Γιατί ο Θεός είναι αγάπη;

Started by staboz, 22 August, 2009, 12:23:16 AM

Previous topic - Next topic

Ιωάννα

Quote from: stabozΤο ρωτάς ή αρκείσαι στην απάντησή σου;

Που, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σωστή.
Ο Θεός είναι αγάπη, ακριβώς επειδή είναι Τριάδα Προσώπων!
Ένας μονοπρόσωπος Θεός δεν μπορεί παρά να είναι «φίλαυτος», δικτάτωρ και εκδικητής των αντιτασσομένων.
Και αυτό το βλέπει κανείς καθαρά στον Μουσουλμανισμό και τον Ιουδαϊσμό.
Ένας Θεός με δύο Πρόσωπα θα είχε εγγενή την αντιπαλότητα.
Η Τριάς είναι η τελειότητα και η αγάπη. Η τέλεια κοινωνία αγάπης.
Ἡ ἀπάντηση - ποὺ βέβαια, δὲν εἶναι δική μου - μὲ εἶχε ἐντυπωσιάσει! καὶ τὴν δέχθηκα ἁπλά...
Εἶναι ὑπέροχο τὴν ἀγάπη ποὺ  μᾶς ζητάει ὁ Θεὸς (καὶ ἂν δὲν ἔχουμε ἄδικα κοπιάζουμε) νὰ ἐφαρμόζει πρῶτα Ἐκεῖνος. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μήπως μᾶς φέρνει ἀπὸ τὸ \"κατ\' εἰκόνα\" στὸ \"καθ\' ὁμοίωσιν\";

Ιωάννα

Καλούμαστε νὰ μοιάσουμε στὴν Ἁγία Τριάδα ποὺ εἶναι ἀγάπη, ἄρα καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε...
ὄμως,... γιατὶ ἡ πρώτη ἐντολή νὰ εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης;
γιατί ἀν ἔχεις ἀγάπη ἔχεις τὸ πᾶν, ἐνῶ ἀν δὲν ἔχεις ἀγάπη δὲν ἔχεις τίποτα;

Iaspis

Quote[font size=4]Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ
Περί της Υποστατικής Αρχής εν τω Θείω Είναι και εν τω ανθρωπίνω είναι[/fonts]


[font size=4]Επιλεγμένα από : «Οψώμεθα τόν Θεόν καθώς εστί» (Κεφ. ΙΓ\')[/fonts]

Η Υπόστασις Πρόσωπον εν τω Θείω Είναι δεν συνιστά αρχήν περιοριστικήν. Και εν τω κτιστώ ημών είναι η υπόστασις αποτελεί αρχήν προσλαμβάνουσαν εν εαυτή το άπειρον. Εν τοις ορίοις της γήινης πραγματικότητος το υποστατικόν ημών πνεύμα έχει ως προορισμόν να υπερβή το τείχος του χρόνου και να διάρρηξη τα δεσμά του χώρου.

.....

Ο άνθρωπος ως υποστατικόν πνεύμα ανήκει εις την αιώνιον οντολογίαν. Οι εν Χριστώ σεσωσμένοι, οι Άγιοι, είναι φορείς της Θείας αιωνιότητος. Προσλαμβάνουν την άναρχον και άκτιστον ζωήν ως αναφαίρετον αυτών κτήμα, κατά την φύσιν όμως αυτών παραμένουν αναλλοιώτως κτίσματα.
Εν τω πνευματικώ ορίζοντι της ανθρωπότητος παρατηρείται διπλή κίνησις. Η μία εξ αυτών είναι αρνητική. Η τραχεία αυτής μορφή εκφράζεται δια της δυναμικής της διαρκώς επιταχυνομένης πτώσεως: δια του αγοραίου μηδενισμού και δια της ηθικής αποσυνθέσεως· το αποκορύφωμα δε της μορφής ταύτης είναι η εωσφορική κατάστασις, περί της οποίας πληροφορεί ημάς το βιβλίον της Γενέσεως (γ\' 5). Η ουσία του φαινομένου τούτου έγκειται εις το ότι το κτίσμα, πεπροικισμένον δια της δωρεάς της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού, απορρίπτει την εντολήν του Θεού: Ο άνθρωπος αισθάνεται αυτήν ως τινα έξωθεν επιβαλλόμενον περιορισμόν εν τη ορμή αυτού προς απόλυτον αυτοβεβαίωσιν, προς αυτοθέωσιν.

Η άλλη κίνησις είναι θετική, ανοδική. Εκδηλούται ως πόθος προς ατελεύτητον ένωσιν μετά του Πατρός, «του εν τοις ουρανοίς».

Παραλλήλως προς τούτο παρατηρούμεν δύο αντιθέτους τάσεις εις τας καρδίας και τα πνεύματα των ανθρώπων. Άλλοι μεν επιδιώκουν να απεκδυθούν την γηΐνην μορφήν της υπάρξεως: Εν τη φαντασία αυτών εικονίζεται η βαθεία ησυχία του μυστηριώδους πανυπερβατικού μη Όντος. Άλλοι δε εμπνεόμενοι εκ του λόγου του Χριστού, «η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθαίος ια΄ 12), αναλαμβάνουν οδυνηρόν ασκητικόν αγώνα προς υπερνίκησιν του φθαρτού της κτιστής ημών φύσεως: «Ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ' επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β΄ Κορινθίους ε΄ 4).

Χαρακτηριστικόν των πρώτων είναι ότι εκλαμβάνουν το Πρώτον Απόλυτον ως υπερ-προσωπικόν. Δι' αυτούς η προσωπική αρχή εν τη καλύτερα περιπτώσει είναι η πρώτη βαθμίς υποβιβασμού, αυτοπεριορισμού του Απολύτου. Δια τους δεύτερους, αυτό ακριβώς το Πρόσωπον - Υπόστασις κείται εις θεμέλιον παντός του είναι. Τοιαύτη είναι η Χριστιανική ημών περί Θεού και κόσμου θεώρησις. Εις ημάς απεκαλύφθη ο Υποστατικός Θεός, ο Ποιητής «ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Ούτος είναι ο όντως Ων, ο Πρώτος και ο Έσχατος. Ουδείς και ουδέν υπάρχει προ Αυτού, ουδέ μετ\' Αυτόν. Είναι ο Θεός της άφθαρτου και αιωνίου αγάπης. Εις τους «ηγαπηκότας» Αυτόν εδόθη η επαγγελία του πληρώματος της Θείας υιοθεσίας δια του Μονογενούς Υιού του Πατρός, του Ιησού Χριστού, Όστις είπεν: «Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιωάν. ιδ΄ 19).

Η υπόστασις συνιστά την εσωτάτην αρχήν του Απολύτου Είναι, την αρχικήν και τελικήν Αυτού διάστασιν: «Εγώ ειμί το Α και το Ω (η αρχή και το τέλος), λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. α\' 8, κβ\' 23).

Η Υπόστασις του Θεού εκφεύγει παντός ορισμού, διότι ευρίσκεται πέραν των ορίων παντός ό,τι φέρει σφραγίδα οιουδήποτε προσδιορισμού. Ακατάληπτος εις την διάνοιαν, γνωρίζεται υπαρκτικώς και μόνον κατά το μέτρον της αυτοαποκαλύψεως του Θεού εις τον άνθρωπον (βλέπε Ματθαίος ια΄ 27, Λουκ. ι΄ 22, Ιωάν. ιζ΄ 26).

......

Ο Χριστός, «εν μορφή Θεού υπάρχων» (Φιλιππισίους β΄ 6-7), τουτέστι Θεός άναρχος ων κατ\' ουσίαν, προσέλαβε δια της σαρκώσεως εν τη Υποστάσει Αυτού την μορφήν της δουλικής ημών υπάρξεως. Η ανθρώπινη όμως υπόστασις πάσχει κατά χάριν την θέωσιν, ένεκα της οποίας πραγματοποιείται εν αύτη το πλήρωμα της «Θείας εικόνος». Εν τη υποστατική αρχή του ανθρώπου ενυπάρχει πρωτίστως η ομοίωσις προς Εκείνον, Όστις απεκαλύφθη εις ημάς δια του Ονόματος Εγώ ειμι. Κατά την θέωσιν η ανθρώπινη υπόστασις εκτείνεται από των διαστάσεων και των σχημάτων της γης εις διαστάσεις και μορφάς Θείας Ζωής. Εν άλλαις λέξεσιν, ο άνθρωπος υποστασιάζει εν εαυτώ τα θεία κατηγορήματα, ως είναι η αιωνιότης, η αγάπη, το φως, η σοφία, η αλήθεια. Η κτιστή υπόστασις γινομένη Θεός κατά το περιεχόμενον του είναι αυτής ουδόλως αποβαίνει Θεός δια τα άλλα λογικά κτίσματα.

.......

Η αποκάλυψις « Εγώ ειμι ο Ων» (Εγώ είμαι το Είναι) δεικνύει ότι η υποστατική διάστασις εν τη Θεότητι έχει θεμελιώδη σημασίαν. Η αρχή της Υποστάσεως εν τω Θεώ δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλ' ουσιώδης πραγματικότης κατέχουσα ιδίαν φύσιν και ενέργειαν ζωής (βλέπε Ιωάν. α\' 4).

