[font size=4]ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:
Σταμάτης Σπανουδάκης
ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ[/fonts][font size=3]Συναντήσαμε τον Σταμάτη Σπανουδάκη ένα μεσημέρι του Φλεβάρη στην Αγ. Παρασκευή. Ήπιος, απέριττος και ευδιάθετος απάντησε με απλότητα και φιλική διάθεση στις ερωτήσεις μας και συζήτησε μαζί μας πολλά θέματα...
Χ.Φ.Ε.: Κύριε Σπανουδάκη, έχετε βγάλει δίσκους με οργανική μουσική...
Σ.Σ.: Ναι, ο πρώτος ήταν το ’72... Έλεγα από μικρός ότι θα επιβάλλω την οργανική μουσική στην Ελλάδα και με έλεγαν τρελό. Αυτό ήταν και το πρώτο όνειρο και το πέτυχα πολύ τελευταία.
Το δεύτερο όνειρό μου ήταν, ότι, από το 1975 που πίστεψα στο Χριστό, ήθελα να κάνω θρησκευτική μουσική... Μην κοιτάς τώρα που ζούμε σε μια άλλη εποχή... Τότε, με βρίζανε που έκανα ύμνους πασχαλινούς κ.λ.π. Ήταν όλοι αριστεροί και «προοδευτικοί» βλέπεις... Βέβαια, είχα αντιδράσεις όχι μόνο απ’ αυτούς, αλλά και από τους Ορθοδόξους. Υπάρχει βλέπεις κι αυτή η τρέλα ορισμένων ορθοδόξων, να έχεις στοιχεία ταυτότητας Ορθόδοξα: «ποιος είναι ο γέροντάς σου», «αν έχεις πάει στο Άγιον Όρος», «αν έχεις διαβάσει γεροντικά» κ.λ.π. Κι εμένα δε μ’ αρέσει αυτό κι έκανα τα αντίθετα... δεν πήγαινα στο Άγιον Όρος, δεν διάβαζα... ή μάλλον έλεγα τα αντίθετα, γιατί στο Άγιον Όρος είχα πάει νωρίς, απ’ την αρχή.
Γενικά δεν θέλω ποτέ να δίνω εξετάσεις καλής ή κακής πίστης. Γιατί για μένα ο μεγάλος εχθρός είναι ο καθωσπρεπισμός... Δηλαδή σ’ ένα παπά με «νεσεσέρ» κι άψογο ράσο που βγαίνει από μια «μερσεντές» δε θέλω να πάω να εξομολογηθώ. Σ΄ ένα παπά με τρύπια ράσα, θέλω να πάω να εξομολογηθώ. Ο καθωσπρεπισμός είναι επικίνδυνος, επειδή διώχνει τον άνθρωπο, ο οποίος τα έχει τακτοποιήσει όλα. Επομένως είναι και θέμα του Θεού. Το θέμα όμως του Θεού δεν τακτοποιείται, θέλει αυτοθυσία... Είναι πόλεμος.
Χ.Φ.Ε.: Πέρα όμως από την ορχηστική μουσική έχετε γράψει και αρκετά επιτυχημένα τραγούδια...
Σ.Σ.: Δεν έχω γράψει ερωτικό τραγούδι ποτέ. Είναι όλα κεκαλυμμένα χριστιανικά... Είχα πάντα το πρόβλημα ο κόσμος να μην εκλάβει αυτό που λέω ως κήρυγμα, αλλά ως ερωτικό, ως αφηρημένο, αλλά να πω κι αυτό που θέλω. Για μένα η ευλογημένη ασάφεια είναι το καλύτερο. Δηλαδή, το τραγούδι να είναι ασαφές, αλλά να στέκεται. Γιατί υπάρχει και ασάφεια που είναι μπερδεμένη. Όσο μπερδεμένο κι αν είναι ένα τραγούδι, χρειάζεται και μια φράση κλειδί πάντα. Π.χ. «ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη». Ας είναι ασαφή όλα τα προηγούμενα, αυτό είναι πολύ σαφές. Ή π.χ. «η στιγμή περνά και χάνεται». Δηλαδή ότι βάλεις ασαφές το δένεις με κάτι συγκεκριμένο, γιατί αλλιώς χάνεσαι.
