κόλπο. Ο Ιωάννης όταν έμαθε ότι κάνει θαύματα, πήγε και τον βρήκε. Στην συνέχεια έμεινε μαζί του και έγινε και αυτός μοναχός. Θεράπευαν από το κελί τους όλους τους πάσχοντες. Κάποτε έμαθαν ότι οι ειδωλολάτρες έπιασαν μια χριστιανή με τις κόρες της και σκόπευαν να τις βασανίσουν. \'Ηταν η Αθανασία με τις κόρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Αμέσως έτρεξαν κοντά τους για να τις εμψυχώσουν. Τότε οι ειδωλολάτρες βασάνισαν και αυτούς και στην συνέχεια τους αποκεφάλισαν. Το ίδιο έκαναν και με τις τέσσερις γυναίκες.

     Οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης έζησαν και μαρτύρησαν τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο σκληρός διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Η καταγωγή του Κόρου ήταν από την Αλεξάνδρεια και του Ιωάννη από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Ήταν και οι δύο\" άριστοι γνώστες της ιατρικής επιστήμης. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε όποιον τους είχε ανάγκη χωρίς να αμείβονται. Πέρα όμως από το γεγονός ότι δε ζητούσαν χρήματα, μοίραζαν την περιουσία τους στους απόρους, με αποτέλεσμα να μείνουν και οι δυο φτωχοί. Όμως η προσφορά τους προς τους συνανθρώπους τους δεν περιορίστηκε στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Οι Άγιοι Ανάργυροι δίδασκαν με κάθε ευκαιρία το λόγο του Ευαγγελίου, καταδεικνύοντας σε πολλούς ανθρώπους το δρόμο της σωτηρίας, αλλά και εμψυχώνοντας τους χριστιανούς που διώκονταν και μαρτυρούσαν για την αγάπη του Χριστού. Η δράση τους αυτή έγινε γνωστή στον ειδωλολάτρη άρχοντα του τόπου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Τα άγια λείψανα του Κόρου και του Ιωάννη ενταφιάσθηκαν κρυφά από τους χριστιανούς. Όταν ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Αρκάδιος και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος βρέθηκαν τα λείψανα των Αγίων. Η ανακομιδή τους έγινε με τρόπο πανηγυρικό.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης. Όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, άφησε διάδοχο του το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κοριός, θέλοντας να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου, σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα», προσφέροντας του ένα ισχυρότατο όπλο για να καταπολεμήσει τους εχθρούς του. Ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν πολύ για τα ιερά σεβάσματα των χριστιανών, γι\' αυτό έστειλε τη μητέρα του στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεση η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του και έτσι δημιούργησε δύο σταυρούς, τον ένα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία ογδόντα ετών, το 328 μΧ. παρέδωσε το πνεύμα της στο λατρευτό της Ιησού. Ο γιος της εξεδήμησε και αυτός προς Κύριον το 337 μΧ.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Λ

Όταν ο Λάζαρος χτυπήθηκε από βαριά ασθένεια, οι αδελφές του -πιστές διακόνισσες του Κυρίου- έσπευσαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Ιησού που τις μέρες εκείνες διέτριβε στη Περαία. Όταν ο Σωτήρας έφθασε στην Ιουδαία, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός. Προσήλθε έτσι στον τάφο του και δακρυσμένος πρόσταξε να ανοίξουν το μνημείο. Τότε με υψωμένουυς τους οφθαλμούς προς τον θεό και Πατέρα του φώναξε: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αμέσως ο από τετραημέρου σαβανωμένος νεκρός εξήλθε από το μνήμα. Το λαμπρό αυτό θαύμα θυμόμαστε και εορτάζουμε τη σημερινή ημέρα.

     Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. \'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.

     Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και κατάγονταν από το Βυζάντιο. Οι Άγιοι Πρόκλος και Μάξιμος μύησαν τα δύο αδέλφια στο χριστιανισμό και τους δίδαξαν την τέχνη του λιθοξόου. Όταν οι διδάσκαλοι τους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους, οι Φλώρος και Λούρος μετέβησαν στα Ουλπιανά της Δαρδανίας, όπου ασκούσαν την τέχνη τους κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα και διέδιδαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λουκίωνας έστειλε τους δυο άνδρες στο γιο της βασίλισσας Ελπιδίας Λικίνιο, ο οποίος τους έδωσε χρήματα για να χτίσουν ένα ειδωλολατρικό ναό. Οι Άγιοι, αφού μοίρασαν τα χρήματα στους φτωχούς, άρχισαν με τη βοήθεια αγγέλου την ανέγερση του ναού. Όταν ο ναός ολοκληρώθηκε τα αδέλφια συγκέντρωσαν τους φτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει το ποσό που τους είχε δώσει ο Λικίνιος και, αφού γκρέμισαν τα ξόανα, μετέτρεψαν το ναό σε χριστιανικό. Ο Λικίνιος οργίστηκε τόσο όταν πληροφορήθηκε το γεγονός που διέταξε να ρίξουν τον Φλώρο και τον Λαύρο σ\' ένα ξεροπήγαδο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων Λεοντίου, Υπατίου και Θεοδούλου, οι οποίοι μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Βεσπασιανού. Ο Λεόντιος, που καταγόταν από την Ελλάδα, είχε φρόνημα θαρραλέο και γι\' αυτό κατατάχθηκε στο στρατό. Ενάρετος και οξυδερκής καθώς ήταν, γρήγορα έλαβε το αξίωμα του στρατηγού. Όταν βρισκόταν στην Αφρική διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη, στην οποία η τίμια ψυχή του ανταποκρίθηκε με θέρμη. Όμως το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, ο οποίος έστειλε τον Υπάτιο και τον Θεόδουλο να τον συλλάβουν. Οι δυο στρατιώτες διδάχθηκαν από τον Λεόντιο την πίστη στον Χριστό, με αποτέλεσμα ο Αδριανός να διατάξει τη θανάτωση και των τριών.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν τον 3ο αιώνα μΧ Κατάγονταν όλοι από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισαρεία. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή και ταπεινό βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χωρίς να φοβηθεί τις απειλές των ειδωλολατρών ο Λεύκιος παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον έπαρχο Κουμβρίκιο, στον οποίο και ομολόγησε την πίστη του. Δε δίστασε δε να ελέγξει τον έπαρχο που προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού. Εξοργισθείς ο Κουμβρίκιος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ο Λεύκιος ετελειώθη δι\" αποκεφαλισμού. Η γενναία στάση του Αγίου, οδήγησε μπροστά στον ηγεμόνα και τον Θύρσο, ο οποίος ομολόγησε με θάρρος ότι Κύριος και θεός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την ομολογία του αυτή υπέστη φοβερά βασανιστήρια, από τα οποία όμως, με τη βοήθεια του θεού, βγήκε αλώβητος, γεγονός που οδήγησε στη χριστιανική πίστη τον ειδωλολάτρη ιερέα Καλλίνικο. Οι δυο άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Καλλίνικος αποκεφαλίσθηκε, ενώ ο Θύρσος θανατώθηκε με πριόνια από τους δήμιους.

     Ο όσιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα της Ιταλίας. Η αγωγή που έλαβε από τους ευσεβείς γονείς του, του έδωσε τις βάσεις για μια χριστιανική και ενάρετη ζωή. Το ταπεινό του φρόνημα, η σεμνή πολιτεία του και η θεολογική του κατάρτιση τον έκαναν να διακριθεί ανάμεσα στους συγχρόνους του και με τη χάρη του θεού ανήλθε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης. Αναδείχθηκε επίσκοπος Κατάνης, αξίωμα το οποίο έθεσε στη φροντίδα των φτωχών. Χάρη στις πολλές αρετές του έλαβε το χάρισμα να θαυματουργεί. Ετελειώθη ειρηνικά.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Λέων, διακρινόμενος για τον ασκητικό και ταπεινό βίο του, διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης (440-461 μΧ.). Αντλώντας μοναδική δύναμη από τη βαθιά πίστη του οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας και της εξύψωσης το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο θεός. Με πρωτοφανή ζήλο αλλά και θαυμαστή σεμνότητα επιστράτευσε τις θεολογικές γνώσεις και τον πνευματικό του πλούτο σ\' ένα διαρκή αγώνα ενάντια στους αιρετικούς. Επειδή οι θεομίσητοι αιρετικοί προσπαθούσαν να ανασκευάσουν τα δόγματα των θείων Πατέρων, ο μακάριος Λέων με τη θεία χάρη κατάφερε να απαντήσει γραπτώς στα ερωτήματα που τέθηκαν στη Δ\' Οικουμενική Σύνοδο. Συγκεκριμένα διακήρυξε τη συνύπαρξη δύο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Αφού έζησε με τρόπο υποδειγματικό, ταπεινό, αλλά και αγωνιστικό και αφού έφτασε σε βαθύ γήρας, εξεδήμησε προς Κύριον.

     Ο Άγιος Λεωνίδης και οι άγιες γυναίκες κατάγονταν από την Ελλάδα. Συνελήφθησαν στην Τροιζήνα και οδηγήθηκαν στην Κόρινθο. Ο ηγεμόνας Βενούτσος διαπιστώνοντας την πίστη τους έδωσε εντολή να βυθιστούν στην θάλασσα αφού δεθούν με πέτρες. Μαρτύρησαν δε, μία ημέρα προ του Πάσχα, δηλαδή Μεγάλο Σάββατο.

     Ο Άγιος Λογγίνος μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Τιβερίου (14-37 μ.Χ·)· Πατρίδα του ήταν η Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό στα Ιεροσόλυμα με το βαθμό του εκατόνταρχου. Ήταν επικεφαλής αξιωματικός των Ρωμαίων στρατιωτών κατά  τη Σταύρωση   του   Κυρίου.   Αφού   είδε   τα   θαύματα   που  συντελέσθηκαν όταν ο Ιησούς Χριστός παρέδωσε το πνεύμα Του,  πίστεψε και αναφώνησε: «Πραγματικά Υιός θεού είναι Αυτός». Χριστιανός πια ο Λογγίνος παραιτήθηκε από το αξίωμα του και με αξιέπαινο ζήλο διακήρυττε παντού τη θεότητα του Κυρίου. Όμως οι Ιουδαίοι δεν ανέχθηκαν τη στάση του Λογγίνου και χρησιμοποιώντας την επιρροή την οποία είχαν στη ρωμαϊκή εξουσία έπεισαν τον Πόντιο Πιλάτο να διαβάλει τον Άγιο στον αυτοκράτορα Τιβέριο. Συγκεκριμένα,  ο Πιλάτος έγραψε στον αυτοκράτορα ότι ο Λογγίνος εγκατέλειψε με τρόπο αυθαίρετο το ρωμαϊκό στρατό και ότι είχε γίνει οπαδός μιας νέας θρησκείας Αφού ανέγνωσε το γράμμα, ο Τιβέριος διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως τον Λογγίνο.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο μέγας Ευαγγελιστής Λουκάς καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Στο επάγγελμα ήταν γιατρός, όμως γνώριζε πολύ καλά και την τέχνη της ζωγραφικής. Μάλιστα σε αυτόν αποδίδονται οι πρώτες εικόνες της Θεοτόκου με τον Ιησού Χριστό βρέφος στην αγκαλιά της, καθώς και αυτές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στη χριστιανική πίστη κατηχήθηκε από τον Απόστολο Παύλο και έκτοτε αφοσιώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Περιόδευσε στη Δαλματία, στην Ιταλία, στη Βοιωτία κ.α., οδηγώντας πολλές ψυχές στο δρόμο της σωτηρίας. Όμως ο Λουκάς δεν περιορίσθηκε σε αυτές τις δραστηριότητες. Συνέγραψε το τρίτο κατά σειρά Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης, καθώς και τις πράξεις των Αποστόλων, έργα ανυπολόγιστης θεολογικής αξίας. Αφού ολοκλήρωσε το ευαγγελικό του έργο ο Λουκάς αναπαύθηκε ειρηνικά στη Βοιωτία σε ηλικία ογδόντα ετών. Αργότερα, ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος (337-367 μ.Χ.), διέταξε να μεταφερθεί το λείψανο του μεγάλου Ευαγγελιστή στην Κωνσταντινούπολη, και να τοποθετηθεί κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού των Αγίων Αποστόλων, μαζί με τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου.

     Ο όσιος Λουκάς έζησε το 70ο αιώώνα. Καταγόταν από την Ανατολή και έλαβε μέρος στον πόλεμο που ξέσπασε την περίοδο εκείνη κατά των Βουλγάρων. Αν και σης μάχες αυτές σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες, ο όσιος κατάφερε να σωθεί με τη βοήθεια του Κυρίου. Έτσι μετά τον πόλεμο αποφάσισε να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο και για το λόγο αυτό χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αρχικά επιδόθηκε σε πολυήμερες νηστείες και αργότερα ανέβηκε πάνω σε στύλο, όπου και παρέμεινε σαράντα πέντε χρόνια. Αφού έζησε όλα του τα χρόνια με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα ανήλθε εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Λουκάς γεννήθηκε στη Φωκίδα, καταγόταν όμως από την Αίγυπτο, την οποία οι γονείς του εγκατέλειψαν, επειδή δεν μπορούσαν να αντέξουν τις επιδρομές των Αγαρηνών. Από μικρός ο Λουκάς έδειχνε βαθύ σεβασμό προς τη χριστιανική πίστη και ασκούσε επίπονα το σώμα του και την ψυχή του. Μοίραζε πάντα όλα τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, ενώ ο ίδιος υπέμενε μεγάλες κακουχίες. Ο Λουκάς, αφού πήγε στην Πελοπόννησο και με τα θαύματα του θεράπευσε πολλούς ανθρώπους, αποσύρθηκε στο όρος Σείριον, όπου έκτισε μονή. Εκοιμήθη το 953 μΧ.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Λουκιανός καταγόταν από τα Σαμόσατα της Συρίας. Οι γονείς του, άνθρωποι θεοσεβείς, μεγάλωσαν τον Λουκιανό συμφωνά με τα χριστιανικά ήθη. Όταν εκείνος έφθασε στην ηλικία των δώδεκα ετών ορφάνεψε. Τότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία των γονιών του στους φτωχούς και να αφοσιωθεί στη σπουδή των ιερών γραφών. Η θεολογική του κατάρτιση και ο ενάρετος βίος του τον ανέδειξαν επίσκοπο Αντιοχείας. Το αξίωμα του αυτό το υπηρέτησε με σύνεση και αφοσίωση στον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Όταν κάποια στιγμή πληροφορήθηκε, ότι στη Νικομήδεια κάποιοι χριστιανοί που βασανίζονταν για την πίστη τους είχαν χάσει το θάρρος τους, έφυγε για να τους στηρίξει. Ευρισκόμενος στη Νικομήδεια συνελήφθη από τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, ο οποίος θέλησε να πείσει τον Λουκιανό να αρνηθεί τον Χριστό. Όμως δεν άργησε να διαπιστώσει πως ο Αγιος δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να αλλαξοπιστήσει. Τότε ο Μαξιμιανός διέταξε να τον κλείσουν φυλακή και να μην του δίνουν τροφή και νερό. Ο Αγιος Λουκιανός παρέδωσε το πνεύμα του στη φυλακή.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λουκιλλιανός ήταν ιερέας των ειδώλων όταν άκουσε χριστιανικό κήρυγμα. Ο θείος λόγος ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του και άρχισε να διακηρύσσει την πίστη του, εξοργίζοντας τον κόμη Λιβάνιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Λουκιλλιανό σε φρικτά βασανιστήρια. Οδηγήθηκε στη φωτιά μαζί με τέσσερα παιδιά τα οποία είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο. Όμως δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά και έτσι μετέφεραν τον Άγιο και τους νέους στο Βυζάντιο όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ενώ τα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν. Η παρθένος Παύλη πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε, γι\' αυτό το λόγο βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λυκαρίων καταγόταν από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Με θαυμαστή παρρησία διακήρυττε την πίστη του, εξοργίζοντας τους ειδωλολάτρες, που τον τιμώρησαν με φρικτά βασανιστήρια. Αρχικά τον φυλάκισαν για μερικές μέρες και κατόπιν τον κάρφωσαν πάνω σε σταυρό. Του άνοιξαν πληγές με σιδερένια νύχια, τον μαστίγωσαν και του κατέκαυσαν τα πλευρά. Έπειτα τον έριξαν σε κάμινο, απ\' την οποία όμως βγήκε αβλαβής, με τη βοήθεια του Κυρίου. Τελικά τον αποκεφάλισαν και τιμήθηκε έτσι με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

      Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα - παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από M

Η Αγία Μυροφόρος Μαρία ονομάσθηκε Μαγδαληνή γιατί καταγόταν από τα Μάγδαλα, κωμόπολη μεταξύ της Γαλιλαίος και της Συρίας. Η Αγία όταν πληροφορήθηκε για τη διδασκαλία του Χριστού έσπευσε να τον συναντήσει και τον παρακάλεσε να την απαλλάξει από τα εφτά δαιμόνια που την τυραννούσαν. Ο Κοριός πράγματι τη θεράπευσε και τότε εκείνη, ευγνώμων για την ευεργεσία που της έγινε, αφοσιώθηκε ταπεινά στην υπηρεσία του Σωτήρα της. Τον ακολουθούσε και τον διακονούσε, πιστή μαθήτρια Του, μέχρι και το Πάθος Του. Μάλιστα αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση Του, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο. Όταν ξημέρωσε πλησίασε τον Πανάγιο Τάφο και είδε πρώτα τους δυο αγγέλους και στη συνέχεια τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος, όταν τον αναγνώρισε και πήγε να τον αγκαλιάσει, της είπε: «Μη μου απτού» (Μη με αγγίζεις). Μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στην \'Έφεσο για να συναντήσει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Εκεί η Αγία άφησε την τελευταία της πνοή εν ειρήνη και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου στο οποίο αργότερα αναπαύθηκαν οι επτά Παίδες εν Εφέσω.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Μακάριος \'Όσιος - Έζησε την ζωή του με προσευχή και εγκράτεια σε ένα κελί στην έρημο , όπου πλήθος κόσμου πήγαινε να τον συμβουλευθεί και να ακούσει το κήρυγμά του. Είχε αξιωθεί μάλιστα να κάνει και θαύματα (ανέστησε νεκρό) και να προλέγει τα μέλλοντα. Εκοιμήθη σε βαθύ γήρας.

