«κατ\' εικόνα καί καθ\' ομοίωσιν»

Started by Iaspis, 26 December, 2008, 11:58:50 PM

Previous topic - Next topic

Iaspis

Εξαίσια περιγραφή τού «κατ\' εικόνα» καί «καθ\' ομοίωσιν»!


Τού Αγίου Διαδόχου
Η θεία Χάρις, διά τού Αγίου Βαπτίσματος καί τής εξ αυτού αναγεννήσεως, προσφέρει είς ημάς δύο καλά. εξ αυτών τό έν είναι κατά πολύ ανώτερον τού άλλου. Τό έν λοιπόν αυτό καλόν μάς χορηγείται κατ\' ευθείαν μέ τό Άγιον Βάπτισμα. ούτω μέ τό λουτρόν τής παλιγγενεσίας ανακαινιζόμεθα, φεύγει από επάνω μας κάθε ίχνος αμαρτίας καί η ψυχή μας, καθ\' όλας αυτής τάς κινήσεις καί ενεργείας, επανέρχεται είς τήν πρώτην αυτής κατάστασιν, τό «κατ\' εικόνα», λαμπρυνομένη καί ακτινοβολούσα. Τό έτερον καλόν, πού προσφέρει η θεία Χάρις είς τόν άνθρωπον, παραμένει ώς διάθεσις, ώστε νά ολοκληρωθή διά τής εργασίας ημών καί τής συνεχούς προσπαθείας. αυτό δέ είναι τό «καθ\' ομοίωσιν».
Όταν λοιπόν αρχίσει ο νούς μας, μέ μεγάλην ευχαρίστησιν, νά δοκιμάζει τάς ευεργετικάς ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος, τότε πρέπει νά γνωρίζομεν, ότι η θεία Χάρις ήρχισε πλέον νά φιλοτεχνή τό «καθ\' ομοίωσιν» επάνω είς τό  «κατ\' εικόνα». Επί τού προκειμένου τό έργον τής θείας Χάριτος ομοιάζει μέ τό έργον τών ζωγράφων. ούτω οί ζωγράφοι, όταν ζωγραφίζουν άνθρωπον, είς τήν αρχήν μέ ένα μόνον χρώμα περιγράφουν τό σχήμα τού ανθρώπου, εν συνεχεία στολίζουν ολίγον κατ\' ολίγον, μέ διάφορα χρώματα, τόν πίνακά των καί τοιουτοτρόπως αποδίδουν τήν μορφήν τού ζωγραφουμένου είς όλας τάς λεπτομερείας, μέχρι ακόμη καί τών τριχών τής κεφαλής. Καί η θεία Χάρις, πρώτον μέν διά τού Αγίου Βαπτίσματος, επαναφέρει τόν άνθρωπον είς τήν αρχέγονον μακαριότητα, η οποία ευρίσκεται είς τήν κατάστασιν τού «κατ\' εικόνα».
Όταν δέ η θεία Χάρις ίδη, από τάς διαφόρους προθέσεις τής ψυχής μας, ότι επιθυμούμεν τό κάλλος τής ομοιώσεώς μας μέ τόν Θεόν καί παραμένομεν γυμνοί καί χωρίς φόβον είς τήν επίμονον αυτήν προσπάθειαν, τότε μάς κατακοσμεί μέ τάς διαφόρους αρετάς καί εξυψώνει τήν μορφήν τής ψυχής από δόξης είς δόξαν, έως ότου αποτυπώσει οριστικώς τόν χαρακτήρα τής ομοιώσεως επάνω μας, καθιστώσα ούτω τόν άνθρωπον «καθ\' ομοίωσιν» Θεού.
Ώστε λοιπόν η μέν συναίσθησις τού αγαθού καί τής πνευματικής ωραιότητος μάς φανερώνει, ότι ήρχισε νά διαμορφούται εντός ημών τό «καθ\' ομοίωσιν». θά πληροφορηθώμεν όμως τόν τελικόν θρίαμβον τής καταστάσεως αυτής, τού «καθ\' ομοίωσιν», μόνον διά τού φωτισμού τού Αγίου Πνεύματος, ο οποίος θά καταυγάση τήν ψυχήν ημών.
Ούτω δέ πως τά πράγματα θά συμβούν. ο νούς δηλαδή τού ανθρώπου ανακτά μέν όλας τάς αρετάς διά τής φυσικής αισθήσεως τής ψυχής, προαγόμενος είς τήν πνευματικήν τελειότητα μέ μέτρον καί ρυθμόν ανέκφραστον, τήν πνευματικήν όμως αγάπην δέν δύναται νά αποκτήση άλλως, δι\' ιδίας προσπαθείας, παρά μόνον εφ\' όσον θά φωτισθή υπό τού Αγίου Πνεύματος καί θά δεχθή τήν πληροφορίαν τής Χάριτος. Εφ\' όσον ο άνθρωπος εναρμονίση τήν βούλησιν του μέ τάς ύψίστας αρετάς τού Θεού, εξομοιούμενος, όσον είναι δυνατόν είς τόν άνθρωπον, μέ τόν Θεόν, τότε πράγματι θά δυνηθή νά επιτύχη καί  τήν ομοίωσιν τής θείας αγάπης.
Καί πάλιν θά αντιληφθώμεν καλύτερον τήν έννοια τής ομοιώσεως τής ψυχής μέ τήν θείαν αγάπην, βοηθούμενοι από τό παράδειγμα τού ζωγράφου. Όπως λοιπόν ακριβώς είς τήν φιλοτέχνησιν μίας προσωπογραφίας, όταν προστεθή είς τήν εικόνα τό ζωηρότερον καί λεπτότερον χρώμα εξασφαλίζει είς τό ζωγραφιζόμενον πρόσωπον τοιαύτην ομοιότητα πρός τό πρωτότυπον, ώστε νά αποδίδεται καί η παραμικροτέρα λεπτομέρεια, τού μειδιάματος παραδείγματος χάριν, τοιουτοτρόπως καί είς τήν αναζωγράφησιν υπό τής θείας Χάριτος όλων τών χαρακτήρων καί τών γνωρισμάτων επί τής ψυχής τής θείας ομοιάσεως, όταν προστεθή υπο τής θείας Χάριτος είς τήν πλήρη πλέον κατάστασιν τού «καθ\' ομοίωσιν» ο φωτισμός τής αγάπης, τότε καθίσταται φανερόν ότι η ψυχή ωλοκλήρωσεν επιτυχώς τήν θείαν εξέλιξίν της από «κατ\' εικόνα» Θεού είς «καθ\' ομοίωσιν». Τήν απάθειαν, η οποία είναι η σφραγίς τής ομοιώσεως τού ανθρώπου μέ τόν Θεόν, ουδεμία άλλη αρετή δύναται νά εξασφαλίση είς τήν ψυχήν, παρά μόνον η αγάπη. διότι η πληρότης τού Νόμου επιτυγχάνεται μόνον μέ τήν αγάπην.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)