Χ.Φ.Ε.: Γιατί ενώ έχετε δοκιμαστεί με επιτυχία στο στίχο επιμένετε να γράφετε οργανική μουσική;
Σ.Σ.: Γιατί πιστεύω, ότι αν η οργανική μουσική είναι ας πούμε ο Θεός, το τραγούδι είναι ένας άγιος. Εγώ δεν έγινα μουσικός για να βγάλω πολλά λεφτά ή για να γίνω διάσημος. Αυτά τα πετυχαίνεις με χιλιάδες τρόπους. Έγινα επειδή αγαπάω τη μουσική. Και εκ των υστέρων, από τότε που πίστεψα, κατάλαβα ότι η μουσική είναι το εργόχειρό μου, δηλαδή αυτό που μου δόθηκε από τον Θεό, για να έχω ορισμένες καλές στιγμές και πολλές μαύρες. Άρα έχω υποχρέωση να κάνω το δυσκολότερο. Το τραγούδι είναι εύκολο. Αν κοιτάξεις γύρω σου θα δεις πολλούς που κάνουν πολλά τραγούδια. Και πάρα πολλοί άνθρωποι θα συνεχίζουν να κάνουν. Πόσοι Έλληνες συνθέτες όμως που ζουν στην Ελλάδα και δεν θέλουν να ζήσουν στην Αγγλία ή στην Αμερική, κάνουν ορχηστική μουσική; Κάποιος όμως πρέπει να κάνει και τα δύσκολα.
Ομολογώ ότι πολλές φορές τελευταία, που δεν γράφω τραγούδια, μου λείπουν. Δηλαδή αν πούμε ότι η ορχηστική μουσική είναι η στιγμή που μιλάς με το φίλο σου για το Θεό, το τραγούδι είναι η στιγμή που κάνεις με το φίλο σου πλάκα. Και μου λείπει αυτή η πλάκα. Αλλά την αναβάλλω συνεχώς.
Χ.Φ.Ε.: Ποιος όμως είναι ο καλύτερος τρόπος για να περάσει ένας καλλιτέχνης, στο κοινό μιας συναυλίας το μήνυμά του; Το τραγούδι ή η ορχηστρική μουσική;
Σ.Σ.: Είναι η διαφορά μεταξύ ενός θεολόγου που κηρύττει και ενός θεολόγου που προσεύχεται. Το δεύτερο είναι δυσκολότερο, αλλά η επικοινωνία είναι βαθύτερη και λίγο ασαφής, άρα πολύ πιο ωραία. Το ασαφές είναι πάντα πιο ωραίο, όπως σου είπα. Γιατί αυτοί που θέλουν να βάλουν τα πράγματα σε τάξη κάνουν λάθος. Δηλαδή όταν θέλεις να περάσεις ένα συγκεκριμένο μήνυμα, δηλαδή: «παιδί μου, είσαι αμαρτωλός, έλα λοιπόν κοντά μου να γνωρίσουμε το Χριστό να σωθείς», είναι λάθος. Το καλύτερο είναι ν’ αγαπάς. Αυτό λοιπόν είναι η διαφορά της ορχηστικής μουσικής. Αν αγγίξει, υπάρχει μια επαφή βαθύτερη με το κοινό, που μπορεί να μην την καταλαβαίνεις. Ενώ το τραγούδι είναι άμεσο. Αμέσως το βλέπεις, αμέσως το καταλαβαίνεις, αλλά τελειώνει γρήγορα. Στο τραγούδι κάνεις το εξής: παίρνεις το χάος που είναι ο ήχος και το κάνεις μικρό, τρία λεπτά, μ’ ένα συγκεκριμένο στίχο, μια συγκεκριμένη φωνή, με συγκεκριμένα ρούχα, με συγκεκριμένους χορούς κ.λ.π. Όμως μετά από μια συναυλία με τραγούδια πάρα πολύ δύσκολα φεύγεις και τα θυμάσαι, ενώ στη μουσική μένει κάτι βαθύτερο.
Χ.Φ.Ε.: Ναι, αλλά ένας τραγουδιστής μπορεί να διακρίνει τις αντιδράσεις του κοινού μιας συναυλίας. Στην οργανική μουσική μπορεί να επιτευχθεί αυτή η επικοινωνία με το κοινό;
Σ.Σ.: Μπορεί να γίνει μεν, αλλά τα πράγματα είναι στα χέρια του συνθέτη, όχι του τραγουδιστή. Γι’ αυτό εξ ορισμού ο συνθέτης είναι πολύ μεγαλύτερος καλλιτέχνης από τον τραγουδιστή.
