Μεγάλες Αγιορείτικες μορφές και άλλες Άγιες μορφές

Started by Βασιλείου Μάριος, 19 June, 2007, 01:55:07 PM

Previous topic - Next topic

Βασιλείου Μάριος

1. Ο ΠΑΠΑ ΤΥΧΩΝ


Έλεγε ο παπα-Τύχων:
- Για να βρεις καλό πνευματικό πρέπει να κάνεις τρεις μέρες προσευχή και
κατόπιν τι ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις να κάνεις
προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς.
Έλεγε ακόμη:
- Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε εργασία. Να λες « Θεέ μου,
δώσε μου δύναμη και φώτιση» και κατόπιν να αρχίσεις την δουλεία σου. Και
στο τέλος «δόξα τον Θεό».
Έλεγε πάλι:
- Η κόλαση έχει γεμίσει από ανθρώπους παρθένους – υπερήφανους. Ταπεινό
άνθρωπο θέλει ο Θεός.

Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως
πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον
είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της
φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του
Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα
εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα
πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα
στον κυρ - Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους
φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα - τον
έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διεπίστωσε ότι
πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό
Παπα - Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό,
αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και
στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον
Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας
στενοχωρέθηκε γι\' αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί
εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: - Άντε,
γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση
στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και
αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο
μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν\" δεν έχουν το
«εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι».
Eνώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις
πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν
ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την
ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον
συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν
μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός
καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε
λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη,
έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και
για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και
άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα -
Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο
Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ\' ευλογείτε!» και περίμενε
να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν
έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους
την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά
ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε
ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του,
τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και
προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε
να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον
άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του
έλεγε:
- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω\' πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να
συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά
ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά
και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη,
καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί
έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να
κρυφτούν πια.

Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος.
Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα - Τυχών προεΐδε
τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι
της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε
τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη
κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια,
σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζεξένοιαστος ο
Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν
αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα
έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι\' αυτό
μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
- Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία
περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι...
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον
Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον
ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα
δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον
μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να
λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος
του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Ό
ταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών
ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης
θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το
Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του
στην Μεγάλη Είσοδο. \"Όταν τον ρωτούσα μετά στο
τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε
συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.

Κάποτε, τον είχε επισκεφθή ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή ή πόρτα του
Παπα - Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές
ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε
να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο
Παπα - Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε
κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι
ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.

Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και
λειτουργούσαν ο Παπα - Μάξιμος και ο Παπα - Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού
ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα.
Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Για τον Παπα - Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν
Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε
κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό
συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε
καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις
επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της ψυχής.

Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας.
Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό\' θαπέραση όμως.

Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί
είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με
πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως.
Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από
τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και
ετοιμαζόταν χαρούμενος γι\' αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του
μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον
είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του:
«Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα
τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι\' αυτό
χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε
μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της
Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι\'
αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα,
όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε
ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το
ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το
Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την
άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε
μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια
κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για
σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ\'
έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι,
για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν
μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με
ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του
κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο,
επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια
και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει
κανονικό σουβά.
Ό Παπα - Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του
αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι\' αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο
της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του
δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα
μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.
Eίχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Η ψυχή του είχε
γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό,
είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική. Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά
ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες.
Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα
στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν
το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του
κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
- Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα;
Εκείνος απάντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα.
Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της
κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, ή οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός
γείτονας.
Είχε επίσης και ένα θηλυκό αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο
φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύει ο Γέροντας. \"Όταν έβλεπε
κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα - Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του και
έφευγαν.
Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε
πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε
και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά
ζουζούνια τ\' αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.

Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή.
\"Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.

Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν
έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το
Αγγελικό Σχήμα.
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ\' αφήνουν
καθόλου να ησυχάσω.
Ό Παπα - Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε
κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο
και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν
πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της
Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της
ημέρας.
Μετά από έξιμήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να
τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια
χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου;
Κι εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές
ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός,
πού έφυγαν τα πάχη.

Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του
ζητούσαν βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε αποκτήσει,
είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά
από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν
οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.
Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλες φορές το σήκωνε από
τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από
τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας
Έξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι, τις
ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και
όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθή πια η καρδιά του
και ο νους του.

Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο
καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ό Παπα - Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν πλήγωνε
άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του
Χρίστου.
Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό Χριστός αγαπάει
περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους.
Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ\' όταν ιδή κανέναν
ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου!
εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.
Επίσης, έλεγε γι\' αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και
ταπείνωση, γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση
είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος - έλεγε -θα του πή ο Χριστός:
«Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ\' εκείνον πού
ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζή ταπεινά με συντριβή καρδίας και
ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πή ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ
στον γλυκό Παράδεισο».

Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού,
δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζη συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης,
τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό,
Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο
Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Άββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη,
έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι
ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν ασκήται,
αποκτάει πάθη».
Μια μέρα ρώτησε το Γέροντα Παΐσιο:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις;
Του απάντησε:
-Άββα Ισαάκ.
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν
σκότωνε ο Άββας Ισαάκ.
Ήθελε με αυτό πού είπε να τονίση την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του
Αγίου.

Ό Πάπα - Τυχών προσπαθούσε να μιμηθή τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο
ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του
αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι
πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να
δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου
είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά
και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα
απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά
και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό.
Έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για
να ξεχάσουν τον Θεό.

Πριν αρχίση τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη πρώτα
προσευχή, να επικαλεσθή το \"Αγιο Πνεύμα, για να τον φώτιση, και αυτό
συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να
μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι\' αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το
Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για
το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι
την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση. Είπε γέρων:
- Κάποτε πήγε ένας μοναχός σ` ένα κελί που ήταν καθαρό, περιποιημένο,
αρχοντικό επίσημο. Είπε: «Όπως είναι η καρδιά του Γέροντα έτσι είναι και το
κελί του».
Πήγε σ` ένα άλλο που ήταν ακατάστατο, αραχνιασμένο κι άνω – κάτω. Είπε:
«Ο Γέροντας είναι καλός, ασχολείται συνέχεια με τα πνευματικά, και δεν έχει
καθόλου καιρό για τα υλικά».
Ήταν αγαθός ο μοναχός αυτός και τα έβλεπε όλα όμορφα. Ότι είσαιαυτό
βλέπεις, ότι ζητάς αυτό βρίσκεις.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
«Δόξα εις τον Γολγοθά του Χρίστου».
Ω Θείε Γολγοθά, αγιασμένε με το αίμα του Χρίστου! Σε παρακαλούμε, πες
μας πόσες χιλιάδες αμαρτωλών με την Χάρη του Χρίστου, την μετάνοια και
τα δάκρυα καθάρισες και γέμισες τον νυμφώνα του Παραδείσου; Ω! με την
αγάπη σου την άρρητη, Χριστέ Βασιλιά, με την Χάρη Σου όλα τα ουράνια
παλάτια γέμισες από μετανοούντας αμαρτωλούς. Συ και εδώ κάτω όλους
ελεείς και σώζεις. Και ποιος μπορεί αντάξια να Σε ευχαρίστηση, έστω κι αν
είχε Αγγελικό νουν; Αμαρτωλοί, ελατέ γρήγορα. Ό Άγιος Γολγοθάς είναι
ανοικτός και ο Χριστός εύσπλαχνος. Προσπέσετε προς Αυτόν και φιλήσετε τα
άγια Του πόδια.
Μόνον Αυτός σαν εύσπλαχνος μπορεί να γιατρέψη τις πληγές σας! \"Ω, θα
είμαστε ευτυχείς, όταν ο πολυεύσπλαχνος Χριστός μας αξίωση με μεγάλη
ταπείνωση και φόβο Θεού και καυτά δάκρυα να πλύνωμε τα πανάχραντα
Του πόδια και με αγάπη να τα φιλήσουμε! Τότε ο Χριστός εύσπλαχνος θα
ευδοκήση να πλύνη τις αμαρτίες μας και θα μας άνοιξη τις πόρτες του
Παραδείσου, όπου με μεγάλη χαρά, μαζί με τους Αρχαγγέλους και Αγγέλους,
τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και με όλους τους Αγίους, αιώνια θα
δοξάζωμεν τον Σωτήρα του κόσμου, τον γλυκύτατο Ιησού Χριστό, τον Αμνό
του Θεού μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την Όμοούσιο και
αδιαίρετο Τριάδα.
Ιερομόναχος Τυχών - Άγιον Όρος
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

2. ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ (1894-1978)


Ο πατέρας Αββακούμ ήταν καλός εργάτης της προσευχής και της εγκράτειας.
Στο ασκηταριό του στην Βίγλα είχε σύντροφο του την εγκράτεια. Λίγο
βρασμένο ρυζάκι, και πολλάκις ανάλαδο, ήταν από τα πιο συνηθισμένα
γεύματα.
- Γέροντα, θέλει
πλύσιμο του είπε
κάποτε ένας
αδελφός της
Λαύρας, όταν τον
είδε να ρίχνει το ρύζι
στην κατσαρόλα,
χωρίς να το πλύνει
προηγουμένως.
- Όλα άγια με την
προσευχή, - ήταν η
απάντηση του π.
Αββακούμ ο οποίος
εφάρμοσε και σε
αυτό το σημείο τον
λόγο της Γραφής:
«Παν κτίσμα Θεού
καλόν και ουδέν
απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενων, αγιάζεται γαρ δια λόγου Θεού
και εντεύξεως».
Το κελλάκι του ήταν πτωχό και απέριττο, αλλά αυτός το ονόμαζε παλάτι. Η
σύντροφος κακοπάθεια του βίου του τον είχε κάνει να αρκείται στα ελάχιστα,
και το πνεύμα της ευγνωμοσύνης τον δίδασκε να τα θεωρεί και αυτά πολλά
και τον εαυτό του ανάξιο για τόσες ευλογίες.
Παντού κυκλοφορούσε ανυπόδητος, παρεκτός των περιπτώσεων που
εισερχόταν στην εκκλησία ή πήγαινε στο Συνοδικό, όπου γινόντουσαν οι
συνάξεις των Γερόντων.
Η πίστη του ήταν μεγάλη. Τα πάντα εγκατέλειπε στην πρόνοια του Θεού, της
κυρίας Θεοτόκου και του Αγίου Φανουρίου. Φάρμακα δεν χρησιμοποίησε
ποτέ του. Όταν τελευταία πάτησε ένα καρφί και πρήσθηκε το πόδι του, και
στην συνεχεία μαύρισε με συνεχή άνοδο του πρηξίματος στο γόνατο του
αρνήθηκε να χρησιμοποίηση φάρμακα που του έδωσαν.
- Έχουμε την Παναγία – έλεγε -, αυτή μας υποσχέθηκε ότι είναι θα είναι η
γιατρός μας.
Και πράγματι! Ενώ το πρήξιμο είχε περάσει το γόνατο του, μετα από λίγο
άρχισε να υποχωρεί για να εξαφανισθεί τελείως μετα από λίγες μέρες.
Ο γνωστός καθηγητής κ. Κ. Καβαρνός αναφέρει για τον γέροντα:
Ο Π. Αββακούμ είχε τέλεια εμπιστοσύνη στο Θεό. Είχε τελείως παραδοθεί
την θεία Πρόνοια. Οτιδήποτε επιχειρείς να κανείς μου είπε, πάντοτε να
επικαλείσαι τον Θεό και λέγε:
- Ας γίνει, αν είναι καλόν.
- Πάτερ Αββακούμ ποια είναι η θέση σου απέναντι στην φιλοσοφία;
- Αληθινή φιλοσοφία παιδί μου, - απάντησε - βρίσκεται στα Ευαγγέλια στις
επιστολές, του αποστόλου Παύλου και αλλαχού της Γραφής ως επίσης στα
έργα των πατέρων και τους βίους των αγίων.
Αν και ήταν αγράμματος ο π. Αββακούμ, είχε εκπληκτική γνώση των
Γραφών. Μπορούσε να απαγγέλλει από την μνήμη του ταχέως και ακριβώς
σελίδα σελίδα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
- Πως απέκτησες αυτή την ικανότητα ρώτησα τον π. Αββακούμ;
- Είναι αποτέλεσμα καθημερινής σπουδής και αγνότητας, και πάνω από όλα
Δώρο του άγιου Πνεύματος, απάντησε.
- Πάτερ Αββακούμ πες μου είναι δυνατό για ένα που ζει στο κόσμο να
πετύχει την αγιότητα;
- Είναι πολύ δύσκολο απάντησε , αλλά όχι αδύνατον. Ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος λέει ότι δεν είναι ο τόπος, αλλά ο τρόπος που κάνει αγίους.
Ο άγιος προέτρεπε τους ανθρώπους οι οποίοι ζουν στο κόσμο να πηγαίνουν
στους πατέρες που ζουν στην έρημο και να εξομολογούνται σε αυτούς.
Ένα απόγευμα πάλι ενώ προσευχόταν στο κελλάκι του την Μονής, τον
ειδοποίησαν ότι κάποιος επίσκοπος του πατριαρχείου θέλει να το δει στο
Συνοδικό.
Αμέσως ετοιμάστηκε και με απλότητα παιδιού παρουσιάστηκε ενώπιον του
υψηλού ξένου και των Γερόντων είπε:
- Ευλογείτε πατέρες ποιος με ζήτησε;
- Εγώ π. Αββακούμ, είπε ο επίσκοπος. Θα ήθελα πολύ να μου εξηγήσεις τον
μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των
ουρανών».
- Σεβασμιότατε, υπάρχουν πολλές εξηγήσεις εγώ τώρα μια κρατώ του
Μεγάλου Βασιλείου, όπου λέει, ότι τέτοιοι είναι ωσάν τον Απόστολο Παύλο ο
οποίος έλεγε: «ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων
περίψημα έως άρτι». Γιατί ταπεινώνεται και ο αμαρτωλός, αλλά καπτόμενος
υπό της αμαρτίας.
- Βρε, κι εμείς το λέμε ανάποδα, αναφώνησε ο επίσκοπος και τον αγκάλιασε.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

3. ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ (1821-1908)