Η ουσία δεν είναι το πρωτεύον η έστω το υπερέχον εν τω Θεώ, το καθορίζον τας υποστάσεις εις τας αμοιβαίας αυτών σχέσεις. Εν τω Θείω Είναι ουδέν υπάρχει έξω της Υποστατικής Αρχής. Το βάθος του μυστηρίου των Θείων Υποστάσεων είναι ανεξερεύνητον. Ο αυτοπροσδιορισμός Αυτών εν τη αιωνιότητι αποτελεί άναρχον Γεγονός: Ουδέποτε υπήρξε τοιαύτη στιγμή κατά την οποίαν δεν είχεν ο Πατήρ τον Υιόν και δεν εξεπορεύετο απ' Αυτού το Άγιον Πνεύμα. Η Αρχή του παντός είναι ο Πατήρ, Όστις εν τη προαιωνίω γεννήσει του Υιού μεταδίδει εις Αυτόν άπαν το πλήρωμα της Φύσεως, της Ουσίας Αυτού. Το αυτό συμβαίνει και εις την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος. Συνέπεια τούτου είναι η βεβαίωσις της τελείας ισότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μετά του Πατρός.

Ο ένσαρκος Λόγος του Πατρός (Χριστός - Άνθρωπος) είναι εις ημάς πλέον καταληπτός δια των ρημάτων «α δέδωκεν Αυτώ ο Πατήρ» και άτινα Ούτος «δέδωκεν ημίν» (παράβαλλε Ιωάν. ιζ΄ 8). Γνωρίζομεν την επίγειον Αυτού ζωήν εκ των ευαγγελικών διηγήσεων και της πνευματικής περί Αυτού παραδόσεως. Εφανέρωσεν εν Εαυτώ «τον Πατέρα αυτού και Πατέρα ημών» (παράβαλλε Ιωάν. κ΄ 17). Η γνώσις του Αγίου Πνεύματος, ως Προσώπου, έρχεται βραδύτερον. Τούτο ζωοποιεί απαύστως ουχί μόνον την Εκκλησίαν και τα τέκνα Αυτής, αλλά και πάντα τον κόσμον, άπασαν την κτίσιν. Θεραπεύει ημάς εκ των συνεπειών της πτώσεως· αναγεννά ημάς και αγιάζει. Τα πάντα όμως ποιεί αοράτως, ως τις κρυπτόμενος θαυμαστός Φίλος, μη θέλων να επιβαρύνη ημάς δια της ευγνωμοσύνης προς Αυτόν, διότι γνωρίζει ότι εν τη παρούση καταστάσει ημών το ευγενές αίσθημα της ευγνωμοσύνης γίνεται φορτίον. Η μεγάλη μακαριότης της γνώσεως Αυτού έρχεται βαθμηδόν, κατά το μέτρον κατά το οποίον αναδύεται εντός ημών δια της συνεργίας Αυτού η υποστατική αρχή. Δυνάμει αυτής αρχόμεθα να προσλαμβάνωμεν το παν, και το Θείον Πρωταρχικόν Είναι και το κοσμικόν είναι, δι' άλλου τρόπου προσιδιάζοντος εις τον άνθρωπον - υπόστασιν, την τετελειωμένην εικόνα Εκείνου, Όστις απεκαλύφθη εις τον Μωυσήν δια του Ονόματος Εγώ Ειμι. Επομένως ο Θεός ο Ίδιος είναι Υποστατικός και ημείς δημιουργία «κατ\' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Αυτού, και ως εκ τούτου η τελική κλήσις ημών είναι προς την υποστατικήν μορφήν του είναι.


Η Υπόστασις είναι Εκείνος, Όστις μόνον και όντως ζη. Έξω της ζώσης ταύτης Αρχής ουδέν δύναται να υπάρχη: «Εν Αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. α\' 4). Το ουσιώδες περιεχόμενον της ζωής ταύτης είναι η Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α\' Ιωάν. δ΄ 8). Η υποστατική ύπαρξις έρχεται εις αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας η πολλών υποστάσεων. Επί τη βάσει της θαυμαστής ταύτης Αποκαλύψεως «Εγώ ειμι ο Ών» ζώμεν και τον «κατ\' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» κτισθέντα Άνθρωπον κυρίως ως υποστατικήν ύπαρξιν. Εις αυτήν ακριβώς την εν ημίν υποστατικήν αρχήν επηγγείλατο ο Κύριος την αιωνιότητα. Αύτη η Αρχή, και μόνον αύτη, κατέχει την ικανότητα να γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής, τον Ζώντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πλείόν τι ή μικρόκοσμος. Είναι «μικροθεός». Κτιστός ων, έλαβε την εντολήν να γίνη Θεός (Μέγας Βασίλειος). Εάν ο Δημιουργός ωμοιώθη κατά πάντα προς τον άνθρωπον (βλέπε Εβραίους β΄ 17), τούτο σημαίνει ότι και ο άνθρωπος εκτίσθη μετά της δυνατότητος να γίνη όμοιος κατά πάντα προς τον Θεόν: «Όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α\' Ιωάν. γ΄ 2).

.......

Είμεθα κτίσματα· ως κτίσματα φέρομεν εντός ημών την υποστατικήν αρχήν δυνάμει, ουχί ενεργεία. Δεν είμαι το Πρωταρχικόν Ον, αλλ' η κτιστή εικών Αυτού. Καλούμαι δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να ενεργοποιήσω, να πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσίν μου προς τον Θεόν· να γίνω υπόστασις, υπερβαίνων τον περιορισμόν του ατόμου, όπερ ουδόλως δύναται να κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως.

.......

Εάν ο Θεός δεν ήτο Ον Υποστατικόν, τότε ούτε και ημείς, η εικών Αυτού, θα ηδυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την υποστατικήν μορφήν του είναι· και αύτη εισέτι η προσωπικότης ημών δεν θα ήτο η λείον επιφαινομένου τινός. Επειδή όμως η υπόστασις γεννάται εν ημίν εν καταστάσει υπερφυσικής προσευχής προσώπου προς Πρόσωπον ενώπιον του Ζώντος Θεού, δεν υπόκειται αύτη εις τα στοιχεία της φύσεως: Υπερβαίνει τα γήϊνα όρια και κινείται εις σφαίραν άλλων διαστάσεων. Μία και μόνη, ανεπανάληπτος και άτρεπτος εις ό,τιδήποτε άλλο, δεν υπόκειται εις αριθμητικόν υπολογισμόν.

Το Απόλυτον Πρωταρχικόν Ον είναι Υποστατικόν, και ο άνθρωπος, η ομοίωσις του Απολύτου, είναι ωσαύτως υπόστασις. Ο Θεός είναι Πνεύμα και ο άνθρωπος - υπόστασις είναι ωσαύτως πνεύμα. Και το πνεύμα τούτο δεν είναι αφηρημένον, κεχωρισμένον, διότι κέκτηται ιδίαν φύσιν. Επί του γήινου επιπέδου λαμβάνει συγκεκριμένην μορφήν δια της σαρκός, μετά της οποίας αποκτά την πρώτην αυτού εμπειρίαν του είναι. Ο Θεός-Λόγος προσέλαβε την ανθρωπίνην σάρκα, και ούτως απέδειξεν ότι δεν είναι επινόησις του λογικού ημών, ουδέ αποκύημα της εξημμένης υπό μυστικού τίνος φόβου ενώπιον αγνώστων και εχθρικών δυνάμεων φαντασίας ημών. Ο Θεός είναι η πρώτη ουσιαστική Πραγματικότης· και η ανθρώπινη υπόστασις είναι ωσαύτως ουσιαστική ζωή.

Αι σχέσεις αγάπης είναι ίδιον της Υποστάσεως, της εικόνος του Θεού της αγάπης. Η Υπόστασις δεν ορίζεται αντιθετικώς, δια της αντιπαραθέσεως προς αυτήν εκείνου, όπερ «δεν είναι Εγώ». Η αγάπη είναι το βαθύτερον περιεχόμενον και η καλυτέρα έκφρασις της ουσίας αυτής. Η Υπόστασις περιβάλλουσα εν προσευχή αγάπης ολόκληρον τον κόσμον αποτελεί την προς τα έσω (ad intra) ενότητα των πάντων. Εν τη δημιουργική ενεργεία αυτής όπως αναπτυχθή, επιδιώκει την καθολικήν ενότητα και προς τα έξω (ad extra). Εν τη αγάπη ευρίσκεται η ομοίωσις αυτής προς τον Θεόν, Όστις είναι αγάπη (βλέπε Α\' Ιωάν. δ΄ 16).

........

Εν τω κόσμω τούτω η ζώσα πείρα της υποστάσεως σπανίως δίδεται εις τους ανθρώπους: Έρχεται δια της χριστομιμήτου προσευχής υπέρ του σύμπαντος κόσμου, ως και υπέρ ημών αυτών, συμφώνως προς την εντολήν: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθαίος κβ΄ 39). Οδηγούμενος ο άνθρωπος δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος εις τοιαύτην προσευχήν ζη υπαρκτικώς το μυστήριον της Τριαδικής Μονάδος. Εν τοιαύτη προσευχή βιούται το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους. Δι' αυτής αποκαλύπτεται εις ημάς το οντολογικόν νόημα της «δευτέρας εντολής». Όλος ο Αδάμ γίνεται είς Άνθρωπος-Ανθρωπότης.