Χ.Φ.Ε.: Γιατί εσείς δεν κάνετε συχνά συναυλίες;
Σ.Σ.: Είμαι εγωκεντρικός... Δηλαδή κάνω τις δουλειές μόνος μου. Γράφω τους στίχους (αν υπάρχουν), τη μουσική, ενορχηστρώνω, ηχοληπτώ μόνος μου, στο δικό μου στούντιο, με τα χέρια μου, κάνω τη μίξη, παρακολουθώ τα εξώφυλλα... Τα πάντα περνούν από τα χέρια μου. Η συναυλία όμως είναι κάτι που πρέπει να εμπιστευτείς πάρα πολλούς ανθρώπους και στην Ελλάδα πολλοί λίγοι άνθρωποι δουλεύουν σωστά. Αυτή είναι η μία διάσταση.
Η δεύτερη διάσταση είναι ότι οι συναυλίες είναι πάρα πολύ επικίνδυνες, από την πλευρά της ματαιοδοξίας. Διότι είναι ο κόσμος μπροστά σου που σε χειροκροτεί και λες: «ΕΓΩ είμαι». Αυτός είναι ο θάνατος κάθε καλλιτέχνη και κάθε ανθρώπου. Δηλαδή, οι συνθέτες μας που έπαψαν να γράφουν, απ’ αυτό έπαψαν. Αισθάνθηκαν μεγάλοι. Αν αισθανθείς μεγάλος και σπουδαίος δεν είσαι τίποτα. Το μυστικό του να γράφεις μεγάλα πράγματα, είναι να αισθάνεσαι ηλίθιος, μικρός, ασήμαντος. Το μυστικό του να γράφεις αηδίες είναι να αισθάνεσαι μεγάλος. Όλοι αυτοί που ασχολούνται με τη δισκογραφία και γράφουν ηλίθια τραγούδια, άμα τους μιλήσεις, θα νομίζεις ότι μιλάς στον Μπετόβεν. Αλλά, αν μιλήσεις σε κάποιον πραγματικά μεγάλο θα νομίσεις ότι μιλάς σε «ηλίθιο», σε παιδί. Γιατί το ξέρει το μυστικό και διαφυλάσσει την παιδικότητα, την ταπεινότητα ή αγωνίζεται να την διαφυλάξει. Διότι μόνο εκεί που υπάρχει ταπεινότητα και βλακεία, ο Θεός στέλνει την έμπνευση. Εκεί που υπάρχει σιγουριά, εμποδίζεται.
Χ.Φ.Ε.: Στη μουσική σας χρησιμοποιείτε και παραδοσιακά όργανα, όπως κλαρίνο, ούτι κ.α. Γενικά ποιά είναι η σχέση σας με την παραδοσιακή μουσική;
Σ.Σ.: Χρειάζεται αποσαφήνιση ο όρος. Δεν ξέρω ποια μουσική είναι παραδοσιακή. Για μένα παραδοσιακή μουσική είναι ότι είναι καλό. Δεν καταλαβαίνω άλλη. Δηλαδή ένα δημοτικό τραγούδι μπορεί να είναι παραδοσιακή μουσική, αλλά μπορεί να είναι και ξενόφερτη. Αν είναι καλό είναι ελληνικό.
Δεν πρέπει να υπάρχουν παρωπίδες στην τέχνη και κατά συνέπεια στη ζωή. Δηλαδή, οι άνθρωποι που υπερασπίζονται τα παλαιά είναι πεθαμένοι. Το παλαιό δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Αν είναι καλό ζει, αν όχι πεθαίνει. Όπως δεν χρειάζεται και ο Θεός υπεράσπιση. Αν ο Θεός θέλει, μέσω εσένα, χωρίς να τον υπερασπίζεσαι, δημιουργεί θαύματα. Ακόμα και αν Τον κρύβεις. Δεν είναι στο χέρι μας η αλλαγή της γνώμης των ανθρώπων και του πολιτισμού...
Χ.Φ.Ε.: Ποια η σχέση σας με τη βυζαντινή μουσική;
Σ.Σ: Σαν γνώση μηδενική. Γιατί μεγάλωσα με τους Beatles και σπούδασα κλασική μουσική. Καμία σχέση με τον Ορθόδοξο ελληνικό ήχο. Απλώς απ’ την αγάπη στο Χριστό και τελικά στους μοναχούς, αγάπησα τη βυζαντινή μουσική. Και ποτέ δεν θα συγκινηθώ για να κάνω κάτι αντίστοιχο, απλώς βγαίνει από μέσα μου γιατί είμαι Έλληνας.