     Η Αγία Μακρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης. Στην ιστορία του χριστιανισμού έχει καταγραφεί ως μία από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές, καθώς ήταν προικισμένη με πολλά πνευματικά χαρίσματα και εξαίρετο ήθος. Η Μακρινά ήταν μνηστευμένη, αλλά ο μνηστήρας της απεβίωσε νωρίς. Τότε, αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις, αφοσιώθηκε στο μοναστικό βίο και στις αγαθοεργίες. Στάθηκε δίπλα στη μητέρα της και ανέθρεψε τα μικρότερα αδέλφια της σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, τις οποίες και η ίδια είχε διδαχθεί πολύ νωρίς. Με αυτόν τον τρόπο έζησε, ασκητικά και ταπεινά, μέχρι που πέρασε εν ειρήνη στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΑΛΑΧΙΑΣ  3/1 - Έδρασε την εποχή του επιφανούς Ιουδαίου Νεεμία, κατά τους χρόνους δηλαδή που οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Ο προφήτης γεννήθηκε στο Σοφερό και ανήκε στη φυλή του Λευΐ. Το όνομά του, το οποίο στα Ελληνικά σημαίνει <<Άγγελος>>, του δόθηκε όχι μόνο για τη σεμνή, άμεμπτη και ηθική ζωή που διήγε, αλλά και γιατί τις προφητείες του τις επιβεβαίωνε αμέσως Άγγελος σταλμένος από τον Θεό. Τον Άγγελο τον έβλεπαν μόνο όσοι είχαν τη χάρι του Θεού, αλλά την φωνή του την άκουγαν όλοι. Επέκρινε συνεχώς τα άνομα και ασεβή έργα του λαού του Ισραήλ, αλλά και των ιερέων του. Με την Θεία χάρι του αξιώθηκε να προφητεύσει τον ερχομό του Προδρόμου του Ιησού Χριστού. Ενεταφιάσθει στον τόπο των προγόνων του, μετά την κοίμησή του.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στην Παφλαγονία το 260 μΧ. από γονείς χριστιανούς, οι οποίοι συνελήφθησαν για τη χριστιανική δράση τους και ρίχθηκαν στη φυλακή, όπου και γεννήθηκε ο Άγιος. Οι γονείς του Μάμαντος απεβίωσαν ενώ ήταν φυλακισμένοι και την ανατροφή του βρέφους ανέλαβε μια χριστιανή, που ονομαζόταν Αμμία. Μάλιστα, ο Άγιος συνήθιζε όταν ήταν ακόμα παιδί να ονομάζει τη γυναίκα αυτή «μάμο» και για το λόγο αυτό έλαβε και το όνομα Μαμάς. Όταν βρισκόταν στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων ο Άγιος συνελήφθη από ειδωλολάτρες, οι οποίοι, αφού τον βασάνισαν, του κρέμασαν στο λαιμό σιδερένια ράβδο και τον έριξαν στη θάλασσα. Όμως ο Μάμας σώθηκε με τρόπο θαυματουργικό. Στη συνέχεια συνελήφθη ξανά από τους εχθρούς του Χριστού και υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια: Αρχικά οι ειδωλολάτρες τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι, από το οποίο εξήλθε σώος. Έπειτα έβαλαν απέναντι του άγρια θηρία, τα οποία όμως δεν άγγιξαν τον Άγιο. Τελικά οι ειδωλολάτρες θανάτωσαν τον Άγιο Μάμαντα με τρίαινα, η οποία διαπέρασε τα σπλάχνα του.

     Ο Κοδράτος, ο Θεοδόσιος, ο Μανουήλ και άλλοι σαράντα μάρτυρες, κατάγονταν από την Ανατολή. Διακήρυξαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί και τους έκλεισαν στη φυλακή. Υποβλήθηκαν σε πολλά και φοβερά βασανιστήρια. Τελικά τους αποκεφάλισαν όταν όλα τα βασανιστήρια στάθηκαν ανίσχυρα να μεταβάλουν την αφοσίωση τους στον Χριστό.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιέρων κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιέρων δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Μάξιμος ο Ομολογητής - Έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κώνστας Β΄. Απεβίωσε το 662 μ. Χ. εξορισμένος στην Θράκη, με κομμένη την γλώσσα του, επειδή υπερασπίστηκε την ανθρώπινη θέληση του Ιησού ενώ οι άλλοι πίστευαν μόνο στην Θεία.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι\' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Η οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο την εποχή του Ιουστινιανού (527-565). Από νεαρή ηλικία, αγνοώντας τις συμβουλές παν οικείων της, ακολούθησε το δρόμο της διαφθοράς και της ακολασίας για δεκαεφτά χρόνια. Κάποια στιγμή όμως, οδηγούμενη από θεία πρόνοια, η Μαρία βρέθηκε μαζί με άλλους ασελγείς νέους στα Ιεροσόλυμα τον καιρό που εορταζόταν η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Η Μαρία θέλησε να εισέλθει στην εκκλησία όπου βρισκόταν ο Σταυρός για να προσκυνήσει, όμως κάποια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να περάσει την είσοδο του ιερού ναού. Η οσία τότε συνειδητοποίησε ότι η αμαρτωλή ζωή της δεν ήταν αρεστή στα μάτια του Κυρίου και μετανόησε. Ζήτησε από την Παρθένο Μαρία να της επιτραπεί η είσοδος στο ναό, υποσχόμενη ότι θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης. Αφού προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, η Μαρία αποχώρησε αποφασισμένηη να τηρήσει την υπόσχεση της. Αποσύρθηκε στην έρημο του Ιορδάνη, όπου αφιερώθηκε στην ασκητική ζωή για σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα η οσία το πέρασε με προσευχή και νηστεία, χωρίς μάλιστα να δει κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο τον ιερομόναχο Ζωσιμά, ο οποίος της πρόσφερε τη θεία Κοινωνία.

     Οι δύο χριστιανοί συνελήφθησαν και κλείσθηκαν στη φυλακή, αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον ηγεμόνα Μάξιμο. Οι ειδωλολάτρες, αφού έκλεισαν τους άγιους άνδρες για είκοσι ημέρες στη φυλακή, τους οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων και τους πίεζαν να αρνηθούν τον Χριστό. Οι δήμιοι τους υπέβαλαν στα αγριότερα βασανιστήρια, τα οποία μάλιστα παρακολουθούσαν και οι γυναίκες των αγίων. Αφού υπέμειναν με καρτερία τα μαρτύρια τους οι Άγιοι Νίκανδρος και Μαρκιανός παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Η Αγία Μαρίνα καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Ήταν μοναχοκόρη και μάλιστα ο πατέρας της ήταν ιερέας των ειδώλων. Δεν είχε συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας της όταν πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια χριστιανή γυναίκα. Η Αγία Μαρίνα τότε διδάχθηκε το Χριστιανισμό και άνοιξε την ψυχή της για να δεχτεί το Σωτήρα της Χριστό. Όταν ο έπαρχος Ολύμβριος πληροφορήθηκε τα σχετικά με αυτή, διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και προσπάθησε με κάθε μέσο να τη μεταπείσει. Μάλιστα, θαμπωμένος από την ομορφιά της, της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη αρνήθηκε και συνέχισε να ομολογεί την πίστη της. Γι΄ αυτό και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Αφού της καταξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, την έριξαν στη φυλακή. Όταν την ανέκρινε για δεύτερη φορά και διαπίστωσε ότι παρέμενε ακλόνητη την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Τότε όμως συνέβη μέγα θαύμα: Οι πληγές της έκλεισαν και όσοι βρίσκονταν εκεί έγιναν αμέσως χριστιανοί. Ο έπαρχος εξοργισμένος διέταξε να την αποκεφαλίσουν και έτσι η Αγία έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Μαρίνος καταγόταν από τη Ρώμη. Έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Καρίνου. Η οικογένεια του ήταν επιφανής και ο ίδιος είχε τιμηθεί με το αξίωμα του συγκλητικού. Όταν έγινε γνωστή η πίστηη του στον Χριστό συνελήφθη και δέχθηκε πιέσεις προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του και για το λόγο αυτό υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, από τα οποία βγήκε αλώβητος. Μάλιστα παραπλάνησε τον αυτοκράτορα, ζητώντας να του επιτρέψει να θυσιάσει σε ειδωλολατρικό βωμό, τον οποίο και συνέτριψε. Έπειτα από το γεγονός αυτό αποκεφαλίσθηκε.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκληπανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τροογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν πς ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβασπανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μόλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβασπανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν και άθλησαν κατά τον 4ο μΧ αιώνα. Ήταν ταχυγράφοι (νοτάριοι) του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του Ομολογητή, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατριάρχη Αλέξανδρο. Τα χρόνια εκείνα τη χριστιανοσύνη απασχολούσε η αίρεση του Αρείου, οπαδός της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος. Ο ασεβής αυτοκράτορας, μεταξύ των άλλων, συνέλαβε τον Παύλο, ο οποίος έμενε πιστός στα δόγματα της ορθής πίστης, και τον εξόρισε στην Αρμενία, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο από αρειανούς. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έμειναν πιστοί στο φρόνημα του Αγίου Πατριάρχη και δεν ενέδωσαν στις πιέσεις των αρειανών. Αντιθέτως, διακήρυτταν σε κάθε ευκαιρία ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ομοούσιος του Πατρός. Ο κακόδοξος Κωνστάντιος δεν ανέχθηκε τη στάση των Αγίων και διέταξε να τους συλλάβουν. Σε όλες τις προσπάθειες του να πείσει τους δύο άνδρες να δεχθούν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε την άρνηση τους. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος βρήκαν τελικά μαρτυρικό θάνατο από τους δημίους του αυτοκράτορα.

     Ο Απόστολος Μάρκος καταγόταν πιθανότατα από την Κύπρο, αλλά εγκαταστήθηκε στα Ιεροσόλυμα. Έδρασε κοντά στον Απόστολο Παύλο και διακήρυξε την χριστιανική αλήθεια στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στη Βαρβαρική και στην Πεντάπολη. Τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να θαυματουργεί, που έθεσε στην υπηρεσία του ποιμνίου του. Συνέγραψε και Ευαγγέλιο -το κατά Μάρκον- γι\' αυτό και ονομάστηκε Ευαγγελιστής. Ο Απόστολος Μάρκος ρίχθηκε στη φυλακή όπου, υπέστη φρικτά βασανιστήρια, κατά τα οποία παρέδωσε το πνεύμα του στον θεό.

     Μάρκος ο Ευγενικός - Οι γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Μαρία. \'Έγινε κληρικός ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα του και το 1436 εξελέγει αρχιεπίσκοπος Εφέσου. Διέσωσε την ορθόδοξη πίστη, καθώς ήταν ο μόνος που αρνήθηκε να υπογράψει πρωτόκολλο με το οποίο θα ενώνονταν οι δύο εκκλησίες.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Ο Άγιος Μάρκος έδρασε την εποχή της μονοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η βαθιά πίστη και η γενναιότητα του τον ώθησαν σε σπουδαία έργα. Καταρχήν γκρέμισε πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους ανήγειρε εκκλησίες. Έφερε επίσης χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο της θεογνωσίας και βοήθησε με ελεημοσύνες όσους είχαν ανάγκη. Όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εξαπολύθηκε διωγμός εναντίον των χριστιανών και έτσι ο Άγιος βρέθηκε στο στόχαστρο των ειδωλολατρών. Στην αρχή κρύφτηκε, προκειμένου να συνεχίσει το έργο του, όταν όμως πλληροφορήθηκε ότι συνελήφθησαν κάποιοι άλλοι αντί αυτού, παραδόθηκε αυτόβουλα στους δόλιους ειδωλολάτρες. Εκείνοι τον ξεγύμνωσαν, του καταπλήγωσαν το σώμα με ραβδισμούς και έπειτα τον έριξαν σε έναν υπόνομο. Εκεί τον άφησαν αρκετές μέρες και όταν τον έβγαλαν του τρύπησαν το σώμα με σακοράφες. Στη συνέχεια τον κρέμασαν, αφού πρώτα του άλειψαν το σώμα με άλμη και μέλι, ώστε να του επιτίθενται μέλισσες και σφήκες. Όλα αυτά τα βασανιστήρια ο Αγιος τα υπέμεινε με πρωτοφανή καρτερία και νεανική ρωμαλεότητα, γεγονός που ώθησε τους βασανιστές του να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρία και να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη. Έτσι ο Άγιος ετελειώθη έχοντας πετύχει μια θαυμαστή νίκη.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β\' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κύριος απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

      Ο Άγιος Μαρτίνος γεννήθηκε στο Τόδι της κεντρικής Ιταλίας και έδρασε στα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Κώνστας Β\', ο οποίος ήταν οπαδός της αίρεσης του Μονοθελητισμού. Ο Μαρτίνος διετέλεσε πάπας Ρώμης από το 649 έως το 655 μΧ, αξίωμα το οποίο έθεσε στην υπηρεσία της Ορθοδοξίας. Για να ααποκαταστήσει την ορθή πίστη συγκάλεσε το 649 μΧ στη Ρώμη Σύνοδο, η οποία ανέτρεψε την αίρεση των Μονοθελητιστών. Επειδή όμως ο Μαρτίνος αποκήρυξε τους αιρετικούς πατριάρχες, συνελήφθη βίαια για να οδηγηθεί αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας φυλάκισε τον Μαρτίνο, ενώ αργότερα τον εξόρισε στη Χερσώνα όπου παρέδωσε το πνεύμα του το 655 Μχ

     Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν και άθλησαν κατά τον 4ο μΧ αιώνα. Ήταν ταχυγράφοι (νοτάριοι) του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του Ομολογητή, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατριάρχη Αλέξανδρο. Τα χρόνια εκείνα τη χριστιανοσύνη απασχολούσε η αίρεση του Αρείου, οπαδός της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος. Ο ασεβής αυτοκράτορας, μεταξύ των άλλων, συνέλαβε τον Παύλο, ο οποίος έμενε πιστός στα δόγματα της ορθής πίστης, και τον εξόρισε στην Αρμενία, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο από αρειανούς. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έμειναν πιστοί στο φρόνημα του Αγίου Πατριάρχη και δεν ενέδωσαν στις πιέσεις των αρειανών. Αντιθέτως, διακήρυτταν σε κάθε ευκαιρία ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ομοούσιος του Πατρός. Ο κακόδοξος Κωνστάντιος δεν ανέχθηκε τη στάση των Αγίων και διέταξε να τους συλλάβουν. Σε όλες τις προσπάθειες του να πείσει τους δύο άνδρες να δεχθούν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε την άρνηση τους. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος βρήκαν τελικά μαρτυρικό θάνατο από τους δημίους του αυτοκράτορα.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος καταγόταν από τη Γαλιλαίο. Προτού γίνει μαθητής του Κυρίου ασκούσε το επάγγελμα του τελώνη και ονομαζόταν Λευί. Μία μέρα και ενώ καθόταν στο τελωνείο του έξω από την Καπερναούμ, τον πλησίασε ο Ιησούς και του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος υπάκουσε και δέχθηκε τον Κύριο στην οικία του, όπου παρέθεσε γεύμα σε Αυτόν καθώς και σε πολλούς τελώνες, με τους οποίους ο Ιησούς συζήτησε και συνέφαγε, ενέργεια για την οποία κατηγορήθηκε από κάποιους φαρισαίους. Όταν ο Κύριος πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, απάντησε με τα εξής λόγια: «Δεν ήλθα για να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια». Έκτοτε ο Ματθαίος υπήρξε μαθητής και Απόστολος του Κυρίου. Έπειτα από την Ανάσταση του Ιησού Χριστού ο Ματθαίος ανέλαβε να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου στους Πάρθους και στους Μήδους. Κατά την εκτέλεση του ιεραποστολικού του έργου ο Ματθαίος επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Ως ευαγγελιστής έχει σύμβολο άνθρωπο φτερωτό. Στο ανεκτίμητης αξίας έργο του περιλαμβάνεται και η συγγραφή του πρώτου Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης.