.........

Το Υποστατικόν τούτο Είναι, το ευρισκόμενον πέραν παντός περιορισμού και ρυθμίζον καθ' Εαυτό τα πάντα, είναι ο Αίτιος της ελεύσεως ημών εις τον κόσμον. Η Αποκάλυψις ότι το Είναι τούτο είναι υποστατικόν μαρτυρεί οφθαλμοφανώς ότι η περί Αυτού γνώσις, μάλλον η γνώσις Αυτού, δύναται να δοθή μόνον μέσω προσωπικής κοινωνίας Αυτού μεθ\' ημών, ως προσώπων. Εις στιγμάς ζώσης κοινωνίας μετ\' Αυτού, ο Ίδιος μεταδίδει εις ημάς την γνώσιν περί Εαυτού, αποκαλυπτόμενος εν ημίν μέσω των ενεργειών Αυτού.

.........

Ο Θεός αποκαλύπτει το Όνομα Αυτού: «Εγώ ειμι ο Ων». Δια τον άνθρωπον, την εικόνα του Υψίστου, η λέξις αύτη εγώ είναι μία των πολυτιμότερων, διότι μαρτυρεί την αρχήν της υποστάσεως εν ημίν. Έξω της αρχής ταύτης τα πάντα αποβαίνουν παράλογα, μη όντα (ανύπαρκτα), διότι ο Ων είναι αφεύκτως «εγώ». Έκαστος εξ ημών ας φυλάξη την υποστατικήν αυτού αξίαν: Εν αύτη και μόνον εν αύτη ο πλούτος και το κάλλος του είναι ημών.

.........

Η Υπόστασις εν τω Θείω Είναι δεν νοείται ως στατική τις αρχή εγκεκλεισμένη εν εαυτή. Τούτο θα ήτο δυνατόν εν τη προοπτική του ενοθεϊσμού του Ισλάμ, έτι δε και εν τοις ορίοις της Παλαιάς Διαθήκης, αλλ' ουδόλως εν τη αποκαλυφθείση εις ημάς Τριάδι, Ήτις είναι Ον άκρως δυναμικόν. Την δυναμικότητα ταύτην εδιδάχθημεν να βλέπωμεν εν τη Αγάπη, ήτις αποτελεί την βαθυτέραν έκφρασιν του Γεγονότος του αιωνίου αυτοπροσδιορισμού των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Δεν λέγομεν ότι η Αγάπη είναι η Ουσία της θεότητος, αλλ' ότι εκφράζει ταύτην πλείον οιουδήποτε άλλου (βλέπε Α\' Ιωάν. δ΄ 8). Η Ουσία είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων, και ως εκ τούτου παραμένει αιωνίως άγνωστος. Παν ό,τι δεν κοινωνείται, δεν γνωρίζεται υπό των λογικών κτισμάτων. Η ενέργεια όμως της Θείας Αγάπης εκχέεται εις τα κατ\' εικόνα κτίσματα, και η απόκτησις αυτής εδόθη εις ημάς ως εντολή.

..........

Διακρίνοντες εν τη αποκαλυφθείση ημίν Θεότητι Υποστατικήν αρχήν, Ουσίαν, Ενέργειαν, ουδόλως εννοούμεν ότι η Θεότης συνίσταται εκ διαφόρων στοιχείων. Το Θείον Ον είναι ο Ζων Θεός και ουχί η αφηρημένη φιλοσοφική έννοια του «καθαρού είναι». Είναι ο Ζων Θεός, διότι είναι Υποστατικός. Και κατ\' ουσίαν ζη η Αρχή αύτη, τουτέστιν η Υπόστασις. Αύτη δεν είναι αφηρημένη τις ιδέα. Ουχί. Έχει δε Ιδίαν Φύσιν και Ιδίαν Ενέργειαν. Και τούτο είναι το όντως Ον. Την Ουσίαν ή Φύσιν δεν εκλαμβάνομεν ως αντικειμενικόν παράγοντα εν τη Θεότητι. Εάν ενίοτε ομιλώμεν περί αυτής της πλευράς του Θείου Είναι, ως να επρόκειτο περί αντικειμενικής πραγματικότητος, πράττομεν τούτο κυρίως υπό την έννοιαν ότι η Ουσία και η Ενέργεια, ως Θεία Ζωή εν τη απολύτω πληρότητι αυτής, είναι το περιεχόμενον ουχί μιας μόνον Υποστάσεως της Τριάδος, αλλά και των Τριών κατά το αυτό μέτρον.

Εν τω Θεώ μεταξύ της Υποστατικής Αρχής και της Ουσίας υπάρχει τελεία ταύτησις. Η Ουσία εγκλείεται εν ταις Υποστάσεσιν. Ουδεμίαν έχει ύπαρξιν «κεχωρισμένην» εκ των Υποστάσεων ή εκτός Αυτών. Εν τω Θείω Είναι - άκρως υποστατικώ - ο αυτοπροσδιορισμός των Θείων Υποστάσεων προέρχεται εξ αυτών των ιδίων των Υποστάσεων και κατ\' ουδένα τρόπον προκαθορίζεται ή επιβάλλεται υπό της Ουσίας.

Εν τη κτιστή ημών ζωή βλέπομεν όντως ότι η φύσις ημών δεν ταυτίζεται εισέτι πλήρως μετά της υποστατικής αρχής. Ετι πλέον ημείς, ως πρόσωπα - υποστάσεις, ευρισκόμεθα εν οξεία αντιφάσει προς τινας εκδηλώσεις της φύσεως ημών. Γεννώμεθα ως υποστάσεις μόνον εν δυνάμει. Όταν η υποστατική αύτη αρχή αναπτυχθή εν ημίν μέχρι βαθμού τίνος, άρχεται η σύγκρουσις μεταξύ της υποστάσεως εν τω ελευθέρω αυτοπροσδιορισμώ αυτής και των τάσεων της εκπτώτου φύσεως ημών. Η φύσις δεν είναι πλήρως ενυπόστατος, και όμως δυνάμεθα να ομιλώμεν περί της σχετικής αυτής αντικειμενικότητος. Ουδέποτε αύτη εκδηλούται έξω των συγκεκριμένων ατόμων.

Τον εν ημίν διχασμόν μεταξύ φύσεως και υποστάσεως δεν ανάγομεν εις τον Θεόν. Εν τη εσχάτη ημών τελειώσει πρέπει να επέλθη πλήρης ταυτότης φύσεως και προσώπου, άλλως θα ήτο αδύνατος η θέωσις ημών εν τη ακεραιότητι του είναι ημών. Πιστεύομεν ότι ο Κύριος ανελήφθη εις τον ουρανόν μη χωρισθείς από της ανθρωπίνης Αυτού φύσεως. Εν τη αιωνιότητι υπάρχει Ούτος εν δυσί φύσεσιν ατρέπτως, αλλ' είναι είς Κύριος εν τη αρμονική ενώσει των δύο Αυτού φύσεων. Ούτως οφείλει να συμβή και εις ημάς: Μετά θάνατον θα διατηρήσωμεν την φύσιν ημών, η δε χάρις του Θεού θα ενωθή μεθ\' ημών τοσούτον στενώς, ώστε και ημείς ωσαύτως θα έχωμεν εν τη αιωνία ημών ζωή ακεραίαν αρμονίαν.


«Εγώ ειμί ο Ων». Το Εγώ τούτο συνιστά το ουσιώδες Είναι. Οι Προφήται (Ησαΐας και Ιερεμίας) εξέφρασαν τούτο δια θαυμαστού τρόπου: «Ζω Εγώ, λέγει Κύριος» (Ησαΐας μθ΄ 18, Ιερ. κβ΄ 24, μστ\' 18). Και ο Απόστολος Παύλος επανέλαβε το αυτό (Ρωμαίους ιδ΄ 11). Το παν έγκειται εις αυτό το Εγώ. Και ημείς έχομεν την επαγγελίαν της υποστατικής αιωνιότητος: «Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (ως πρόσωπα: Πέτρος, Ιωάννης, Ανδρέας), είπεν ο Κύριος (Ιωάν. ιδ΄ 19). Μετά την έξοδον ημών εκ της ζωής ταύτης, το υποστατικόν ημών πνεύμα θα διαφυλαχθή ακριβώς ως τοιούτον και δεν θα διαλυθή εις το υπέρ-Προσωπικόν Απόλυτον, ως η σταγών εις τον ωκεανόν, η ως η αναπνοή ημών ενούται μετά της ατμοσφαίρας και διαλύεται εν αυτή.

 
...........