Όπου κι αν μεγάλωνα, πάλι να έβγαινα από μέσα μου, γιατί η Ελλάδα ή η Ορθοδοξία ή το καλό είναι πράγματα που ούτε μαθαίνονται ούτε αποκτώνται. Γεννιέσαι μ’ αυτά. Γι’ αυτό το να είσαι Έλληνας είναι δώρο, δεν μαθαίνεται. Όταν μάθεις να είσαι Έλληνας, γίνεσαι φιλέλληνας. Κι απ’ αυτούς έχουμε χιλιάδες με ελληνική ταυτότητα...
Χ.Φ.Ε.: Αλλάζοντας λίγο τη συζήτησή μας – θα ‘θελα να σας ρωτήσω, αν πράγματι, όπως πληροφορηθήκαμε, ετοιμάζετε κάτι για την «Αποκάλυψη».
Σ.Σ.: Ναι, βέβαια. Το ετοίμαζα από πέρυσι και ήταν να παιχθεί στην Πάτμο. Απλά όταν είδα τι έγινε δεν ήθελα καθόλου να ανακατευθώ μ’ αυτήν την εκκοσμίκευση. Ωστόσο, το έργο δεν ήταν έτοιμο, διότι όταν ψυχανεμίστηκα αυτό που θα γινόταν, πάγωσα και μ’ αυτό που έκανα. Και τώρα αυτό προετοιμάζω, για να βγει στο δικό μου χρόνο.
Χ.Φ.Ε.: Πάντως, τα γεγονότα σας επαλήθευσαν. Καλύτερα που δεν παρουσιάστηκε το έργο στην Πάτμο, με όλα αυτά που έγιναν εκεί.
Σ.Σ.: Ε βέβαια! Στην Πάτμο ήταν σαν να πουλάνε... Ορθοδοξία. Και ξέρεις, εμένα η Ορθοδοξία δε με απασχολεί, με απασχολεί ο Χριστός, τίποτ’ άλλο. Η Ορθοδοξία βέβαια είναι η καλύτερη πρακτική που ξέρουμε. Το ανάποδο όμως, δηλαδή, Ορθοδοξία και Ελλάδα και από πίσω ο Χριστός, είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Χριστός μπροστά και να ακολουθεί η Ορθοδοξία, είναι το ιδανικό. Αυτοί που μιλάνε για την Ορθοδοξία μ’ αφήνουν αδιάφορο, ενώ αυτούς που μιλάνε για το Χριστό και την Ορθοδοξία, τους ακούω με ενδιαφέρον.
Χ.Φ.Ε.: Στην πορεία σας γενικά, είχατε άσχημες κριτικές;
Σ.Σ.: Έχω από τότε που ξεκίνησα. Κι ο λόγος, στο βάθος είναι απλός: είμαι χριστιανός ανένταχτος. Αυτό είναι κάτι που δεν συγχωρείται. Και γι’ αυτό καμμία εφημερίδα δεν γράφει ότι θα γίνει κάποια συναυλία μου, αλλά ούτε ότι έγινε. Εκτός από μία δύο. Ουδέποτε κανένα Υπουργείο ή κανένας φορέας μου’ χει προτείνει να κάνω κάτι. Βέβαια, ουδέποτε κι εγώ έχω διασχίσει τις πόρτες του. Ουδέποτε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχω πάρει βραβείο, ενώ έχω κάνει μουσικές που έχουν μείνει στο χρόνο. Πάντα υπήρχε ο καλλιτεχνικός πόλεμος. Τελευταία έμαθα ότι κάποιοι δίσκοι μου, έχουν γίνει χρυσοί, έχει αποδοθεί «χρυσός δίσκος» στους καλλιτέχνες που τραγουδούν τα τραγούδια μου, δεν έχει όμως δοθεί σε μένα ο οποίος τους έκανε αυτούς τους δίσκους.
Και βέβαια, ο πόλεμος δεν είναι, όπως καταλαβαίνεις, από ένα μέτωπο. Για παράδειγμα, τον «Αλέξανδρο» τον είχα σαν ιδέα και σαν έργο έτοιμο από το 1987, πριν γίνουν όλα αυτά περί Μακεδονίας κ.λ.π. και τότε πάλι, με έβριζαν, με έλεγαν εθνικιστή κ.ά. Ο «Αλέξανδρος» λοιπόν, είχε πόλεμο ασύλληπτο. Δεν κατάφερα τότε να το κάνω, γιατί κανείς δεν τον ήθελε, καμία δισκογραφική εταιρία.