Μια σπουδαία Αγιορείτικη Μορφή είναι και ο παπα – Σάββας ο
πνευματικός.Μέγας ασκητής, ισάγγελος λειτουργός, ασύγκριτος εξομολόγος
και καθοδηγητής ψυχών.
Αναρίθμητες ψυχές ταλαιπωρημένες σε χρόνους δύσκολους και ταραγμένους
βρήκαν κοντά του το λιμάνι της σωτηρίας, τους δρόμους της ζωής το ύδωρ της
αναπαύσεως.
Στους τόσους που εξομολογούσε ο παπα – Σάββας ήταν και ένας ρουμάνος
διάκονος. Νεαρός ακόμη ήρθε στον Αθω και ησύχαζε κάπου στην έρημο, όχι
πολύ μακριά από την Μικρά Αγία Άννα.
- Πνευματικέ μου, του λέει μια μέρα ο διάκονος αυτός περίλυπα, σε
παρακαλώ μην ξεχάσεις να μνημονεύσεις αύριο στην λειτουργία την μητέρα
μου που έχει τα τρίτα της.
Τα λόγια αυτά χτύπησαν στην ακοή του παπα – Σάββα σαν λόγια που
πρόδιδαν θριάμβους του διαβόλου. Ο Γέροντας ταράχτηκε. Εδώ σκέφτηκε
κάποιο άσχημο φαγητό μαγείρεψε ο εχθρός. Ο πανούργος! Με πόση τέχνη
πλανεύει και σκοτίζει τα πλάσματα του Θεού. Χωρίς να δείξει εξωτερικά την
αγωνία του, επιδόθηκε στην ανίχνευση του κακού.
- Για πες μου παιδί μου καθαρότερα την υπόθεση. Η μητέρα σου έχει αύριο τα
τρίτα της. Δηλαδή πέθανε προχτές. Πέθανε στην Ρουμανία. Πώς εσύ σε δυο
μέρες πληροφορήθηκες το θάνατο της;
Μεσολάβησε λίγη σιγή.
- Πως; Πως το έμαθα; Άρχισε να λέει δειλά ο διάκονος. Να μου το είπε.....
- Ποιος σου το είπε;
- Μου το είπε ο φύλακας άγγελός μου.
- Ο φύλακας άγγελος σου; Έχεις δει τον άγγελό σου;
- Αξιώθηκα να τον δω. Δεν είναι μια και δύο φορές. Είναι τώρα δυο χρόνια.
Μου παρουσιάστηκε με συντροφεύει στην προσευχή. Λέμε μαζί τους
χαιρετισμούς κάνουμε μετάνοιες ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις......
Εκείνο τα «δύο χρόνια» πίκρανε πολύ τον παπα – Σάββα. Δυο χρόνια πλάνης
δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Ν' αφήνεις τον εχθρό να χτίζει μέσα σου
ανενόχλητα επί δυο χρόνια το οικοδόμημα της καταστροφής σου, είναι
θλιβερό.
- Και γιατι παιδί μου, τόσο καιρό, δεν μου ανέφερες τίποτα;
- Μου είπε ο άγγελος πως δεν είναι απαραίτητο.
Ο παπα – Σάββας καταλάβαινε πως έχει να δώσει μεγάλη μάχη. Να πείσει
πρώτα τον δυστυχή διάκονο ότι δεν πρόκειται για άγγελο. Να ετοιμασθεί
έπειτα να αντιμετωπίσει την οργή του δαίμονα. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Θεού, ελέησον και σώσον ημάς», προσευχήθηκε με θέρμη.
- Παιδί μου είσαι βέβαιος πως είναι άγγελος του Θεού αυτός που
εμφανίζεται;
- Βέβαιος! Βεβαιότατος Γεροντά μου! Μα προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε
καθημερινώς χίλιες μετάνοιες. Συζητούμε για την μέλλουσα ζωή, για τον
παράδεισο. Ο φύλακας άγγελος μου είναι.
Ο διάκονος φαινόταν αμετάπειστος. Εκείνο όμως που του έκανε εφεκτικό
ήταν η εμπιστοσύνη του, στον θεοφώτιστο Πνευματικό του.
- Αλλά πάλι – έλεγε - πως μπορεί ο δαίμονας να με ενισχύσει στην προσευχή;
Αυτός πολεμάει τους προσευχόμενους.
Μετά από πολλά συμφώνησαν να καταφύγουν σε μερικές δοκιμασίες. Να
δοκιμάσουν τον «φύλακα άγγελο».
- Ζήτησε του, του είπε ο παπα-Σάββας, μόλις ξανάρθει να πει το «Θεοτόκε
Παρθένε». Ακόμη πες του να κάνει το σημείο του Σταυρού.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Όταν δυο ολόκληρα χρόνια σε έχει ο
πονηρός τυλιγμένο στην πλάνη, τότε και τα μάτια σου και τα αυτιά σου τα
πλανεύει και φαντάζεσαι πως ακούς το «Θεοτόκε Παρθένε» και πως τον
βλέπεις να σταυροκοπιέται. Στην επόμενη επίσκεψη ο διάκονος με κάποια
κρυφή εσωτερική ικανοποίηση είπε στον Πνευματικό.
- Γεροντά μου τα πράγματα έχουν όπως σου το έλεγα. Είναι άγγελος Θεού.
Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Και το «Θεοτόκε Παρθένε» το είπε και τον
Σταυρό του τον έκανε.
Ο παπα-Σάββας το είχε αντιληφθεί. Δύο ετών δουλεία από τον πολυμήχανο
εχθρό δεν μπορούσε να αχρηστευθεί εύκολα. Αν όμως αυτός ξέρει πολλές
μηχανές, στους θεοφόρους λάμπει το φως της πανσοφίας του Θεού, που
εξουδετερώνει τα τεχνάσματα του σκότους. Κάποια φωτεινή ιδέα άστραψε
τότε στον φωτόμορφο νου του Πνευματικού. Και στρέφεται αμέσως προς τον
διάκονο:
- Άκουσε παιδί μου. Πρόσεξε σε μια τελευταία δοκιμασία. Μ` αυτήν θα
ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Στους αγγέλους του θεού υπάρχει η δυνατότητα
όλα να είναι γνωστά, γιατί τους τα αποκαλύπτει ο Θεός. Στους δαίμονες
αντιθέτως δεν υπάρχει παρόμοια δυνατότητα και πολλά πράγματα τους
είναι σκοτεινά. Συμφωνείς;
- Συμφωνώ.
- Αφού συμφωνείς, πρόσεξε τι θα κάνουμε. Εγώ την στιγμή αυτή, ακριβώς
την στιγμή αυτή κάτι θα σκεφτώ – σκέφτηκε κάτι σε βάρος του διαβόλου -
και το αφήνω κρυπτό και αψηλάφητο μέσα μου. Εσύ το βράδυ θα ζητήσεις
από τον άγγελο να σου το πει. Αν το βρει τότε χωρίς αμφιβολία είναι του
θεού. Και να έρθεις να με ενημερώσεις.
Γυρίζοντας ο διάκονος στην καλύβι του, σάλευε μέσα του κάτι σαν αγωνία,
σαν δυσάρεστη προαίσθηση. Από την άλλη μεριά θαύμαζε την σπουδαία ιδέα
του Πνευματικού. Η υπόθεση θα περνούσε τώρα την κρίσιμη φάση της.
Μόλις ζητήθηκε την νύχτα απ' τον άγγελο η λύση του προβλήματος, κάποια
δυσδιάκριτη ταραχή αυλάκωσε το φωτεινό πρόσωπο του. Φάνηκε να
σαστίζει. Ο διάκονος, που άρχιζε κάτι να υποψιάζεται, επέμενε στο θέμα του.
- Κάνω υπακοή στον Πνευματικό. Να μου πεις τι σκέφτηκε.
Ο άγγελος με μερικούς ελιγμούς προσπάθησε να μεταφέρει αλλού την
συζήτηση. Ο διάκονος όμως με επιμονή τον επανέφερε στο θέμα. Άλλωστε οι
τεχνικές αυτές υπεκφυγές δεν του προξενούσαν καλή εντύπωση.
- Να μου πεις τι σκέφτηκε ο Πνευματικός. Το θέμα είν' απλό. Γιατι τ'
αποφεύγεις; Το αγνοείς;
- Πρόσεχε διάκο. Με τον μικροπρεπή τρόπο που μου συμπεριφέρεσαι
κινδυνεύεις να χάσεις την εύνοια μου.
- Δεν ξέρω. Σου ζητώ κάτι εύκολο. Γνωρίζεις ή όχι επιτέλους, τι σκέφτηκε ο
Πνευματικός;
Την ώρα αυτή πετάχτηκε το λαμπερό προσωπείο, μια φρικτή μορφή
αποκαλύφθηκε, μερικά άγρια δόντια έτριξαν και σαν από στόμα
λυσσασμένου θηρίου ακούστηκαν τα λόγια.
- Να χαθείς άθλιε. Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση, στην φωτιά! Θα σε
κάψουμε! Θα σε καταστρέψουμε!
Και ο διάκονος έμεινε μόνος του. Μόνος του και σωστό ερείπιο. Όλη η
γλυκύτητα των οπτασιών, δυο χρόνια τώρα, δεν αντιστάθμισε την τωρινή του
πικρία. Αν δεν τον στήριζαν από μακριά οι προσευχές του Πνευματικού που
ξαγρυπνούσε και παρακαλούσε γι αυτόν, θα είχε παραδώσει το πνεύμα του.
Πέρασαν αρκετές ώρες ώσπου να συνέλθει και να σταθεί στα ποδιά του. Το
Καλύβι του πια δεν τον χωρούσε. Πουθενά δεν έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο
κοντά στον Πνευματικό. Σ' όλη του την διαδρομή βούίζε στ` αυτιά του η
απειλή: «αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση». Ο τρόμος τον διαπερνούσε μέχρι το
μεδούλι. Έφθασε, όπως έφθασε ως την καλύβα της Αναστάσεως. Έπιασε το
ράσο του Πνευματικού και δεν το άφηνε ούτε στιγμή. Και την ώρα που
έπρεπε εκείνος να κοιμηθεί λίγο, δίπλα του ο τρομοκρατημένος διάκονος.
- Μη φοβάσαι παιδί μου ηρέμησε.
- Πώς να μην φοβηθώ, Πνευματικέ μου, που πλησιάζει η ώρα. Ω! Πλησιάζει η
ώρα που θα με πάρουν.
Τι κραυγές τρόμου και απελπισίας ήταν αυτές!
- Σώσε με, Πνευματικέ μου! Χάνομαι! Με παίρνουν! Σώσε με!
- Γονατίζει ο παπα-Σάββας και γεμάτος πόνο και δάκρυα δέεται στον Κύριο
να λυπηθεί τον δούλο του και να επιτιμήσει τους πονηρούς δαίμονες.
Εισακούσθηκε η δέηση του κι ο ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε από το στόμα
λέοντος. Έτσι πήρε τέλος η τραγωδία. Τραγωδία πολύ διδακτική.
Αλήθεια τι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από τις οπτασίες και τα οράματα τι
μπορεί να χτίσει ο εχθρός, όταν δεν ξεδιπλώνονται πλήρως τον εσωτερικό
του κόσμο στην εξομολόγηση!!
Τι αξίζει ένας έμπειρος Πνευματικός!
Αλλά και κάτι άλλο. Με τον χρόνο και την καθοδήγηση του παπα-Σάββα ο
Ρουμάνος διάκονος ηρέμησε. Η πνευματική του ζωή πήρε καλή εξέλιξη.
Χειροτονήθηκε αργότερα και Ιερέας και διακρινόταν πάντα για την ευλάβεια
του. Ωστόσο εκείνα τα χρόνια της πλάνης του άφησαν κάποια δυσάρεστα
ίχνη. Ο διάβολος βλέπετε, είχε απόκτηση απάνω του δικαιώματα. Δωρεάν θα
του πρόσφερε τόσο απολαυστικά οράματα;
Έτσι, αν και από μικρός πήγαινε στο Αγιον όρος, αν και αναπτύχθηκε σε ένα
αγγελικό, θα λέγαμε περιβάλλον παρ` όλα αυτά σ` όλη κατόπιν ζωή του
εταλαιπωρείτο με διάφορους ενοχλητικούς πειρασμούς. Όλοι οι διακριτικοί
πατέρες διέβλεπαν σ` αυτόν το κατάλοιπο της διετούς εκείνης συνεργασίας
με τον άγγελο που δεν ήταν άγγελος.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

4. ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ (1902 – 1975)

Διηγείται ο πατέρας Δημήτριος:
- Στις 30/12/1967, ημέρα Σάββατο και ώρα 3 μ.μ. πήγα στα Μετέωρα για να
προσκυνήσω και ωφεληθώ πνευματικά.
Την Κυριακή λειτούργησα στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και την Δευτέρα
Στον Άγιο Στέφανο, νυχτερινή. Χαρά Θεού και ευλογία Κυρίου.
Αφού με την δύναμη του Θεού επέστρεψα στο χωριό μου, με ειδοποίησαν
αμέσως να πάω να κοινωνήσω μια γρια Ζωή Αντωνίου Γκαγκαστάθη, που
ήταν από καιρό κατάκοιτη, περίπου 85 ετών.
Πήγα λοιπόν και την κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων, αμέσως φώναξε:
- Με έκαψε η Κοινωνία, φωτιά έχω, δώστε μου νερό να πιω καίγομαι. Με καίει
μέσα. Στις λίγες ώρες που έζησε φώναζε συνεχεία η καημένη. Κατόπιν
παρέδωσε το πνεύμα της.
«πυρ γαρ εστί τους αναξίους φλέγον».

Είπε πάλι:
- Να έχετε αγάπη και ταπεινοφροσύνη και υπακουή.
- Να σε φυλάξει ο Θεός και η Παναγιά από οικογενειακά. Ο σατανάς στην
οικογένεια είναι σαν έναν που πηγαίνει και βρίσκει τ' αμπέλι ξέφραγο. θα
μπει μέσα. Το ίδιο είναι και στην οικογένεια. Εάν την οικογένεια τη βρει
διαμοιρασμένη και λοιπά, θα μπει μέσα. Εάν όμως έχουν αγάπη, τον Χριστό
θα στέκεται μακριά. Δεν μπορεί να μπει γιατι υπάρχει ο Χριστός.
- Ζει ο Χριστός – λέει - και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Έχω μια ζωή
στην εκκλησία. Μ` αρέσει πώς να το πω. Με πονάει, θέλω όλος ο κόσμος να
έρθει στην εκκλησία. Είναι γλυκύς ο Χριστός, είναι πολύ γλυκύς.

Είπε πάλι:
- Εάν η Ελλάδα δεν ρίξει βλέμμα προς
τους πολύτεκνους και δεν νοιαστεί η
πολιτεία για κάθε παιδί που γεννιέται,
δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
Τρεις μέρες πριν την επιστράτευση
έλεγε:
- Το μπουμ πλησιάζει.
Και μετα τρεις μέρες έγινε η
επιστράτευση.
- Ένα μπουμ θα σιμώσει τον κόσμο και
θα έλθουν και πάλι στον Χριστό, την
Εκκλησία.
- Όταν ψέλνεις να καταλαβαίνεις και να
νιώθεις το τι λες. Όχι να επαίρεσαι ότι
δήθεν ψέλνεις ωραία, ότι είσαι
καλλίφωνος. Να ζεις αυτά που λες.
Κάποτε εγώ έλεγα στη εκκλησία ένα τροπάριο του αποστόλου Πέτρου,
σχετικά με την άρνηση του. Όταν σε έφτασα στην λέξεις «ο δε έκλαυσε
πικρώς» τότε είδα την εικόνα του Πέτρου να κυλούν δάκρυα. Ευχαριστήθηκε
ο Άγιος.
Άλλοτε πήγα στην Αίγινα. Περιοδεύσαμε όλα τα εκκλησάκια που υπήρχαν
απέναντι από το μοναστήρι του αγίου Νεκταρίου. Στο δρόμο ακούγαμε εγώ
και ο συνοδοιπόρος μου ένα θρόισμα. Στο τέλος μπήκαμε σε ένα Ναό που
υπήρχε ο Εσταυρωμένος. Ψάλλαμε και Εκει από το βάθος της ψυχής. Ο
Εσταυρωμένος ευχαριστήθηκε και μας πλήρωσε με ευωδιά. Το απολυτίκιο
που λέμε είναι σαν να λέμε καλημέρα στον άγιο και εκείνος μας απαντά.

ΠΕΡΙ ΠΟΝΗΡΟΥ ΕΧΘΡΟΥ (ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ )

Διηγείται ο πατέρας Δημήτριος:
- Ο εχθρός μας ο διάβολος πάντοτε μας πολεμά. Πιο πολύ όταν δεν του
κάνουμε τα χατίρια. Τότε από την κακία του βρίσκει χίλιους τρόπους να μας
πειράξει.
Μια φορά γύριζα το βράδυ στο σπίτι, με χιόνι. Μου παρουσιάστηκε σαν
χοίρος. Διαλύθηκε όμως σαν καπνός, μόλις έκανα το σημείο του Σταυρού.
Κάποτε πάλι όταν λειτουργούσα, ακούω έξω να θορυβούν. Βγαίνω και βλέπω
ότι χτίζανε πολυκατοικία Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι. Κ.λ.π. τους
σταύρωσα και εξαφανίστηκαν τα πάντα.
Εν' απόγευμα περνούσα από την πλατεία του χωριού και πήγαινα στο σπίτι
μου. Βλέπω στο καφενείο πολλούς άνδρες, άλλοι πίνανε κρασί, άλλοι
χαρτοπαίζανε. Οι σατανάδες ήταν γύρω – γύρω πάνω στα κεφάλια τους, σε
έναν μάλιστα ήταν σαν αρκούδα.
Μια μέρα γύριζα απ' το χωράφι και περνώντας έξω από την εκκλησία του
Αγίου Γεωργίου βλέπω ένα σατανά ξαπλωμένο. Τον ρωτώ, «τι κανείς εδώ»;
Και μου απαντά: «Εγώ κάθομαι εδώ για να μην αφήνω κανένα να κάνει τον
σταυρό του».
Μια φορά ήταν καλοκαίρι, με καλέσανε στο χωριό Κούρσοβο να κηδεύσω
κάποιον. Όταν γύρισα στο χωριό μου στο δρόμο οι σατανάδες με
πετροβολούσαν. Θέλανε να με σκοτώσουν. Άρχισα να λέγω τους
Χαιρετισμούς και διαλύθηκαν σαν καπνός.

Κάποτε διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
- Κάποτε ένας ασκητής προσευχόταν στο Θεό να του φανερώσει με ποιους
ανθρώπους κάνει καλύτερα την δουλειά του ο πονηρός, και ποιοι
τιμωρούνται περισσότερο.
Μόλις τέλειωσε ο ασκητής την προσευχή του παρουσιάσθηκε ο σατανάς.
Τότε ο ασκητής τον ρωτά αυτό που ήθελε να του φανερώσει ο Θεός.
«Εγώ κάνω καλύτερα την δουλειά μου με τις γυναίκες. Αυτές είναι πιο
καλόπιστες στα θελήματα μου κι αυτές τιμωρούνται περισσότερο».
Ο ασκητής δεν πείστηκε και πολύ. Τότε του λέει: «Θα σου το αποδείξω και σε
δυο τρεις μέρες θα πιστέψεις».
Σ' ένα χωριό πιο πάνω απ' τη Βάνια ζούσε ένα αντρόγυνο ευσεβές, πήγαινε
στην εκκλησία τακτικά, κοινωνούσε νήστευε και προσευχόταν. Εκείνος το
φθόνησε, και μηχανεύτηκε το εξής. Παίρνει μορφή γυναίκας και πηγαίνει σε
μια άλλη γυναίκα και της λέει. «Εγώ είμαι η Γεωργία από το τάδε χωριό.
Ήλθα να σε δω». Μετα από συζήτηση της λέει. «Θέλω να με βοηθήσεις σε
κάτι, και θα σου δώσω ένα κασελάκι λίρες».
Εκείνη προθυμοποιήθηκε, όποτε συνεχίζει: «Εάν κατορθώσεις να βάλεις το
τάδε αντρόγυνο να μαλώσει τότε θα πάρεις τις λίρες. Εγώ φεύγω και θα
περάσω σε δυο μέρες να δω τι έκανες».
Εκείνη πήγε στο σπίτι αυτό το ευσεβές. Εκει είχανε ένα σοφατζή και έκανε το
σπίτι.
Αυτή πήγε και έβαλε τα χέρια της στον ασβέστη. Μετα χτύπησε την πόρτα
και της άνοιξε η σύζυγος ονόματι Μαρία. Εκείνη την χαιρέτισε και την
χάϊδεψε στο πρόσωπο, λέγοντας της τι όμορφη που είναι και πόσο πάχυνε.
Κάθισε λίγο και έφυγε.
Πήγε αμέσως και συνάντησε τον άνδρα της και του λέει:
«Πήγα σπίτι σου και βρήκα την γυναίκα σου με τον σοφατζή να παίζουν και
να ασχημονούν».
Εκείνος δεν την πίστεψε.
Εκείνη όμως του απάντησε:
«Πήγαινε και δες τ' αποτυπώματα στο πρόσωπο της γυναίκα σου».
Αυτός έτρεξε αμέσως στο σπίτι του. Μόλις είδε την γυναίκα με τα
αποτυπώματα, άρχισε να την χτυπά. Εκείνη του έλεγε ότι είναι αθώα κι ότι
δεν συνέβηκε τίποτα. Αυτός όμως δεν πίστεψε κι εξακολούθησε να την κτυπά
αγρίως έως ότου η Μαρία πέθανε.
Τότε πήγε ο σατανάς στην γυναίκα αυτήν και της λέει:. «Ήλθα να σ'
ευχαριστήσω».
Εκείνη ζήτησε τις λίρες.
Της απαντά: «Χαζή είσαι; Που να τις βρω εγώ τις λίρες; Εγώ χάλασα το δικό
μου το κονάκι και το δικό σου θα φτιάξω; Εγώ είμαι ο σατανάς και
εξαφανίστηκε».
Ήλθε σ μένα και μου λέει: «Πείστηκες τώρα»;
Πάει παιδί μου, σκοτώσανε τσάμπα και βερεσέ τη Μαρία.