Ενώπιον ημών ευρίσκεται η εντολή να πραγματοποιήσωμεν εν ταις συνθήκαις, αίτινες εδημιουργήθησαν δια της πτώσεως, το αθάνατον είναι της υποστατικότητος ημών. Η διαδικασία αυτή είναι άκρως πολύπλοκος. Η πείρα μαρτυρεί ότι η φύσις ημών ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος υπέστη ουσιαστικήν αλλοίωσιν. Προέκυψε παράδοξος τις κατάστασις: Η φύσις ημών, καίτοι ημετέρα, έρχεται εις σύγκρουσιν μετά της υποστατικής ημών αρχής, όταν αυτή αγωνίζηται δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να θεραπευθή εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως, τουτέστι να αποκαταστήση την δια της πτώσεως διασπασθείσαν φύσιν ημών εις την πλήρη «ακεραιότητα» αυτής. Μόνον δια της συνεργίας της χάριτος και της προσευχής ο πνευματικός δυναμισμός της υποστάσεως ημών υπερνικά την επιβολήν οιουδήποτε περιορισμού, ουχί μόνον εκ της πεπερασμένης πεπτωκυίας φύσεως, αλλά και εκ των κοσμικών δυνάμεων εν γένει. Ζωή εν τω κόσμω τούτω, συμφώνως προς την διδαχήν του Χριστού, σημαίνει αδιάκοπον πάλην κατά των παθών, άτινα παρεμποδίζουν την απόκτησιν της αιωνίου ζωής εν τω Φωτί του Θεού και Πατρός ημών.

.........

Ο Άνθρωπος - Υπόστασις εκδηλούται δια της λειτουργίας της αυτοσυνειδησίας, του αυτοπροσδιορισμού, ως και δια της ικανότητος αυτού να γνωρίζη ουχί μόνον τον κόσμον των κτιστών πραγμάτων, αλλά και το Θείον Είναι, τουτέστι τον Ίδιον τον Δημιουργόν. Επιγινώσκει εαυτόν εναργέστερον εν τη φλογί της αγάπης της ενούσης αυτόν μετά του ηγαπημένου Θεού. Η αγάπη, δι' ιδιαιτέρου τρόπου ενούσα τον άνθρωπον μετά του Θεού, χαρίζεται εις αυτόν και την Θεογνωσίαν. Εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν αποκαλύπτεται ο Θεός εν τω φωτί και ως Φως, εν τη ζέσει της αγάπης και ως Αγάπη. Εν τη καταστάσει του Άνωθεν φωτισμού ο άνθρωπος θεωρεί την ευαγγελικήν αλήθειαν ως αντανάκλασιν της ζωής του Ιδίου του ανάρχου Θεού επί του επιπέδου της Γης. Εν τη εμφανίσει του Ακτίστου Φωτός γνωρίζεται η δόξα του Χριστού, «ως Μονογενούς παρά Πατρός» (Ιωάν. α\' 14). Το Άκτιστον τούτο Φως εφανερούτο δια μέσου των αιώνων εις εκείνους, οίτινες εδέχοντο δια βαθείας και αδίστακτου πίστεως τον Χριστόν ως Θεόν. Το Φως τούτο είναι Θεία Ενέργεια, και ως τοιαύτη είναι το Ενιαίον Φως της Αγίας Τριάδος. Το Φως τούτο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι το Φως του συναϊδίου προς τον Πατέρα Λόγου. Είναι η εν ημίν ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η συγκατάβασις του Φωτός τούτου έως ημών αποτελεί, τρόπον τινά, «προσωπικήν αποκάλυψιν», δι' όσους ηξιώθησαν της χάριτος ταύτης. Δυνάμει της ευδοκίας αυτής του ουρανίου Πατρός αι Γραφαί της Καινής Διαθήκης παρουσιάζονται εις την πνευματικήν όρασιν εν τη αιωνίως αναλλοιώτω αυτών επικαιρότητι. Εξαφανίζεται η αίσθησις ότι ο λόγος ούτος εδόθη ποτέ εις το παρελθόν. Φέρει εν εαυτώ την αιωνιότητα, ήτις περιλαμβάνει άπασαν την διάρκειαν των χρόνων (βλέπε Ματθαίος κδ΄ 35).


........

Πρώτος εις τον οποίον απεκαλύφθη ο απόλυτος Θεός ως Υπόστασις ήτο ο Μωυσής. Και αυτού όμως η εξαίρετος μεγαλοφυία δεν ηδυνήθη να προσλάβη άπαν το βάθος του αποκαλυφθέντος εις αυτόν «Εγώ ειμι» (Έξοδ. λγ΄ 23). Εκ της ιστορίας της θεοσδότου θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης βλέπομεν ότι ουδείς των Προφητών έφθασεν εις άπαν το πλήρωμα, όπερ προσιδιάζει εις την υποστατικήν αρχήν. την μορφήν της υπάρξεως ταύτης εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον κόσμον μετά μεγάλης δυνάμεως. Ολίγοι όμως κατενόησαν αυτήν, ως έπρεπε. Και εν τη ιστορική εισέτι Χριστιανική Εκκλησία μονάδες μόνον κατά γενεάν εβίωσαν την μορφήν ταύτην του είναι.

........

Το όμοιον γνωρίζεται υπό του ομοίου. Μόνον η υπόστασις - πρόσωπον είναι ικανή να γνωρίση τον Ζώντα Θεόν. Αίρεται το παράλογον της ανακυκλώσεως παντός α-προσώπου. Η γη, όλοι οι κόσμοι οι προσιτοί εις τον νουν ημών, και όσοι εκφεύγουν αυτού εις τους ανεξιχνίαστους ορίζοντας, τα πάντα, ομιλούν περί Αυτού. «Και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιωάν. α\' 3). «Τι εστίν άνθρωπος ότι μιμνήσκη Αυτού η Υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη Αυτόν» (Εβραίους β΄ 6, Ψαλμοί η΄ 5);

...........

Μεγάλη είναι η λέξις «Εγώ»: Σημαίνει το πρόσωπον - υπόστασιν. Το πλέον ουσιώδες περιεχόμενον αυτής είναι η αγάπη, ήτις στρέφεται πρωτίστως προς τον Θεόν. Το «εγώ» δεν ζη εις παροξυσμόν φιλαύτου στροφής προς εαυτό. Δημιουργηθέν «εκ του μηδενός» δια του θελήματος του Θεού - Δημιουργού, όταν βυθίζηται εν εαυτώ, παραμένει εν τη μηδαμινότητι αυτού. Η υπό του Χριστού εντεταλμένη αγάπη προς τον Θεόν μέχρι και του αυτομίσους εν τη αποκοπή πασών των ψυχικών και σαρκικών σχέσεων ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις τας εκτάσεις της Θείας αιωνιότητος (βλέπε Λουκάς ιδ΄ 26-27 και 33, Ιωάν. ιβ΄ 25, Ματθαίος ιστ΄ 25). Η αγάπη αύτη είναι κατηγόρημα της Θεότητος. Όταν η δύναμις της αγάπης αυτής εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, ευρύνει αυτήν μέχρις απειρότητος. Δίδει εις αυτόν την χαράν να περιπτυχθή εν αγάπη άπασαν την κτίσιν, τον κόσμον άπαντα.

Το πλήρωμα της αφθάρτου αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον συνδέεται, δια θαυμαστού τρόπου, μετά της αποστροφής προς εαυτόν μέχρις εισέτι και του μίσους. Αλλά το μίσος τούτο είναι άγιον: Είναι δώρον τού Θεού προς ημάς. Δι' αυτού υπερνικάται ο θάνατος, όστις εβασίλευσε δια της πτώσεως του Αδάμ. Δια του μίσους τούτου ενεργώς κοινωνούμεν της αιωνιότητος. Η αγάπη μέχρι του αυτομίσους είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη εάν ο Ίδιος ο Θεός ενωθή μεθ\' ημών και γίνη η ζωή ημών.

..........

«Ο Θεός αγάπη εστίν... Εν τούτω τετελείωται η αγάπη μεθ\' ημών, ίνα παρρησίαν έχωμεν εν τη ημέρα της κρίσεως, ότι καθώς εκείνος εστί και ημείς εσμεν εν τω κόσμω τούτω» (Α\' Ιωάν. δ΄ 16-17). Εκείνο το μίσος, περί του οποίου ομιλεί ο Κύριος της αγάπης, είναι ως προς την ουσίαν αυτού το πλήρωμα της κενωτικής αγάπης του Θεού. Η αγάπη εκπορευομένη εκ του Πατρός ελκύει ημάς εις τα ίχνη του Χριστού. Βλέποντες εαυτούς εν τοις δεσμοίς των παθών εξ αιτίας ενός εγωισμού εστερημένου αγάπης και ανίκανοι να ακολουθήσωμεν Αυτόν, μισούμεν εαυτούς. Η δύναμις του πόνου του αγίου αυτού μίσους εξάγει ημάς εκ των ορίων του χρόνου και του χώρου. Τότε επιλανθανόμεθα και αυτού του πόνου και παντός παρερχομένου, παραμένει δε μεθ\' ημών μόνον η ορμή της αγάπης. Ούτω προσεύχεται η υπόστασις, η ανταύγεια του Θεού εν ημίν και η ομοίωσις προς τον Χριστόν, τον προσευχόμενον εν Γεθσημανή.