Χ.Φ.Ε.: Όλα αυτά, δε σας απογοητεύουν;
Σ.Σ.: Όχι βέβαια, διότι αυτοί είναι νάνοι κι ο Θεός μεγάλος. Όταν είσαι με το Θεό όλα γίνονται. Εγώ, δηλαδή, επί Υπουργίας Μικρούτσικου, ο οποίος μου έκλεινε τις πόρτες μία- μία, έπαιξα στο Ηρώδειο. Άνοιξε η πόρτα μόνη της. Αν ο Θεός θέλει να γίνει κάτι, θα γίνει...
Οι δίσκοι μου έχουν πουλήσει από 46.000 κομμάτια ο καθένας, ενώ ουδέποτε βγαίνω στις τηλεοράσεις και στα show – το πολύ να έχω βγει μια ή δύο φορές – κανένα δημοσιογραφικό συγκρότημα δεν τους υποστηρίζει, κανένας δημοσιογράφος δεν γράφει ύμνους υπέρ τους. Κι όμως έχουν πουλήσει περισσότερο από τους λαϊκούς δίσκους, αυτούς που διαφημίζονται από μόνοι τους. Κι έτσι αυτό που βλέπω –και χαίρομαι γι’ αυτό- είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι τελικά δε χρειάζονται, γιατί και το εμπορικά καθαρά μέρος, οι δίσκοι μου πουλάνε, χωρίς υποστήριξη. Κι αυτό αποδεικνύει και κάτι άλλο που το αγνοούν όλοι οι δημοσιογράφοι: ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ποιοτικού και εμπορικού. Δηλαδή, δεν είναι απαραίτητο ότι το ποιοτικό δεν είναι εμπορικό και το αντίστροφο. Το πραγματικά εμπορικό, είναι και το πολύ καλό...
Ο πόλεμος όμως υπήρχε πάντα. Και το γνωρίζω ότι θα υπάρχει πάντα. Σε τελική όμως ανάλυση, κάνει καλό. Σ’ ένα δίσκο μου γράφω: «Ευχαριστώ πολύ αυτούς που με πολέμησαν, γιατί με βοήθησαν να γίνω καλύτερος». Είναι αλήθεια. Αν με είχαν όλοι αγκαλιάσει από την αρχή, θα ημούν χαλασμένο χαρτί.
Χ.Φ.Ε.: Κλείνοντας, κ. Σπανουδάκη, θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι πιο γενικό, στο συλλογικό τόμο, που εξέδωσε η Ι.Μ.Κουτλουμουσίου για την Ελλάδα και τον Πολιτισμό, γράψατε, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Είναι καιρός, κατά τη γνώμη μου, αυτή η χώρα και αυτός ο λαός να βρει τον εαυτό του». Με ποιο τρόπο πιστεύετε, ότι είναι δυνατόν αυτή η χώρα και αυτός ο λαός να βρει τον εαυτό του;
Σ.Σ.: Ας πούμε, ένας εύκολος και πρακτικός τρόπος είναι να κλείσει την τηλεόραση. Ένας δεύτερος και πρακτικός τρόπος είναι να προσευχηθεί. Δηλαδή να μπουν μέσα στις εκκλησίες οι άνθρωποι, όποια ώρα και όποια στιγμή και να προσευχηθούν.
Ακόμα, πρέπει να πάψουν να ενημερώνονται. Η μεγάλη κατάρα, για μένα, αυτής της εποχής είναι η ενημέρωση. Δηλαδή ο πιο σωστά ενημερωμένος άνθρωπος σήμερα, έχει άγνοια αυτού που συμβαίνει. Διότι πραγματικά ουσιαστική ενημέρωση είναι αυτή που έχει να κάνει με το μέλλον το παρελθόν και το σήμερα, δηλαδή με τη διαχρονικότητα. Άρα την σωστότερη ενημέρωση, την έχει ένας μοναχός κατά τη γνώμη μου. Η ενημέρωση, αυτή η τρέχουσα, δηλαδή το τι έγινε σήμερα και πως το αναλύουν αυτοί που βγαίνουν στα κανάλια και στις εφημερίδες, είναι άχρηστη, γιατί ουσιαστικά αύριο δεν υπάρχει. Απλώς υπάρχει για να περνάει η ώρα μας. Η ουσιαστική ενημέρωση είναι η άγνοια αυτών που συμβαίνουν σήμερα και η γνώση αυτών που είναι για πάντα. Απ’ αυτό πάσχει η Ελλάδα.
Χ.Φ.Ε.: Κύριε Σπανουδάκη, σας ευχαριστούμε πολύ και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια[/fonts]
Επιμέλεια:
Βασίλης Αργυριάδης
ΠΗΓΗ: ΧΦΕ
http://www.xfe.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=389