     Όταν ο Ιησούς σταυρώθηκε και ο Ιούδας απαγχονίστηκε μεταμελημένος για την προδοσία του Διδασκάλου του, οι μαθητές του Κυρίου μετά την Ανάληψη του αποφάσισαν να εκλέξουν κάποιον άλλον στη θέση του Ισκαριώτη. Προτάθηκαν δυο άνδρες, ο Βαρσαββάς και ο Ματθίας. Τότε οι Απόστολοι θεώρησαν πως ο θεός ήταν αυτός που έπρεπε να διαλέξει το νέο Απόστολο. Αφού προσευχήθηκαν, τράβηξαν κλήρο, ο οποίος έπεσε στον Ματθία. Ο δωδέκατος Απόστολος του Κυρίου διέδωσε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

     Η Αγία μάρτυς Ματρώνα παρέδωσε την ψυχή της στον θεό, ενώ βρισκόταν κλεισμένη σε μια απάνθρωπη φυλακή. Έτσι απόλαυσε όμως αυτό που τόσο επόθησε η αγία ψυχή της, τη δόξα και την αιώνια βασιλεία του θεού. Η Ματρώνα από νεαρή ηλικία ήταν υπηρέτρια της συζύγου ενός Ιουδαίου αξξιωματικού, της Παυτίλλης, την οποία συνόδευε μόνο μέχρι την είσοδο της Συναγωγής, ενώ η ίδια μετέβαινε στην εκκλησία των χριστιανών. Κάποια στιγμή το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό από την κυρία της, η οποία έδειρε τη Ματρώνα ανηλεώς και κατόπιν την έκλεισε σε μια φυλακή, από την οποία συχνά την έβγαζε για να τη μαστιγώσει και να τη βασανίσει. Αφού καταπλήγωσε και καταξέσχισε το σώμα της Αγίας, η σκληρή Ιουδαία την έριξε ξανά στη φυλακή, όπου η Ματρώνα παρέμεινε για πολλές μέρες σε τραγική κατάσταση. Το σώμα της όμως δεν άντεξε τις τόσες κακουχίες και η Αγία Ματρώνα παρέδωσε στον Κύριο την αγία της ψυχή. Το ιερό λείψανο της ενταφιάσθηκε από τους χριστιανούς με τιμές. Όμως η σκληρή Ιουδαία τιμωρήθηκε για τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε την Αγία Ματρώνα: έπεσε κατά λάθος από το τείχος σε ένα πατητήρι και σκοτώθηκε.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μεθόδιος έζησε κατά την εποχή που η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες των οπαδών του αιρετικού Ωριγένη (6ος αι. μΧ.). Ο Μεθόδιος ήταν άνθρωπος με ξεχωριστές ικανότητες, με βαθιά καλλιέργεια και θεολογική κατάρτιση και διακρινόταν για τη σπάνια αρετή του. Από νεαρή κι όλας ηλικία αφιερώθηκε στην υπηρεσία του θεού και δεν άργησε να ανέβει στον επισκοπικό θρόνο των Πατάρων. Από το αξίωμα του πολέμησε με σθένος τις κακοδοξίες των αιρετικών και ο τρόπος του βίου του σε συνδυασμό με το άγιο έργο του έγιναν υπόδειγμα για τις ψυχές των χριστιανών. Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να μάχεται για να διαφυλάξει την ορθή πίστη του ποιμνίου του και με τη σοφία των λούουν του κατάφερε να περιορίσει στο ελάχιστο την απειλή των αιρετικών. Για την ευόδωση του ιερού αγώνα του ο ιερέας του θεού έγραψε πλήθος συγγραμμάτων, τα οποία περιείχαν την αλήθεια του ορθόδοξου δόγματος. Όμως οι οπαδοί του Ωριγένη κατάφεραν να βάλουν στην υπηρεσία του Μεθοδίου ένα δικό τους άνθρωπο, ο οποίος κάποια μέρα που ο ιερέας ήταν άρρωστος επωφελήθηκε και τον αποκεφάλισε στο κρεβάτι του με ξίφος.

     Η οσία Μελάνη έζησε όταν αυτοκράτορας του ρωμαϊκού κράτους ήταν ο Ονώριος. Η Μελάνη έλαβε χριστιανική ανατροφή και μεγάλωσε με την επιθυμία να αφιερωθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου. Όμως οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί και η Μελάνη για να μην τους στεναχωρήσει υποχώρησε. Με το σύζυγο της απέκτησε δυο παιδιά, τα οποία απεβίωσαν, όταν ήταν μικρά. Η καρδιά της οσίας γέμισε θλίψη, η οποία έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν λίγο καιρό αργότερα έχασε και τους γονείς της. Τότε η Μελάνη ζήτησε από το σύζυγο της να ζήσουν χωριστά και αποσύρθηκε σε εξοχικό κτήμα. Εκεί η οσία αφιερώθηκε στη μελέτη και στην προσευχή, αλλά και στη φροντίδα των πλησίον της. Στη συνέχεια αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία της στους φτωχούς και να εισέλθει σε μοναστήρι. Εκεί η Μελάνη αξιοποίησε την ικανότητα της στην καλλιγραφία και αντέγραφε ιερά βιβλία. Σε μεγάλη ηλικία αποσύρθηκε σε ένα κελί στα Ιεροσόλυμα, όπου συγκέντρωσε κοντά της πολλές παρθένες, τις οποίες καθοδηγούσε στο δρόμο της αρετής. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο ύστερα από χρόνια ασθένεια.

     Ο Άγιος Μελέτιος γεννήθηκε το 310 μΧ. περίπου και καταγόταν από την πόλη Μελιτηνή της Μικρός Αρμενίας. Διετέλεσε επίσκοπος Σεβαστείας και το 360 μ.Χ. χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας. Η θεοσέβεια του και οι πολλές αρετές του τον έκαναν γρήγορα αγαπητό στη χριστιανική κοινότητα. Για το λόγο αυτό όταν έφτασε στην Αντιόχεια, οι πιστοί έσπεευσαν να τον προϋπαντήσουν και να δεχθούν την ευλογία του. Όμως στη νέα του έδρα ο Μελέτιος έμεινε μόλις τριάντα ημέρες, καθώς οι οπαδοί της κακοδοξίας έπεισαν τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να τον εξορίσει στην Αρμενία. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος Α\' ο Μέγας (379-395 μΧ.), κλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί επίσκοποι, για να πάρουν μέρος στη Β\' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε για να φέρει τέλος στην έριδα που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της χριστιανοσύνης. Μεταξύ των επισκόόπων που κλήθηκαν από τον Θεοδόσιο ήταν και ο Μελέτιος, ο οποίος μάλιστα ήταν πρόεδρος της Συνόδου. Δυστυχώς ο Άγιος Μελέτιος εκοιμήθη προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες της Συνόδου, το 381 μΧ.

     Ο όσιος Μέμνων άφησε τον κόσμο για χάρη του θεού. Αφού έζησε δικαίως έγινε ηγούμενος σε ένα μοναστήρι. Ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Έκανε πολλά θαύματα βοηθώντας τους πιστούς τους οποίους διέσωζε από κίνδυνους όταν ζητούσαν τη βοήθεια του. Αφού μέχρι τέλους ευαρέστησε το θεό εξεδήμησε προς Κύριον, έχοντας μαζί του τον πλούτο και τα εφόδια της αρετής του.

     Ο Άγιος Μηνάς έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο από γονείς ειδωλολάτρες, αλλά σε νεαρή ακόμα ηλικία διδάχθηκε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Για ένα διάστημα υπηρέτησε στο στρατό υπό τον Αργυρίσκο στο Κοτυάειο της Φρυγίας. Όντας όμως ευσεβής χριστιανός δεν άντεξε να υπηρετεί στο στρατό των ειδωλολατρών. Για το λόγο αυτό παραιτήθηκε και κατέφυγε σε μια χριστιανική κοινότητα, η οποία ζούσε σε ένα όρος της Φρυγίας. Εκεί ο Μηνάς ασκήθηκε σκληρά στην εγκράτεια και στις χριστιανικές αρετές. Όταν ξέσπασε ο διωγμός, ο Μηνάς με όπλο τη δύναμη της πίστης του, έφυγε από το βουνό και πήγε στην πόλη, όπου ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Χριστό. Αμέσως συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Έπειτα οι ειδωλολάτρες τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια, τα οποία ο Αγιος υπέμεινε με περισσή καρτερία. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν και ο Αγιος Μηνάς έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. \'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.

     Οι Άγιες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές. Από μικρή ηλικία αφοσιώθηκαν στην υπηρεσία του Κυρίου. Η σωφροσύνη τους και οι αρετές τους τις έκαναν ιδιαίτερα αγαπητές ανάμεσα στους χριστιανούς. Μάλιστα οι τρεις αδελφές άφησαν για την αγάπη του Χρίστου την πόλη τους και πήγαν σε μια τοποθεσία από όπου ανέβλυζαν τα θερμά νερά των Πυθίων για να ησυχάσουν. Στον τόπο αυτό ασκήθηκαν στην εγκράτεια και σε κάθε χριστιανική αρετή και γι\' αυτό έλαβαν από τον θεό το χάρισμα να θαυματουργούν. Χάρη στις τρεις αδελφές πολλοί χριστιανοί βρήκαν θεραπεία σε ασθένειες που τους βασάνιζαν. Όταν όμως ένας ειδωλολάτρης ηγεμόνας, ο Φρόντων, πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση των γυναικών, έστειλε στρατιώτες του για να τις συλλάβουν. Οι αδελφές δε φοβήθηκαν μπροστά στις απειλές του αυτοκράτορα και με θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους. Ο Φρόντων διέταξε τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις τρεις γυναίκες, οι οποίες παρέδωσαν ένδοξα το πνεύμα τους στον Κοριό. Όταν μάλιστα ο Φρόντων θέλησε να ρίξει στην πυρά τα λείψανα τους, μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά.

     Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.

     Ο  Άγιος Μητροφάνης, ο πρώτος επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, έζησε κατά τα χρόνια του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337 μ Χ.). Ήταν γιος του Δομετίου και ανιψιός του αυτοκράτορα Πρόβου. Όταν ο αδελφός του και επίσκοπος Βυζαντίου Πρόβος εξεδήμησε προς Κύριον ο Μητροφάνης τον διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο,  αξίωμα το οποίο διατήρησε και όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έχτισε στη θέση του Βυζαντίου την ένδοξη πόλη που φέρει το όνομα του, την Κωνσταντινούπολη. Κατά την Α\' Οικουμενική Σύνοδο ο Μητροφάνης δεν κατάφερε λόγω γήρατος να πάει στη Νίκαια, αλλά έστειλε τον πρωτοπρεσβύτερο του Αλέξανδρο, τον οποίο και όρισε διάδοχο του. Ο Άγιος Μητροφάνης αναπαύθηκε εν ειρήνη.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Ο όσιος Μιχαήλ καταγόταν από τη Φρυγία και οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευσεβείς. Ανατράφηκε με βάση τις θείες εντολές, για να φτάσει στη συνέχεια στο ύψιστο σημείο της θεογνωσίας. Ο πρώτος σταθμός της θαυμαστής του πορείας ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου και συνδέθηκε με έναν άγιο άνθρωπο, τον θεοφύλακτο. Και οι δυο μαζί αποσύρθηκαν σε ένα μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο για να αφοσιωθούν με ευλάβεια στο χριστιανικό έργο. Το μοναστήρι είχε ιδρύσει ο πατριάρχης Ταράσιος, ο οποίος τους χειροτόνησε ιερείς και στη συνέχεια επισκόπους. Από τη θέση του επισκόπου ο Μιχαήλ δίδαξε το θείο λόγο, συνέτρεξε τους φτωχούς και τους ασθενείς και πολέμησε με σφοδρότητα την πλάνη των αιρέσεων. Όταν οι αιρετικοί κήρυξαν διωγμό ενάντια στις ιερές εικόνες, ο Μιχαήλ με γενναιότητα και ξεχωριστή παρρησία υπεράσπισε την πίστη του και φίμωσε τα στόματα των δυσσεβών. Εξοργισθείς τότε ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος τον φυλάκισε σε ένα φρούριο, που ονομαζόταν Ευδοκίας. Ο όσιος συνέχισε να διακηρύσσει την αλήθεια, με αντίτιμο συνεχείς εξορίες από τόπο σε τόπο, για να καταλήξει τέλος καταταλαιπωρημένος σε μια ανθυγιεινή περιοχή. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και κοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους όσιος και μάρτυς συγχρόνως.

     Ο προφήτης Μιχαίας ήταν γιος του Ιωράμ και ανήκε στη φυλή του Εφραίμ. Γεννήθηκε στην πόλη Μωρασθεί το 748 π.Χ. και έζησε επί βασιλείας των Ιωάθαμ, Άχαζ και Εζεκίου. Ήταν σύγχρονος του Ησαΐα και συγκαταλέγεται στους δώδεκα λεγόμενους «ελάσσονες (μικρούς) προφήτες». Στις προφητείες του προανήγγειλε την καταστροφή της Σαμάρειας και την έλευση του Μεσσία. Ο Μιχαίας δε σταμάτησε να ελέγχει το λαό του Ισραήλ, από τον οποίο ζητούσε να είναι συνεπής στα καθήκοντα του απέναντι στον θεό και να διάγει βίο ευσεβή. Όμως ο Μιχαίας δεν περιόρισε τον έλεγχο του στο λαό, παρά στηλίτευε και το βασιλιά Άχαζ, επειδή ήταν άνθρωπος αμαρτωλός και έρεπε προς την ειδωλολατρία. Την κριτική του Μιχαίου δέχθηκε και ο γιος του Άχαζ, Ιωράμ, ο οποίος ήταν επίσης ασεβής. Οι προσπάθειες του προφήτη να συνετίσει τους δυο άνδρες και να τους πείσει να εξιλεωθούν προκάλεσαν την οργή τους, την οποία εξέφρασαν με βίαιο τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Ιωράμ συνέλαβε τον προφήτη Μιχαία και τον θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό.

     Ο Άγιος Μόρων έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-257 μ.Χ.). Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε με ζήλο στην υπηρεσία του θεού και γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας στην επαρχία της Αχαΐας. Παράλληλα με το ποιμαντικό του έργο ο Μύρων, άνθρωπος ευσεβής και φιλεύσπλαχνος, μεριμνούσε και φρόντιζε κάθε μέλος της Εκκλησίας που χρειαζόταν βοήθεια. Κάποια χρονιά, ανήμερα των Χριστουγέννων, ο έπαρχος της Αχαΐας Αντίπατρος εκβίασε τον Μύρωνα ότι θα απελευθέρωνε όλους τους χριστιανούς αν ο ιερέας αρνούνταν τον Χριστό, πιστεύοντας ότι έτσι οι πιστοί θα έχαναν κάθε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του. Όμως οι χριστιανοί δήλωσαν ότι είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα φθαρτά σώματα τους προκειμένου να μην οδηγηθεί στην απώλεια η ψυχή του ιερέα τους. Μετά από αυτό ο Αντίπατρος διέταξε να βασανιστεί μέχρι θανάτου ο Μόρων. Έπειτα από φοβερά μαρτύρια, από τα οποία ο Άγιος βγήκε αλώβητος, οι ειδωλολάτρες τον θανάτωσαν στο τέλος με το ξίφος.

     Ο Άγιος Μύρων γεννήθηκε σε μια πόλη κοντά στην Κνωσό της Κρήτης. Ήταν άνθρωπος ευσεβής και φιλεύσπλαχνος. Καλλιεργούσε με μόχθο τη γη του και έδινε μεγάλο μέρος από τη συγκομιδή του στους φτωχούς. Για τις αρετές του ο Μύρων χειροτονήθηκε το 180 μ.Χ. επίσκοπος Κρήτης. Ο Θεός μάλιστα αξίωσε τον Μύρωνα να επιτελεί θαύματα. Παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, σε ηλικία εκατό χρόνων.

     Ο όσιος Μωυσής καταγόταν από την Αίγυπτο. Για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του ζούσε μακριά από το θεό. Ήταν αρχικά ληστής και ένας από τους πιο διαβόητους κακοποιούς της εποχής του. Όμως κάποτε αδίκησε ένα χριστιανό, ο οποίος έδειξε απέναντι του μεγάλη επιείκεια. Το γεγονός αυτό άλλαξε τη σκέψη και τη ζωή του Μωυσή, ο οποίος όχι μόνο δέχθηκε τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του Χριστού. Για το λόγο αυτό πήγε σε ένα μοναστήρι και προσήλθε στη μετάνοια. Κάποτε εισήλθαν στο κελί του δυο ληστές, τους οποίους ο ρωμαλέος Μωυσής κατάφερε να συλλάβει. Ήταν όμως σε μετάνοια και δε θέλησε να τιμωρήσει τους δύο ανθρώπους που επιχείρησαν να τον κλέψουν. Οι δυο ληστές συγκινήθηκαν από το μεγαλείο του και ζήτησαν από τους μοναχούς να τους επιτρέψουν να ενταχθούν στη μοναστική ζωή. Ο όσιος Μωυσής θανατώθηκε από ένα ειδωλολάτρη ληστή, ενώ βρισκόταν στο εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από N

Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τον προφήτη Ναούμ,που έδρασε γυρνά στον 7ο αιώνα π.Χ., στο βασίλειο του Ιούδα. Σ\' ένα λαμπρό σύγγραμμα του, που επιγράφεται «Λήμμα Νινευή», περιέγραφε με θαυμαστές λεπτομέρειες την πολιορκία και την καταστροφή της Νινευή. Έδινε σημάδια μάλιστα πα>ς η περιοχή θα καταστραφεί από γλυκά νερά και υπόγεια πυρκαγιά, προφητεία που πραγματοποιήθηκε. Ο προφήτης Ναούμ, με το έργο αυτό, άφησε σημαντική πνευματική κληρονομιά. Ο προφήτης απεβίωσε εν ειρήνη και σε βααθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Οι Άγιοι Αδριανός και Ναταλία κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν κατά την εποχή του Μαξιμιανού. Ο Αδριανός είδε μια μέρα είκοσι τρεις χριστιανούς που επρόκειτο να μαρτυρήσουν για την πίστη τους, τους οποίους και ρώτησε για ποιο λόγο ήταν πρόθυμοι να υπομείνουν τα βασανιστήρια που ετοίμαζαν γι\' αυτούς οι ειδωλολάτρες. Όταν οι χριστιανοί του απάντησαν ότι προσέμεναν τα αγαθά που προσφέρει ο θεός σε αυτούς που υποφέρουν για Αυτόν, ο Αδριανός εντυπωσιάστηκε και δήλωσε οικειοθελώς το όνομα του ανάμεσα σε αυτά των μαρτύρων. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου έτρεξε να τον βρει η σύζυγος του Ναταλία, η οποία τον ενθάρρυνε να μην υποκύψει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια ο Αδριανός παρέδωσε το πνεύμα του. Όταν όμως οι ειδωλολάτρες επιχείρησαν να κάψουν τα λείψανα των μαρτύρων του Χριστού μια δυνατή νεροποντή έσβησε τη φωτιά που είχαν ανάψει. Η Ναταλία, που ήταν παρούσα, πήρε τότε το σώμα του Αγίου και το έθαψε στον τόπο όπου αργότερα ενταφιάσθηκε και η ίδια.