«Ο Θεός αγάπη εστί»· και ο άνθρωπος - υπόστασις είναι πεπροικισμένος δια της ικανότητος να αφομοίωση την εκ του Θεού φλόγα της αγάπης ταύτης. «Ο Θεός Φως εστί και σκοτία εν Αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιωάν. α\' 5). Και ημείς εκλήθημεν να γίνωμεν φως εν τη Θεία αιωνιότητι (βλέπε Ματθαίος ιγ΄43). Εις τον Θεόν τα πάντα είναι τελείως αποκεκαλυμμένα, τα πάντα είναι γνωστά έως τέλους· και ο άνθρωπος - υπόστασις περικλειόμενος εν τη Ενεργεία του Θείου Είναι, δια του Θεού και εν τω Θεώ, αποβαίνει φορεύς της παγγνωσίας (τούτο απέδειξε πείρα αιώνων προσευχής προς την Θεοτόκον και τους Αγίους). Ο Θεός πληροί τα πάντα, είναι πανταχού παρών, ουχί δια της Ουσίας, ήτις δι' απολύτου τρόπου υπερβαίνει παν κτιστόν, αλλά δια της ζωηφόρου Ενεργείας αυτού. Και οι υιοί της Βασιλείας εν Πνεύματι Αγίω γίνονται, κατά τινα τρόπον, πανταχού παρόντες: Εστραμμένοι προς τον Μόνον Θεόν, οι Άγιοι βλέπουν εν αυτώ όλον τον κόσμον.

..........

Είναι φυσικόν εις τον άνθρωπον να φέρηται προς την Θείαν μορφήν του Είναι. Άρα γε δεν συνίστατο εις τούτο ο «πειρασμός» (Γένεση γ΄), τουτέστιν εις την εκμετάλλευσιν της «φυσικής» στροφής του ανθρώπου προς την αμετάθετον αιωνιότητα, και εις την υπό του εχθρού εισήγησιν της ιδέας του δυνατού της επιτεύξεως της ποθουμένης Θεώσεως άνευ του «σκληρού» τούτου Θεού; Να πορευθή ουχί δια της μαρτυρικής σταυρώσεως (Γαλ, ε΄ 24-25), αλλά δια της βρώσεως του απολαυστικού καρπού της γνώσεως του καλού και του κακού; «Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ\' αυτής, και έφαγον» (Γεν. γ΄ 6). Και εν ταις ημέραις ημών συχνάκις είναι δυνατόν να συναντήσωμεν φορείς της αυτής ιδέας, ήτοι της αποκλίσεως από της σταυρικής οδού του Ευαγγελίου και της επιδιώξεως της ενώσεως μετά του Απολύτου μέσω της γνώσεως.

.............

Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς το Μυστήριον του Πρωταρχικού Είναι, του εν αρχή Όντος: Οι Τρεις, αμείωτοι και άτρεπτοι ο Είς προς τον Άλλον, είναι το Εν Ον, τα μάλιστα Απλούν, εις το Οποίον εν τούτοις δεν αντιφάσκει η πολλαπλότης των «διακρίσεων». Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιώνιου Όντος: την οδόν των εντολών.

«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθαίος κβ΄ 37-40). Και ιδού, όταν κατά την Άνωθεν δωρεάν δίδηται εις τον άνθρωπον να εισέλθη δια της προσευχής εις τας αυθεντικάς διαστάσεις της δευτέρας εντολής, τότε αποκαλύπτονται εις αυτόν νέοι ορίζοντες, αδιανόητοι εν τη προγενεστέρα αυτού καταστάσει. Εν τη βαθεία προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, «ως και περί αυτού του ιδίου», εν προσευχή ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Χριστόν Ιησούν προσευχόμενον εν τω κήπω της Γεθσημανή, ο άνθρωπος ζη αληθώς όλην την ανθρωπότητα ως μίαν ζωήν, μίαν φύσιν εν τη πολλαπλότητι των υποστάσεων. Εξ αυτού του είδους της γνώσεως της μυριοϋποστάτου ενότητος τελείται η μετάβασις εις την θεολογικήν αφομοίωσιν του δόγματος περί της ενότητος της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστιανικός μονοθεϊσμός δεν είναι το αυτό προς τον ενοθεϊσμόν του Ισλάμ.

 
...........

«Επιστρέφοντες» εκ της καθαράς προσευχής εις την παχύτητα της σαρκός του κόσμου τούτου εκπίπτομεν του βιώματος του ενός ανθρώπου και βλέπομεν εκ νέου μετά λύπης ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως διαφανείς ο είς εις τον άλλον. Το όριον μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων δεν καταργείται εις τοιούτον βαθμόν, ως τούτο αποκαλύπτεται εν τη Θεία Τριάδι, όπου έκαστη Υπόστασις είναι ολοτελώς ανοικτή προς τας άλλας. Εκεί η κενωτική αγάπη είναι ο θεμελιώδης χαρακτήρ της Θείας Ζωής, ένεκα της οποίας η ενότης της Τριάδος είναι απολύτως τελεία. Τούτο εκφράζεται εν τη θεολογία δια του όρου «περιχώρησις». Η ανθρωπότης καλείται να γίνη είς άνθρωπος κατ\' εικόνα της Τριαδικής Ενότητος (βλέπε Ιωάν. ι΄ 30, ιζ\' 21).

...........

Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ\' όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψιν του θέματος. Ο άνθρωπος - υπόστασις ζη δια του Θεού και εν τω Θεώ. Η πραγματικότης αυτή δύναται να εκφρασθή και δι' άλλου τρόπου: Ο Θεός περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον, νουν, καρδίαν και σώμα. Το γινώσκον - πρόσωπον και ο Γινωσκόμενος - Θεός ενούνται εις εν. Ούτε ο εις ούτε ο Άλλος γίνονται «αντικείμενον» εν αυτή τη ενώσει. Η αμοιβαία γνώσις του ανθρώπου υπό του Θεού και του Θεού υπό του ανθρώπου φέρει χαρακτήρα «προσωπικόν», αποκλείοντα την «αντικειμενοποίησιν». Ο σύνδεσμος ούτος της αγάπης είναι πνευματική πράξις, κατά την οποίαν ο Ηγαπημένος γίνεται το είναι ημών. Ίδιον της αγάπης είναι να μεταφέρη την ζωήν εις Εκείνον, τον Οποίον αγαπά μέχρι και λήθης αυτής. Η Θεία αγάπη κατά το είδος αυτής, το μεγαλείον, την αρμονίαν, την εξουσίαν, υπερέχει παντός ό,τι γνωρίζει η γη. Είναι προς τούτο θαυμαστόν ότι η τοιαύτη κατάστασις κατανοείται ως η μόνη αληθώς και μοναδικώς φυσική δια τον άνθρωπον. Παράδοξον πράγμα: Ο Θεός είναι ο Έτερος και, συγχρόνως, ο εμός.

 
............

Εν προσευχή ομοία εκείνης της εν Γεθσημανή δίδεται εις ημάς η οντολογική πείρα της «υποστάσεως»· η ομοίωσις δε του θανάτου ημών προς τον θάνατον τού Χριστού είναι η οδός της «κενώσεως». Όσον πληρεστέρα είναι η τελευταία αυτή, τοσούτον τελειότερα είναι η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον φωτοφόρον χώρον της Προαιώνιου Θεότητος. Και ανεξαρτήτως εάν ο άνθρωπος εκφράζη δια λόγων η ουχί την πραγματικήν αυτού κατάστασιν, ζη αυτήν ως υπαρξιακήν γνώσιν: Νυν εν Χριστώ δύναται και αυτός να είπη, «εγώ ειμί».
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Αρτέμης

Ευχαριστούμε για την παράθεση αλλά μια μικρή περίληψη ίσως βοηθούσε την κατάσταση!
Ακόμα και τα χαλασμένα ρολόγια,2 φορές την μέρα δείχνουν την σωστή ώρα..

ρωμηός

Θὰ συμφωνήσω μὲ τὸν Ἀρτέμη. Ἡ ἁπλῆ παράθεση χωρίων χωρὶς ἐπεξηγήσεις καὶ χωρὶς σχολιασμό, δὲν βοηθοῦν στὴν κατανόηση, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τὸ παρὸν ζήτημα ποὺ τίθεται ἐν διαλόγῳ.

Iaspis

Quote from: ΑρτέμηςΕυχαριστούμε για την παράθεση αλλά μια μικρή περίληψη ίσως βοηθούσε την κατάσταση!
Ἀδελφέ Ἀρτέμη ἡ παράθεση είναι ἤδη περίληψη ἐνός κεφαλαίου τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου. Εἶναι χωρισμένη σέ μικρὸτερα μέρη γιὰ νὰ διευκολύνεται ἡ ἀνάγνωση. Ὁ λόγος τοῦ Γὲροντα εἶναι  χαρισματικὸς, καί ἐγῶ δέν μπορῶ κάτι περισσότερο ἐκτός ἀπό τήν παράθεση σημεῖων πού νομίζω πώς δίνουν απαντήσεις στό ερώτημα πού ἔθεσε ἡ Ἰωάννα πιό πάνω.  Ἀν θέλεις κάνε ἐσύ μία περίληψη μέ ὅτι σὲ συνεπαίρνει από τόν λόγο τοῦ Γέροντα. Θά ἦταν νομίζω επίσης χρήσιμο.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Αρτέμης

Θα έλεγα ότι δεν είναι περίληψη απλά παράθεση ορισμένων χωρίων. Η περίληψη ενός κειμένου απαιτεί την καθ\' ολοκληρίαν ανάγνωση και παρουσίασή του. Τέλοσπάντων, σ\'ευχαριστούμε για τον κόπο σου να ψάξεις και να μας δώσεις το κείμενο, απλά όταν κανείς βλέπει αυτό το κατεβατό μάλλον πάει στο επόμενο θέμα...
Ακόμα και τα χαλασμένα ρολόγια,2 φορές την μέρα δείχνουν την σωστή ώρα..