Μην φοβάστε παιδί μου τον σατανά. Δεν έχει τόση δύναμη. Είναι πολύ
αδύνατος. Σκόνη είναι και δυσωδία. Αυτός δουλεύει για 'μάς. Όταν έρχεται να
σε πειράξει μα μην στεναχωριέσαι. Ο θεός τον στέλνει για να στεφανωθείς
εσύ.
Αυτός πλανά τους ανθρώπους, προπάντων τους εγωιστές και τους
υπερήφανους, φοβάται την καθαρή εξομολόγηση, την ταπείνωση, την
αγάπη. Εκει μόνο δεν χωράει να μπει.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟ (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ)


Έλεγε ότι είχε φοβερά ντοκουμέντα που τα είχε φανερώσει η δύναμις του
Θεού:
Από την Αγία Τράπέζα των αγίων Ταξιαρχών έβγαινε μύρο, ευωδιά. Ιδίως
κατά την μεταφορά των Αχράντων Μυστηρίων από την προσκομιδή στην
Αγία Τράπεζα. Τον τελευταίον καιρό, που πλησίαζε προς το τέλος του, οι
εικόνες των Ταξιαρχών και της Παναγίας ευωδίαζαν και αυτές.
Ένα βράδυ έκανε τους χαιρετισμούς της Παναγίας στους φίλους του
Ταξιάρχες. Στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη βλέπωντας προς την εικόνα
της Παναγίας του τέμπλου κι έψαλλε. Συνήθιζε να ψάλει και το «Θεοτόκε
Παρθένε».... Κατά τη στιγμή εκείνη παρουσιάστηκε μια γυναίκα, τον έπιασε
απ' το χέρι και τον γύρισε ακριβώς απέναντι από την Ωραία Πύλη, που
βρίσκεται τοιχογραφημένη η Κοίμηση της Θεοτόκου και εξαφανίσθηκε.
Ο Θεός όμως ήδη του είχε στείλει την πρόσκληση για το Ουράνιο Δείπνο που
του ετοίμαζε.

Την 1η Ιουνίου 1963 λειτούργησε στην ιερά μονή της Άγιας Τριάδος Μετεώρων.
Κατά την ώρα του χερουβικού η Αγια Τράπεζα έβγαλε άρωμα, γιατι εκει ήταν
κι ένα μικρό κουτάκι με λείψανα Αγίων. Έβγαινε ως ένας μικρός στύλος
καπνού, που ευωδίαζε όλο το Ναό. Κατανυκτική Λειτουργία που δεν
περιγράφεται.
- Να η Θρησκεία μας φωνάζει ότι είναι ζωντανή.

Όλη την βδομάδα που εργαζόμουν το κεφάλι μου και το δεξί μου χέρι
ευωδίαζε.
Την 7ην Ιουνίου Παρασκευή, εργαζόμουν όλη την μέρα στο κτήμα μου
μακριά από τον κόσμο. Όλη την μέρα έψαλλα διάφορα κατανυκτικά
τροπάρια και προ παντός της Θεοτόκου. Δεν αισθανόμουν ούτε κούραση,
ούτε πεινά, ούτε και τον καύσωνα της μέρας, γιατι ήλθα εκει που έπρεπε με
την κατάνυξη.
Εκάθησα λίγο να ξεκουραστώ κι ακούω μια φωνή να λέγει: «Είσαι
ευπρόσδεκτος όπως έλθεις στο Αγιον Όρος, στην μεγάλη μου εορτή. Θα
γράψεις στους Δανιηλαίους και αυτοί θα σε τακτοποιήσουν. Τώρα σε
περιμένω να έρθετε».

.Ενθύμιο Θερμοκρασίας.
Την 23ην Αυγούστου ημέρα Σάββατο και 24ην Κυριακή, έκανε ζέστη μεγάλη
47 βαθμούς και κινδύνευε ο κόσμος να χαθεί. Λίβας δυνατός ξέρανε τα
αμπέλια και σχεδόν τα λαχανικά μποστάνια και δεντροφυτείες. Τα χάλασε
τα περισσότερα. Μεγάλο κακό. Τα νερά λιγόστεψαν. Αυτά έγιναν παρά του
Θεού προς γνώση και συμμόρφωση

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας την 15 Αυγούστου 1959 παίρνοντας την
εικόνα της Παναγίας, για να σηκώσουμε το ύψωμα άρχισε να σείεται το
τέμπλο επί 30 λεπτά. Πρωτοφανές αυτό.
Συνέβη και το 1931 την ώρα που ο δάσκαλος Χρήστος Ντάσκος έψαλε το,
«Οτε η μετάστασις του αχράντου σου σώματος», δάκρυσε ο Πέτρος μέχρι που
τελείωσε το ύψωμα και τα δάκρυα τα πήραμε με το βαμβάκι.

Την 18ην Αυγούστου 1959 ενώ λειτουργούσα στους Ταξιάρχες περί την 4ην της
νυκτός, μόλις πλησίασα την Ωραία Πύλη, βλέπω στο αριστερό μέρος και
ακολουθούσε ένα εύμορφο παιδάκι μικρής ηλικίας και χάθηκε σαν σκιά, και
κρότος ακούστηκε πάνω από την κανδήλα της Παναγίας και άρχισε να σείεται
μέχρι το τέλος της Λειτουργίας.
Και την 26 Σεπτεμβρίου ώρα 4ην την νύχτας που λειτουργούσα στους
Ταξιάρχες είδα κατά την ώρα της δοξολογίας να στέκεται το ίδιο παιδάκι
μπροστά στην προσκομιδή και χάθηκε σαν καπνός.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

5. Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ1

Είπε ο Γέροντας:
- Ένας άνθρωπος ρώτησε. «Εφ` όσο ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά το Θεό και τους
Αγίους και τον Όσιο Δαβίδ και πιστεύει στα Ιερά Λείψανα και στις Εικόνες
και στο Θεό, γιατι ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο Νοσοκομείο και του έκανα
σοβαρές εγχειρήσεις»;
- Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ.

Τον Άγιο Ιωάννη τον Pώσο, ο Γέροντας τακτικά τον επισκεπτόταν, κυρίως
πηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν.
- Κάποτε πήγα – έλεγε ο γέροντας - και βλέπω τον άγιο ζωντανό μέσα στη
λάρνακά του. Του λέω: «Άγιε μου πως περνούσες στη Μικρά Ασία; Τι αρετές
είχες και αγίασες;»
Ο Άγιος μου απάντησε. «Μέσα στη σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα
και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και
την ταπείνωση και την πίστη».
Σε λίγο μου λέει: «Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατι ήρθαν τώρα δυο άνθρωποι
και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να βοηθήσω».
Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατι ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε,
δεν τον είδα πως γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακα
του σαν ένας άνθρωπος.

Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο
π. Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για
την Θεία Λειτουργία περιέγραφε μέσα στο ιερό με
πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονή ς του όσα ο
Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικό τω τρόπω» του
είχε πει την νύχτα, που πέρασε – «ο Θεός οίδε» - εμπρός
στην Ιερά Λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο
Ναό Του στο Προκόπι.
«Νομίζουν πως κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός
και δεν υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι
ζωντανός. Τους πάντες βλέπω. Το σώμα μου είναι
μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την
λάρνακα μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για
να τους βοηθήσω.
Πολύς ο πόνος.
Αυτοί δε με βλέπουν. Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε. Και πάλι
μπαίνω στη λάρνακα μου.
Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η
ασέβεια και πολλή η απιστία».
«Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου»; Του απάντησα. «Δε βλέπεις πόσος κόσμος
έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά»;
«Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου», πρόσθεσε ο
Όσιος και συνέχισε.
«Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατι πολλή η αμαρτία στο κόσμο».
«Όχι, Άγιε μου» του είπα ταραγμένος. «Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και
ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά και όταν
ήλθαμε στην Ελλάδα. Ύστερα Άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα
χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν».
«Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει
πόλεμος», απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος και συνέχισε
ότι θα γίνουν ορισμένες πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλες καταστροφές στην
περιοχή της Εύβοιας κα κάπου άλλα δεινά.
Όλα όσα είπε ο Όσιος στον Γέροντα εκείνο το βράδυ πράγματι συνέβησαν
και συμβαίνουν.
Την πρώτη Αυγούστου 1990 κηρύχτηκε πόλεμος στον περσικό κόλπο., ενώ
λίγο αργότερα στην Εύβοια έγιναν πλημμύρες από καταρρακτώδης βροχές,
χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και προξενήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές
και φωτιές κατέκαψαν δάση και άλλες εκτάσεις.

Διηγείται ο Γέροντας:
- Κάποτε διάβαζα το βίο του Άγιου Σεραφείμ του Σαρώφ και στο σημείο που
έλεγε ο Άγιος ότι είδε τα σκηνώματα του Παραδείσου, «εν τη οικία του
Πατρός μου πολλαί μοναί εισί», τότε λέω πώς να είναι άραγε Θεέ μου, αυτές
οι Μονές;
Ξαφνικά μου έπεσε το βιβλίο από τα χέρια και βρέθηκα σ` ένα ωραίο μέρος.
Μπροστά μου ήταν ένας δρόμος κατάφυτος με βιολέτες, όλες το ίδιο ύψος και
πυκνοφυτεμένες, ευωδιαστές και δίπλα μου στεκόταν ένας Γέροντας, ο Άγιος
Δαβίδ ήταν. Ήθελα να προχωρήσω και δίσταζα να μην σπάσω τα λουλούδια.
Έλεγα μάλιστα ποιος τα φύτεψε τόσο πυκνά. Αν ήταν λίγο αραιότερα θα
έβαζα το πόδι μου ανάμεσα και δε θα τα έσπαζα και δίσταζα να προχωρήσω.
Τότε μου λέει ο Γέροντας:
«Προχώρα, προχώρα, προχώρα, πάτερ Ιάκωβε, μη φοβάσαι τα λουλούδια
αυτά δεν είναι σαν και εκείνα που ξέρεις , δεν σπάζουν».
Καθώς προχωρούσα λοιπόν πατούσα και δεν σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ένα
απότομο κατήφορο, χωματόδρομο πολύ επικίνδυνο και λέω:
«Τι δρόμος κατηφορικός είναι αυτός; Αν περάσει κανένα αυτοκίνητο θα
κινδυνεύσει».
Μου λέει τότε ο γέροντας:
«Εδώ πάτερ Ιάκωβε δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ας` τον αυτόν τον δρόμο μην
τον κοιτάζεις καθόλου, εσύ βάδιζε το δρόμο που βαδίζεις».
Βαδίζαμε λοιπόν στο ανθισμένο αυτό δρόμο και λέω. «ας κοιτάξω τι υπάρχει
γύρω».
Βλέπω κάτι ωραιότητα σπιτάκια, αραιοκατοικημένα, σαν παλατάκια, με τις
περιφράξεις τους με τις εξώπορτες τους, γεμάτα λουλούδια και ομορφιά και
φως, αλλά ήταν εντελώς άδεια, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος μέσα.
Λέω τότε στον Γέροντα που με συνόδευε:
«Γέροντα, τι ησυχία και τι ομορφιά είναι αυτή; Ας είχα και εγώ ένα τέτοιο
σπιτάκι να κάθομαι στην ησυχία, να κάνω την προσευχή μου, γιατι εγώ
είμαι άνθρωπος της ησυχίας».
Τότε σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του και μου έδειξε το σπιτάκι του που ήταν
για μένα. Αμέσως όμως βρέθηκα στο κελί μου και είπα:
«Γιατι ξαναγύρισα σ` αυτό το κόσμο; Αχ να μην ξαναγύριζα, αλλά να έμενα
για πάντα εκει»!!!

Όταν προσκομίζω , έλεγε ο Γέροντας, βλέπω τις ψυχές που περνούν από
μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω, και να θέλω να τις
ξεχάσω δεν μπορώ.

Έλεγε ο Γέροντας πολύ να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον
Θεό, γιατι παραδείγματος χάρη δεν ξέρουμε, όταν του ζητήσουμε δοκιμασία
και μας τη δώσει,αν θα την αντέξουμε.

Έλεγε επισης ο Γέροντας:
- Όταν ο Ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα των πιστών στην
Ιερά Πρόθεση κατεβαίνει Άγγελος Κυρίου και παίρνει την μνημόνευση αυτή
και την πηγαίνει και την εναποθέτει στο Θρόνο του Δεσπότου Χριστού ως
προσευχή γι` αυτούς που μνημονεύθηκαν. Σκεφθείτε λοιπόν τι αξία έχει να
σας μνημονεύσουν στην Αγία Πρόθεση.
Κάποια φορά είχα ξεχάσει να μνημονεύσω στους κεκοιμημένους τη μητέρα
μου, που ήταν Αγια γυναίκα. Όταν τελείωσα την Θεια Λειτουργία και πήγα
στο κελλάκι μου, εκει που καθόμουν, ήλθε η ψυχή, το πνεύμα της μητέρα
μου, και μου είπε με παράπονο:
«Πάτερ Ιάκωβε δε με μνημόνευσες σήμερα».
«Πως μητέρα δεν σας μνημόνευσα. Κάθε μέρα σας μνημονεύω και μάλιστα
την καλύτερη μερίδα σας βγάζω», της είπα.
«Όχι παιδί μου, σήμερα με ξέχασες και η ψυχή μου δεν αναπαύεται τόσο όσο
τις άλλες μέρες που με μνημονεύεις», μου απάντησε.
Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος και ωφελεία δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει
ο ιερέας.
- Είδα και την ψυχή του πατέρα μου, - έλεγε ο Γέροντας -, να κάθεται έξω από
ένα απλό σπιτάκι σαν κελλάκι και του λέω:
«Πατέρα μου, εσύ που ήσουν και χτίστης, δεν έχτιζες ένα μεγαλύτερο σπίτι
να μένεις άνετα, αλλά κάθεσαι σε ένα τέτοιο σπιτάκι»;
Τότε, τι μου λέει;
«Παιδί μου, εσύ με τις προσευχές σου και τις ελεημοσύνες σου μου έκτισες το
σπιτάκι αυτό και το έχω και μένω».

.Ένα πνευματικό του παιδί λέει στον Γέροντα:
- Πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω.
Κι ο γέροντας εντελώς φυσικά του λέει:
- Παιδί μου, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εδώ πριν λίγες ημέρες και
συλλειτουργήσαμε!!

Πήγε κάποιος στον γεροντα και του λέει:
- Κάνω 3000 μετάνοιες το εικοσιτετράωρο.
Του λέει ο γέροντας:
- Καλά κανείς παιδί μου, αλλά από τώρα κι ύστερα να κανείς 100 μετάνοιες,
γιατι αργότερα θα κουραστείς και δεν θα κανείς καμία.

Για το θέμα της τηλεόρασης έλεγε:
- Η τηλεόραση - το κουτί του διάβολου – κάνει μεγάλη ζημία, ιδιαίτερα στα
παιδία, γι αυτό και πρέπει να βγει από το σπίτι.

Στους γονείς που ρωτούσαν τι να κάνουμε τα παιδία μας όταν δεν ακούνε τους
έλεγε:
- Προσευχή θα κάνετε με πίστη, θα τα νουθετήσετε κι όσο μπορείτε με την
αγάπη και με τον καλό το τρόπο. Γιατι, με συγχωρείτε, με το αυστηρό δεν
πάει.
Γιατι σου λέει σηκώνουμε και φεύγω και πάει. Κι είναι σήμερα Σόδομα και
Γόμορρα και κάτι χειρότερο.