     Ο όσιος Νείλος ο Νέος καταγόταν από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας. Μαζί με τον θείο και δάσκαλο του Μακάριο εντάχθηκαν στην Μονή Μαλεβής. Εκεί χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και Ιερομόναχος. Πήγε στο Άγιος Όρος και αφού έζησε ασκητική ζωή, απεβίωσε το 1651. Επί βασιλείας του Κωνσταντίνου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ενώ αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων ήταν ο Κύριλλος, εμφανίσθηκε για δεύτερη φορά ο Τίμιος Σταυρός. Το 346 μ.Χ. περίπου, κατά τη διάρκεια της Αγίας Πεντηκοστής (στις 7 Μαΐου) εμφανίσθηκε στον ουρανό ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός, σχηματισμένος από εκθαμβωτικό φως. Όλος ο λαός μπορούσε να δει τον Τίμιο Σταυρό, που εκτεινόταν μέχρι το όρος των Ελαίων. Το εκπληκτικό αυτό θέαμα προκάλεσε συγκίνηση και χαρά στις ψυχές όλων όσοι βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ. Έτσι, άνθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία, όπου δόξασαν τον θεό και τον ευχαρίστησαν που τους αξίωσε να δουν αυτό το θέαμα.

     Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 στη Θράκη από θεοφιλή οικογένεια. Αρχικά ονομαζόταν Αναστάσιος. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάσθηκε σκληρά έξι χρόνια. Αργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος και ονομάσθηκε Νεκτάριος. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε θεολογία, και μετά μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Εκεί χειροτονήθηκε μητροπολίτης και απέκτησε μεγάλη φήμη για το ήθος και τα κηρύγματα του. Συκοφαντήθηκε και αναγκάστηκε να έλθει στην Ελλάδα, όπου εργάσθηκε ους ιεροκήρυκας και διευθυντής στη Ριζάρειο Σχολή. Ίδρυσε τη γνωστή Μονή στην Αίγινα και αφιερώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη στις 8 Νοεμβρίου του 1920.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος Νέστωρ μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Ενώ βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, πληροφορήθηκε ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός εκόμπαζε για το γιγαντόσωμο και ανίκητο μονομάχο του, το Λυαίο. Χλεύαζε μάλιστα τους χριστιανούς και καλούσε οποιονδήποτε ήθελε να τον αντιμετωπίσει στους επικείμενους αγώνες στο στάδιο της πόλης. Ο Νέστωρ πήρε την παράτολμη απόφαση να καταπολεμήσει με τη βοήθεια του θεού τον θηριώδη μονομάχο. Για το σκοπό αυτό επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Δημήτριος προσευχήθηκε για τη νίκη του στο θεό, και μάλιστα του προείπε ότι θα αξιωθεί να μαρτυρήσει για την πίστη του. Ο Νέστωρ, αναθαρρημένος από τις ευχές του Αγίου Δημητρίου, εισήλθε στο στάδιο και συνεπλάκη με τον Λυαίο, τον οποίο και θανάτωσε με ένα χτύπημα στην καρδιά. Ο Μαξιμιανός, ο οποίος βρισκόταν στο στάδιο και παρακολουθούσε τον αγώνα, θεώρησε προσωπική προσβολή το γεγονός και διέταξε να θανατώσουν με τη λόγχη τους δυο γενναίους άντρες.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι δύο χριστιανοί συνελήφθησαν και κλείσθηκαν στη φυλακή, αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον ηγεμόνα Μάξιμο. Οι ειδωλολάτρες, αφού έκλεισαν τους άγιους άνδρες για είκοσι ημέρες στη φυλακή, τους οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων και τους πίεζαν να αρνηθούν τον Χριστό. Οι δήμιοι τους υπέβαλαν στα αγριότερα βασανιστήρια, τα οποία μάλιστα παρακολουθούσαν και οι γυναίκες των αγίων. Αφού υπέμειναν με καρτερία τα μαρτύρια τους οι Άγιοι Νίκανδρος και Μαρκιανός παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

     Η Αγία μάρτυς Νίκη ήταν μεταξύ αυτών που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαύματα που έκανε ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυς κατά τη διάρκεια του ενδόξου μαρτυρίου του επί Διοκλητιανού (284-304). Στη συνέχεια υυπέστη μαζί με άλλους, θάνατο δια αποκεφαλισμού.

     Ο Άγιος Νικήτας έζησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337). Γεννήθηκε στη χώρα των Γότθων, οι οποίοι κατοικούσαν την περιοχή που βρισκόταν πέραν του ποταμού Ίστρου, από γονείς ευγενείς και πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από το Γότθο επίσκοπο Θεόφιλο και έκτοτε αφοσιώθηκε στην προσπάθεια να καλλιεργήσει όλες τις χριστιανικές αρετές και να μελετήσει σε βάθος τις άγιες γραφές. Εξαιτίας της χριστιανικής του δράσης ο Άγιος Νικήτας συνελήφθη από τον άρχοντα Αθηνάριχο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Όμως ο ειδωλολάτρης έπαρχος βρέθηκε μπροστά στο άκαμπτο φρόνημα του Αγίου, ο οποίος υπερασπίσθηκε μέχρι τέλους την πίστη του. Ο Νικήτας υπέστη πολλά μαρτύρια, τα οποία υπέμενε με καρτερία και με το θάρρος που του έδινε η δύναμη της πίστης του. Τελικά οι ειδωλολάτρες, αφού τον υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια, τον έριξαν στην πυρά, όπου ο Νικήτας παρέδωσε το πνεύμα του. Με τρόπο θαυματουργό όμως το λείψανο του Αγίου έμεινε άθικτο από τη φωτιά και φυλάχτηκε από κάποιον χριστιανό προς σωτηρία ψυχής και σώματος των ευλαβών προσκυνητών.

     Ο Άγιος Πατέρας μας και ομολογητής Νικήτας διετέλεσε επίσκοπος της Απολλωνιάδος την εποχή της εικονομαχίας. Εκτός από τη βαθιά πίστη του και την αγάπη του, ξεχώριζε για την παρρησία με την οποία διακήρυττε το θείο λόγο. Έτσι όταν πιέσθηκε από τους ειδωλολάτρες να αλλαξοπιστήσει, παρέμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την αλήθεια απτόητος. Για το λόγο αυτό καταδικάσθηκε σε εξορία και υποβλήθηκε σε φοβερές κακουχίες. Υπέμεινε όλα τα βασανιστήρια με μοναδική καρτερία, στο τέλος όμως αρρώστησε βαριά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο αοίδιμος Πατέρας μας Νικήτας καταγόταν από την Καισαρεία της Βιθυνίας και έζησε τον 8ο αιώνα. Ενώ ήταν ακόμη βρέφος έμεινε ορφανός από μητέρα, αλλά η γιαγιά του και ο πατέρας του Φιλάρετος μερίμνησαν για την αγωγή και την εκπαίδευση του. Ο όσιος Νικήτας εισήλθε στο μοναχικό βίο όταν ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Γ ο Ίσαυρος ( 717-747 μ.Χ.), ο οποίος καταδίωκε όσους τιμούσαν τις εικόνες. Από τη Μονή του Μηδικίου στην οποία είχε αποσυρθεί ο Νικήτας διεξήγαγε σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων και για το λόγο αυτό απομακρύνθηκε βίαια από το ποίμνιο του και εξορίσθηκε. Ο όσιος απεβίωσε ειρηνικά.

     Ο Άγιος Νικηφόρος γεννήθηκε τον 8ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι ευσεβείς και κατάνονταν από αριστοκρατική γενιά. Η προσήλωση μάλιστα του πατέρα του στην ορθή πίστη έγινε αιτία να διωχθεί Και να εξοριστεί από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε\' τον Κοπρώνυμο. Ο Νικηφόρος έλαβε άριστη εκπαίδευση και απέκτησε ορθόδοξη παιδεία. Σε νεαρή ηλικία έγινε αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα, αλλά γρήγορα ένιωσε την ανάγκη να ζήσει αφοσιωμένος στη μελέτη και στην άσκηση και για το λόγο αυτό πήγε στην Προποντίδα. Όταν απεβίωσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α\' κάλεσε τον Νικηφόρο να πάρει τη θέση του πατριάρχη. Το 873 μΧ. στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθε ο δυσσεβής Λέων Ε\' ο Αρμένιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των αγίων εικόνων. Ο Νικηφόρος έδωσε σκληρούς αγώνες για να προστατέψει την Ορθοδοξία, προκαλώντας τη μήνιν του αυτοκράτορα, ο οποίος το 875 τον απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο. \'Έπειτα από χρόνια εξορίας, και αφού έδωσε σκληρές μάχες για να διαφυλάξει την πίστη του, ο Νικηφόρος παρέδωσε το πνεύμα του.

     Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στα Καρδάμυλα της Χίου το 1750 από ευσεβείς γονείς. Αφιερώθηκε από τους γονείς του στην εκκλησία για να διασωθεί από το λοιμό. Μπήκε στη Νέα Μονή σαν δόκιμος, διακρίθηκε για την ευφυΐα του γι\' αυτό εστάλη στη χώρα για σπουδές. Το 1802 ανέλαβε τη διεύθυνση της Νέας Μονής και συνέγραψε την ιστορία της. Πέθανε το 1821 αφού έζησε όσια ζωή.

     Η Εκκλησία μας ( 13 Μαρτίου) μνημονεύει  την ανακομιδή του λειψάνου του πατέρα μας Νικηφόρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία και επιμελήθηκαν οι ευσεβείς αυτοκράτορες Θεοδώρα και Μιχαήλ και ο πανίερος πατριάρχης Μεθόδιος. Συγκεκριμένα, οι δυο αυτοί αυτοκράτορες ανέλαβαν την εξουσία αμέσως μετά το χριστιανομάχο Θεόφιλο. Με θεία πρόνοια, απομάκρυναν τον Ιωάννη από τον πατριαρχικό θρόνο και στη θέση του διόρισαν τον Μεθόδιο. Από κοινού αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την Ορθοδοξία και να αναστηλώσουν Ως άγιες εικόνες. Στη συνέχεια, υποκινούμενοι από την πίστη τους, συμφώνησαν να μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη το ιερό λείψανο του Νικηφόρου, ο οποίος είχε απομακρυνθεί βίαια από τον πατριαρχικό θρόνο. Έτσι ο Μεθόδιος, ακολουθούμενος από ιερείς και πολλούς πιστούς, μετέβη στη Μονή του Αγίου Θεοδώρου όπου βρισκόταν το άγιο λείψανο και, αφού το προσκύνησε, το τοποθέτησε σε λειψανοθήκη και το μετέφερε με το βασιλικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί το ασπάστηκαν οι Βασιλείς και η Σύγκλητος και στη συνέχεια το απέθεσαν στη Μεγάλη Εκκλησία. Έπειτα από ολονυκτία αγρυπνία το μετέφεραν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, στις 13 Μαρτίου, την ίδια ημερομηνία που ο Άγιος είχε εξοριστεί. Από τότε η Σύναξή του τελείται στο Ναό αυτό και την αυτή ημερομηνία.

     Ο Άγιος Νικηφόρος έζησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού και Γαλλιηνού. Ο Νικηφόρος συνδεόταν στενά με ένα ιερέα, τον Σαπρίκιο, ο οποίος όμως μίσησε τον Άγιο πιστεύοντας τα λόγια ενός συκοφάντη. Ο Νικηφόρος ζητούσε επανειλημμένα από τον ιερέα να τον συγχωρήσει, μάταια όμως. Το 257 μ Χ. άρχισε ανελέητος διωγμός των χριστιανών και ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Σαπρίκιος, ο οποίος βασανίσθηκε σκληρά. Όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να αποκεφαλίσουν τον Σαπρίκιο, ο Νικηφόρος έτρεξε κοντά του, έπεσε στα πόδια του και ζητούσε να συμφιλιωθεί μαζί του, υπενθυμίζοντας του τη διδασκαλία του Χριστού για συγχώρεση. Η άρνηση και η αδιαλλαξία του Σαπρίκιου τον έκαναν ανάξιο στα μάτια του θεού να θυσιαστεί για χάρη Του. Χωρίς πλέον τη δύναμη της θείας Χάρης δεν άντεξε τα βασανιστήρια και όταν ήρθε η ώρα να τον αποκεφαλίσουν ο Σαπρίκιος λύγισε και ζήτησε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Νικηφόρος τον παρακαλούσε να μην αρνηθεί την πίστη του και τελικά οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Νικηφόρο, που έτσι αξξιώθηκε του μαρτυρικού στεφάνου.

     Ο Άγιος Νικόλαος έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του τιμήθηκε -χωρίς να το επιδιώξει- με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιο του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αξίωμα του. Μάλιστα έλαβε μέρος και στην Α\' Οικουμενική Σύνοδο, όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα. Προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμηση του. Για παράδειγμα, όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος ταξιδιώτης στη θάλασσα -λόγω σφοδρών ανέμων- και επικαλέστηκε τη βοήθεια του Αγίου σώθηκε, και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το μέγιστο αυτό θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Κωνσταντινούπολη και ο λαός της πόλης προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να υμνήσει το θαυματουργό Άγιο.

     Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Νίκων έδρασε την εποχή του ηγεμόνα  Κυντιανού και καταγόταν από την επαρχία της Νεαπόλεως της Ιταλίας. Εκτός από τα ηθικά και πνευματικά του χαρίσματα ο Άγιος ξεχώριζε για το σθένος του και τις στρατιωτικές του ικανότητες. Σε μια κρίσιμη μάχη, μάλιστα, ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου, ενθυμούμενος τις συμβουλές της χριστιανής μητέρας του. Μετά τη μάχη, επέστρεψε στο σπίτι του νικητής αλλά και αποφασισμένος να βαπτισθεί και να αφοσιωθεί στη διάδοση της χριστιανικής αλήθειας. Ξεκίνησε έτσι για την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, έκανε όμως την πρώτη του στάση στη Χίο, όπου και παρέμεινε μερικές μέρες νηστεύοντας και αγρυπνώντας. Στη συνέχεια και κατόπιν θείας εντολής αποσύρθηκε στο όρος Γόνου, όπου συνάντησε κάποιο μοναχό, ο οποίος τον βάπτισε και τον χειροτόνησε ιερέα και έπειτα επίσκοπο. Στην περιοχή αυτή συυγκεντρώθηκαν και άλλοι μοναχοί, οι οποίοι, υπό την προστασία του Αγίου, διέλαμψαν με τα σημαντικά έργα τους. Έφυγαν όμως από εκεί όλοι μαζί και πήγαν στην Ιταλία, όπου δέχθηκαν την επίθεση του ηγεμόνα και, αφού συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια. Ο Άγιος Νίκων δαρείς ανηλεώς ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές. Από μικρή ηλικία αφοσιώθηκαν στην υπηρεσία του Κυρίου. Η σωφροσύνη τους και οι αρετές τους τις έκαναν ιδιαίτερα αγαπητές ανάμεσα στους χριστιανούς. Μάλιστα οι τρεις αδελφές άφησαν για την αγάπη του Χρίστου την πόλη τους και πήγαν σε μια τοποθεσία από όπου ανέβλυζαν τα θερμά νερά των Πυθίων για να ησυχάσουν. Στον τόπο αυτό ασκήθηκαν στην εγκράτεια και σε κάθε χριστιανική αρετή και γι\' αυτό έλαβαν από τον θεό το χάρισμα να θαυματουργούν. Χάρη στις τρεις αδελφές πολλοί χριστιανοί βρήκαν θεραπεία σε ασθένειες που τους βασάνιζαν. Όταν όμως ένας ειδωλολάτρης ηγεμόνας, ο Φρόντων, πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση των γυναικών, έστειλε στρατιώτες του για να τις συλλάβουν. Οι αδελφές δε φοβήθηκαν μπροστά στις απειλές του αυτοκράτορα και με θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους. Ο Φρόντων διέταξε τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις τρεις γυναίκες, οι οποίες παρέδωσαν ένδοξα το πνεύμα τους στον Κοριό. Όταν μάλιστα ο Φρόντων θέλησε να ρίξει στην πυρά τα λείψανα τους, μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Ξ

Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ξένη Οσία - Καταγόταν από την Ρώμη, αλλά έδρασε στην πόόλι των Μυλασών. Λίγο πριν τον γάμο της, εγκατέλειψε την κοσμική ζωή και με δύο θεραπαινίδες αποσύρθηκε στα Μύλαισα για να χτίσει ιερό ναό, αλλά και μοναστήρι όπου και ασκήτευσε. Όταν εντεφιάσθηκε και ενώ ήταν μεσημέρι φανερώθηκε σταυρός σχηματισμένος από αστέρια, ο οποίος σαν θείο στεφάνι περιέλουσε τον τάφο της. Το θεϊκό σημάδι εξαφανίστηκε αμέσως μετά τον ενταφιασμό της. Ότι γνωρίζουμε για την Αγία Ξένη το αποκάλυψε στις μοναχές του μοναστηριού μία εκ των θεραπαινίδων της, λίγο προτού πεθάνει.