Ξένια

Ε τράβα και συ στο επόμενο τότε!!!
Οι δυσκολίες της ζωής αντιμετωπίζονται με τρείς τρόπους: την ελπίδα, το όνειρο και το χιούμορ. (Καντ Ι.)

Ιωάννα

Quote from: ΙωάνναΚαλούμαστε νὰ μοιάσουμε στὴν Ἁγία Τριάδα ποὺ εἶναι ἀγάπη, ἄρα καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε...
ὄμως,... γιατὶ ἡ πρώτη ἐντολή νὰ εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης;
γιατί ἀν ἔχεις ἀγάπη ἔχεις τὸ πᾶν, ἐνῶ ἀν δὲν ἔχεις ἀγάπη δὲν ἔχεις τίποτα;
Δημήτρη, εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸν κόπο!
Ἀν τὸ νόημα τῶν παραθέσεων εἶναι:

ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ θεϊκὴ φύση,
ἐμεῖς τί ἄλλο θὰ καλούμασταν νὰ γίνουμε παρὰ ἀγάπη κατὰ τὸ καθ\' ὁμοίωσιν

ἐξακολουθῶ νὰ ἔχω τὴν ἴδια ἀπορία.

staboz

Ξέχασες μερικὰ κεφάλαια ἀκόμη, Δημητρό!
Τόσο σπουδαῖα πράγματα πῶς τὰ ἄφησες νὰ σοῦ ξεφύγουν;
Νομίζεις ὅτι δὲν θὰ βρισκόταν κάποιος μὲ ἀπέραντη ὑπομονὴ καὶ καλὴ διάθεση νὰ τὰ διαβάσει;
Ἔστω καὶ ἕνας;
Στέρησες λοιπὸν ἀπὸ μιὰ ψυχὴ ἀθάνατη, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὅλο τὸ σύμπαν, τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια;
Πῶς τόλμησες καὶ τὸ ἔκανες αὐτό;

ΥΓ. Γράψε τουλάχιστον σωστὰ τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου: Σωφρόνιος ὄχι Σοφρώνιος...
Ρωμ. ε΄6-10

staboz

Ὅταν βλέπω σχοινοτενεῖςπαραθέσεις καὶ κατεβατὰ ἀτέλειωτα ἀπὸ βιβλία,  χάνω τὴ διάθεσή μου νὰ συζητήσω...
Θὰ μοῦ πεῖτε: τόσο τὸ καλύτερο...
Μᾶλλον θὰ ἔχετε δίκαιο...
Ρωμ. ε΄6-10

staboz

Σωστά, Ιωάννα!
Ἂν δὲν ἔχουμε ἀγάπη, οὐσιαστικὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προσεγγίζουμε αὐτὸν ποὺ εἶναι μῖσος καὶ καταστροφή.
Νά ἡ κόλαση καὶ νά ὁ παράδεισος...!
Ἂν δὲν ἔχουμε ἀγάπη, θὰ τσακωνόμαστε καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό μας.
Σωστά, πολύ σωστὰ ἐπεσήμανες τὴν πρώτη ἐντολή.
Ὁ Θεὸς δίνει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, διότι ὁ Ἴδιος εἶναι ἀγάπη.
Δὲν μᾶς ζητάει κάτι ποὺ Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔχει.
Ὁ π. Σωφρόνιος, Δημήτριε, ἔγραψε ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ!
Φοβερό!
Ρωμ. ε΄6-10

Iaspis

Quote from: stabozΞέχασες μερικὰ κεφάλαια ἀκόμη, Δημητρό!
Τόσο σπουδαῖα πράγματα πῶς τὰ ἄφησες νὰ σοῦ ξεφύγουν;
Νομίζεις ὅτι δὲν θὰ βρισκόταν κάποιος μὲ ἀπέραντη ὑπομονὴ καὶ καλὴ διάθεση νὰ τὰ διαβάσει;
Ἔστω καὶ ἕνας;
Στέρησες λοιπὸν ἀπὸ μιὰ ψυχὴ ἀθάνατη, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὅλο τὸ σύμπαν, τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια;
Πῶς τόλμησες καὶ τὸ ἔκανες αὐτό;

ΥΓ. Γράψε τουλάχιστον σωστὰ τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου: Σωφρόνιος ὄχι Σοφρώνιος...
Κύριε Σταύρο ἔχω ξεχάσει περισσότερα πράγματα ἀπὸ μερικὰ κεφάλαια, καὶ τὸ κενὸ ποὺ προκὺπτει δὲν γίνεται νὰ ἀναπληρωθεῖ ἁφ· ἐαυτοῦ.
Νομίζω πῶς βρέθηκαν περισσότεροι ἀπό ἕναν ποὺ διάβασαν τὴν μακροσκελὴ περίληψη, καὶ σίγουρα ὑπάρχει καί ἕνας ποὺ τὴν διάβασε περισσότερες φορές, ἀναπληρώνοντας τὴν μὴ ἀνάγνωση ἀπὸ κάποιον ἄλλον. Ἄν στέρησα πνευματικὴ ὠφέλεια, θὰ ἐπανορθώσω ἑν καιρῷ, τὸν ἑπὸμενο αἰῶνα...
Γιά τὸ ὄνομα ζητῶ συγγνὼμη, θὰ τὸ διορθώσω.

Ὃλο τὸ κεφάλαιο ἐδῶ γιά ὂποιον ἐνδιαφέρεται :
http://www.oodegr.com/oode/dogma/psyxika/ypost_arxi_sofrwn1.htm
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

Quote from: stabozὉ π. Σωφρόνιος, Δημήτριε, ἔγραψε ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ!
Φοβερό!
Πράγματι φοβερὸ! Ἡ Ἑκκλησία  εἶναι Πρόσωπο, καὶ ἡ Κοινωνία καὶ τὰ Μυστήρια καὶ οἱ ἑντολές εἶναι Πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος φέρει

Quoteτην υποστατικήν αρχήν δυνάμει, ουχί ενεργεία. Δεν είμαι το Πρωταρχικόν Ον, αλλ' η κτιστή εικών Αυτού. Καλούμαι δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να ενεργοποιήσω, να πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσίν μου προς τον Θεόν· να γίνω υπόστασις, υπερβαίνων τον περιορισμόν του ατόμου, όπερ ουδόλως δύναται να κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως.
Δηλαδή εἴμαστε ἑν δυνάμει Πρόσωπο; καὶ η επικοινωνία μεταξὺ μας επίσης, καί ἡ Συνευωχὶα Ἰδεῶν τοιουτοτρόπως εἶναι ἑν δυνάμει Πρόσωπο; κ.ο.κ....

Quote from: stabozὉ Θεὸς δίνει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, διότι ὁ Ἴδιος εἶναι ἀγάπη.
Δὲν μᾶς ζητάει κάτι ποὺ Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔχει.
Ἑν τῂ ἀγάπη τὸ ἑν δυνάμει Πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου πραγματώνεται, καὶ ὀμοιάζει βιώνοντας τὸ ομοούσιον τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἠ δυναμικὴ μᾶς  αυτοπροσδιορίζει ὡς Πρόσωπα, πράγμα ποὺ εἶναι ἠ ομοίωσις μέ τὸν Θεό;


Quote from: stabozὉ π. Σωφρόνιος, Δημήτριε, ἔγραψε ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ!
Φοβερό!
Πράγματι φοβερό!

Ἡ πάλη κατὰ τῶν παθῶν εἶναι η γνήσια ἐκδήλωση τῆς ἁγάπης, ποὺ γεννᾶ τὴν Χάρη τοῦ Κυρίου μέσα μας. Γι αὐτὸ νομίζω Ἰωάννα ὅτι «ἀν ἔχεις ἀγάπη ἔχεις τὸ πᾶν, ἐνῶ ἀν δὲν ἔχεις ἀγάπη δὲν ἔχεις τίποτα»· Καὶ τὸ πᾶν εἶναι οἱ ἐντολὲς, δηλαδὴ «ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ!».
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

ΚΟΣΜΑΣ

Δεν προτίθεμαι σε καμιά περίπτωσι να ανοίξω άλλο θέμα συζήτησης. Τα όσα λέει ο π. Σωφρόνιος  με αναγκάζουν να επισημάνω ότι δεν είναι ορθά. Λυπάμαι που λέω αυτό το πράγμα, αλλά φοβάμαι ότι έτσι είναι.