Είπε ο γέροντας:
- Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας του ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή
μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του; Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά
πνευματικό τω τρόπω, ότι με φώναξε ο Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά
της Μονής γιατι ήρθε ο Μέγας Αρχιερέας.
Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού που είναι πάνω από την είσοδο
της μονής κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση. Μέσα
γινόταν ανάκριση, εξέταση. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο
δωμάτιο και τι να δω!!!....... ο Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με
το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα με πολύ φόβο και
ευλάβεια.
Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου. Ο θρόνος
ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο. Το πρόσωπο του έλαμπε.
Χρυσό σαν καθαρό κερί, δεν μπορώ να το περιγράψω παιδί μου.
Στα γόνατα του ήταν ανοιχτό ένα βιβλίο και μέσα ήταν γραμμένη η ζωή του
Γεροντά μου. Ρωτούσε ο Μέγας Αρχιερέας και απαντούσε ο Γέροντας μου.
Μόλις μπήκα μέσα σταμάτησε η ανάκριση, πήγα στον Γέροντα μου, του
έβαλα μετάνοια και του έδωσα τα κλειδιά της Μονής.
«Γέροντα έφερα και τα κλειδιά της Λειψανοθήκης μην τυχόν θελήσει ο
Αρχιερέας να προσκυνήσει τα Αγια Λείψανα», του είπα.
Ο γέροντας μου τα πήρε. Ήθελα να βάλω μετάνοια και στο Μέγα Αρχιερέα,
αλλά δεν μου είπε τίποτε ο Γέροντας μου κι επειδή ήμουν υποτακτικός, δεν
μπορούσα να κάνω κάτι χωρίς ευλογία.
Έτσι βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα μου και υποκλινόμενος από μακριά
στον Μέγα Αρχιερέα, βαδίζοντας προς τα πίσω, χωρίς να γυρίσω την πλάτη
μου, βγήκα από το δωμάτιο.
Αμέσως μόλις βγήκα άρχισε πάλι η ανάκριση.
Είδα, παιδί μου, ότι όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα, θα
δώσουμε για όλα λόγο.
Όσο για τον Γεροντά μου πληροφορήθηκα ότι η ψυχή του πήγε πολύ καλά.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

6. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ


Ηγούμενος από την περιοχή της Μακεδονίας, επισκέφθηκε τον Γέροντα με δυο
θεολόγους και ένα φοιτητή. Ένας από τους θεολόγους ζήτησε να τους εξηγήσει
την ευωδιά των αγίων λειψάνων.
Ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς του, αποξενώθηκε
από τους συνομιλητές του και προσευχόταν.
Ξαφνικά γέμισε ο τόπος όλο ευωδιά.
Αυτοί αλληλοκοιτάζονταν κι έκλαιγαν.
Μετα από λίγα λεπτά ο Γέροντας τους είπε:
- Επειδή δεν μπορούσα να σας εξηγήσω με λόγια, ζήτησα να σας το δείξει ο
ίδιος ο Θεός.

......κι εμείς προσωπικά διαπιστώσαμε πολλές φορές ότι
έβγαινε ευωδιά από το στόμα του όταν μιλούσε κι
έλαμπε το πρόσωπο του όταν λειτουργούσε. Τα χέρια
του και όλο το σώμα του ευωδίαζαν. Επίσης πολλοί
ομολογούσαν ότι, όταν τους ευλογούσε αισθάνονταν
την καρδιά τους να φλέγεται.

Σε κάποιο μοναχό που τον επισκέφτηκε για να τον
συμβουλευθεί, διάβασε ιδιαίτερη ευχή και του είπε. «Πω!
Πω! Εύφορο χωράφι, αλλά γεμάτο χόρτα και ζιζάνια!».
Συμβολισμός των παθων του παλαιού ανθρώπου που οφείλουμε να
εκριζώσουμε.

Σε πνευματικό του παιδί, που τον ρώτησε για την δύναμη των προσευχών των
μοναχών του Άγιου \'Όρους, είπε ότι παρακάλεσε τον Θεό να του δείξει αυτή
την δύναμη.
Έτσι ένα βράδυ στην προσευχή του είδε πύρινα βέλη να φεύγουν από την γη
στον ουρανό κι απ' τα μοναστήρια , έφευγε πύρινος ποταμός.

Έλεγε:
- Η Παναγία είναι πάντοτε μαζί μας. Εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Δεν
συμφέρει να την δούμε, γιατι θα υπερηφανευτούμε.
Αυτός όμως την έβλεπε. Κάποτε είδε την Δέσποινα μας να διασχίζει τα
δωμάτια της καλύβας του και να φανερώνει την ευαρέσκεια της για όλη την
συνοδεία του.
Όσοι αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσκολίες και θλίψεις τους έστελνε στην
Μονή Δοχειαρείου να προσευχηθούν στην θαυματουργική εικόνα της
Παναγίας της Γοργοεπηκόου.
Ο ίδιος είχε πολλές αντιλήψεις και δεχόταν άμεση λύση στα προσωπικά του
προβλήματα από αυτήν την εικόνα.

Αγιορείτης Γέροντας, όταν ακόμη ζούσε ο παπα Εφραίμ, τον είδε σε όραμα
μέσα στο θείο φως, ο οποίος τον συμβούλευσε να καθοδηγεί την συνοδεία του
σε περισσότερη εσωστρέφεια.

Κάποιος μοναχός πίεζε τον Γεροντά του να τον χειροτονήσει ιερέα. Αυτός δεν
δεχόταν. Παρακάλεσε τότε τον Γέροντα Εφραίμ να προσευχηθεί για να του
δώσει ο θεός πληροφορία.
Στην προσευχή του και σε ώρα καλής αλλοιώσεως, ανάφερε το θέμα του στο
Χριστό μας, για να λάβει πληροφορία.
Τότε η Χάρις του έδειξε τον Μόναχο αγκαλιά με τον διάβολο.
Κατάλαβε, ότι αυτός ήταν αιχμάλωτος στα πάθη του και δεν ήταν άξιος για
την ιεροσύνη.

Όταν τον ρωτούσαν οι μοναχοί της νέας συνοδείας του με περιέργεια για τις
υπερφυσικές πληροφορίες του, τους έλεγε ότι «πράγματι είναι υπερφυσικά τα
ιδιώματα της Χάριτος. Αλλά εγώ τα πήρα από τον γέρο Ιωσήφ», δηλαδή τον
γεροντα του.
Άλλη φορά έλεγε:
- Όταν έστελνα τον υποτακτικό μου σε κάποια Μονή για υπηρεσία, πήγαινα
και εγώ μαζί του νοερώς και έβλεπα με την Χάρη τον νου, τις σκέψεις του, τι
θα του συμβεί, ποιους θα συναντήσει και γενικά συμπορευόμουν μέχρι να
επιστρέψει. Γνώριζα όλα όσα είχαν συμβεί, πριν ακόμα μου αναφέρει αυτός
κάτι.
Το ίδιο συνέβαινε με τον γεροντα μου Ιωσήφ, που παρακολουθούσε τον
παραδελφό του Αθανάσιο με κάθε λεπτομέρεια στην υπηρεσία που τον
έστελνε. Όταν έκανε λάθη και παραλείψεις έλεγε:
«Κοίτα τώρα τι κάνει και προκαλεί στον εαυτό του πειρασμούς.»

Ένας επισκέπτης διηγήθηκε σ' αδελφό της Μονής μας το εξής γεγονός που
έζησε ο ίδιος:
- Σκεπτόμουν να γίνω μοναχός, αλλά δεν το αποφάσιζα. Επισκέφθηκα τον
Γέροντα στα Κατουνάκια για να τον συμβουλευτώ. Όταν μπήκα στο κελί του,
ευωδίαζε ολόκληρο. Η ευωδιά έβγαινε από τον Γέροντα. Για μια στιγμή
έλαμψε το πρόσωπο του και έγινε όλο φως
Όταν τον ρώτησε για το θέμα, που με απασχολούσε μου απάντησε:
«Θα γίνεις παιδί μου μονάχος, αλλά θ' αργήσεις.

Ένας ευλαβής ιερέας, μας είπε, ότι επισκέφτηκε τον Γέροντα για να πάρει την
ευλογία του και να τον παρακαλέσει να προσεύχεται για την οικογένεια του
και κυρίως για την πρεσβυτέρα του, που σήκωνε μεγάλο βάρος γιατι
γηροκομούσε τα πεθερικά της:
- Όταν μπήκα στο κελί του γεροντα, πριν προλάβω να του πω κάτι για τα
θέματα μου, τον άκουσα να μου λέει, «η πρεσβυτέρα σου είναι πολύ καλή.
- Να της πεις, να κάνει υπομονή στη γηροκομήση των γονέων σας και θα έχει
μεγάλο μισθό από τον Θεό.
Στη συνέχεια τον ρώτησε ποσά παιδία είχε:
-Τέσσερα Γέροντα.
Ο Γέροντας έμεινε σκεφτικός. Μετα τον ξαναρώτησε:
- Τέσσερα;.
- Ναι, Γέροντα.
- Μα Τέσσερα;
Τότε ο ιερέας του είπε.
- Δηλαδή γεροντα πέντε αλλά το ένα πέθανε μικρό.
«Αααα»!!! Έκανε ο γέροντας επιφωνηματικά, εκφράζοντας την λύση της
απορίας του. Και στην συνεχεία είπε:
- Αφού έχεις τέσσερα παιδιά, μπορείς να λειτουργείς όποτε θέλεις, -
επαινώντας την πολυτεκνία ως θεια ευλογία.

Είπε πάλι:
- Να δεις πως κάνει ο σατανάς για να μπει μέσα σε κάποιο μοναστήρι! Τον
είδα, όταν επισκέφθηκα ένα μοναστηράκι, που προσπαθούσε όλη την νύχτα
να περάσει την μάνδρα και να κάνει τις δουλείες του. Λυσσάει, γιατι οι
μοναχοί θα του πάρουμε τη δόξα, που είχε πριν πέσει.

Σ' ένα λαϊκό αδελφό που τον ρώτησε για την ευχή, είπε τα εξής:
- Αφιέρωσε μίση ώρα το εικοσιτετράωρο για να λες την ευχούλα. Όποτε
μπορείς. Καλύτερα το βράδυ. Να τη λες χωρίς να κρατάς κομποσχοίνι,
ικετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα:
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελεησον με».
Καλλιέργησε αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει. Από μίση ώρα, θα γίνει
μια ώρα.
Και πρόσεξε εκείνη την ώρα. Ή το τηλέφωνο θα χτυπήσει, ή θα σκεφτείς
«αυτή την δουλεία πρέπει να την κάνω τώρα», ή ύπνος θα σου 'ρθει, ή καμία
βλασφημία θα σε κτυπήσει.
Τίποτε. Κλείσε το τηλέφωνο. Τελείωσε τις δουλείες σου και κάνε αυτό μισή
ώρα και θα δεις.
Φύτεψες ένα δενδράκι κι
αύριο μεθαυρίο θα κάνει
καρπό. Κι ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος και ο Άγιος
Βασίλειος από αυτό άρχισαν
και έγιναν φωστήρες της
οικουμένης. Ο Άγιος Συμεών
ο Νέος Θεολόγος από
κοσμικός είχε εμπειρία του
άκτιστου Φώτος. Κοσμικός
ήταν.
Πόσοι κοσμικοί φαίνονται
έτσι εξωτερικά, και κατά
βάθος είναι καλόγεροι.!
Η προσευχή, το κομποσχοίνι,
η ελεημοσύνη νικά το έλεος
του Θεού. Καμία αμαρτία δεν
είναι μεγαλύτερη από το
έλεος του Θεού.
Ένα κομποσχοίνι που κανείς
για τον αδελφό σου, για τον
συγγενή σου, δεν πάει χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν βρεθεί σε
δύσκολη θέση.
Το κομποσχοίνι, όχι μόνο βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση μπορεί να
βγάλει!
Τόση δύναμη έχει η προσευχή.
Αγιότης – Αρετή - Αγώνας

-Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του,
φθάνει σε μέτρα αγιότητος.

Αν ζητάς εσύ από τον άλλονε, επειδή σε λύπησε, να σου βάλει μετάνοια, δεν
είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στον δρόμο της καλογερικής».

Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός.
Και πήγε άλλος και του λέει:
«Τι αρετή έκανες, πάτερ, κι έφθασες σ΄αυτά τα μέτρα;»
Λέει:
«Αφότου μπήκα στο μοναστήρι, είπα, εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο
μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις, τόσο θα μιλήσω κι εγώ».
Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουνε, «ευλόγησον».Τώρα εμείς
φτάσαμε στο σημείο, δεν σηκώνουμε λόγο.

Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος
αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του.Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του
ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος είς τον εαυτό του
επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός
του.
Ενώ έχουμε τόσους αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα
συγγράμματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας μας κυριεύει πολλές φορές.
Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος
μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού!

Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφόσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στον
Σταυρό, κι εμείς θ΄ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ΄τη μια πλευρά είναι γλυκύς
και ελαφρός, απ΄την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή
μας.
Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι
σφουγγάρι, φελλός. Αν τον πάρεις, δηλαδή, απ΄την άλλη πλευρά, τότες είναι
βαρύς και ασήκωτος.
Γι΄αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν
απ΄τον Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις μά γιατί ετούτο, εκείνο,
δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την
Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα, δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την
Τετάρτη, έ, ο Θεός έτσι τά ΄φερε.
Αν τα πάρεις απ΄την άλλη πλευρά με την κρίση την δική σου, θα σφάλεις και
μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!

Μέσα σου να βράζει η χαρά, να μη φαίνεται, μέσα σου να βράζει η λύπη, η
κόλαση αλλά να μην το εξωτερικεύεις.
Αυτός είναι ο καλόγηρος!!
Ειδάλλως, εσύ εκεί κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα, να μην ακούει ο ένας
τον άλλονε.
Μπορείς να κατανύσσεσαι εσύ κι εγώ εδώ, κι ο ένας να μην παίρνει μυρωδιά
τον άλλονε. Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια
θα σε πιάσει, ή... θα το χάσεις.

- Γι΄αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην
τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει,
σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα
σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου ΄δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ
δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους,
λέει: «Εωράκαμεν, υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες»
(Αριθ. 13,34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιος το λέει αυτό; Ποιος το λέει; «Δειλός
αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει, λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τάς
πλατείας» (Παροιμ. 26, 13).
Ο δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτες. Ενώ ο τολμηρός πάντα βγαίνει
νικητής. Βλέπεις;

Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν
δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.
Πάτερ, όχι έτσι. Εσύ να διορθώσεις τον εαυτό σου, όχι να περιμένεις τους
άλλους. Εσύ να σταθείς από κάτω, να σε πατάν όλοι. Τότες είσαι εντάξει.
Ειδάλλως... Εσύ να αρματωθείς στην υπομονή. Ο δρόμος ο του Σταυρού
αυτός είναι.

- Ο άνθρωπος, όσο και σοφός να είναι, να συμβουλεύεται και λιγάκι. Δεν
είμαστε εμείς θεοδίδακτοι.
Ούτε ο Θεός και σύ, μπορείς να πάρεις πληροφορία από τον Θεόν; Δεν
είμαστε σ΄αυτήν την κατάσταση.
Ά, να ρωτήσουμε και κάναν άλλονε. Να ρωτήσουμε, να συμβουλευτούμε. Έ,
δεν έχεις κανέναν άνθρωπο καλύτερό σου;»

- Θα κάνεις υπομονή στα δικά σου τα πάθη, θα κάνεις και στα δικά μου. Έτσι
θα γίνεις άγιος.
Αυτοέλεγχος - ζήλος

-Μην αφήνεις τον εαυτό σου ανεπίσκοπο κάθε ώρα. Κάθε ώρα να εποπτεύεις,
να εξετάζεις, να ελέγχεις τον εαυτό σου. Είσαι εντάξει αυτήν την ώρα;
Εσύ ως μοναχός εάν είσαι βιαστής, εάν είσαι αγωνιστής, θα κάνεις έλεγχο
στον εαυτό σου, όλη την ημέρα πώς πέρασα;

- Από σας εξαρτάται να είναι ομαλός, ησύχιος ο νους, από σας εξαρτάται. Δεν
εξαρτάται από τον πειρασμό, αν σας επιτεθεί ή από τη συμπεριφορά του
συνασκητού σας, του συγκοινοβιάτου σας. Εσύ ο ίδιος θα γίνεις αίτιος της
σωτηρίας σου, εσύ ο ίδιος θα γίνεις αίτιος της όχι σωτηρίας σου, από εσένα
εξαρτάται. Όταν εσύ θέλεις τη σωτηρία σου και βιάζεις τον εαυτό σου, όλα
κατ΄ευχήν έρχονται.

- Είναι παρατηρημένο ότι, στις πρώτες ημέρες που ερχόμεθα στο κοινόβιο,
έχουμε ζήλο σαν τον Άθωνα. Αυτός ο ζήλος προσέξετε να μη σας εξασθενήσει,
να μη σβήσει διότι τότε είναι όχι καλά. Μπορείς αυτόν τον ζήλο να τον
αυξήσεις, να τον μεγαλώσεις; Άξιος επαίνου είσαι. Πρόσεξε όμως μήπως αυτός
ο ζήλος, εννοώ ζήλο είς την υπακοή, είς την ευχή, είς την αυτομεμψία,
άγρυπνος στην ακολουθία, μη σε πάρει ο ύπνος, στο δωμάτιό σου, να
επιβλέπεις τον εαυτό σου, όλα αυτά θεωρούνται ζήλος. Αν ο ζήλος ψυχρανθεί,
τότε δεν βαδίζεις καλά. Γι΄αυτό διόρθωσε τον εαυτό σου, να μην ψυχρανθεί
αυτός ο ζήλος, αυτή η θερμότης.
Μακάριος είναι εκείνος ο αδερφός, ο οποίος διατηρεί τον ζήλο από την αρχή
μέχρι το τέλος της ζωής του. Διότι δεν ξέρεις πόσα χρόνια θα ζήσεις στο
μοναστήρι. Μπορείς να ζήσεις πέντε χρόνια, μπορεί να ζήσεις δέκα, μπορεί
να ζήσεις και πενήντα, δεν γνωρίζεις πόσα χρόνια. Έ, αυτός είναι άξιος
επαίνου, ο οποίος διατηρεί τον ζήλο του από την αρχή μέχρι το τέλος της
ζωής του ακμαίο.