     Ξενοφών \'Αγιος - Μεγαλούργησε στην Κωνσταντινούπολι, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός. Με την γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά του Αρκάδιο και Ιωάννη ακολούθησαν τον δρόμο του Κυρίου. Όταν έστειλε να σπουδάσουν τα παιδιάτου, αυτά χάθηκαν σε ένα ναυάγιο. Πήγε μαζί με την γυναίκα του να τα ψάξει. Όταν τα βρήκε, είδε ότι και τα δυό του παιδιά ήταν αφιερωμένα στον μοναχικό βίο. Τότε και αυτός με την γυναίκα του μαζί, έγιναν μοναχοί. Ο Θεός εκτιμώντας τον ενάρετο βίο του, του έδωσε το χάρισμα να κάνει θαύματα. Εκοιμήθη με την γυναίκα του, εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. \'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

 Άγιοι από O

Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο \'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι\' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Η Ολυμπιάδα έζησε την εποχή των πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. Η οικογένεια της την εφοδίασε με πολλά πνευματικά και υλικά αγαθά, τα οποία επιστράτευσε στην υπηρεσία του χριστιανισμού. Ήταν μνηστευμένη, αλλά έχασε τον μνηστήρα της πολύ νέα. Τότε αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία, αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις. Τα πλούτη της τα προσέφερε στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και με την καθοδήγηση του ίδρυσε στη συνέχεια μοναστήρι. Πέθανε ενώ ήταν εξόριστη στη Νικομήδεια και πέρασε στην αιώνια βασιλεία.

     Ο Άγιος Ονήσιμος ήταν δούλος στο σπίτι του Ρωμαίου πολίτη Φιλήμονα, ο οποίος είχε διδαχθεί τη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ο Ονήσιμος δραπέτευσε από το σπίτι του Φιλήμονα, αφού πρώτα καταχράστηκε ένα ποσό, και πήγε στη Ρώμη. Όταν βρισκόταν εκεί, έμαθε ότι ο Απόστολος Παύλος, από το λόγο του οποίου πολύ είχε εντυπωσιαστεί ο Ονήσιμος, ήταν υπόδικος. Τότε αποφάσισε να συναντήσει τον Απόστολο, από τον οποίο και διδάχθηκε την πίστη στον Χριστό. Ο Αγιος αφιερώθηκε με ζήλο στην υπηρεσία του θεού, αλλά και του Απόστολου Παύλου. Όταν όμως ο Παύλος μαρτύρησε, ο Ονήσιμος συνελήφθη και εξορίστηκε για να σταματήσει να υπηρετεί το χριστιανισμό. Όμως ο Αγιος δεν απαρνήθηκε την πίστη του και συνέχισε να κηρύττει το λόγο του θεού. Όταν ο έπαρχος Τέρτυλλος επισκέφθηκε τον τόπο της εξορίας του Ονησίμου, οργίσθηκε από τη χριστιανική δράση του και διέταξε τα βασανιστήρια του. Αφού οι ειδωλολάτρες πλήγωσαν το σώμα του με βάναυσο τρόπο, ο Αγιος Ονήσιμος παρέδωσε το πνεύμα τουυ στο Δημιουργό του, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ\' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Ο Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος μαρτύρησαν την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Υπήρξαν ευσεβή μέλη της Εκκλησίας και καθημερινά διακινδύνευαν τη ζωή τους συλλέγοντας και ενταφιάζοντας τα λείψανα των χριστιανών που θανάτωναν οι ειδωλολάτρες. Όταν η δράση τους αυτή έγινε γνωστή συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν από τους ειδωλολάτρες, στους οποίους οι Άγιοι δε δίστασαν να ομολογήσουν την πίστη τους στον Χριστό. Οι δυο άνδρες υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια μετά την ομολογία τους και βρήκαν τραγικό θάνατο. Συγκεκριμένα, οι ειδωλολάτρες τους έδεσαν πίσω από άγρια άλογα που άρχισαν να καλπάζουν, προκαλώντας το θάνατο των Αγίων.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά της ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Ο όσιος Ονούφριος καταγόταν από την Περσία. Από πολύ νωρίς εξέφρασε την επιθυμία να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Κοριό. Αρνήθηκε τις εγκόσμιες απολαύσεις και εντάχθηκε σε μια κοινοβιακή αδελφότητα. Στο κοινόβιο αυτό, που βρισκόταν στην Ερμούπολη των Θηβών, πήρε τα πρώτα μαθήματα άσκησης και εγκράτειας. Χάρη στη βαθιά πίστη και την ταπεινοφροσύνη του ξεχώρισε ανάμεσα στους αδελφούς που τον περιέβαλαν με την απεριόριστη αγάπη και το θαυμασμό τους. Όταν άκουσε για πρώτη φορά το βίο του προφήτη Ηλία και του Ιωάννη του Προδρόμου, θέλησε να φύγει για την έρημο, μιμούμενος τη ζωή των εκεί ασκητών. Πρότυπο ασκητικής ζωής, ο Ονούφριος έμεινε στην έρημο, και μάλιστα επί εξήντα χρόνια δε συνάντησε άνθρωπο. Κάποτε ο μοναχός Παφνούτιος, που ταξίδευε στην έρημο μέρες προκειμένου να συναντήσει κάποιον ασκητή, βρήκε τον Ονούφριο κάτω από ένα φοίνικα. Έμαθε τα πάντα για το βίο του ασκητή, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στον Παφνούτιο. Εκείνος τότε έθαψε το άγιο λείψανο κάτω από το φοίνικα.

     Ο Άγιος Ορέστης καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν γνωστός για τη δύναμη της πίστης του και τη χριστιανική του δράση και γι\' αυτό συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Μπροστά στην άρνηση του Ορέστη ο Μαξιμίνος διέταξε το βασανισμό του. Ο Άγιος Ορέστης βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, ετελειώθη όταν οι ειδωλολάτρες τον έδεσαν σε άλογο, το οποίο τον έσυρε για αρκετά χιλιόμετρα στο έδαφος.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι\' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Ο Άγιος Ουάρος ήταν από τα Τύανα και καταγόταν από οικογένεια επιφανή. Ο ίδιος ήταν χριστιανός και διακρινόταν για τις αρετές και τον ευσεβή βίο του. Μαρτύρησε στα χρόνια που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, στο στρατό των οποίων υπηρετούσε ως στρατιώτης. Οι συστρατιώτες και οι αξιωματικοί του δε γνώριζαν ότι ήταν χριστιανός, γεγονός που του επέτρεπε να επισκέπτεται στις φυλακές τους χριστιανούς που μαρτυρούσαν για την πίστη τους χωρίς να κινεί καμία υποψία. Κάποια στιγμή οι ειδωλολάτρες συνέλαβαν και φυλάκισαν επτά ασκητές, τους οποίους ο Ουάρος φρόντιζε όπως και τους υπόλοιπους χριστιανούς. Όμως ένας από αυτούς δεν άντεξε στη δοκιμασία και εξεδήμησε προς Κύριον. Όταν, λοιπόν, οι έξι ασκητές οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα αυτός ρώτησε ποιος ήταν ο έβδομος. Τότε ο Ουάρος απάντησε πως ο έβδομος ασκητής ήταν αυτός και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οι αξιωματικοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά μάταια. Ο Ουάρος είχε πάρει την απόφαση του να πεθάνει μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Πράγματι, την επόμενη μέρα αποκεφαλίσθηκε μαζί με τους έξι ασκητές. Το τίμιο λείψανο του ετάφη από ευλαβείς χριστιανούς.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Π

Ο Άγιος Παγκράτιος καταγόταν από την Αντιόχεια. Οι γονείς του ήταν εύποροι και μετά το θάνατο τους ο Παγκράτιος κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεσε στους φτωχούς. Το Ευαγγέλιο δίδαξε στον Παγκράτιο ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος και τον χειροτόνησε επίσκοπο Ταυρομενίου. Για την ευσεβή και ενάρετη δράση του, ο Κύριος τίμησε τον Άγιο με το χάρισμα της θαυματουργίας. Ο Παγκράτιος επιτέλεσε πολλά θαύματα και ενέταξε στους κόλπους της Εκκλησίας πλήθος ανθρώπων. Βρήκε όμως μαρτυρικό θάνατο, καθώς λιθοβολήθηκε από Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Ο όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το 300 μ.Χ. από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο στον δάσκαλο Παμβώ, όπου απέκτησε θείες αρετές. Πλήθος ανθρώπων πήγαιναν να ακούσουν λόγια πνευματικά. Σε βαθιά γεράματα κατέβηκε στην κοντινότερη πόλη για να διδάξει. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και ετάφη στην έρημο. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στην ομώνυμη Μονή στην Πισιδία.

     Παλλάδιος \'Οσιος - \'Ολη του την ζωή την έζησε σ΄ ένα κελί που έχτισε ο ίδιος στο όρος Ίμμη. Είχε το χάρισμα να κάνει θαύματα. Κάποτε ένας έμπορας ληστεύτηκε από έναν ληστή και στην συνέχεια δολοφονήθηκε. Ο ληστής στην συνέχειαπέταξε το σώμα του νεκρού δίπλα στο κελί του Παλλαδίου. Όλοι πίστεψαν ότι τον σκότωσε ο όσιος. Αυτός όμως με την δύναμη του Κυρίου ανέστησε τον πεθαμένο, ο οποίος αποκάλυψε τον πραγματικό δολοφόνο. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας Πάμφιλος, Ουάλης, Παύλος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ιουλιανός, Θεόδουλος, Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ και Δανιήλ μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια του σκληρού διωγμού που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των χριστιανών. Οι άγιοι μάρτυρες κατάγονταν από διαφορετικούς τόπους και ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα, αλλά συνδέονταν με την κοινή πίστη τους στον Χριστό. Όταν ξεκίνησαν από τις πόλεις τους για να πάνε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, οι φρουροί τους σταμάτησαν και ζητούσαν να μάθουν ποιοι ήταν. Οι Άγιοι δεν έκρυψαν ότι είναι χριστιανοί και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα Φιρμιλιανού, ο οποίος τους καλούσε επίμονα να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι Άγιοι μάρτυρες του έδωσαν να καταλάβει πως τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τους κάνει να αρνηθούν την αγάπη του Χριστού. Ο Φιρμιλιανός τότε διέταξε να θανατωθούν οι Άγιοι, αφού πρώτα βασανιστούν. Πράγματι, αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια οι Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ, Ουάλης, Παύλος, Σέλευκος και Πάμφιλος αποκεφαλίσθηκαν, ενώ ο Θεόδουλος πέθανε στο σταυρό. Όταν ο Πορφύριος, υπηρέτης του Παμφίλου, και ο Ιουλιανός προσπάθησαν να πάρουν τα λείψανα των μαρτύρων, ο έπαρχος διέταξε να τους ρίξουν στην πυρά.

     Ο μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων έζησε την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Νικομήδεια. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα του ευσεβής χριστιανή, που δυστυχώς πέθανε πρόωρα. Ο θεός όμως δεν άφησε τον Άγιο αβοήθητο μετά το θάνατο της μητέρας του. Τον αξίωσε να διδαχθεί τη χριστιανική πίστη από τον Ιερέα Ερμόλαο και την ιατρική τέχνη από έναν κορυφαίο γιατρό, τον Ευφρόσυνο. Με τη δύναμη της προσευχής του γέμισε αγαλλίαση και ειρήνη χιλιάδες ψυχές και θεράπευσε πολλούς ασθενείς, μεταξύ των οποίων και έναν τυφλό, που έγινε η αιτία της σύλληψης του Αγίου. Συγκεκριμένα, όταν πληροφορήθηκε ο βασιλιάς τη θεραπεία του τυφλού, τον κάλεσε και τον ρώτησε ποιος τον θεράπευσε και με ποιον τρόπο. Τότε εκείνος απάντησε ότι τον θεράπευσε ο Παντελεήμων με τη δύναμη της πίστης του. Ο πρώην τυφλός αποκεφαλίσθηκε αμέσως ενώ παράλληλα διατάχθηκε και η σύλληψη του Αγίου. Ο Παντελεήμων, παρά τις απειλές που δέχθηκε από το βασιλιά, παρέμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την πίστη του. Τότε οδηγήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία βγήκε αλώβητος, γι\' αυτό και τον αποκεφάλισαν. Ο Άγιος Παντελεήμων, με το μαρτυρικό του θάνατο, ανήλθε στους ουρανούς στεφανηφόρος.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Καρπός, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη κατάγονταν από την Πέργαμο. Έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο διώκτης των χριστιανών Δέκιος. Ο Καρπός, ο οποίος είχε σπουδάσει, όπως και ο συνεργάτης του Πάπυλος, την ιατρική επιστήμη, ήταν επίσκοπος Θυατείρων. Στην επισκοπή του υπηρετούσε κι ένας ευσεβής χριστιανός, ο Αγαθόδωρος. Για τη χριστιανική τους δράση οι τρεις άνδρες συνελήφθησαν από τον ανθύπατο της Μικρός Ασίας Βαλέριο. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα, αυτός τους ζήτησε να θυσιάσουν στους θεούς των ειδωλολατρών. Όμως οι Καρπός, Πάπυλος και Αγαθόδωρος αρνήθηκαν και ομολόγησαν, χωρίς να φοβηθούν, την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από την ομολογία τους οι τρεις άνδρες βασανίσθηκαν σκληρά. Μάλιστα, ο Βαλέριος έδωσε εντολή στους δήμιους του να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Αγίους μαζί με την αδελφή του Παπύλου, Αγαθονίκη. Όμως μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά και οι τέσσερις Άγιοι σώθηκαν. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να αποκεφαλίσουν τους τρεις άνδρες και την Αγαθονίκη. Οι Άγιοι με το θάνατο τους κέρδισαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Παράμονος και συν αυτώ τριακόσιοι εβδομήντα άγιοι μάρτυρες άθλησαν επί αυτοκρατορίας Δεκίου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους διώκτες των χριστιανών. Εκείνη την εποχή πολλοί ασθενείς επισκέπτονταν έναν τόπο κοντά στον Τίγρη ποταμό, όπου ανέβλυζαν ιαματικά ύδατα, για να θεραπευθούν. Εκεί πήγε κάποτε ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος για να βρει θεραπεία σε κάποια ασθένεια που τον βασάνιζε. Ως ακολουθία του, εκτός από τους στρατιώτες, είχε πάρει τον Παράμονο και άλλους τριακόσιους εβδομήντα χριστιανούς, τους οποίους κρατούσε φυλακισμένους μέχρι να αρνηθούν την πίστη τους. Ο Ακυλίνος πρόσφερε θυσία σε ένα βωμό της θεάς Ισιδος που βρισκόταν εκεί και στη συνέχεια ζήτησε από τους χριστιανούς να μιμηθούν την πράξη του. Κανένας από τους χριστιανούς δε δέχθηκε να θυσιάσει στη θεά των ειδωλολατρών. Αντιθέτως, άρχισαν όλοι μαζί να ψάλουν δοξολογία προς τον Κύριο και θεό τους, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο τον άρχοντα, ο οποίος διέταξε να θανατωθούν όλοι. Με το μαρτυρικό θάνατο τους ο Παράνομος και οι τριακόσιοι εβδομήντα Άγιοι που ετελειώθησαν από τα ξίφη των ειδωλολατρών ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη. Ήταν κόρη του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Οι γονείς της την ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», γιατί δεν είχαν παιδί και ευχήθηκαν, αν αποκτήσουν, να το αφιερώσουν στο θεό. Μετά τον θάνατο των δικών της μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς και γύριζε κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Η δράση της προκάλεσε τον βασιλιά Αντωνίνο ο οποίος αφού τη συνέλαβε την έβαλε σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Όταν είδε την Αγία άθικτη, δοκίμασε το υγρό στο πρόσωπο του και τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε το φως στον Αντωνίνο ο οποίος πίστεψε. Αργότερα η Αγία μαρτύρησε με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Παρθένιος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έζησε επί αυτοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν άνθρωπος αγράμματος και ασχολούνταν με το ψάρεμα. Όσα χρήματα εισέπραττε από την πώληση των ψαριών δεν τα κρατούσε για τον ίδιο, παρά τα μοίραζε στους φτωχούς. Με την επιθυμία να αποκτήσει υψηλού βαθμού θεολογική κατάρτιση, ώστε να μπορέσει να υπηρετεί τον Κύριο του καλύτερα, κατέβαλε επίμονες προσπάθειες και σε μεγάλη πλέον ηλικία έμαθε γράμματα. Εκτιμώντας τις αρετές του ο επίσκοπος Μελιτοπόλεως τον χειροτόνησε ιερέα, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαμψάκου. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

     Ο όσιος Πατάπιος καταγόταν από τις Θήβες της Αιγύπτου. Από πολύ νωρίς γνώρισε την αλήθεια και ντυμένος με την πανοπλία της πίστης αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Ασκήτευσε πολλά χρόνια στην έρημο και κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε να ζει αυστηρή ασκητική ζωή. Για το λόγο αυτό ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας και μπόρεσε έτσι να βοηθήσει δεκάδες ανθρώπους, θεράπευσε τυφλούς και δαιμονισμένους και στάθηκε στο πλευρό όσων χρειάζονταν τη βοήθεια του. Ο όσιος απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.