Iaspis

Quote from: ΚΟΣΜΑΣΔεν προτίθεμαι σε καμιά περίπτωσι να ανοίξω άλλο θέμα συζήτησης. Τα όσα λέει ο π. Σωφρόνιος  με αναγκάζουν να επισημάνω ότι δεν είναι ορθά. Λυπάμαι που λέω αυτό το πράγμα, αλλά φοβάμαι ότι έτσι είναι.
Κύριε Κοσμά, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού παθαίνουν καὶ μαθαίνουν. Αὐτό νομίζω ὅτι εἶναι ἔκφραση μετανοίας γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Ὑπάρχουν, βέβαια καὶ στιγμὲς ἀμετανοησίας καὶ σκληροκαρδίας στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς παραδίδεται, ὄχι ἐπειδὴ τὸν ἐκφράζουμε. Καὶ δὲν εννοῶ μόνον τούς αδόκιμους, σάν ἐμένα, ἀλλά ὅλους τούς ἀνθρώπους, καὶ τούς Πατέρες ακόμη. Ὃλους! Μᾶς παραδίδεται γιατὶ τὸν εἰσακούμε. Μᾶς εμπεριέχει καὶ μᾶς κατέχει, δὲν τὸν κατέχουμε, παρὰ μόνον κατὰ Χάρη. Γι αὑτὸ καὶ ἐκφέρεται ὀ Λόγος καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ πιθανὸ ἤ ἀπίθανο στόμα ποὺ Ἐκείνος μὲ τρόπο μυστικό καὶ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιλέγει.

Θὰ σᾶς παρακαλούσα θερμὰ νὰ πεῖτε ἔστω καὶ δυὸ λόγια. Ἡ μὴ ορθότης τῶν λόγων τοῦ Γέροντα συσχετίζεται μὲ ὅσα λέει γιὰ τὸ Πρόσωπο, ἤ κάτι ἄλλο;

Παραλλήλως ζητῶ συγγνώμη ποὺ επιχειρῶ νὰ σχολιάζω λὸγους ποὺ ἀναδεικνύονται μέσα  ἁπὸ τοὺς συνεπεὶς καὶ ἠρωικοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἑκκλησίας μας. Παραδέχομαι ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, οἱ προσεγγίσεις μου εἶναι αδόκιμες καὶ ἀνάξιες τῶν νοημάτων καὶ τῶν πρακτικῶν μέσα απὸ τὶς ὁποίες φτάνει στὸν ἄνθρωπο ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ εἰσακούεται.
Εἶναι ὅμως αὐτό ἕνας ἐπιπρόσθετος τρόπος παράκλησης γιὰ γνώση καὶ κοινωνία, μὲ ὅτι ἐμπεριέχει τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτό δὲν δύναμαι ποτὲ νὰ διαφωνήσω, καὶ ἐπίσης εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀποδεχθῶ πάραυτα τὴν ἀδοκιμὸτητα τοῦ οὔτως ἤ ἄλλως ἀναξίου λόγου μου καὶ τοῦ τρόπου σκέψεως μου καὶ προσεγγίσεως τῶν ζητημάτων, πού ἐξάλου προέρχονται ἀπό τὴν βιοτή μου.

Παρακαλῶ πεῖτε κάτι!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

ΚΟΣΜΑΣ

Αγαπητέ Ιασπι,σου έστειλα απάντηση στο  e-mail σου. ΚΟΣΜΑΣ

Αρτέμης

Ίσως αν φέρουμε στο μυαλό μας την ελευθερία που μας έδωσε ο Δημιουργός ακόμα και να τον μισούμε (εμάς που μας έπλασε από αγάπη) και Αυτός ακόμα να μας αγαπάει, αν απλά σκεφτούμε ότι πέθανε για μας, ότι ταπεινώθηκε και έγινε υπηρέτης μας και τέλος αν σκεφτούμε ότι μας συγχωρεί και μας δέχεται πάλι στην αγκαλιά του τότε...και πάλι δεν θα καταλάβουμε γιατί ο Θεός είναι αγάπη αφού όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι αποτελέσματα και εκφράσεις της αγάπης του και όχι τα συστατικά της. Πρώτα αγαπάει ο Θεός και μετά το εκφράζει. Επειδή μας αγαπάει μας έπλασε και όχι  επειδή μασ έπλασε μας αγαπάει.\'Ετσι τουλάχιστον πιστεύω. Εννοώ ότι δεν υπάρχει εξήγηση στο γιατί είναι αγάπη..Έτσι είναι,πως να το κάνουμε, όπως π.χ η ζάχαρη από την φύση της είναι γλυκιά χωρίς να εξετάζουμε το γιατί. Ίσως το αρχικό ερώτημα της συζήτησης αφορούσε το πως εκφράζεται η αγάπη του Θεού σε μας...
Ακόμα και τα χαλασμένα ρολόγια,2 φορές την μέρα δείχνουν την σωστή ώρα..

Iaspis

Quote from: ΑρτέμηςΕπειδή μας αγαπάει μας έπλασε και όχι  επειδή μας έπλασε μας αγαπάει.\'Ετσι τουλάχιστον πιστεύω. Εννοώ ότι δεν υπάρχει εξήγηση στο γιατί είναι αγάπη..
Πολύ ὡραῖο αὐτὸ!

QuoteΊσως το αρχικό ερώτημα της συζήτησης αφορούσε το πως εκφράζεται η αγάπη του Θεού σε μας...
Συμφωνῶ μαζὶ σου Ἀρτέμη.

Quote from: ΚΟΣΜΑΣΑγαπητέ Ιασπι,σου έστειλα απάντηση στο  e-mail σου. ΚΟΣΜΑΣ
Εὐχαριστῶ ποὺ μοὺ ἀπαντήσατε κύριε Κοσμά!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

Quote from: IaspisἩ Ἑκκλησία  εἶναι Πρόσωπο, καὶ ἡ Κοινωνία καὶ τὰ Μυστήρια καὶ οἱ ἑντολές εἶναι Πρόσωπο.
Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀποτελεῖ ὀρθὸ ὀρισμὸ, ἀλλὰ μάλλον μία συναισθηματικὴ τοποθέτηση ποὺ προέρχεται ἁπὸ τὴν αἴσθηση ποὺ ἀφὴνει ἡ ζωὴ στὴν Ἑκκλησία, ἡ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια καὶ τὴν Θεία Κοινωνὶα, καὶ ἡ κατανόηση τῆς ἀξίας καὶ τοῦ βάθους τῶν Θείων Ἐντολῶν.

Τὸ μέγιστο μυστήριο εἶναι ο Λόγος, αἰτία ὅλων τῶν πραγμάτων, καὶ ἀπὸ ὅλα χωρισμένος, ἐκφράζει μὲ ἀκρίβια μόνον ὅταν ἐκφράζεται...
Ὸμιλεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια μόνον ὅταν ἀληθεύει!
Ὸμιλεῖ γιὰ τὴν ἁγάπη μόνον ὅταν ἁγαπᾶ!
Καὶ ἁληθεύει, καὶ ἁγαπᾶ πάντα, γι αὐτὸ καὶ ὑπάρχει.
Καὶ ἑξω ἀπὸ Αὐτόν τίποτε ἅλλο δὲν ὑπάρχει!

Καὶ μὴ χειρότερα Παναγία μου...καταντάει ἀσθένια στὸν λογισμὸ τοῦ ἁνθρώπου. Τῆς ἵδιας μορφῆς, καί τῶν πολλῶν παρενεργειῶν.
Πτώση ἡ μορφή. Φθορά οἱ παρενέργειες. Θνητότης ἡ ἴδια ἡ ἀσθένεια.

ἁδελφός μόνον Χριστό ἀκούει! Ἡ ἴασις!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

ioannis40

Γιατί είναι Θεός, \"ο Θεός Αγάπη εστί\" αν δεν ήταν αγάπη, μάλλον όπως στο ¨Ασμα Ασμάτων\", τότε θα ήταν κτίσμα και, αυτό ο Θεός, είναι αποκεκαλυμένα Άκτιστος.
\"Ὁ ἁδελφός μόνον Χριστό ἀκούει! Ἡ ἴασις!\". Τούτο είναι καλό αλλά και τούτο \"ἐκφράζει μὲ ἀκρίβια μόνον ὅταν ἐκφράζεται...\". Μήπως έκφρασή Του είναι η Αγάπη ή, η ουσία Του, μήπως η αγάπη είναι κάτι άϋλο και, όσο κάποιος αγαπάει, τόσο εξαϋλώνεται και Του μοιάζει.
...τήν δέ γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι, ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου... (Jac 3.8.1-2)

ioannis40

...τήν δέ γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι, ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου... (Jac 3.8.1-2)

Iaspis

Quote from: ioannis40μήπως η αγάπη είναι κάτι άϋλο και, όσο κάποιος αγαπάει, τόσο εξαϋλώνεται και Του μοιάζει.
Ὠραία τὸ διατύπωσες Ἰωάννη! Ἀναρωτιέμαι ἐάν αὐτὸ τὸ «ὅσο» ἀφορὰ ποσότητα, ἤ διάρκεια. ἤ κάτι ἄλλο. Πάντως λέγετε ὅτι ἡ ἠδυπαθὴς «ἀγάπη» τῶν αἰσθήσεων εἶναι θνητή, καὶ ἅρα  .... μᾶλλον ὅχι ἁληθινὴ ἀγάπη;  Ὑπάρχει ὅμως «θνητή ἀγάπη»; Δὲν νομίζω!
Ἀπὸ τὴν ἄλλη διαρκὴ ἀγὰπη μπορεῖ νὰ ὀμολογοῦμε, ὅμως ἀγαπᾶμε ἀδιαλείπτως;  Ἑγῶ πάντως ὄχι, βρίσκομαι συχνὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὴν προδωσία... Καὶ τότε ἁναρωτιέμαι αὐτὴ ἡ διακεκομένη καὶ παντοῦ διεσπαρμένη, εἶναι ἡ ἀγάπη; Ναί νομίζω!