- Την σήμερον ημέραν δύσκολα, δύσκολα είναι.
Ερχόμουν μια φορά με τον γερο-Παντελεήμονα των Παχωμαίων, τον
αρχιγραμματέα. Και μου λέει ότι, είχε πάει μια φορά στο Γρηγοριάτικο το
κονάκι, αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν αντιπρόσωπος. Αφού μιλήσανε, «τώρα
θα πάω στην Κοινότητα», λέει.
«Πάμε μαζί, Γέροντα».
« Όχι», λέει, «Παντελεήμων, όχι».
«Γιατί»;
«Να πάω απ΄το κονάκι μέχρι την Κοινότητα, λέω τους χαιρετισμούς της
Παναγίας».
Είδες πώς βιάζονται οι πατέρες!

- Ο λογισμός κρίνεται. Από τον λογισμό αχρειούμεθα και από τον λογισμό
βελτιούμεθα. Ο καλόγηρος δεν έχει πράξη, έχει λογισμό.
Ο λογισμός σου πήγε στο όχι καλό; Είσαι υπεύθυνος, είσαι υπεύθυνος. Θα
πεις: Μά και ο λογισμός του ανθρώπου δεν μαζεύεται.
Καλά, αλλά όταν φεύγει, μάζεψέ τον πάλι, μάζεψέ τον πάλι.
Υπακοή

Θέλεις ν΄αποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, όταν λές το «Κύριε Ιησού Χριστέ», να
τρέχουν τα δάκρυα ποτάμια από τα μάτια σου; Θέλεις να ζήσεις τη ζωή των
αγγέλων; «Ευλόγησον», «να΄ναι ευλογημένο»;
Υπακοή!!!

Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να μην πιστεύει τον λογισμό του.
«Έ, ο Γέροντας τώρα λείπει», ρώτησε τον αδερφό σου κι ό,τι σου πει
ν΄ακούσεις.
Δεν είναι μικρός αγώνας να ρίξεις τον εαυτό σου κάτω, δεν είναι μικρός
αγώνας. Μά αλλιώς δεν γίνεται, αλλιώς δεν γίνεται. Αν θέλεις
ν΄ακολουθήσεις τον καλογερικό νόμο, εκεί θα πατήσεις».
Μακάριος εκείνος ο αδερφός ο οποίος, προτού να τελειώσει τον λόγο ή ο
Γέροντας ή ο παραδερφός του, «να΄ναι ευλογημένο».
Σε είπεν ένας αδερφός: «Έλα, πάτερ, να με βοηθήσεις εδώ», «να΄ναι
ευλογημένο».
Ακολούθησε αυτόν τον δρόμο, να δεις τι θα αισθανθείς μέσα. Τι ειρήνη, τι
γαλήνη θα αισθανθείς!
Ενώ, «περίμενε πέντε λεφτά κι έρχομαι»...
Αυτό θα πει υπακοή. Να βγάλεις τον λογισμό σου, τον δικό σου, και
ν΄ακούσεις τι θα σου πει ο Γέροντάς σου.
Αν κάνεις διάκριση σ΄ ό,τι σου λέει ο Γέροντας, δεν είσαι υποτακτικός, είσαι
ελεγκτής του Γέροντος.

.- Όση ευλάβεια έχετε, όση αυταπάρνηση έχετε, όση πίστη έχετε εις τον
Γέροντά σας, τόσο και περισσότερο λαμβάνετε.
Εις τον κόσμο αποθνήσκοντας ένας πατέρας έχει μία περιουσία, ας
υποθέσουμε τώρα, εκατό δραχμές. Αφήνει τέσσερα παιδιά. Στα τέσσερα
παιδιά θα διανείμει είκοσι πέντε, είκοσι πέντε, και είκοσι πέντε. Όλοι θα
πάρουν από είκοσι πέντε δραχμές. Η κληρονομία του πατρός των.
Στο πνευματικό δεν ισχύει αυτό, όχι. Ένας έχει πίστη, ευλάβεια
αυταπάρνηση, σεβασμό στον Γέροντά του είκοσι βαθμούς, είκοσι βαθμούς θα
πάρει πνευματική δύναμη. Ο άλλος έχει δύο, δύο θα πάρει· άλλος έχει
ογδόντα, ογδόντα θα πάρει.
Αυτό το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός είπε: «Ο δεχόμενος υμάς εμέ
δέχεται, και ο δεχόμενος εις όνομα μαθητού, μισθόν μαθητού λήψεται, ο
δεχόμενος εις όνομα προφήτου, μισθόν προφήτου θα πάρει» (Ματθ. 10,41).
Αυτό είναι το πνευματικό. Όση ευλάβεια έχεις εις τον Γέροντα...
Αυτή τη μετάνοια την οποία βάζεις εις τον Γέροντα, «ευλόγησον, Γέροντα»,
ξέρετε πόση δύναμη έχει; Δεν μπορείτε να την φαντασθείτε εσείς. Αυτός που
την πέρασε, αυτός γνωρίζει.
Δεν έχεις ευλογία να πας ένα βήμα αν δεν πάρεις ευλογία απ\' τον Γέροντα.
Όταν πάρεις ευλογία απ\' τον Γέροντα, μη φοβάσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια,
φίλησε το χέρι του Γέροντά σου και πήγαινε και γίνε αστροναύτης πάνω στη
σελήνη· μη φοβάσαι, διότι σε σκεπάζει η ευχή, η υπακοή σε σκεπάζει.
Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας.
Ο κατά σάρκα αδερφός αλλά και υποτακτικός του γερο-Ιωσήφ, ο πάτερ
Αθανάσιος, είχε την Κοίμηση στη Νέα Σκήτη. Εκεί το Γεροντάκι που ζούσε
πριν, εγώ το πρόλαβα, αλλά αυτό το ιστορικό που θα σας πω τώρα δεν το
πρόλαβα, αλλά το άκουσα· το Γεροντάκι το πρόλαβα. Είχε έναν υποτακτικό.
Ο υποτακτικός, ε, κρίσις Θεού, ήρθε στο τέλος να πεθάνει. Την προηγούμενη
ημέρα, την παραμονή προτού να πεθάνει, πήγαν οι δαίμονες και του λένε:
«Είσαι δικός μας, τώρα θα σε πάρουμε στην κόλαση γιατί έτσι κι έτσι...», τα
συνηθισμένα των διαβόλων. Το παιδί ταράχθηκε. Μπήκε μέσα ο Γέροντας:
- Παιδί μου, γιατί είσαι ταραγμένος; λέει.
- Γέροντα, Γέροντα, θα κολασθώ, ήρθαν οι δαίμονες να με πάρουν, μου είπαν
ότι αύριο στις τρεις η ώρα θά\'ρθουμε να σε πάρουμε.
- Αχ, παιδάκι μου, λέει, εσύ είσαι υποτακτικός, όταν έρθουν οι δαίμονες να
τους πεις: «Εγώ έχω Γέροντα».
- Νά\'ναι ευλογημένο.
Τέλειωσε, τον ειρήνευσε τον υποτακτικό! την άλλη μέρα παν οι δαίμονες
κατά τη συνήθειά τους, βγάλε τη γλώσσα, τράβα από \'δω... «Τι ερχόσαστε σε
μένα», λέει, «εγώ είμαι υποτακτικός, έχω Γέροντα». Με το «έχω Γέροντα»
άφαντοι όλοι οι δαίμονες! Αυτός είναι ο Γέροντας.
Κάποιος από ένα μοναστήρι ήρθε στο σπίτι και λέει «Μα ο Γέροντας
αλάθητος είναι; δεν φταίει;» «Α, άκουσε, παιδί μου», του λέω, «αν βάλεις
τέτοιο θεμέλιο ότι ο Γέροντας φταίει, ποτέ δεν θα ορθοποδήσεις. Ήρθες να
κάνεις υπακοή ή ήρθες να κρίνεις το Γέροντα, πότε λέει αλήθεια, πότε λέει
ψευτιά;»
Μα, πώς αναπαύεται η ψυχή του Γέροντα όταν κάνει υπακοή ο υποτακτικός!
Μα πώς αναπαύεται! Πώς, δηλαδή, από μέσα απ\' την την ψυχή βγαίνει η
ανάπαυσις, η ευχή «ο Θεός, παιδί μου, να σ\' ευλογήσει», και σε πιάνει η ευχή
αυτή.
Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, καθε είκοσι βλέπω τον Γέροντα
Ιωσήφ. Τώρα τελευταία του λέω: «Γέροντα, εκεί που είσαι προσεύχεσαι για
μας;» «Πως, λέει, προσεύχομαι και για σας». (στον ύπνο, στο όνειρο). Έχει
τώρα δεκαπέντε μέρες, τον είδα πάλι, πήγα και τον φίλησα. Λέει: «Ο
Γέροντάς σου εγώ είμαι». Βλέπετε; Όχι μόνο εδώ που ζει, αλλά και στον
ουρανό που βρίσκεται υπάρχει αυτή η πνευματική ένωσις, υπάρχει.
Υπάρχουν τρόποι πολλοί για να ενωθείς έτι περισσότερο με τον Γέροντα.
Πέφτεις να κοιμηθείς -όπως κάνω, έτσι παραδίδω και σε σας-, «η ευχή του
πατρός μου Ιωσήφ» και κοιμάμαι.
Ξυπνάω. «Η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ», αρχίζω την προσευχή. Πάω ταξίδι,
από τα Κατουνάκια θα πάω στη Δάφνη, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ».
Μαγειρεύω, «η ευχή του πατρός μου Ιωσήφ». Πάω στο Βατοπαίδι, έχω την
εικόνα του Γέροντα στο δωματιό μου, την ασπάζομαι και λέω «η ευχή του
πατρός μου Ιωσήφ». Έτσι έρχεται κι ένας τεχνητός τρόπος για να είσαι
περισσότερο ηνωμένος με τον Γέροντα. Όπως υπάρχει η νοερά προσευχή που
λίγο, λίγο καθαρίζεται το εσωτερικόν του ανθρώπου και γίνεται κατόπιν και
αυτός φωτεινός με τη νοερά προσευχή, υπάρχει και αυτός ο τρόπος που
ενώνεσαι με τον Γέροντα περισσότερο.
Διαβάζοντας τη Θεία Γραφή, όσο πνευματική δύναμη έχεις, τόσο
καταλαμβάνεις, περισσότερο δεν καταλαμβάνεις. Έτσι είχαμε με τον
Γέροντα. Μας έλεγε, αλλά μας έλεγε κατά το βαθμό του· εμείς κατά το
βαθμό μας καταλαμβάναμε.
Πολλά με δίδαξε και η υπακοή, πολλά διδάχτηκα και ως Γέροντας. Έτσι είναι.
Να θυσιάσω τον εαυτό μου, μόνο να σε δω εσένα, το παιδί μου, να πας στον
Παράδεισο· αυτός είναι ο δικός μου ο παράδεισος, να είσαι \'σύ στον
παράδεισο κι εγώ ας καώ, ας καώ. Έτσι είναι. Δεν μετριέται η πατρική αγάπη.
Και ως Γέροντας και ως υποτακτικός, πήρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια
υποτακτικός και δέκα-δεκαπέντε χρόνια ως Γέροντας. Είδα και τη μία αγάπη
και την άλλη αγάπη. Η πατρική αγάπη, πάτερ μου, είναι πολύ ψηλά, πολύ
ψηλά!
Όσο ισχύει η ευχή του Γέροντά σου, δεν ισχύει όλη η οικουμένη. Πήρες την
ευχή του Γέροντά σου; Μη φοβάσαι πουθενά.
Κι\' εγώ στο σπίτι μας πολλά δέντρα φύτεψα, αλλά σε όσα ο Γέροντάς μου
ήταν σύμφωνος, έπιασαν, εις άλλα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας,
δεν έπιασαν. Εφύτευσα κλήματα, ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, ούτε ένα
δεν έπιασε. Εφύτευσα δέντρα μηλιές και άλλα· δεν ήταν σύμφωνος ο
Γέροντας · έπιασαν μεν, αλλά δεν ευδοκίμησαν. Τα πήρε ο γερο-Κλήμης
απάνω και γίνηκαν μεγάλα δέντρα και τρώει πολλές οκάδες, πολλά κιλά
τρώει μήλα απ\' τα δικά μου. Δεν ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, όταν τα
φύτεψα εγώ. Εφύτεψα και μια καϊσιά. Εφτά χρόνια έβγαλε δύο λουλούδια,
εφτά χρόνια! Τα είχα φέρει από τα θερμοκήπια, από τη Θεσσαλονίκη.
Εφύτευσα και μια μουριά, ήτανε σύμφωνος ο Γέροντας, και τρώμε τώρα ένα
μήνα και περισσότερο όλο μούρα. Εφύτευσα και έναν λωτό, ήταν και ο
Γέροντας σύμφωνος, και δεν ξέρω τριακόσια, τετρακόσια λώτα κάνει κάθε
χρόνο· επειδή ο Γέροντας ήτανε σύμφωνος. Εις όλα τ\' άλλα τα πράματα, τα
οποία ο Γέροντας δεν ήτανε σύμφωνος, είτε θα τά \'βγαζα και θα τα φύτευα
αλλού ή δεν θα πρόκοφταν, δεν θα έπιαναν, δηλαδή δεν θα είχαν τέλος καλό,
επειδή ο Γέροντάς μου δεν ήτανε σύμφωνος.
Όποιος βασίσθηκε στις δυνάμεις του επλανήθη. Θα πας σε άνθρωπο
πνευματικό, ο οποίος θα σε διδάξει τις μηχανές του διαβόλου, θα σε διδάξει
το δρόμο πώς θ\' ανέβεις στον ουρανό. Πάντως μονάχος σου αν πας...
Όταν βλέπω μπροστά μου ότι ο άλλος θα κάνει αντιλογία, οπισθοχωρώ εγώ,
για να μην προβεί ο άλλος ότι, «Γέροντα, μα έτσι...» Οπισθοχωρώ εγώ.
Οπισθοχωρώ. Για να μην έρθει ο υποτακτικός μου σε θέση να πει, «Γέροντα,
δεν θα μπορέσω να το κάνω». Όταν το βλέπω αυτό, οπισθοχωρώ, για να μη
γίνω εγώ αιτία να κάνει αυτός παρακοή. Είναι και κάποια διάκριση εκεί μέσα,
να πούμε. Έτσι είναι.
Πάντως, ένα είναι: Η καλογερική στηρίζεται στην υπακοή. Δοκίμασα και την
υπακοή, δοκίμασα και την παρακοή. Και τα δύο τα δοκίμασα. Και είδα ότι
όταν κάνει κανένας υπακοή, είναι ειρηνικός, δεν τον ελέγχει ο λογισμός
πουθενά!
Ανέπαυσες τον Γεροντά σου; Ανέπαυσες τον Θεό σου.
Άλλος πάλι επίστευσε τον λογισμό του, κακά αποτελέσματα είχε. Λέει ο
Γέροντας μετά τη λειτουργία:
- Πατέρες, καθήστε να πιούμε ένα νερό.
- Ναί.
- Γέροντα, αυτό που κάνεις δεν είναι καλό. Οι πατέρες να φύγουν σιωπώντες,
να πάνε στα κελιά τους, στα σπίτια τους.
- Παιδί μου, εσύ είσαι υποτακτικός. Τώρα αρχίζεις και συμβουλεύεις τον
Γέροντα; Δεν κάνεις καλά.Να πεις, να\'ναι ευλογημένο, Γέροντα.
- Μα έτσι κι έτσι κι έτσι...
Τον κατόρθωσε ο πειρασμός, τον έβγαλε απ\' τη σκέπη του Γέροντά του. Πήγε
στα Καρούλια. Ελαττωματικά πνευματικά έκανε. Πήγε σ\' άλλο μέρος. Στο
τέλος πήγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος από την Πάτρα και μου λέει:
- Πάτερ-Εφραίμ, ο τάδε είναι ιερεύς;
- Όχι, του λέω.
- Όταν του χτύπησα την πόρτα, άνοιξε και με εσταύρωσε, έτσι. Λέω: «Είστε
ιερεύς;» «Μόλις τελείωσα τη Λειτουργία», λέει.
Βλέπετε; Επίστευσε τον λογισμό του, έφυγε από τον Γέροντά του, έφυγε από
τους γειτόνους, αυτοχειροτονήθηκε ιερεύς κι έτσι τελείωσε.
Γι\' αυτό ο άνθρωπος να μην πιστεύει το λογισμό του. Έχεις το λογισμό σου;
Να τον πεις στον Γέροντά σου. Κι ότι ο Θεός φωτίσει τον Γέροντα, αυτό ν\'
ακούσεις. Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται· λίγο,
λίγο, λίγο και σε πάει εκεί που θέλει αυτός. «Κρείσσον το παραβάλλειν ή το
ησυχάζειν».
Πέντε χρόνια με πολεμούσε ο διάβολος να φύγω από τον Γέροντά μου, τον
παπα-Νικηφόρο. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα. Εωσότου ο πόλεμος έφυγε
μοναχός του.
Το να φύγει κανένας απ\' τον κόσμο εύκολο είναι· το να βρει άνθρωπον οδηγό,
είναι πολύ δύσκολο! Είναι δύσκολο!
Αν εσύ μόνο για τον εαυτό σου έχεις μέριμνα, ο Γέροντας που είναι τόσες
ψυχές απάνω σ\' αυτόν και κρεμνιώνται; Εσύ θα πας να πεις το λογισμό σου, ο
άλλος θα πάει να πει τον λογισμό του, ο άλλος το λογισμό του. Και τότες ο
Γέροντας τι γίνεται; Όλους τους βαστάζει ο Γέροντας; Ε, βέβαια, τώρα δεν
βαστάζει ο Γέροντας καθολικά, ο Χριστός τους βαστάζει όλους. Εν τούτοις
όμως ο Γέροντας τους οικονομάει όλους.
Η πηγή της ειρήνης, η πηγή της χάριτος η πηγή της σωτηρίας, η πηγή του
Παραδείσου είναι ο Γέροντας.
Ο Γέροντας παρακολουθεί το λογισμό του υποτακτικού του:
- Έλα \'δω, παιδί μου.
- Ναι, ευλόγησον.
- Πώς με βλέπεις;
- Γέροντα, άγγελο σε βλέπω.
- Καλά. Θά\'ρθει καιρός που θα με δεις άνθρωπο.
Μετά από λίγο καιρό:
- Πώς με βλέπεις, παιδί μου;
- Άνθρωπο.
- Αύριο θα με δεις ως διάβολο.
Ε, αύριο:
- Πως με βλέπεις;
- Διάβολο.
Έτσι είναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ο διάβολος -τό\'χω πάθει, πατέρες, από πείρα
το λέω- ο διάβολος προσπαθεί να σε ξεκολλήσει από τον Γέροντα, να σε
ξεκολλήσει!
Δυο φορές πήγα στο σπίτι του Γέροντος, ίνα κάνω ευχέλαιο. έκεί ήτο και ένα
νεαρό πρόσωπο, που με εσκανδάλιζε. Και τις δύο φορές, είπα εις τον Γέροντά
μου, π. Νικηφόρο, να κάνει κομποσχοίνι. Την πρώτη φορά, μόλις έφθασα εις
το σπίτι, ξέχασα το λογισμό, έκανα ευχέλαιο, και όταν έφευγα, τότε τον
ξαναθυμήθηκα. Τη δεύτερη φορά ο λογισμός με τυραννούσε, και όταν άρχισα
το ευχέλαιο. Όταν το έχρισα το παιδί, τελείως είχε φύγει από τη σκέψη μου ο
λογισμός. Μόλις ετελείωσα το ευχέλαιο, και έφευγα, επανήλθε ο λογισμός.
Είδες τι δύναμη έχει η ευχή, το κομποσχοίνι, που κάνει ο Γέροντας,
οιοσδήποτε κι αν είναι;
Δεν πρέπει να ανέχεσαι να κατηγορεί κανείς τον Γέροντά σου! Αυτό είναι το
σωστό και πρέπον να γίνεται. Να αντιδράς, όταν ακούς να λέγουν κάτι κατά
του Γέροντός σου.
Έφθασα στο τέρμα.Δεν άντεχα άλλο. Ζητούσα βοήθεια. Τότε είδα το γέρο-
Ιωσήφ στον ύπνο μου. « Μεσ\' την καρδιά μου, παιδί μου, σε έχω»· και ξέρεις
πόσο παρηγορήθηκα στον σταυρό που κρατούσα αυτήν την ώρα!! Πολύ
παρηγορήθηκα· έστω και στον ύπνο μου που είδα τον Γέροντα.
Η ταπείνωση