     Ο Άγιος Πατρίκιος με τη βαθιά του πίστη και την πνευματική του δύναμη έγινε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές του Ευαγγελίου. Ευλογημένος από τον θεό, είχε πνευματική διαύγεια τόση και παρρησία τέτοια ώστε πάλεψε με δεινότητα ενάντια στους ειδωλολάτρες και έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο της αλήθειας. Διετέλεσε επίσκοπος Προύσσης και από τη θέση αυτή μπόρεσε να ευεργετήσει παντοιοτρόπως το ποίμνιο του. Μάλιστα διάλεξε τρεις άξιους συνεργάτες, τον Ακάκιο, τον Μένανδρο και τον Πολύαινο, που αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο αποστολικό τους έργο. Αυτό εξόργισε τον άρχοντα Ιούλιο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Πατρικίου. Ο Άγιος δε λύγισε μπροστά στις απειλές του Ιουλίου και με ρητορική δεινότητα ανέτρεψε την επιχειρηματολογία του. Συγκεκριμένα ο άρχοντας επιχείρησε να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό, λέγοντας ότι τα αναβλύζοντα θερμά ύδατα θερμαίνονται με την πρόνοια των θεών της ειδωλολατρικής θρησκείας. Ο Άγιος μάρτυρας όμως απάντησε ότι τα θερμά ύδατα, όπως και όλη η κτίση, είναι υπό την πρόνοια του ενός και μοναδικού θεού. Ο άρχοντας τότε εξοργισμένος διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Πατρίκιο και τους τρεις συνεργάτες του.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λουκιλλιανός ήταν ιερέας των ειδώλων όταν άκουσε χριστιανικό κήρυγμα. Ο θείος λόγος ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του και άρχισε να διακηρύσσει την πίστη του, εξοργίζοντας τον κόμη Λιβάνιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Λουκιλλιανό σε φρικτά βασανιστήρια. Οδηγήθηκε στη φωτιά μαζί με τέσσερα παιδιά τα οποία είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο. Όμως δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά και έτσι μετέφεραν τον Άγιο και τους νέους στο Βυζάντιο όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ενώ τα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν. Η παρθένος Παύλη πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε, γι\' αυτό το λόγο βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.

     Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ένθερμος εραστής του Μωσαϊκού Νόμου καθώς ήταν, υπήρξε σκληρός διώκτης των χριστιανών. Μετέβαινε μάλιστα στη Δαμασκό, για να κυνηγήσει του χριστιανούς. Τον κατεδίωκε όμως ο μεγάλος κυνηγός, ο Χριστός, ο Οποίος του φανερώθηκε και τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία, ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Από τη στιγμή εκείνη ο Παύλος έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη. Αφού δίδαξε τη σωτήρια αλήθεια σε πολλούς ειδωλολάτρες, κατέληξε στη Ρώμη, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

     Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε γραμματέας του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου, τον οποίο και διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Η χειροτονία και ανάρρηση του Παύλου έλαβε χώρα ερήμην του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο. Τότε ο Αγιος πήγε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον εξόριστο από τον Κωνστάντιο Μέγα Αθανάσιο. Πληροφορηθείς τα γεγονότα ο αδελφός του Κωνστάντιου και αυτοκράτορας της Δόσης Κώνστας, επενέβη ζητώντας να αποκατασταθούν στους πατριαρχικούς θρόνους τους ο Παύλος και ο Αθανάσιος. Το αίτημα του Κώνστα έγινε δεκτό και ο Παύλος επέστρεψε στο έργο του. Όταν όμως ο Κώνστας απεβίωσε, ο Κωνστάντιος εξόρισε τον Παύλο στον Κουκουσό της Αρμενίας. Στον τόπο αυτό ο Αγιος ετελειώθη από φανατικούς αρειανούς, οι οποίοι τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο τη στιγμή που τελούσε τη θεία Λειτουργία. Με αυτόν το μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του ο Αγιος Παύλος, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Παύλος ονομάσθηκε Απλός, διότι ήταν  άνθρωπος άκακος και με τρόπους απλοϊκούς. Στο επάγγελμα ήταν γεωργός, εργασία την οποία ασκούσε με αφοσίωση. Άνθρωπος σεμνός και αγνός καθώς ήταν δεν είχε υποψιαστεί ότι η σύζυγος του είχε υποπέσει στο αμάρτημα της μοιχείας. Όταν κάποια μέρα γύρισε στο σπίτι του μετά την εργασία και βρήκε τη γυναίκα του να μοιχεύεται, δεν οργίστηκε, παρά πήρε την απόφαση να την εγκαταλείψει και να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Πράγματι, πήγε στην έρημο και συντρόφευσε στην ασκητική ζωή τον Μέγα Αντώνιο. Έπειτα από πολλές ασκήσεις στην εγκράτεια επιβραβεύθηκε με το χάρισμα να θαυματουργεί. Ετελειώθη ειρηνικά.

     Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμββάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Παφνούτιος έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού, ο οποίος κήρυξε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο Άγιος Παφνούτιος ησύχαζε στην έρημο της Αιγύπτου, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον έπαρχο Αρριανό, ο οποίος ξεκίνησε να τον συλλάβει. Μετά τη σύλληψη του Αγίου ο έπαρχος διέταξε και βασάνισαν φριχτά τον Παφνούτιο. Του ξέσκισαν βαθιά τις σάρκες, αλλά ο Άγιος προσευχήθηκε και οι πληγές επουλώθηκαν. Το θαύμα αυτό είδαν με τα μάτια τους δυο στρατιώτες, που πίστεψαν στον Χριστό, γεγονός που εξόργισε τον Αρριανό, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Αλλά και όταν είχαν ρίξει στη φυλακή τον Παφνούτιο, αυτός κατάφερε να οδηγήσει στο δρόμο της αλήθειας σαράντα προκρίτους, τους οποίους ο έπαρχος έριξε στη φωτιά μαζί με τον Άγιο, ο οποίος όμως εξαφανίσθηκε από μπροστά του με τρόπο θαυματουργικό. Ο Παφνούτιος με δική του θέληση παρουσιάσθηκε ξανά στον ειδωλολάτρη έπαρχο. Ο Αρριανός αυτή τη φορά διέταξε να κομματιάσουν τον Άγιο, αλλά τα κομμάτια του ενώθηκαν και ο Παφνούτιος ήταν ακόμη ζωντανός. Τότε ο έπαρχος έστειλε τον Άγιο στή Ρώμη, όπου και σταυρώθηκε.

     Ο Παχώμιος γιος γονέων ευσεβών ζούσε στη μικρά Ρωσία. Αιχμαλωτίσθηκε από τους Τατάρους που τον πούλησαν σε Τούρκο στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας. Όταν προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν έφυγε σαν πραγματευτής στην Σμύρνη, και μετά στην Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος. \'Έγινε ενάρετοςς μοναχός και παράδειγμα αρετής. Επέστρεψε στο Ουσάκι να διδάξει αλλά εκεί τον αναγνώρισαν, τον φυλάκισαν και αποκεφαλίσθηκε στις 27/5/7730. Το λείψανο του βρίσκεται στη Μονή Ιωάννου θεολόγου στην Πάτμο.

     Ο Άγιος Πείρος γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Καπιτωλίων της ανατολικής Ιορδανίας. Ήταν άνθρωπος σεμνός και θεοφιλής. Αν και αρχικά νυμφεύθηκε και απέκτησε τέκνα, αργότερα ασπάσθηκε το μοναχικό βίο. Τιμήθηκε από το μητροπολίτη Βόστρων με το αξίωμα του ιερέα. Κάποια στιγμή καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον εθνάρχη των Αγαρηνών, ο οποίος τον βασάνισε ανελέητα. Ο Άγιος Πέτρος ετελειώθη με αποκεφαλισμό, το δε λείψανο του το έριξαν σε ποτάμι.

     Η οσία Πελαγία καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας και έζησε επί αυτοκρατορίας Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ασκούσε το επάγγελμα της ιερόδουλης και διήγε βίο άσωτο και αμαρτωλό. Ήλθε όμως σε μετάνοια όταν άκουσε το κήρυγμα του επίσκοπου Νόννου. Τα λόγια του συγκλόνισαν την Πελαγία, η οποία διέγραψε το παρελθόν της, κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από τον Νόννο και βαπτίσθηκε. Εξαγνισμένη πια, μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου ασκήτευσε. Απεβίωσε εν ειρήνη.

     Η άλλη Πελαγία γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από επιφανή και ένδοξη οικογένεια. Όταν ο άρχοντας της Αντιόχειας έμαθε ότι η Πελαγία ήταν χριστιανή διέταξε τους στρατιώτες του να πάνε στο σπίτι της και να τη συλλάβουν. Εκείνη όταν είδε τους στρατιώτες, τους ζήτησε να της επιτρέψουν να απομονωθεί για λίγο. Αυτοί δέχθηκαν και η Αγία αποσύρθηκε σε ένα δωμάτιο, όπου προσευχήθηκε στον θεό να τη βοηθήσει να μη χάσει την αγνότητα της. Αφού τελείωσε την προσευχή της, άνοιξε το παράθυρο και έπεσε στο κενό. Με τον τρόπο αυτό η Αγία Πελαγία παρέδωσε το πνεύμα της.

     Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλικίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αλλά ζητούσε να μάθει για τη χριστιανική πίστη. Όταν ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο επίσκοπος Ρώμης. Συγκλονισθείσα από το όραμα η Αγία Πελαγία πήρε την απόφαση να βαπτισθεί χριστιανή, θέλοντας να αποφύγει την οργή της μητέρας της ισχυρίστηκε ότι θα πήγαινε να επισκεφθεί την τροφό της, η οποία ζούσσε σε άλλη πόλη. Όμως η Αγία μετέβη στη Ρώμη, όπου ο επίσκοπος, φωτισθείς από τον θεό, δέχθηκε να τη βαπτίσει. Στη συνέχεια η Πελαγία παρέδωσε τα πλούσια και πολυτελή ενδύματα της για να μοιραστούν στους φτωχούς. Όταν ο γιος του αυτοκράτορα και μνηστήρας της Πελαγίας έμαθε ότι η αγαπημένη του έγινε χριστιανή, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τότε ο πατέρας του Διοκλητιανός κάλεσε την Πελαγία και της ζήτησε να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί ξανά τα είδωλα. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση η νεοφώτιστη •χριστιανή, που είχε πλέον γνωρίσει το δρόμο της αλήθειας, να απαρνηθεί την πίστη της. Έτσι ο Διοκλητιανός διέταξε να πυρακτώσουν ένα χάλκινο βόδι και να τη βάλουν μέσα. Με το μαρτυρικό της θάνατο η Πελαγία έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Πέτρος ήταν αδελφός του Απόστολου Ανδρέα και καταγόταν από την πόλη Βηθσαΐδα της Γαλιλαίος, όπου ζούσε με την οικογένεια του και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Όπως μαθαίνουμε από το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς πήγε στη λίμνη Γεννησαρέτ συνάντησε τα αδέλφια Πέτρο και Ανδρέα, που έριχναν τα δίχτυα τους. Μόλις ο Ιησούς Χριστός τους κάλεσε κοντά Του, εκείνοι άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολούθησαν. Ο Απόστολος Πέτρος, αφού κήρυξε το λόγο του Ευαγγελίου και έγραψε δυο Καθολικές Επιστολές, σταυρώθηκε στη Ρώμη.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β\' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι\' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι\' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

     Ο Άγιος Πλάτων γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μΧ. στην Άγκυρα της Μικρός Ασίας. Διακρινόταν για τη χριστιανική πίστη του και για τη φιλανθρωπική του δράση. Πράγματι, κήρυττε με ζήλο τη χριστιανική πίστη, ενώ παράλληλα μοίραζε στους φτωχούς την περιουσία του. Όταν πληροφορήθηκε τη δράση του ο ηγεμόνας Αγριππίνος διέταξε να συλλάβουν τον Πλάτωνα και να τον οδηγήσουν μπροστά του ώστε να τον ανακρίνει ο ίδιος. Ο Άγιος με παρρησία ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγριππίνος, αφού συνειδητοποίησε πως ούτε οι απειλές του, αλλά ούτε και οι κολακείες του μπορούσαν να κλονίσουν την πίστη του Πλάτωνα, διέταξε να τον βασανίσουν. Πράγματι, οι δήμιοι, αφού χτύπησαν με, μαστίγιο τον Άγιο, τον έδεσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι και στη συνέχεια του καταξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις σάρκες. \'Έπειτα από πολλά βασανιστήρια οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Πλάτωνα, ο οποίος ανήλθε στεφανηφόρος στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Αγάπιος, Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, οι δύο Αλέξανδροι και οι δύο Διονύσιοι έζησαν κατά την περίοδο που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αγάπιος καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τον Εύξεινο Πόντο, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης και ο Ρωμύλος από τη Διόσπολη, όπου ήταν υποδιάκονος. Ήτταν όλοι χριστιανοί και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και για τη δύναμη της πίστης τους. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των χριστιανών, οι οκτώ Άγιοι συνελήφθησανν και οδηγήθηκαν στον Ουρβανό, ηγεμόνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Ουρβανό οι Άγιοι δε λιγοψύχησαν μπροστά στις απειλές του ειδωλολάτρη ηγεμόνα ούτε δελεάστηκαν από τις κολακείες του, αλλά με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Όταν ο Ουρβανός διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πείσει τους οκτώ Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.

     Ο όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαζί με τους αδελφούς του συνέστησαν μια μικρή μοναχική αδελφότητα σε ένα ερημικό μέρος της Αιγύπτου, όπου μόναζαν αφοσιωμένοι στην υπηρεσία του Κυρίου. Αφού διακρίθηκε σε κάθε αρετή, ο όσιος Ποιμήν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο ιερομάρτυρας Πολύκαρπος υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και διετέλεσε επίσκοπος Σμύρνης, αξίωμα που ανέλαβε με τρόπο θαυμαστό: Ο προηγούμενος επίσκοπος, ο μακαριστός Βουκόλος, προαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε να αναλάβει το αξίωμα του ο Πολύκαρπος. Προτού ιερωθεί και λόγω της υποδειγματικής ζωής του είχε λάβει το χάρισμα να τελεί θαύματα. Σταμάτησε την ορμή φωτιάς που κατάκαιγε τα πάντα και έθρεψε κόσμο πεινασμένο με καρπούς που πολλααπλασίασε. Επίσης, με τη δύναμη της προσευχής του έστειλε βροχή που αναζωογόνησε την άγονη γη. Επί αυτοκρατορίας Αντωνίνουυ Πίου (138-161 μΧ.) άρχισε σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών. Ο ανθύπατος Μικράς Ασίας Στάτιος Κοδράτος συνέλαβε τον Πολύκαρπο και του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του και να βλασφημήσει τον Χριστό. Όμως ο Άγιος του απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή υπηρετούσε τον Κύριο του χωρίς ποτέ αυτός να τον αδικήσει και ότι δεν μπορούσε να βλασφημήσει το Σωτήρα του. Ο Κοδράτος διέταξε τότε να τον ρίξουν στη φωτιά, από την οποία ο Πολύκαρπος βγήκε ανέγγιχτος. Στο τέλος οι διώκτες του τον αποκεφάλισαν και ο Πολύκαρπος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 156 μΧ.

     Ο Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος μαρτύρησαν την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Υπήρξαν ευσεβή μέλη της Εκκλησίας και καθημερινά διακινδύνευαν τη ζωή τους συλλέγοντας και ενταφιάζοντας τα λείψανα των χριστιανών που θανάτωναν οι ειδωλολάτρες. Όταν η δράση τους αυτή έγινε γνωστή συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν από τους ειδωλολάτρες, στους οποίους οι Άγιοι δε δίστασαν να ομολογήσουν την πίστη τους στον Χριστό. Οι δυο άνδρες υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια μετά την ομολογία τους και βρήκαν τραγικό θάνατο. Συγκεκριμένα, οι ειδωλολάτρες τους έδεσαν πίσω από άγρια άλογα που άρχισαν να καλπάζουν, προκαλώντας το θάνατο των Αγίων.

     Ο όσιος Πατέρας μας Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η θεολογική του δράση απλώθηκε σε πολλές περιοχές. Αρνούμενος την κοσμική και πλούσια ζωή που του πρόσφερε η οικογένεια του, αποσύρθηκε αρχικά σε μμια σκήτη στην Αίγυπτο για να αφιερωθεί στη μοναχική ζωή και στη συνέχεια πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου και χειροτονήθηκε ιεερέας. Γρήγορα ανέλαβε το αξίωμα του επισκόπου Γάζης και επιδόθηκε σε θαυμαστά και ιερά έργα, καθώς είχε λάβει το θείο χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Στην προσπάθεια του να πολεμήσει τους αιρεετικούς και να προστατεύσει το ποίμνιο του από τις αδικίες, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί, και με τη συμβολή του Ιωάννη του Χρυσόστομου, συνάντησε τη βασίλισσα, η οποία τον τίμησε και προοσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Άγιος έκανε θαυμαστή πρόρρηση -την κυοφορία από τη βασίλισσα αρσενικού παιδιού- και έτσι, παρά τις αρχικές του αντιδράσεις, ο βασιλιάς δέχθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα του. Με γραπτή εντολή του εκδιώχθηκαν οι αιρετικοί από τη Γάζα και με την οικονομική του συνεισφορά ο μακαριστός Πορφύριος κατάφερε να ανεγείρει εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Μετά από είκοσι τέσσερα έτη χρηστού και πλούσιου σε θαύματα ιερατικού βίου, ο όσιος Πορφύριος εξεδήμησε προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Ήταν αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος τους κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο μαζί με τον Απόστολο των Εθνών σε πάρα πολλές περιοχές, υπομένοντας κακουχίες και διωγμούς. Έχοντας επιτελέσει ανεκτίμητο ιεραποστολικό έργο οι τρεις συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και αποκεφαλίσθηκαν όταν ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μΧ). Το βίο και τη δράση των τριών Αγίων κατέγραψε και μας παρέδωσε ο επίσκοπος Τύρου Δωρόθεος

     Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι\' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Πρόκλος και Ιλάριος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊανού και κατάγονταν από ένα χωριό έξω από την Άγκυρα. Τους δύο Αγίους, εκτός από τη βαθιά πίστη και την πνευμονική τους ταύτιση, τους συνέδεε και συγγενικός δεσμός. Δεινοί ομολογητές της χριστιανικής αλήθειας, συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμειναν με θαυμαστή καρτερία. Τελικά θανατώθηκαν, ο μεν Πρόκλος με βέλη, ο δε Ιλάριος με αποκεφαλισμό, και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από το χριστιανό Χριστόφορο και την ειδωλολάτρισσα Θεοδοσία. Έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Όταν η μητέρα του έμεινε χήρα οδήγησε τον νέο στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος τον διόρισε δούκα της Αλεξάνδρειας, δίνοντας του μάλιστα την εντολή να καταδιώκει και να βασανίζει τους χριστιανούς. Κατά την πορεία του προς την Αλεξάνδρεια όμως ο Προκόπιος είχε μια εμπειρία θαυμαστή, που άλλαξε τη ζωή του: Εμφανίστηκε σε αυτόν κρυστάλλινος σταυρός και την ίδια ώρα ακούστηκε φωνή να λέει: «Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Υιός του θεού». Με τον τρόπο αυτό ο Κύριος απάλλαξε τον Προκόπιο από την πλάνη του και τον οδήγησε στο δρόμο της σωτηρίας. Λίγο καιρό αργότερα ο Προκόπιος γύρισε νικητής από εκστρατεία του κατά των Σαρακηνών. Η μητέρα του τότε τον προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα, όμως αυτός αρνήθηκε. Όταν η μητέρα του κατάλαβε πως ο γιος της είχε πιστέψει στον Χριστό τον κατήγγειλε αμέσως στον έπαρχο Ούλκιο. Ο έπαρχος, αφού βασάνισε τον Προκόπιο και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, τον οποίο ο Αγιος γκρέμισε οδηγώντας στην πίστη του Χριστού τη μητέρα του και πολλούς άλλους, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

     Ο όσιος Προκόπιος έζησε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ του Ισαύρου (8ος αι.). Αγάπησε την ασκητική ζωή και γύμνασε την ψυχή του για να την απαλλάξει από τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Δεν απομονώθηκε όμως στο κελί του, αλλά όταν ήρθε η ώρα υπερασπίσθηκε με ζήλο και σθένος την Ορθοδοξία. Σφοδρός εικονομάχος, ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν υπεύθυνος για τη δίωξη και το βασανισμό πολλών φίλων των εικόνων, μεταξύ αυτών και του Προκοπίου, ο οποίος αναδείχθηκε μεγάλος ομολογητής της ορθόδοξης πίστης.

     Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από P

Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο \'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι\' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι\' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Οι Άγιοι Αγάπιος, Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, οι δύο Αλέξανδροι και οι δύο Διονύσιοι έζησαν κατά την περίοδο που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αγάπιος καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τον Εύξεινο Πόντο, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης και ο Ρωμύλος από τη Διόσπολη, όπου ήταν υποδιάκονος. Ήτταν όλοι χριστιανοί και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και για τη δύναμη της πίστης τους. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των χριστιανών, οι οκτώ Άγιοι συνελήφθησανν και οδηγήθηκαν στον Ουρβανό, ηγεμόνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Ουρβανό οι Άγιοι δε λιγοψύχησαν μπροστά στις απειλές του ειδωλολάτρη ηγεμόνα ούτε δελεάστηκαν από τις κολακείες του, αλλά με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Όταν ο Ουρβανός διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πείσει τους οκτώ Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Άγιοι από Σ

Ο Άγιος Σάββας ο Στρατηλάτης ήταν Γότθος, έζησε τον 3ο αιώνα και υπηρετούσε στη Ρώμη. Επειδή ήταν χριστιανός πήγαινε τρόφιμα στους φυλακισμένους. Οι αξιωματικοί τον κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα που προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και τελικά τον έριξαν μέσα σε καζάνι με πίσσα. Αφού δεν έπαθε το παραμικρό, του έδεσαν πέτρα σστο λαιμό και τον έριξαν στον Τίβερη ποταμό.

     Ο όσιος Σάββας έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β\' του Μικρού. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν γόνος επιφανούς και ευσεβούς οικογένειας. Έτσι από πολύ νωρίς γνώρισε τις θείες βουλές και αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο. Είχε μάλιστα τόση πίστη που κάποτε μπήκε σ\' έναν κλίβανο πυρός, απ\' τον οποίο όμως βγήκε αβλαβής με τη βοήθεια του θεού. Όταν ήταν δεκαοχτώ ετών έφυγε από το Μοναστήρι των Φλαβιανών όπου βρισκόταν και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την έρημο της Ανατολής για να συναντήσει τον Μέγα Ευθύμιο. Ο Ευθύμιος τον έστειλε σ\' ένα κοινόβιο, το οποίο διηύθυνε ο όσιος Θεόκτιστος. Ο Σάββας κατά την παραμονή του στο κοινόβιο έλαμψε λόγω του χαρακτήρα του, των αρετών του και της πνευματικής του ωριμότητας. Μάλιστα ήταν τόσο σοβαρός και ηθικός -παρά το νεαρό της ηλικίας του- που προσαγορεύτηκε παιδαριογέροντας από τον Μέγα Ευθύμιο. Ο Σάββας όσο μεγάλωνε τροφοδοτούσε όλο και περισσότερο το πνεύμα του, γ\' αυτό και τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Το χάρισμα αυτό το επιστράτευσε στην υπηρεσία των φτωχών και των ασθενών και έτσι επιτέλεσε σημαντικότατα έργα. Σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ανήλθε προς Κύριον εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι\' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος μάρτυς Σαβίνος γεννήθηκε στην  Ερμούπολη της Αιγύπτου από αριστοκρατική οικογένεια και μαρτύρησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός (284-305 μΧ.). Ήταν άνθρωπος διακεκριμένος για την πίστη του και το θεοσεβή βίο του. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο Σαβίνος κρύφτηκε έξω από την Ερμούπολη, αλλά οι στρατιώτες του αυτοκράτορα τον ανακάλυψαν και τον οδήγησαν μπροστά στον ηγεμόνα της πόλης Αρριανό. Όταν ρωτήθηκε από τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα για την πίστη του, ο Σαβίνος δε δίστασε με θάρρος να ομολογήσει την πίστη του στον Χριστό. Τότε ο Αρριανός διέταξε τους δημίους του να τον υποβάλουν σε φοβερά βασανιστήρια. Πράγματι, οι βασανιστές του, αφού του καταξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, τον κατέκαυσαν με αναμμένες λαμπάδες. Ο Αρριανός όταν συνειδητοποίησε πως ούτε με τα βασανιστήρια μπορούσε να πείσει τον Σαβίνο να αλλαξοπιστήσει διέταξε να του δέσουν μια πέτρα στο λαιμό και να τον ρίξουν σε ένα ποτάμι. Με τον τρόπο αυτό ο Άγιος Σαβίνος παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου

     Ο προφήτης Σαμουήλ γεννήθηκε στην Αρμαθαίμ Σιφά, στο όρος Εφραίμ. Ανήκε στη φυλή του Λευί και ήταν τέκνο του Ελκανά και της πρώτης συζύγου του Άννας. Η Άννα ήταν αρχικά στείρα, αλλά ο θεός άκουσε τις προσευχές της και την αξίωσε να τεκνοποιήσει. Όταν η Άννα γέννησε τον Σαμουήλ θέλησε να ευχαριστήσει τον θεό που της χάρισε παιδί και γι\' αυτό αφιέρωσε το γιο της σε Αυτόν. Όταν μεγάλωσε, ο Σαμουήλ αφιερώθηκε στην υπηρεσία του θεού και αναδείχθηκε μεγάλος προφήτης και κριτής του Ισραήλ. Προφήτευσε σαράντα έτη, κρίνοντας και νουθετώντας το λαό του. Έχρισε βασιλείς τον Σαούλ και τον Δαβίδ και πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     Ο όσιος Σαμψών καταγόταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Γεννήθηκε στη Ρώμη, όπου και σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική. Έχοντας πάντα οδηγό του το χριστιανικό πρότυπο ζωής, έθεσε τις ιατρικές του γνώσεις στην υπηρεσία των φτωχών. Προσέτρεχε πάντα σε κάθε άπορο που τον είχε ανάγκη, χωρίς ποτέ να ζητά αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Όταν πέθαναν οι γονείς του διένειμε στους πένητες τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Σε αυτά έβρισκε καταφύγιο για να ησυχάζει και να μελετά τις ιερές γραφές. Η θεολογική κατάρτιση και οι αρετές του Σαμψών κίνησαν το ενδιαφέρον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερέα. Κάποτε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός Α\' προσβλήθηκε από βαριά ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Σαμψών. Ο όσιος κατάφερε να σώσει τη ζωή του Ιουστινιανού και ο αυτοκράτορας, θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και την εκτίμηση του απέναντι στον Σαμψών, έκτισε για να τον ευχαριστήσει νοσοκομείο, στο οποίο κατέφευγαν οι άποροι προκειμένου να θεραπευθούν. Έχοντας επιτελέσει έργο θεάρεστο και αξιομνημόνευτο, ο όσιος Σαμψών παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Σαμωνάς και Γουρίας μαρτύρησαν όταν διεξαγόταν ο σκληρότατος διωγμός κατά των χριστιανών, τον οποίο είχε κηρύξει ο αυτοκράτορας παν Ρωμαίων Διοκλητιανός. Ο Γουρίας καταγόταν από τη Σαργωκητία και ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Οι δύο άνδρες ήταν γνωστοί για το χριστιανικό έργο τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Αντωνίνο, ο οποίος τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό. Οι Αγιοι όμως δε δείλιασαν και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους. Έπειτα από την ομολογία τους αυτή, οι δυο άνδρες φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια υπεβλήθησαν σε σκληρά βασανιστήρια. Οι Αγιοι Γουρίας και Σαμωνάς υπέμειναν με υποδειγματική καρτερία τα μαρτύρια τους. Στο τέλος οι ειδωλολάτρες τους αποκεφάλισαν και οι Αγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Θεόφιλος ο εικονομάχος, οι σαράντα δύο Μάρτυρες κατείχαν ανώτερα αξιώματα: ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες. Στα χρόνια εκείνα η πόλη Αμόριον κυριεύθηκε από τους Αγαρηνούς και οι σαράντα δυο αξιωματούχοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στη χώρα των αλλοθρήσκων. Εκεί διατήρησαν ακλόνητη την πίστη τους στον Χριστό και τίποτε δεν τους έκανε να δειλιάσουν και να αλλαξοπιστήσουν. Δε λογάριαζαν ούτε βάσανα ούτε μαρτύρια, αλλά αντέταξαν το ανδρείο τους φρόνημα και τη γενναιότητα της ψυχής τους σε κάθε περίσταση. Δέχθηκανν όλοι με πολλή χαρά τον αποκεφαλισμό τους.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, <Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Η Αγία Σεβαστιανή έζησε και μαρτύρησε όταν ήταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ο Δομιτιανός (87-96 μΧ). Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Όταν ο ηγεμόνας Σέργιος πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση της Αγίας διέταξε να τη συλλάβουν και να τη βασανίσουν. Τα βασανιστήρια της η Σεβαστιανή τα απέμεινε με μεγάλη καρτερία, προσευχόμενη διαρκώς στον Χριστό να της δώσει δύναμη. Οι δήμιοι τελικώς την αποκεφάλισαν και η Αγία Σεβαστιανή έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκληπανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ\' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν πς ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Ο Άγιος Σεβηριανός καταγόταν από τη Σεβάστεια της Μικρός Ασίας. Έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μΧ). Ανέπτυξε πλούσια χριστιανική δράση, σώζοντας τις ψυχές πολλών ανθρώπων και στηρίζοντας πολλούς χριστιανούς που μαρτυρούσαν για την πίστη τους. Οι ενέργειες αυτές του Σεβηριανού προκάλεσαν την οργή του ηγεμόνα της Σεβαστείας Λυσία, ο οποίος και τον κάλεσε να απολογηθεί ενώπιον του. Ο Σεβηριανός δε δίστασε να παρουσιασθεί στον ειδωλολάτρη άρχοντα και να ομολογήσει με παρρησία την πίστη στο Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί την πίστη του και να ασπασθεί τα είδωλα, όμως δεν κατάφερε να κάμψει το φρόνημα του. Μπροστά στη θαρραλέα στάση του Σεβηριανού ο ηγεμόνας έχασε την υπομονή του και διέταξε να τον υποβάλουν σε διάφορα κολαστήρια, τα οποία ο Άγιος υπέμενε με καρτερία, προσευχόμενος αδιάκοπα στον Κοριό. Στο τέλος οι ειδωλολάτρες τον κρέμασαν σε ένα τείχος, πάνω στο οποίο ο Άγιος Σεβηριανός παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Αγαθόνικος, Ζωτικός, Ζήνωνας, Θεοπρέπιος, Ακίνδυνος και Σεβηριανός έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμιανός (286-305 μ.Χ.). Στην περιοχή του Πόντου περνώντας από την πόλη Κάρπη ο Ευτόλμιος συνάντησε και θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό τον Άγιο Ζωτικό και τους μαθητές του. Στη Νικομήδεια πληροφορήθηκε ότι ένας εξέχων ειδωλολάτρης της πόλης είχε μυηθεί στο χριστιανισμό από τον Αγαθόνικο. Τότε συνέλαβε τον Αγαθόνικο και πολλούς άλλους χριστιανούς, τους οποίους οδήγησε στη Θράκη για να παρουσιαστούν στον αυτοκράτορα. Στο δρόμο όμως, κοντά στο χωριό Ποταμό, ο Ευτόλμιος σκότωσε τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιο, Ακίνδυνο και Σεβηριανό, επειδή δεν μπορούσαν πλέον να βαδίσουν. Όταν έφθασαν στο Βυζάνπο και έπειτα από διαταγή του βασιλιά, ο Ευτόλμιος αποκεφάλισε τον Αγαθόνικο και τους άλλους χριστιανούς έξω από το χωριό <<Αμμοι», στην περιοχή της Σηλυβρίας.

     Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Μαξιμιανός, στο στρατό του οποίου υπηρετούσαν. Εκτιμώντας τις ικανότητες και τις αρετές του ο Μαξιμιανός έδωσε το αξίωμα του πριμικηρίου (πρώτου άρχοντα) στον Σέργιο και του σεκουνδικηρίου (δεύτερου άρχοντα) στον Βάκχο. Οι δύο άνδρες υπηρέτησαν τον αυτοκράτορα με σύνεση κι ανδρεία. Όταν όμως αυτός έμαθε πως οι δυο αξιωματικοί του ήταν χριστιανοί ταράχθηκε. Για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του οργάνωσε ειδωλολατρική γιορτή, στην οποία κάλεσε τους δυο άνδρες. Όταν ο Σέργιος και ο Βάκχος αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα ο Μαξιμιανός πείσθηκε για την πίστη τους στον Χριστό και εξαγριωμένος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα διακριτικά γνωρίσματα των αξιωμάτων του. Αφού τους διαπόμπευσαν, οι ειδωλολάτρες τους έστειλαν στον Αντίοχο, σε έναν ηγεμόνα της Ανατολής. Αυτός, αφού τους βασάνισε σκληρά, ζήτησε τον αποκεφαλισμό του Βάκχου. Τον Σέργιο, ο οποίος κάποτε είχε ευεργετήσει τον ηγεμόνα, ο Αντίοχος προσπάθησε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Όταν όμως πείσθηκε πως απέτυχε, ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας δεν δίστασε να διατάξει να αποκεφαλίσουν και αυτόν.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετος και Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ  2/1 - Γιος του Ρουφίνου, γεννήθηκε στη Ρώμη. Η αγάπη του για την χριστιανοσύνη εκδηλώθηκε από μικρή ηλικία. Το 314 μ.Χ. διαδέχτηκε τον πάπα Μιλτιάδη στο θρόνο της Ρώμης. Ο Σίλβεστρος υπήρξε δριμύς πολέμιος του Αρείου. Έκανε πολλά θαύματα. Πολλοί άνθρωποι πίστεψαν στο χριστιανικό λόγοκαι έσωσαν την ψυχή τους, όταν είδαν τον Άγιο να ανασταίνει τον ταύρο τον οποίο είχε σφάξει ένας Εβραίος μάγος. Ο Σίλβεστρος παρέδωσε την ψυχή του σε βαθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετος και Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     Ο Άγιος Σίμων ονομάστηκε Ζηλωτής εξαιτίας της θέρμης με την οποία κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου και της ξεχωριστής αγάπης που έτρεφε για τον παντοκράτορα θεό. Ο Απόστολος Σίμων καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίος και ήταν ο γαμπρός στο γάμο όπου ο Χριστός, καλεσμένος με τη μητέρα Του, επιτέλεσε το θαύμα της μεταβολής του ύδατος σε οίνο. Έπειτα από το θαύμα αυτό ο Σίμων πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και το σπίτι του και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό. Μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές του Χρίστου δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής και από τότε επιδόθηκε με ζήλο στην ιεραποστολική δράση. Ακούραστος, διέτρεξε όλη την περιοχή από την Αίγυπτο ως τη Μαυριτανία, φανερώνοντας στο λαό την πλάνη της ειδωλολατρίας και την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου. Ο τελευταίος τόπος τον οποίο επισκέφθηκε ο Σίμων ήταν η Βρετανία. Εκεί, αφού δίδαξε στο λαό τη χριστιανική πίστη, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι και τον εθανάτωσαν επί του σταυρού.