.- Τον πρώτο καιρό μετά τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος σκέφθηκα: Ο Κύριος
μου συγχώρεσε τις αμαρτίες μου, το μαρτυρεί μέσα μου η χάρη. Τι μου
χρειάζεται, λοιπόν, περισσότερο; Δεν πρέπει όμως να σκεφτόμαστε έτσι.
Παρότι μας συγχωρούνται τα αμαρτήματα, εν τούτοις πρέπει να τα θυμόμαστε
όλη τη ζωή μας και να θλιβόμαστε γι΄ αυτά, για να διατηρούμε τη συντριβή της
καρδιάς. Εγώ δεν το ήξερα αυτό και έπαψα να έχω συντριβή και υπέφερα
πολλά από τους δαίμονες. Και απορούσα, τι συμβαίνει μ΄ εμένα; Η ψυχή μου
γνωρίζει τον Κύριο και την αγάπη Του. Τότε πώς μου έρχονται κακοί λογισμοί;
Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε και με δίδαξε ο Ίδιος πώς πρέπει να
ταπεινωθώ: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».
Μ΄ αυτό τον τρόπο νικόνται οι εχθροί. Όταν όμως ο νους μου λησμονεί τη
φωτιά του Άδη, τότε οι λογισμοί ξαναποκτούν δύναμη.

Πρέπει να υπομείνεις πολλούς κόπους και να χύσης πολλά δάκρυα, για να
διατηρήσεις το πνεύμα ταπεινωμένο κατά Χριστόν. Χωρίς αυτό σβήνει το φως
της ζωής στην ψυχή και αυτή πεθαίνει.
Μπορείς σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποξηράνεις το σώμα με τη
νηστεία. Να ταπεινώσεις όμως την ψυχή, έτσι που να μένει συνεχώς ταπεινή,
αυτό ούτε εύκολο είναι ούτε γίνεται σύντομα. Η Μαρία η Αιγύπτια επάλαιβε
δεκαεπτά έτη με τα πάθη, σαν να ήταν άγρια θηρία, και μόνο τότε βρήκε
ανάπαυση. Κι όμως το σώμα της μαράθηκε σε λίγο χρόνο, γιατί στην έρημο
δεν υπάρχει πολλή τροφή.

Έλκεται η ψυχή μου να δει τον Κύριο και διψά με ταπείνωση γι΄ Αυτόν, γιατί
είναι ανάξια για τέτοιο μεγάλο αγαθό.
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως. Στον
άπιστο δίνω αυτή τη συμβουλή.
Ας πει: «Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με και θα Σε υπηρετήσω μ΄ όλη την ψυχή
μου».
Και ο Κύριος εξάπαντος θα φωτίσει μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία
για την υπηρεσία του Θεού. Δεν πρέπει όμως να λέγει: «Αν υπάρχεις, τότε
παίδεψέ με», γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρεις τη δύναμη να
ευχαριστήσεις τον Θεό και να μετανοήσεις .

.- Ο κενόδοξος ή φοβάται τους δαίμονες ή γίνεται όμοιος μ΄ αυτούς . Δεν πρέπει
όμως να φοβόμαστε την κενοδοξία και την υπερηφάνεια, γιατί προκαλούν την
απώλεια της χάρης.

.Ο Κύριος μας αγαπά πολύ. Κι όμως εμείς πέφτομε σ΄ αμαρτίες, γιατί δεν έχομε
ταπείνωση. Για να διαφυλάξεις την ταπείνωση, πρέπει να νεκρώσεις τη σάρκα
και να δεχτείς το Πνεύμα του Χριστού. Οι Άγιοι είχαν ισχυρό πόλεμο με τους
δαίμονες κι ενίκησαν με την ταπείνωση, την προσευχή και τη νηστεία.

Τι πρέπει να κάνομε για να έχομε ειρήνη στην ψυχή και το σώμα;
Πρέπει ν΄ αγαπάς όλους τους ανθρώπους, όπως τον εαυτό σου, και να είσαι
κάθε ώρα έτοιμος για το θάνατο. Όταν η ψυχή θυμάται τον θάνατο,
ταπεινώνεται και παραδίνεται ολόκληρη στο θέλημα του Θεού και επιθυμεί
να έχει ειρήνη με όλους και να τους αγαπά όλους.
Όταν έλθει στην ψυχή η ειρήνη του Χριστού, τότε είναι ευχαριστημένη και
κάθεται σαν τον Ιώβ στην κοπριά και χαίρεται που βλέπει τους άλλους
δοξασμένους κι η ίδια είναι η πιο ασήμαντη από όλους. Το μυστήριο της κατά
Χριστόν ταπεινώσεως είναι μεγάλο και άρρητο. Η ψυχή που αγαπά επιθυμεί
για κάθε άνθρωπο περισσότερα αγαθά από ότι για τον εαυτό της και
χαίρεται σαν βλέπει τους άλλους να είναι πιο ευτυχισμένοι από την ίδια και
θλίβεται όταν τους βλέπει να βασανίζονται.

Ο Κύριος αγαπά τους ανθρώπους. Εν τούτοις παραχωρεί τις θλίψεις, για να
γνωρίσουν οι άνθρωποι την αδυναμία τους και να ταπεινωθούν και με την
ταπείνωση να λάβουν το Άγιο Πνεύμα. Με το Άγιο Πνεύμα όλα γίνονται
ωραία, χαρούμενα, υπέροχα.

Αν ήμαστε ταπεινοί, ο Κύριος από αγάπη θα μας απεκάλυπτε όλα τα
μυστήρια. Αλλά η συμφορά μας είναι πώς δεν είμαστε ταπεινοί,
υπερηφανευόμαστε και είμαστε ματαιόδοξοι για κάθε τι ασήμαντο κι έτσι
βασανίζομε τον εαυτό μας και τους άλλους.

Είναι αξιολύπητοι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον Θεό και πονώ γι΄
αυτούς. Υπερηφανεύονται γιατί πετούν αλλά τί το αξιοθαύμαστο; Και τα
πουλιά πετούν και δοξάζουν τον Θεό . Κι όμως ο άνθρωπος, το κτίσμα του
Θεού, εγκαταλείπει τον Κτίστη. Αλλά σκέψου, πώς θα σταθείς στη Φοβερή
Κρίση του Θεού; Πού θα φύγεις ή πού θα κρυφτείς από το Πρόσωπο του Θεού;

Υπάρχουν πολλά είδη ταπεινώσεως. Ο ένας είναι υπάκουος και για όλα
μέμφεται τον εαυτό του, κι αυτό είναι ταπείνωση. Ο άλλος μετανοεί για τις
αμαρτίες του και θεωρεί τον εαυτό του βδέλυγμα ενώπιον του Κυρίου, κι αυτό
είναι ταπείνωση. Όμως άλλη ταπείνωση έχει εκείνος που γνώρισε με το
Πνεύμα το Άγιο τον Κύριο. Εκείνος έχει άλλη γνώση και άλλη γεύση.
Όταν η ψυχή δει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο, πόσο πράος και ταπεινός
είναι, τότε ταπεινώνεται και η ίδια πλήρως. Και η ταπείνωση αυτή είναι
εντελώς ιδιαίτερη και κανένας δεν μπορεί να την περιγράψει και γνωρίζεται
μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Κι αν οι άνθρωποι εγνώριζαν με το Άγιο Πνεύμα
ποιος είναι ο Κύριος μας, τότε θα άλλαζαν οι πάντες: οι πλούσιοι θα
εγκατέλειπαν τα πλούτη τους, οι επιστήμονες τις επιστήμες τους, οι
κυβερνήτες τη δόξα και την εξουσία τους και θα γινόταν όλοι ταπεινοί, θα
ζούσαν με μεγάλη ειρήνη και αγάπη και θα βασίλευε στη γη χαρά μεγάλη.

Κύριε, δώσε να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μας αγαπάς και ποια
θαυμαστή ζωή χαρίζεις σ΄ όσους πιστεύουν σε Σένα.
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, σκορπίζει ειρήνη και
στους άλλους. Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό, σκορπά και στους
άλλους το κακό.

Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό
πνεύμα, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Ο υφιστάμενος, όποιος κι αν είναι,
πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο
προϊστάμενό του και τότε ο Κύριος, βλέποντας την υπομονή του, θα του δώσει
άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή. Είναι μέγα έργον ενώπιον του
Θεού το να προσεύχεται κανείς γι΄ αυτούς που τον αδικούν και τον
προσβάλλουν. Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει
με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο. Κι έτσι θα υπομείνει τότε, χάριν του Κυρίου, με
χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και
θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως
για την ψυχή του.
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν΄ αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά
τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο. Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι
δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό, μόλις σε
προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι΄ αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις
την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

7. Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ (1901- 1959)



Έλεγε ο γέροντας:
- Ούτε τα πλούτη να σας κάνουν
εντύπωση, ούτε οι δόξες, αλλά
πάντοτε να βαδίζετε δίκαια. Το ψωμί
σας να το τρώτε με τον τίμιο ιδρώτα
σας κι όχι με αδικίες. Αυτά που θα
κερδίζεται με την τιμιότητα σας, να
μην τα σκορπίζεται άσκοπα. Να
ζείτε τίμια και ταπεινά κι όσο
μπορείτε να απλώνεται το χέρι σας
στην ελεημοσύνη.
Να μην σκέπτεστε μόνο τι θα φάτε,
τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα
κτίσετε. Περισσότερο να προτιμάτε
τα σπίτια των θλιμμένων κι όχι των
χαρούμενων. Εάν κάνετε έργα καλά,
θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό.
Θ` αξιωθείτε να δείτε θαύματα και
στην άλλη ζωή θα 'χετε απέραντη
αγαλλίαση.

Άλλη φορά είπε σε μια γυναίκα που τον επισκέφτηκε απ' τη Δράμα:
- Μάλωσες με τον σύζυγο σου και ήρθες. Δεν έκανες καλά. Θα προσπαθείτε
με τη γνώμη του συζύγου σας να έρχεσθε εδώ.

Σε μια άλλη νέα γυναίκα είπε:
- Εσύ για την αγάπη, που έδειξες στην κατάκοιτη μητέρα σου, έκανες πολύ
καλά. Ο Θεός Σου τα συγχώρησε όλα.

Έλεγε προς τα πνευματικά του τέκνα:
- Ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα και την αγαθότητα.. Όσο περνούν
τα χρόνια βαδίζουμε προς την καταστροφή. Ο Θεός να μας λυπηθεί. Ο Θεός
αυτά δεν τα θέλει.
Πριν 50 χρόνια ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός.
Όταν πήγα στο μοναστήρι ήμουν 7 χρονών. Τότε υπήρχε μεγάλη πίστη και
καρδιακή καθαρότητα. Σ` ένα κελί της μονής ήταν φυλαγμένα όλα τα
χρήματα με θύρα ανοιχτή. Αντί για θύρα υπήρχε μια κουρτίνα. Ο ηγούμενος
μ' έστελνε να φέρω όσα χρήματα χρειάζονταν ως μικρότερος. Όλοι οι
μοναχοί γνώριζαν που ήσαν τοποθετημένα τα χρήματα. Όλοι ήσαν
αφοσιωμένοι στο Θεό και δεν τους εντυπωσίαζαν καθόλου τα χρήματα.

Σ` ένα ψαλτή που αμφισβητούσε το πνευματικό χάρισμα του Γέροντα, όταν
τον επισκέφτηκε, του αποκάλυψε πολλές πτυχές απ' την ζωή του και στο τέλος
του είπε:
- Ο Χριστός δεν μου έδωσε καθόλου από το πνεύμα του που τον υπηρετώ από
επτά χρονών;
Ο ψάλτης ζήτησε συγγνώμη.

.Σε μια γυναίκα μοιχαλίδα και με τρία νόθα παιδία είπε:
- Θα γίνεις ζητιάνα, σε επτά χωριά. Θα σου λένε «πήγαινε να δουλέψεις νέα
είσαι, γιατι ζητιανεύεις»; Εσύ θα σιωπάς. Ότι μαζέψεις θα το πας στις
φύλακες και στο γηροκομείο της Δράμας.

.Μια παραστρατημένη γυναίκα πήγε στη μονή να κάνει μνημόσυνο στη
μητέρα της. Οι γυναίκες που βρέθηκαν εκει κι είχαν ακούσει για αυτήν,
άρχισαν να την κουτσομπολεύουν άσχημα.
Όταν ο Γέροντας τελείωσε τις πλησίασε και σε τόνο αρκετό αυστηρό τις
επέπληξε λέγοντας:
- Αυτή η γυναίκα σήκωσε μια πέτρα κι εσείς με πέτρα γεμίσατε ένα τσουβάλι
με το κουτσομπολιό σας και δεν μπορείτε να το σηκώσετε.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

8. Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (1886 – 1983) ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ


Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς, ένας ευλαβής νέος είπε στο γέροντα
Αρσένιο:
- Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι για μένα.
- Πώς σε λένε;
- Με λένε Ανδρέα.
- Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή
πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται κι ο Ανδρέας για τον εαυτό του. Ο
άγιος Αντώνιος λέει, «ούτε εγώ σ` ελεώ ούτε ο Θεός σ` ελεεί, αν δεν ελεήσεις
πρώτα εσύ τον εαυτό σου».
- Δηλαδή, Γέροντα;
- Μα δεν το καταλαβαίνεις; Καλά, τότε να
σου πω κάτι που συνέβη επί των ημερών
μου.
Πέρασε ένας προσκυνητής από την
έρημο ψάχνοντας άγιους, όπως και εσύ
τώρα, για να του κάνουν προσευχή.
Βρίσκει ένα ασκητή και του λέει: «σε
παρακαλώ γεροντα, προσευχήσου για
μένα, έχω σοβαρά προβλήματα».
Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ
στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον
κοσμικό.
Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω
από το κελί του τον σατανά, να γελά
σαρκαστικά και να κοροϊδεύει.
Του λέει ο Μονάχος. «γιατι ρε
καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», κι ο
σατανάς, «χα, χα, χα γελώ που αγρυπνάς
άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός αγρυπνά αλλά στα στέκια τα
δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς)».
Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω;
-Ναι , Γέροντα, τώρα κατάλαβα ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και
να προσπαθούμε όσο μπορούμε.