     Ο όσιος Σισώης ο Μέγας γεννήθηκε στις αρχές του 4ου αι. μΧ. στην Αίγυπτο. Η αγάπη του για τον θεό ήταν τόσο μεγάλη και η επιθυμία του να τον υπηρετήσει τόσο ισχυρή ώστε μετέβη στη Σκήτη της Νιτρίας, όπου επιδόθηκε με ζήλο στην ασκητική ζωή. Θέλοντας να φτάσει σε τέλειο σημείο ασκητικής ζωής, έφυγε για να συναντήσει τον Μέγα Αντώνιο, κοντά στον οποίο υποβλήθηκε σε σκληρότερους ασκητικούς αγώνες. Αξιώθηκε δε να λάβει από τον Κύριο το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Ο όσιος Σισώης παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, σε ηλικία εβδομήντα ετών.

     Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ\' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.

     Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

     Ο Άγιος προφήτης Σοφονίας του οποίου τη μνήμη τελεί σήμερα η Εκκλησία μας καταγόταν από τη φυλή του Συμεών. Είχε αξιωθεί το προφητικό χάρισμα και κατάφερε να προμηνύσει την άλωση και την ερήμωση της Ιερουσαλήμ. Προείδε επίσης την έλευση του Ιησού Χρίστου, καθώς και την ημέρα της κρίσης. Ο Σοφονίας, αφού ολοκλήρωσε το προφητικό του έργο, εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.

     Ο Άγιος Σπυρίδων έζησε την εποχή που βασίλευε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Κύπρο και στην αρχή ζούσε ως ποιμένας προβάτων. Ήταν νυμφευμένος με μια ευσεβή γυναίκα, η οποία πέθανε νέα. Έκτοτε ο Άγιος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αφοσιωμένος στην υπηρεσία του Κυρίου και των πλησίον του. Λόγω της ηθικής του αρτιότητας ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Γι\' αυτό και ονομάστηκε θαυματουργός. Οι αρετές του και η δύναμη της πίστης του εκτιμήθηκαν και από το λαό, ώστε όταν απεβίωσε ο επίσκοπος Τριμυθούντος της Κύπρου, του ζητήθηκε αμέσως να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο. Υπήρξε μεγάλος θεματοφύλακας της ορθόδοξης πίστης και με τα επιχειρήματα του ανέτρεπε τις κακοδοξίες των αιρετικών. Όταν ο Άγιος ήταν επίσκοπος Τριμυθούντος συνέβη και το εξής θαυμαστό περιστατικό: Δυο κλέφτες εισέβαλαν στο μαντρί της επισκοπής με σκοπό να κλέψουν το κοπάδι. Με θεία όμως παρέμβαση βρέθηκαν αλυσοδεμένοι. Την επόμενη ημέρα, όταν ο Σπυρίδων τους αντίκρισε, όχι μόνο τους ελευθέρωσε αλλά τους χάρισε και ένα κριάρι. Ο Άγιος Σπυρίδων απεβίωσε εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Ο Άγιος Στέφανος υπήρξε ένας από τους επτά διακόνους τους οποίους εξέλεξαν ο; πρώτοι χριστιανοί και χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι, με σκοπό να επιβλέπουν τη διαχείριση των τροφίμων και των χρημάτων των χριστιανικών κοιινοτήτων. Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για την προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Με τη θαυματουργική του δράση ο Άγιος όχι μόνο θεράπευε πολλούς ασθενείς, αλλά και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική κατάρτιση που τον διέκρινε εξάλλου, ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Ιησού Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους. Κάποιοι μάλιστα από τους φανατικούς Ιουδαίους συκοφάντησαν τον Στέφανο διατεινόμενοι ότι δε σεβόταν τον θεό και τον οδήγησαν στο συνέδριο, μπροστά στους αρχιερείς. Όταν ο Στέφανος απολογήθηκε, δεινός γνώστης του ιουδαϊκού Νόμου καθώς ήταν, κατατρόπωσε το Συνέδριο και τους αρχιερείς, προκαλώνττας την μήνιν τους. Έπειτα από την απολογία του οι Ιουδαίοι έσυραν έξω από το δικαστήριο τον Άγιο και τον θανάτωσαν δια λιθοβολισμού.

     Ο όσιος Στέφανος έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβείς χριστιανούς, τον Ιωάννη και την Άννα. Από νεαρή κιόλας ηλικία ήταν γνώστης των ιερών γραφών. Οι γονείς του ενίσχυαν τη θεάρεστη ενασχόληση του Στεφάνου και φρόντισαν να λάβει αξιόλογη μόρφωση. \"Εχοντας πλέον αποκτήσει πλήρη θεολογική κατάρτιση, ο όσιος αναδείχθηκε ηγούμενος στο όρος του Αγίου Αυξεντίου. Υπήρξε εξαιρετικός ποιμένας, ενώ δε σταμάτησε ποτέ να υποβάλλεται σε σκληρούς πνευματικούς αγώνες. Όταν το 747 μ.Χ. ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος συνέχισε το αιρετικό έργο του Λέοντα Γ του Ισαυρου, καταστρέφοντας ιερούς ναούς και εικόνες και διώκοντας τους ομολογητές της ορθής πίστης. Ο Στέφανος δεν τρομοκρατήθηκε από τις διώξεις και τις απειλές του Κωνσταντίνου και τιμούσε τις εικόνες, κηρύττοντας τα δόγματα της Ορθοδοξίας. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τη δράση του οσίου, τον διέταξε να υπογράψει ένα κείμενο, με το οποίο θα δεχόταν την αίρεση. Ο Στέφανος αρνήθηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Στη συνέχεια εστάλη σε τόπο εξορίας, όπου και θανατώθηκε με λιθοβολισμό από φανατικούς αιρετικούς.

     Αββάδες Αγιοι - Οι Άγιοι Αββάδες ησύχαζαν σε σπηλιές του Όρους Σινά, όπου κατοικούσαν οι Σαρακηνοί. Επί αυτοκρατορίας  Διοκλητιανού και ενώ πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν ο Πέτρος πέθανε ο αρχηγός των Σαρακηνών, οι οποίοι τότε ξεθηκώθηκαν και σκότωσαν πολλούς από τους ασκητές. Για την ακρίβεια σκότωσαν 38 οσίους ενώ μόνο2 γλίτωσαν. Ο Ησαΐας και ο Σάββας οι οποίοι συνέλεξαν τα λείψανα των φονευθέντων και τα έθαψαν με σεμνότητα. Λίγο καιρό μετά την σφαγή τον ίδιο μαρτυρικό θάνατο βρήκαν 30 χριστιανοί αναχωρητές, που ησύχαζαν στην έρημο της Ραϊθού.

     Ο όσιος Στυλιανός ανατράφηκε από πλούσια οικογένεια, η οποία όμως του δίδαξε πώς να χειρίζεται το χρήμα ώστε να στηρίζει και να βοηθά τους έχοντες ανάγκη. Όταν οι γονείς του απεβίωσαν, ο Στυλιανός μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και έκανε πραγματικότητα τη μεγαλύτερη επιθυμία του: Αποσύρθηκε στην έρημο, όπου κλείστηκε σε ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από άγγελο Κυρίου. Ο όσιος καλλιέργησε σε βάθος κάθε χριστιανική αρετή και ασκήθηκε επίπονα στην εγκράτεια. Αξιώθηκε μάλιστα από τον θεό να θεραπεύει τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, καθώς καιι τα άρρωστα παιδιά.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

Ο Άγιος Συμεών ήταν γιος του μνήστορα της Θεοτόκου Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου. Λόγω της αγωνιστικότητας και της βαθιάς πίστης του τιμήθηκε με το αξίωμα του επισκόπου Ιεροσολύμων που ανέλαβε μετά την δολοφονία του Ιακώβου. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η αγωνιστικότητα του και το θάρρος του οδήγησε πολλές ψυχές στη σωτηρία. Αν και εκατόν είκοσι ετών γέροντας, το φρόνημα του δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο και υπέστη το σταυρικό θάνατο με νεανική φλόγα.

     Συμεών \'Αγιος - Ζούσε στην Ιερουσαλήμ και ήταν δίκαιος και ευσεβής. Πέθανε μόνο όταν υποδέχτηκε στην αγκαλιά του τον Μεσσία, όπως του είχε αποκαλύψει το άγιο Πνεύμα.

     Ο Άγιος Συμεών ο Νέος  Θεολόγος ήταν από την Παφλαγονία και έζησε τον 10ο αιώνα. Οι γονείς του Βασίλειος και Θεοφανώ φρόντισαν για την εκπαίδευση του και συνέχισε στην Κων/πολη τις σπουδές του. Τον δέχθηκαν στην περίφημη Μονή του Στουδίου, όπου ασχολήθηκε με θεολογικές μελέτες. Κατόπιν στην Μονή Αγ. Μάμαντα πήρε μοναχικό σχήμα και έγινε ηγούμενος της. Όταν θέλησε να επιβάλει τους μοναστικούς κανόνες του Μεγ. Βασιλείου συνάντησε αντίδραση και παραιτήθηκε. Διατάχθηκε να πάει σε ένα μοναχικό παρεκκλήσι στην Ασιατική Προποντίδα όπου πέθανε σε γεροντική ηλικία. Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά ποιήματα. Για την θεολογική του δεινότητα ονομάσθηκε: Νέος θεολόγος.

     Ο όσιος Συμεών ο Στυλίτης καταγόταν από το χωριό Σισάν της Κιλικίας. Έζησε τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Λέων Α\' και πατριάρχης Αντιοχείας ο Μαρτυρίας. Από νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του θεού και γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να ασκητεύσει. Για το λόγο αυτό συνόδευσε τον όσιο Ηλιόδωρο, κοντά στον οποίο έμεινε για δέκα χρόνια. Όμως η ανάγκη του για πιο ήσυχη ζωή ήταν μεγάλη, οπότε πήρε την απόφαση να ζήσει πάνω σε ένα στόλο, όπου έμεινε για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Απεβίωσε εν ειρήνη.

     Ο όσιος Συμεών έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α\'. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας όπου και ανατράφηκε. Πόλο μικρός ο όσιος -ήταν μόλις έξι ετών-πλήρης χάριτος και πνεύματος αγίου εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ανέβηκε σ\' ένα όρος για να αφιερωθεί στο θεό. Στη συνέχεια πήγε σ\" ένα μοναστήρι, όπου πήρε και τα υψηλότερα διδάγματα χριστιανικής αγωγής, και τέλος αποσύρθηκε στο θαυμαστό Όρος, έναν τόπο που είχε μόνο ξερολίθια. Εκεί έζησε τη σκληρότερη ασκητική ζωή επί σαράντα πέντε χρόνια. Λόγω της θαυμαστής του καρτερίας αξιώθηκε ννα ζήσει ογδόντα πέντε χρόνια και να αποτελέσει πρότυπο μοναχικού βίου. Εκοιμήθη εν ειρήνη και μετέβη στην αιώνια μακαριότητα.

     Οι όσιοι πατέρες Συμεών και Ιωάννης κατάγονταν από την Έδεσσα της Συρίας και έδρασαν την εποχή του βασιλιά Ιουστίνου Α\' (518-527 μ.Χ.). Τους έδενε βαθιά φιλία και ταύτιση τόση, που αποφάσισαν να πάνε μαζί στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Όταν αντίκρισαν το Τίμιο Ξύλο ένιωσαν τη φλόγα της πίστης να φουντώνει στα στήθη τους και έτσι αποφάσισαν να αφοσιωθούν στον ασκητικό βίο. Αφού αποσύρθηκαν στη Μονή του Αγίου Γερασίμου, έλαβαν το άγιο σχήμα από τον όσιο Νίκωνα. Δεν συμπλήρωσαν όμως εφτά ημέρες στο μοναστήρι και έφυγαν για την έρημο. Εκεί έμειναν σαράντα ολόκληρα χρόνια υπομένοντας τη σκληρή αυτή ζωή με μόνη δύναμη την προσευχή τους. Κατόπιν ο Συμεών επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ενώ ο πνευματικός αδελφός του Ιωάννης έμεινε πίσω στην έρημο. Ο Συμεών μάλιστα κατά την επιστροφή του παρακάλεσε τον Κοριό να του δώσει δύναμη για να βοηθήσει τους πάσχοντες και να επιδοθεί σε αγαθοεργίες. Επίσης του ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, γιατί δεν ήθελε να δοξαστεί και να τιμηθεί επίγεια. Και έτσι έγινε: Ο Συμεών θεράπευσε ασθενείς και φώτισε πολλούς ανθρώπους χωρίς ποτέ να αποκαλύψει το όνομα και την ιδιότητα του. Τελικά πέθανε φτωχός και ταλαιπωρημένος, κερδίζοντας όμως την αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     Ο Άγιος Συμεών ήταν αρχιερέας των χριστιανών στην Περσία, όταν ήταν βασιλιάς ο Σαπώρ Β\'. Οι Πέρσες, που δεν συμπαθούσαν τους χριστιανούς, διέβαλαν τον Συμεών στο βασιλιά, ο οποίος διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στη φυλακή. Μετά ο Συμεών και χίλιοι εκατόν πενήντα ακόμη χριστιανοί αποκεφαλίσθηκαν και παρέδωσαν το πνεύμα τους στο θεό

     ΣΥΝΑΞΗΣ ΑΓΙΩΝ 70 ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - Έπειτα από την επιλογή των δώδεκα Αποστόλων, ο Ιησούς διάλεξε εβδομήντα ακόμη, όπως μαρτυρεί το κατά Λουκά Ευαγγέλιο. Είχαν ως αποστολή να πηγαίνουν σε κάθε πόλη που επρόκειτο να πάει ο Ιησούς και να προετοιμάζουν τους κατοίκους για τον ερχομό Του. Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην έχουν μαζί τους τίποτε (σακίδια - χρήματα -υποδήματα) προκειμένου να διδάσκουν με τον τρόπο του βίου τους, την εγκράτεια και την αντοχή στις κακουχίες. Τους ζήτησε να μην χάνουν ώρα, να μην καθυστερούν, να μην σταματούν και να μην χαιρετούν κανένα στο δρόμο τους. Ο Κύριος τους είπε να  τρώνε και να πίνουν ότι τους δίνουν, να κοιμούνται όπου τους δέχονται και να μην αλλάζουν τόπο διαμονής. Τους ζήτησε να θεραπεύουν τους αρρώστους και να αναγγέλλουν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού διαβεβαιώνοντάς τους πως η πόλη που δεν θα τους καλοδεχόταν δεν θα είχε την επιείκεια του Θεού κατά την ημέρα της κρίσης. Οι εβδομήντα Απόστολοι εξετέλεσαν με ακρίβεια και πειθαρχία το έργο τους.

     Ο Άγιος Σώζων καταγόταν από την πόλη Λυκαονία της Μικρός Ασίας. Ήταν ποιμήν στο επάγγελμα και  ως εθνικός ονομαζόταν Ταράσιος. Όμως γρήγορα ασπάσθηκε τη χριστιανική πίστη και ονομάσθηκε Σώζων. Υπήρξε άνθρωπος ενάρετος και θεοσεβής. Μελετούσε τις ιερές γραφές και κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο πολλές ψυχές. Κάποια μέρα ο Σώζων μπήκε σε έναν ειδωλολατρικό ναό, όπου είδε ένα αγαλματίδιο φτιαγμένο από χρυσό. Όταν είδε αυτό το θέαμα ο Σώζων οργίστηκε με τη σκέψη ότι οι ειδωλολάτρες έφτιαχναν πολυτελή είδωλα τη στιγμή που αρκετοί άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Τότε έκοψε το ένα χέρι του αγάλματος και, αφού το πούλησε, μοίρασε τα χρήματα στους απόρους. Ο ηγεμόνας της περιοχής όταν έμαθε τι είχε συμβεί άρχισε να συλλαμβάνει και να τιμωρεί αρκετούς χριστιανούς. Ο Σώζων θεώρησε πως δεν έπρεπε να διώκονται άλλοι για πράξεις τις οποίες είχε κάνει ο ίδιος και γι\' αυτό παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον ηγεμόνα, στον οποίο και ομολόγησε με θάρρος και χωρίς να έχει μετανιώσει ότι αυτός ήταν που είχε αφαιρέσει το κομμάτι του αγάλματος. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια, ο Σώζων παρέδωσε μαρτυρικά το πνεύμα του στο θεό.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Αππολώ,  Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά ττης ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο \'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι\' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος αφιερώθηκαν στο ιεραποστολικό καθήκον με θαυμαστή συνέπεια. Κήρυξαν το θείο λόγο, ίδρυσαν εκκλησίες και προσέλκυσαν πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη. Είχαν ήδη διατελέσει επίσκοποι, όταν πήγαν στην Κέρκυρα για να συνεχίσουν τη δράση τουυς. Εκεί ο ειδωλολάτρης άρχοντας Κερκυλλίνος τους συνέλαβε και τους φυλάκισε δίχως να φαντάζεται ότι οι απόστολοι θα προσέλκυαν πιστούς ακόμα και στη φυλακή. Έκαναν χριστιανούς επτά φυλακισμένους λήσταρχους του νησιού και μάλιστα όλη την οικογένεια του άρχοντα Δατιανού. Ο απόστολος Σωσίπατρος γνώρισε μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο Ιάσων απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.

     Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Ο όσιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στη Φοινίκη γύρω στο 580 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και ταπεινοί, γι\' αυτό και ο όσιος από νωρίς διαμόρφωσε δυνατό χριστιανικό φρόνημα. Η αγάπη του για τη γνώση τον ώθησε να καταρτιστεί φιλοσοφικά και να διακριθεί για τη σοφία και τη σύνεση του. Επιστράτευσε τα χαρίσματα του στον αγώνα για την Ορθοδοξία, συγγράφοντας μάλιστα και πολλά έργα για την καταπολέμηση των αιρετικών. Σε ηλικία 55 ετών περίπου έγινε πατριάρχης Ιεροσολύμων και από τη θέση αυτή φώτισε και καθοδήγησε το ποίμνιο του με αγάπη μέχρι το 638 μΧ., οπότε και εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]