Κάποτε -είπε ο Γέροντας-, ήμουν μόνος στον Άγιο Βασίλειο, δεν ξέρω πως,
έχασε το δρόμο ένας Πειραιώτης και βρέθηκε έξω από την καλύβα μου. Τον
φιλοξένησα λίγο και του πρότεινα αν θέλει να διανυχτερεύσει.
«Όχι, όχι», μου λέει, «φεύγω. Πως μπορείς, πάτερ και ζεις χρόνια σ` αυτά τα
βράχια; Εγώ να με δέσεις θα κόψω το σχοινί να φύγω».
«Εσύ που μένεις»;
«Στον Πειραιά».
«Κι εμένα», του απαντώ, «να με δέσεις στον Πειραιά , θα κόψω το σχοινί και
θα έρθω εδώ»!
Πράγματι ο παππούς με όλη την απλότητα έδωσε μια πολύ σοφή και
εύστοχη απάντηση, και συνέχισε:
- Καλά, τούτο δεν είναι τίποτε. Ήλθε βράδυ τον έβαλε ο Γέροντας στο κελί
του να κοιμηθεί κι ο Γέροντας αγρυπνούσε στην εκκλησία. Για μια στιγμή
ακούμε φωνές, κραυγές, τρέχουμε κοντά του, πέφτει απάνω μου και
σφιγγόταν κι έτρεμε ολόκληρος.
«Τι συμβαίνει βρε ευλογημένε»;
Πέφτει στα ποδιά μας με κλάματα.
«Ήλθαν οι δαίμονες και μ` έσπασαν στο ξύλο, θα με σκοτώσουν. Πάρτε με
γρήγορα στην Αγια Άννα, δεν μπορώ».
Του λέει ο Γέροντας:
«Ησύχασε, παιδί μου, ώσπου να ξημερώσει, δεν σε ξαναχτυπάνε, λάθος
έκαναν. Κάθε βράδυ εμένα πλακώνουν στο ξύλο, αλλά κατά λάθος τις
έφαγες εσύ»!
Όσα και να του είπαμε αυτός τίποτα. «Θέλω να φύγω», μας έλεγε.
Τι να κάνουμε; Νύχτα σκοτεινή τον κατεβάσαμε στην Αγια Άννα.

.Ο γέροντας Παίσιος στο βιβλίο του «Αγιορείτες πατέρες» αφιερώνει ένα μικρό
κεφαλαίο σε μια συνομιλία με τον Γέροντα Αρσένιο. Ο παππούς με απλότητα
εκφράζει μια απορία:
-Όταν κάνω κομποσκοίνι όρθιος, αισθάνομαι έντονα ευωδία θεϊκή, όταν λέω
την ευχή καθιστός ελάχιστη ευωδία αισθάνομαι.
Παρ` όλο που ήταν ενενήνταπεντε χρονών ο Γέροντας αγωνιζόταν φιλότιμα
και συνεχεία πλουτίζονταν πνευματικά, κι ας είχε αποθηκευμένα πολλά
πνευματικά κεφαλαία.
Ο Γερο- Παίσιος πολύ θαύμασε, γιατι η ευωδιά της προσευχης προϋποθέτει
καθαρά καρδιά, την οποια μοσχοβολά η παρουσία του ενοικούντος Άγιου
Πνεύματος.

Άλλος αδελφός ρώτησε:
- Παππού πολλοί μοναχοί συνηθίζουν να λένε χαιρετισμούς όταν δουλεύουν,
αντί ευχή. Τι είναι καλύτερα;
- Α! Τους χαιρετισμούς πολύ τους αγαπά η Παναγία μας. Εμείς με τον
Γέροντα τους λέγαμε σαν δουλεύαμε, απ` έξω, δυο τρεις φορές την μέρα. Να
εδώ έχω ένα βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς που στην αρχή αναφέρει ότι η
Παναγία μας φανερώθηκε σε πολλούς αγίους και τους υποσχέθηκε ότι,
οποίος λέει τους χαιρετισμούς της κάθε μέρα, θα τον φυλάει και σ` αυτήν τη
ζωή, αλλά και μετα θάνατο θα τον υπερασπίσει ενώπιον του Υιού της.
Και συνέχισε:
- Η βάση βέβαια είναι η ευχή. Αν έχεις προθυμία στην ευχή μην την κόβεις.
Τα λέει όλα. Αν αδυνατίσει η ευχή, τότε πες τους χαιρετισμούς. Ακόμη και το
«Θεοτόκε Παρθένε» πολύ αγαπά η Παναγία μας. Κάποτε σαν το λες
καμπόσες φορές, σου προσφέρει ένα γλύκισμα η Παναγία μας που δεν
περιγράφεται.
- Γέροντα, όταν από την πολλή κούραση παραλύει το σώμα, μπορούμε να
λέμε ξαπλωμένοι την ευχή;
- Ο Χριστός μας οικονομά σύμφωνα με τις δυνάμεις μας. Αν πραγματικά δεν
μπορούμε ούτε όρθιοι, ούτε γονατιστοί, ούτε καθιστοί, τότε μας οικονομά
ακόμη και ξαπλωμένους. Αν έχουμε δυνάμεις, ο σατανάς εκει είναι. Αμέσως
φέρνει αμέλεια και ύπνο.

.Και τώρα θα σας διηγηθώ μια ιστορία από τους Πατέρες.
Μια φορά είχε κάποιος τρεις φίλους. Με τον πρώτο φίλο κάθε μέρα περνούσε
καλά.
Είχε δεύτερο. Και με εκείνον περνούσε καλά. Όχι όπως με τον πρώτο.
Λιγότερα πιο κατώτερα.
Είχε και τρίτο φίλο δυστυχώς. Κάποτε τον έβλεπε αλλά με κρύα καρδιά.
Στο μεταξύ ήλθε είδηση απ' τον βασιλιά, για κάποιο έγκλημα. Ήθελε να τον
δικάσει ο βασιλιάς.
Τρέχει στον πρώτο φίλο του. Του λέει: «Φίλε μου ο βασιλιάς με προσκαλεί να
με δικάσει. Κάποιο έγκλημα έκανα».
Κι ο φίλος του απαντά: «Κι εγώ από το σπίτι μου δεν βγαίνω».
Αυτός απελπισμένος πηγαίνει στο δεύτερο φίλο του. Κι αυτός απαντά: «Εγώ
στην αυλή του βασιλιά πηγαίνω, αλλά μέσα δεν μπαίνω».
Τρέχει στον τρίτο φίλο, αλλά ντρεπόταν. «Πώς να του το πω; Δεν τον
ευχαρίστησα καμία φορά». Τελικά πηγαίνει με ντροπή και του λέει: «Φίλε
μου ο βασιλιάς με κάλεσε να με δικάσει. Μπορείς να με βοηθήσεις».
Αυτός αμέσως πρόθυμος πήγε στον βασιλιά και τον βοήθησε.
Αυτό είναι παραβολικό. Οι τρεις φίλοι είναι:
Ο πρώτος είναι τα χρήματα, τα έπιπλα του σπιτιού κλπ.
Ο δεύτερος είναι γονείς, αδέλφια, συγγενείς.
Τρίτος είναι η ελεημοσύνη.
Όταν έρχεται ο θάνατος ο πρώτος φίλος, δηλαδή τα χρήματα, έπιπλα από το
σπίτι δεν βγαίνουν. Κι ο δεύτερος φίλος, οι συγγενείς, ίσα μέχρι το τάφο
πηγαίνουν. Ο τρίτος φίλος η ελεημοσύνη πηγαίνει στο Χριστό μας και τον
βοήθα.

Τα πρώτα χρόνια, που ήταν υποτακτικός μαζί με τον γέροντα Ιωσήφ τον
Σπηλιώτη, μας διηγείται για τον γεροντα του, τον απλοϊκό κι άγιο Γέροντα
Εφραίμ.
Το εργόχειρο του ήταν βαρελάς, αλλά και ξυλόγλυπτης. Σκάλιζε τέμπλα σε
πολλούς ιερούς ναούς. Ανάμεσα στα αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό:
Την εποχή που κοινοβίαζαν οι μοναχοί Ιωσήφ και Αρσένιος κοντά του, εκει
στα Κατουνάκια, ανακαινίσθηκε ο ναός της καλύβας των Αρχαγγέλων.
Ο Γέροντας του κελιού κάλεσε ένα ξυλογλύπτη για προσφορά. Εκείνος
ζήτησε 20 λίρες χρυσές.
Επειδή δεν είχε να δώσει τόσα πολλά κάλεσε τον Γ. Εφραίμ.
«Φτιάχνεις το τέμπλο»;
«Το φτιάχνω», είπε.
Όσο για την τιμή, συζήτηση δεν έγινε. Δώστου – δώστου ο Γέροντας μας
τελείωσε το τέμπλο. Τώρα η πληρωμή;
Ψάχνει ο Γέροντας του κελιού στο ταμείο, βρίσκει 2 λίρες. Βγάζει και τις δίνει.
Συγχρόνως του λέει:
«Καλά είναι Γέρο – Εφραίμ»;
«Καλά, καλά Γέροντα ευχαριστώ».
«Εγώ», λέει ο Γερο Αρσένιος, «μόλις το έμαθα έγινα φωτιά. Πάω στο Γέροντα
και του λέω. Γέροντα, όλα κι όλα αυτό δεν το σηκώνω. Ο άλλος είκοσι λίρες
ζήτησε κι εσένα με δυο λίρες σε ξόφλησε κιόλας».
Και του λέει το απλό και σοφό γεροντάκι: «Κι αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, για
τον ουρανό, τι θα μείνει παιδί μου»;
«Έτσι κατάλαβα», είπε ο Γέροντας Αρσένιος, «ότι ο Γέροντας μας δεν ήταν
κουτός. Είχε αρετή που εμείς δεν μπορούσαμε να φτάσουμε. Αλλά για να το
δω και με τα μάτια μου, να σας πω τι μου έδειξε ο Θεός.
Λίγες μέρες μετα την κοίμηση του Γέροντα μου Εφραίμ τον είδα σαν
προσευχόμουν σε όραμα. Ήταν σε ένα πανευφρόσυνο τόπο. Το πρόσωπο του
άστραφτε από τη πολλή δόξα και στεκόταν έξω από ένα ωραίο εκκλησάκι.
Αφού χάρηκα που τον είδα σε τόση δόξα κατόπιν τον ρώτησα:
«Γεροντα τι είν' αυτό το όμορφο εκκλησάκι»;
«Α, αυτό είναι δικό μου. Θυμάσαι που σκάλισα το τέμπλο με δυο λίρες;
Επειδή δεν πληρώθηκα εκεί και δεν γόγγυξα, ούτε κατέκρινα, ο Χριστός μου
το φύλαξε στον ουρανό. Θυμάσαι που σου το έλεγα;»
Συνήλθα από το όραμα γεμάτος χαρά. Αλλά μου 'δωσε κι ένα μεγάλο
μάθημα μετα θάνατον ο Γέροντας μου, που το θυμάμαι σ` όλη την ζωή μου.

Εκείνο τον καιρό ασκήτευε και ένας ησυχαστής ο γέρων Δανιήλ. Διηγείται ο
γέροντας Αρσένιος.
- Λοιπόν ο γέροντας αυτός ο παπα- Δανιήλ, είχε τυπικό να αγρυπνεί και να
λειτουργεί κάθε βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα.
Δε δεχόταν κανένα. Τον βοηθούσε στο ψάλσιμο ο υποτακτικός του, ο πατήρ
Αντώνιος μόνος του.
Το γεγονός αυτό παρεξηγήθηκε ώστε πολλοί να τον θεωρούν πλανεμένο. Ο
λόγος όμως ήταν ότι, κάθε φορά που λειτουργούσε έχυνε ποτάμι τα δάκρυα
κι η λειτουργία παρατεινόταν δυο- τρεις ώρες.
Τελειώνοντας κλεινόταν αμέσως στο κελί του, για να συνεχίσει κι εκει τα
δάκρυα ώρες ολόκληρες.
Ευτυχώς, κατ' εξαίρεση, εμάς τους δυο με τον Γέροντα μας δεχόταν.
Όταν τελείωνε την Θεια Λειτουργία, επειδή ήξερε ότι περιμέναμε λόγο
αγαθό απ' το αγιασμένο στόμα του, η πρώτη του κουβέντα που συνήθιζε να
λέει ήταν:
«Η Αγια Συγκλητική λέγει: Το λυχνάρι φωτίζει, αλλά τα χείλη του καίει».
Το έλεγε και το εννοούσε, γιατι είχε μεγάλο φόβο μήπως με τις συνομιλίες
χάση την κατάσταση που είχε. Ωστόσο σε μας έλεγε μερικά λογάκια και
μάλιστα για να μη χρονοτριβεί, διάβαζε μόνος του τους λογισμους μας κι
έμπαινε κατευθείαν στα προβλήματα μας, κι αφού μας έδινε τις κατάλληλες
συνταγές, μας απέλυε με ειρήνη.
Το φαγητό του παπα –Δανιήλ ήταν πάντα ίδιο. Όλο το χρόνο έτρωγε, μια
φορά την μέρα, φασόλια βραστά. Τα έστελνε η κυρίαρχη Μονή ένα τσουβάλι
κάθε χρόνο κι ο άγιος εκείνος γέροντας, που τα` άφηνε όλα στο Θεό, έτρωγε
αγογγύστως λέγοντας:
«Αυτά μας στέλνει ο Θεός αυτά τρώμε».
Ο Γερο – Ιωσήφ όμως δεν το ανέχτηκε αυτό το πράγμα.
Γιατι για ένα ησυχαστή συνέχεια φασόλια, δημιουργούν φουσκώματα και
παρενέργειες στον οργανισμό. Γι αυτό κι αποτάθηκε στην Μεγίστη Λαύρα
χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα.
Έκτοτε η Λαύρα δεν ξαναέστειλε φασόλια.
188.Κάποιος ρώτησε.
- Παππού από την αγία Γραφή, τι να διαβάζουμε περισσότερο;
- Όλη η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και πρέπει να τη διαβάζουμε. Από την
Π. Διαθήκη πρέπει να διαβάζουμε το ψαλτήρι. Είναι πολύ δυνατή προσευχή.
Είπε πάλι:
- Η ανάγνωση είναι κι αυτή ένα είδος προσευχής. Εμείς κάθε μέρα διαβάζαμε
ένα δυο κεφάλαια Αγ. Γραφής και μετα διαβάζαμε πατερικα βιβλία.
Όσο για τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον κρατάμε πάντα στην μασχάλη μας.
Άλλο βιβλίο να μην έχεις ο Ισαάκ ο Σύρος φτάνει. Τα λέει όλα.
Όμως διαβάζουμε και Κλίμακα, Άββά Δωρόθεο, Ευεργεντινό, άγιο Μακάριο
και τους βίους των Άγιων μας.
Όταν διαβάζουμε βίους κερδίζουμε δυο πράγματα. Πρώτο το παράδειγμα
των αγώνων τους, μας ξυπνά από την νάρκη της αμέλειας, και δεύτερον οι
άγιοι οταν διαβάζουμε το βίο με ευλάβεια, πρεσβεύουν στο Χριστό για μας.

.Υπάρχουν κάτι αγριχελίδονα, που χτίζουν τις φωλιές στους πανύψηλους
εξωτερικούς τοίχους των μοναστηριών. Ειναι τόσα αγρία ώστε μόλις
αντικρίσουν άνθρωπο πετούν και φεύγουν σαν αεροπλάνο.
Κι όμως μια φορά, ενώ προσευχόταν ο παππούς στο μπαλκόνι, να ένα
χελιδόνι σιμώνει και κάθεται στους ωμούς του!!
- «Βρε», λέει ο παππούς, «ο πειρασμός σ` έστειλε για να με κόψεις από την
ευχή»; Γυρνώ το κεφάλι το κοιτάζω, με κοιτάζει. Ξανά στην προσευχή. Σε
λίγο ξανακοιτάω το πουλί. Κοιτάζει το πουλί εμένα. «Μωρέ», λέγω «δεν είναι
δουλειά». Σκέφτηκα να το διώξω. Το λυπήθηκα. «Α, εσύ κατάλαβες εμένα. Ο
παππούς δεν σε πειράζει. Άντε, κάτσε όσο θέλεις αλλά μια συμφωνία. Μη
μου βγάλεις στους ωμους καμία κουτσουλιά».

Μας διηγήθηκε για τον παπα- Εφραίμ τον Κατουνακιώτη τι έπαθε μια φορά:
- Τα πρώτα χρόνια που τον γνωρίσαμε, αγωνιζόταν με πολλή ζήλο στη
προσευχή.
Μια βραδιά έπεσε στο κρεβάτι, να ξεκουραστεί λίγο και μετα να σηκωθεί για
αγρυπνία. Οι δαίμονες πολύ φθόνο είχαν μέσα τους. Η προσευχή του παπα
Εφραίμ ήταν φωτιά. Έρχονται, λοιπόν , ένας ολόκληρος λεγεώνας, έξω από
το κελί του και αρχίζουν φωνές.
Ξυπνά το καλογέρι φοβισμένο. Βάζει αυτί. Κατάλαβε. Δαίμονες ειναι.
Όλοι μαζί με μια φωνή: « Πόλεμος – Πόλεμος...». Νόμιζαν ότι θα τρομάξει.
Όμως τι κάνει το καλογέρι; Σηκώνεται από το κρεβάτι σαν αστραπή. Αρπάζει
το τρακοσάρι (κομποσχοίνι) και τους απαντά κι αυτός με θάρρος και δυνατά:
«Ναι – ναι. Πόλεμος –Πόλεμος».
Και δώστου αρχινά η μάχη. « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». «Κύριε Ιησού
Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό».
Έβγαλε τέτοια αγρυπνία που τη θυμόταν για χρόνια.
Έλεγε κι αυτός μετα ευχαριστώ, στους δαίμονες που τον ξυπνήσανε.

Στη Νέα σκήτη υπάρχει μια καλύβα τιμώμενη στ' όνομα των είκοσι Αγ.
Αναργύρων. Εκει έζησε ένας ευλαβέστατος μοναχός ονόματι Θεοφύλακτος.
Είχε και αυτός ενσωματωθεί στην συνοδεία του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλιώτη.
Ο Γέροντας αυτός είχε πολλές αρετές. Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ. Όταν του
τύχαινε οικονομική ανάγκη, με πίστη ζητούσε από τους προστάτες του και
του έστελναν όσο χρειαζόταν.
Τα κανδήλια του ναού ήταν ακοίμητα. Αλλά και τα προσκυνητάρια της
σκήτης τ' άναβε χειμώνα καλοκαίρι. Ακόμη και με μισό μέτρο χιόνι έπρεπε
να κατέβει ν` ανάψει τα καντηλάκια.
Μαγειρεμένο φαΐ έτρωγε, όταν του δίναμε, στο σπίτι του όμως ουδέποτε
μαγείρεψε.
Σ` αυτό το γεροντάκι έδωσε ο Θεός και το χάρισμα να βλέπει πολλές φορές
υπερφυσικά πράγματα με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής. Ως δείγμα
αναφέρω δυο:
Μια φορά σε μια συνοδεία έβλεπε συνέχεια να τριγυρνά ο σατανάς και να
στήνει παγίδα. Λέγει στον γεροντα του κελιού:
«Πρόσεχε, ο σατανάς κάτι σχεδιάζει στην συνοδεία σου».
Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ένα καλογερι σηκώθηκε και έφυγε.
Σ` ένα πνευματικό είπε. «πρόσεξε ο σατανάς χτες τριγυρνούσε στο δωμάτιο
σου». Πράγματι την προηγούμενη μέρα ένας μοναχός με ψεύτικη
εξομολόγηση τον ξεγέλασε και του έδωσε συμμαρτυρία για να χειροτονηθεί
ιερέας. Επανεξετάζοντας την απάτη απέσυρε την συμμαρτυρία.

Μας έλεγε σε ηλικία 95 χρονών:
- Ξεκινώ για λίγο όρθιος την προσευχή. Με προλαβαίνει η Θεία Χάρις.
Ξεχνιέμαι, κι όταν αρχίζω να αισθάνομαι κόπο, κοιτάζω, πέρασαν τρεις ώρες.
Η γλυκύτης, η χαρά κι η ειρήνη της ψυχής του δυνάμωναν και το αδύνατο
σώμα του παππού.

Καθήμενοι μια μέρα ο παππούς με τον Γέροντα Παΐσιο στο παγκάκι της
αυλής, ρώτα ο Γέροντας Παίσιος:
- Γερο – Αρσένιε, βλέπεις καμία φορά τον γερο –Ιωσήφ στον ύπνο σου;
Του απαντά ο Γέροντας με απλότητα:
- Ναι, γεροντα τον βλέπω. Πριν λίγες νύχτες μάλιστα τον είδα ζωντανά, ήλθε
και με αγκάλιασε και μου λέει: «Μέχρι ποτέ θα ζούμε χώρια; Έλα σε
περιμένω» και εγώ του απαντώ: «Μα μήπως είναι στο χέρι μου;».
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

9. ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΦΙΛΟΘΕΙΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ Ι. ΜΟΝΗΣ
ΦΙΛΟΘΕΟΥ.

Σχετικά με την προσευχή διηγείται ο Γέροντας Εφραίμ:
- Η προσευχή είναι καταπέλτης κατά των δαιμόνων, κατά των παθων, κατά
της αμαρτίας και γενικά, βέβαια, κατά παντός που εναντιώνεται στο δρόμο
της σωτηρίας.
Κάποτε ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει σε αμέλεια πολλή. Τόσο ώστε και
τον κανόνα του αφησε και στράφηκε προς το κόσμο.
Πήγε στην πατρίδα του την Κεφαλονιά. Πήγε λοιπόν να προσκύνηση τον
Άγιο Γεράσιμο.
Πηγαίνοντας λοιπόν να προσκυνήσει τον Άγιο, τον συναντά μια
δαιμονισμένη στο δρόμο και του λέει:
«Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες, ταλαίπωρε τι κρατάς στο χέρι
σου; Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσκοίνι σου, και συ το
κρατάς, έτσι από συνήθεια για το τύπο»!
Εμβρόντητος έμεινε ο
μοναχός. Από Θεού
ήταν να μιλήσει το
δαιμόνιο. Συνήλθε.
Τον φώτισε ο Θεός και
λέγει στον εαυτό του.
«Για δες τι κάνω ο
ανόητος! Κρατώ στο
χέρι μου το δυνατότερο
όπλο και δεν μπορώ να
χτυπήσω ένα διάβολο.
Και όχι μόνο να τον
κτυπήσω δεν μπορώ
αλλά με σύρει και
αιχμάλωτο όπου θέλει.
Ήμαρτον Θεέ μου».
Και την ίδια αυτή στιγμή αναχωρεί για το μοναστήρι. Μετανοιωμένος έβαλε
πάλι αρχή καλή. Τόσο πρόκοψε στην ευχή ώστε έγινε υπόδειγμα ωφέλειας
και για τους άλλους.
Τον πρόλαβε και η ταπεινότητα μου αυτό το Γέροντα. Δεν άκουγες από το
στόμα του άλλο, παρά το «Κύριε Ιησού ελέησον με»! Ακατάπαυστα.
Του έλεγες κάτι, σου 'λεγε δυο λέξεις κι η γλώσσα του γύριζε ευθύς στην
ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει.

Είπε πάλι:
- Γνωρίζω χιλιάδες ψυχές στο κόσμο, οι οποίοι βιάζουν τον εαυτό τους στην
ευχή. Έχουν θαυμαστά αποτελέσματα. Η ευχή τους τονώνει τον αγώνα τον
πνευματικό, τους φωτίζει μέσα τους και κάνουν βαθιά εξομολόγηση,
ειλικρινά και πικραμένοι από τους λογισμους και τους πειρασμούς που
ξεσηκώνει η ευχή, τρέχουν με λαχτάρα στα Αγια Μυστήρια.
Και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς την ευχή.

Έλεγε για την αγαθή συνείδηση και υπακουή:
- Στην περιοχή της Άγιας Άννας στο Άθωνα ήταν ένα καλογέρι, το οποίο
κουβαλούσε τσουβάλια στάρι από τον αρσανά επάνω. Πολύς κόπος και
πολλοί ίδρωτες.
Μια στιγμή άρχισε να λέγει με το λογισμό του. «Άραγε έχουμε μισθό για τον
τόσο κόπο και τους τόσους ιδρώτες που χύνουμε κάνοντας υπακουή στους
Γεροντάδες μας;»
Ενώ, συλλογιζόταν αυτά, κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Τότε του ήρθε λίγος
ύπνος. Μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως, βλέπει την Παναγιά μπροστά του.
«Μη στεναχωριέσαι, τέκνο» του λέει. «Οι ιδρώτες αυτοί που χύνεις για την
υπακοή, κουβαλώντας τα τρόφιμα, ως μαρτυρικό αίμα ενώπιον του Υιού μου
λογίζεται».
Ήρθε στον εαυτό του ύστερα και του έφυγαν οι λογισμοί, του έφυγε η
στεναχώρια.
Κι οι πατέρες το έγραψαν στο πεζουλάκι και όποιος περνά από κει το
διαβάζει.

Κοντά στο καθολικό της άγιας Άννας,, υπάρχει ένα σπιτάκι, που λέγεται του
«Πατριάρχου». Εκει ασκήτευε ένας Πατριάρχης ονόματι Κύριλλος.
Εγκατέλειψε τον πατριαρχικό θρόνο και ήλθε και έγινε καλόγερος. Οι πατέρες
κουβαλούσαν τα πράγματα στη πλάτη.
Λέγουν στον Πατριάρχη: «Εσύ γέροντας είσαι, παναγιότατε και αμάθητος.
Να σου πάρουμε ένα γαιδουράκι, να φορτώνεις τα τρόφιμα σου».
Του πήραν ένα γαιδουράκι και κατέβαινε με αυτό.
Μια μέρα, ενώ ανέβαινε ο Πατριάρχης με το ζώο κι οι άλλοι πατέρες με τα
τρόφιμα στην πλάτη τους, κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν. Ξαφνικά ο
Πατριάρχης, μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως βλέπει την Παναγιά μαζί με
τους αγγέλους.
Κι η μεν Παναγιά είχε ένα δοχείο και πότιζε τους πατέρες, που κουβαλούσαν
τα πράγματα, στην πλάτη τους, οι δε Άγγελοι είχαν μαντήλια, και σκούπιζαν
τον ιδρώτα τους.
Βλέποντας έκπληκτος ότι σκούπιζαν και τον ιδρώτα από το γαιδουράκι,
παρακαλούσε λέγοντας: «Σκουπίστε και εμένα σας παρακαλώ».
Τότε του λέει η Παναγία. «Πάτερ, εσύ δεν έχεις ίδρωτα, το γαιδουράκι θα
σκουπίσουμε που έχει».
Τότε ξύπνησε και ήλθε στον εαυτό του. Λέγει προς τους πατέρες. «Πάρτε το
γαιδουράκι, γιατί ζημιώνομαι σε πολλά πράγματα. Η Παναγία και οι
Άγγελοι σκούπισαν το γαιδουρακι και όχι εμένα».
Έκτοτε τα κουβαλούσε και αυτός στην πλάτη του.
Ποσά και ποσά τέτοια δεν έχουν γίνει στην ζωή των πατέρων! Που να
είμαστε να τα βλέπαμε!
Τώρα, σπανίως συναντώνται, χάθηκαν όλα.

Για την Θεία Κοινωνία είπε:
- Μετα φόβου και ευλάβειας να στέκεσαι στην εκκλησία, γιατι αοράτος ο
Χριστός μας με τους αγγέλους παρευρίσκεται. Τους προσέρχοντες και
ευλαβείς τους γεμίζει χάρη και ευλογία. Τους απρόσεκτους κατακρίνει ως
αναξίους.
Προσπάθησε να κοινωνείς συχνά όσο το δυνατό, γιατί η Θεια Κοινωνία είναι
άριστο βοήθημα για τον αγωνιστεί κατ της αμαρτίας.

Τόνισε το εξής:
- Οι ηθικές δυνάμεις, που έχουμε μέσα μας, όταν καθοδηγούνται από την
Προσευχή, γίνονται ισχυρότερες από όλους τους πειρασμούς και τους νικούν.
Η συχνότης στην προσευχή δημιουργεί μια συνήθεια για προσευχή, που δεν
αργεί να γίνει δεύτερη φύση και φέρει συχνά το νου και την καρδιά σε
ανώτερη ψυχική κατάσταση.
Για την προσευχή είπε πάλι:
- Εάν επιθυμείς πραγματικά να αποδιώξεις κάθε αντιχριστιανική σκέψη και
να εξαγνίσεις τον νουν σου, αυτό θα το πετύχεις μόνο με την προσευχή, γιατι
τίποτα δεν μπορεί τόσο καλά να ρυθμίσει τις σκέψεις σου, όσο η προσευχή.
Το όνομα του Ιησού Χριστού που επικαλούμεθα στην προσευχή, περιέχει
μέσα του αυτοϋπάρχουσα και αυτενεργούσα ανορθωτική δύναμη.
Μην ανησυχείς λοιπόν από την ατέλεια και ξηρασία της προσευχής σου,
αλλά περίμενε με επιμονή τον καρπό της συχνής επικλήσεως του Θειου
Ονόματος.

Βλέπουμε ότι και λαϊκοί με την προσευχή αγίαζαν.
Ο πατέρας του άγιου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα στα βασίλεια ήταν, μέσα
στο υπουργικό συμβούλιο του Ανδρόνικου , του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.
Παρ` όλο που είχε τόσες υποθέσεις και μέριμνες και σκοτούρες, δεν έμεινε
αμέτοχος της προσευχής και της ωφέλειας και της προόδου απ' αυτήν. Έτσι
φανερώνεται ότι, όπου ο άνθρωπος βρεθεί, όπου κι αν σταθεί, οποια ζωή κι
αν κάνει, όταν επιμείνει στην προσευχή αυτή τη θαυματουργή, πετυχαίνει
την χάρη του Θεού.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]

Βασιλείου Μάριος

10. ΓΕΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ (1906-1982).


Είπε ο Γέροντας:
- Οι νηστείες, τα δάκρυα και οι προσευχές της Άγιας Μόνικας χάρισαν στην
Εκκλησία, έναν Άγιο Αυγουστίνο! Οι σημερινές μητέρες ζουν εν Κυρίω;
Νηστεύουν και προσεύχονται;
Πως περιμένουν, χωρίς να αγωνίζονται οι ίδιες με τα όπλα αυτά, να
ευδοκιμήσουν τα παιδία τους στην πνευματική ζωή;

Τις παρά φύσιν παρεκτροπές των Σοδομιτών και Γομορριτών ο Θεός τις
τιμώρησε με ένα «παρά φύσιν» τρόπο. Με βροχή δηλαδή όχι από νερό, αλλά
από φωτιά και θειάφι!
Η φιληδονία και η φιλοσαρκία ψυχραίνει και εξαφανίζει την αγάπη στο Θεό.
Παλαιότερα οι άνθρωποι αισθάνονταν ντροπή όταν έπεφταν σε σαρκικά
αμαρτήματα. Σήμερα δυστυχώς τα αμαρτήματα αυτά γίνονται αδιάντροπα.
Και με τον κατήφορο που πήραμε, θα έλθει καιρός, που όχι μόνο δεν θα
θεωρούνται πια αμαρτήματα, αλλά και θα επαινούνται! Ουαί και αλίμονο,
όταν θα φτάσει η κοινωνία μας σ` εκείνο το σημείο.

Αυτός που πιστεύει στο Θεό, κι έχει δυνατή πίστη, αισθάνεται σε κάθε βήμα
της ζωής του την παρουσία του Χριστού, και νιώθει απέραντη χαρά και ειρήνη
μέσα στην ψυχή του.
Αντίθετα ο ολιγόπιστος μεμψιμοιρεί, λυπάται για τα γήινα, γογγύζει εύκολα,
ταράσσεται γεμίζει άγχος.
Υπάρχει πίστη αληθινή, όπως υπάρχει και πίστη ψεύτικη. αληθινή πίστη
φαίνεται στην ώρα του πειρασμού. Η ψεύτικη πίστη ανθίζει μόνο στο καιρό
των ανέσεων και μαραίνεται στην ώρα της δοκιμασίας.

Το αν κάποιος λογισμός σου είναι καλός, μη το κρίνεις από μόνος σου. Να
παίρνεις τη γνώμη του Πνευματικού σου. Κι αν ο Πνευματικός σου βρίσκεται
εκείνη την κρίσιμη στιγμή μακριά, να ζητήσεις τη γνώμη κάποιου
πνευματικού και έμπιστου αδελφού σου. Και ταυτόχρονα να παρακαλείς τον
Θεό να σε φωτίσει και να σε πληροφορήσει για την ορθότητα ή όχι της κρίσεως
σου.
Εγώ όταν βρεθώ σε αδιέξοδο, και δεν έχω τη δυνατότητα να εμπιστευθώ
εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κάπου το πρόβλημα μου, τότε σταματώ και
λέω. «Θεέ μου κάμε όπως ξέρεις!» και δεν ενεργώ μέχρι ότου με
πληροφόρηση ο Θεός μέσα στη καρδιά μου.

Όταν ευλογεί ο ιερέας, μεταδίδει τη δύναμη και τη Χάρη του ΧΡΙΣΤΟΥ δια του
Τιμίου Σταυρού.

Όσο ο ιερέας προσεύχεται στον Θεό για τους άλλους κατά την Θεία
Λειτουργία, τόσο περισσότερο ελεείται από το Θεό ο ίδιος.

Όσο περισσότερο αγωνίζεσαι να αγαπάς το Θεό, τόσο περισσότερο αυτός σου
αποκαλύπτεται.

Δεν υπάρχει χώρος παραμονής στη Βασιλεία των ουρανών γι` αυτούς που
στην ψυχή τους δεν έχουν χώρο αγαπης για τους εχθρούς τους.

Ο πράος επηρεάζει και τους άλλους γύρω του! Ειρηνεύει αυτούς που
διαπληκτίζονται, γαληνεύει αυτούς που έχουν ταραχή και σύγχυση. Ο πράος,
και με μόνη τη θεά του, σκορπίζει ειρήνη και χάρη.

Ο στόχος του Πνευματικού, όταν εξομολογεί, είναι να κερδηθεί ο αμαρτωλός!

Κι αν όλοι γύρω σου σ` εγκαταλείψουν, δεν πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό
σου να αισθάνεται πως δεν έχεις ανθρώπινο στήριγμα. Γιατί ο Πνευματικός
σου υπόσχεται πως θα έχει τη φροντίδα και την έγνοιά σου.
[b][font=arial]Χωρίς στρουμφάκι, δεν γίνεται δουλειά εδώ μέσα![/font][/b]