«7 ᾿Αγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. 8 ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. » (Α᾽ Ἱωανν. 4, 7-9)

Ὃποιος δὲν ἀγαπᾶ δὲν γνωρίζει τὸν Θεό, λέει ! Δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη!

«Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». Ἑγῶ εἶμαι τὸ Εἶναι, ἁποκαλύπτει.

Ὃτι, καὶ ὅσο λοιπὸν  δὲν εἶναι ἀγάπη,.... δεν «εἶναι» παντιοτρόπως. Καὶ  μόνο κάποιος «εἶναι», δηλαδὴ ὑπάρχει, ὅταν εἶναι ἀγάπη. Ἀλιώς δὲν «εἶναι», δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει...

«Η αποκάλυψις « Εγώ ειμι ο Ων» (Εγώ είμαι το Είναι) δεικνύει ότι η υποστατική διάστασις εν τη Θεότητι έχει θεμελιώδη σημασίαν. Η αρχή της Υποστάσεως εν τω Θεώ δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλ' ουσιώδης πραγματικότης κατέχουσα ιδίαν φύσιν και ενέργειαν ζωής » (π. Σωφρόνιος)

Μήπως ὁ ἅνθρωπος, τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἁγαπᾶ καὶ μόνον τότε «εἶναι», ὅταν δηλαδὴ τὸ Πρόσωπο «ἁποτυπώνεται»  μέσα του κατέχοντας τήν καθαρὰ καὶ ταπεινὴ καρδία του; Μήπως αὑτὸ εἶναι τό «ὅσο»; Καὶ ἅρα ὅσο καὶ ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε,  δὲν ὑπάρχουμε ἑμεῖς ἁλλά τὸ εἴδωλό μας, ἤ ἀλιώς τὸ ἄτομο μας;

Quote from: stabozὉ π. Σωφρόνιος, Δημήτριε, ἔγραψε ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ!
Φοβερό!
Πράγματι φοβερὸ!

Quote from: Ἰωάνναὄμως,... γιατὶ ἡ πρώτη ἐντολή νὰ εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης;
γιατί ἀν ἔχεις ἀγάπη ἔχεις τὸ πᾶν, ἐνῶ ἀν δὲν ἔχεις ἀγάπη δὲν ἔχεις τίποτα;
Γιατὶ ὅταν ἔχουμε ἀγάπη, ἀνοίγουν οἱ «δρόμοι» καὶ περνᾶ ὁ καθένας ἀνεμπόδιστα μέσα ἀπὸ τὸν κάθε ἅλλο σάν ἀδελφοί, καὶ τότε ... «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Αὑτός νὰ εἶναι ὁ «τρόπος ζωῆς τοῦ Θεοῦ»; Φοβερὸ!


Ἰωάννη, καλώς ἐπανήλθες!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

ioannis40

To \"όσο\" είναι ποιοτικό αλλά και φανερώνει βαθμίδα όπως νομίζω στις αρετές. Κυρίως αντιλλαμβάνωμαι την αγάπη ως θέωση ή συμμετοχή στην ζωή του Θεού. Οσο ακολουόύμε τις εντολές Του γνωρίζουμε τον Θεό τόσο Τον αγαπάμε, και τα κτίσματά Του, και συμμετέχοντας στη Ζωή Του του μοιάζουμε. Δύσκολα πράγματα νομίζω. \"Μήπως ὁ ἅνθρωπος, τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἁγαπᾶ καὶ μόνον τότε «εἶναι», \".  Είναι ξεκάθαρο η συμμετοχή στην ζωη της Ζωής ζωοποιεί τους νεκρούς ψυχοσωματικά. \"Εγώ ειμί η οδός\" που οδηγεί στη ζωή και μας επαναφέρει απο τη λήθη της φυσικής μας κατάστασης. \"ὅταν δηλαδὴ τὸ Πρόσωπο «ἁποτυπώνεται»  μέσα του κατέχοντας τήν καθαρὰ καὶ ταπεινὴ καρδία του;\". Έτσι το Πρόσωπο που είναι αποτυπωμένο με το \"κατ΄ εικόνα\" επανέρχεται στη φυσική του κατάσταση την φορά στο \"καθ΄ομοίωση\". Έτσι γίνεται Ναός του Θεού δλδ., θεώνεται. Αυτό προϋποθέται καθαρή καρδιά και ταπεινό φρόνημα.

Τώρα, ο Σωφρόνιος, και αναφέρομαι στο θαυμασμό σου, είναι εκεί ακριβώς που αναφέρεται, ανεβασμένος τόσο ψηλά του έχουν οι δρόμοι ανοίξει και διαπερνάει τον καθένα μας που καλοπροαίρετα σκύβει στα γραπτά του.

Σχετικά με την επαναφορά μου, έχω αναφερθεί και στο παρελθόν, περιπλανήθηκα μέ διάφορα ονόματα σε διάφορα forum, νομίζω έτσι τα λένε, όπου παιδεύτηκα θετικά απο το κλίμα της αθεϊας, του ψευδοεπιστημονισμού, των φιλοσοφιών και των άλλων ανθρώπινων επιτηδευμάτων για να καταλάβω καλά ότι είναι \"Θεός ζώντων\" και είναι φοβερό το γεγονός που συμβαίνει σε αυτούς που φεύγουν απο την σκέπη της Χάρης Του.

Καλώς σας βρήκα.
...τήν δέ γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι, ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου... (Jac 3.8.1-2)

Ἰωάννης

[font size=4]                            
                                                                      Πρόσωπα καί «κοινωνία προσώπων»

                                                  Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


 Στήν εποχή μας γίνεται πολύς λόγος γιά τό πρόσωπο, ότι ο Θεός είναι πρόσωπο καί ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, καί από αυτό εξάγονται πολλές συνέπειες γιά τήν κοινωνική καί εκκλησιαστική ζωή. Πολλές φορές έχω ασχοληθή μέ αυτό τό θέμα ως πρός τόν Θεό καί ως πρός τόν άνθρωπο καί έχουν δημοσιευθή διάφορα κείμενά μου, στά οποία αναπτύσσω κάθε φορά διάφορες πτυχές τού σοβαρού αυτού θέματος, από βιβλικοπατερικής πλευράς.

Συγχρόνως, όμως, στήν εποχή μας γίνεται λόγος καί γιά τήν «κοινωνία προσώπων», ότι δηλαδή μεταξύ τών προσώπων υπάρχει κοινωνία καί από αυτήν τήν έννοια εξάγονται μερικές συνέπειες γιά τήν κοινωνική καί εκκλησιαστική ζωή. Συχνά ακούμε νά λέγεται ότι η αγάπη είναι «κοινωνία προσώπων», ότι πρέπει νά αναπτύξουμε μεταξύ μας τήν «κοινωνία τών προσώπων», ότι η Εκκλησία είναι «κοινωνία προσώπων».

Μέ τό άρθρο αυτό θά υποστηρίξω τήν πατερική άποψη ότι η διδασκαλία περί προσώπου στόν άνθρωπο έχει στηρίγματα στήν Αγία Γραφή καί τήν πατερική παράδοση, αλλά η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν ευσταθεί από πατερικής πλευράς.

1. Η θεολογία τού προσώπου

Έχω αναλύσει στό παρελθόν ότι οι άγιοι Πατέρες γιά νά αντιμετωπίσουν τούς αιρετικούς τής εποχής τους ανέπτυξαν τήν θεολογία τού προσώπου στόν Τριαδικό Θεό, είπαν δηλαδή ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός καί Άγιον Πνεύμα, ότι κάνουμε λόγο γιά τά τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος. Ο Μ. Βασίλειος γιά νά αντιμετωπίση τήν αίρεση τού Ευνομίου, ο οποίος μιλούσε γιά τά πρόσωπα ωσάν νά ήταν προσωπεία, ανέπτυξε περισσότερο τόν όρο πρόσωπο, ταύτισε τό πρόσωπο μέ τήν υπόσταση, καί τήν ουσία μέ τήν φύση καί έτσι διατυπώθηκε τό δόγμα τής Αγίας Τριάδος στίς ανάγκες τής εποχής εκείνης γιά νά διαφυλαχθή η αποκαλυπτική αλήθεια από τήν παραχάραξή της. Οπότε, στόν Θεό, λέμε ότι υπάρχει κοινή ουσία-φύση-ενέργεια καί ιδιαίτερα πρόσωπα-υποστάσεις.

Όταν οι Πατέρες κάνουν λόγο γιά πρόσωπο στόν Θεό, πού τό ταυτίζουν μέ τήν υπόσταση, τό ορίζουν ως ουσία μετά τών ιδιωμάτων ή συμβεβηκότων. Σέ αυτό αναφέρονται οι Καππαδόκες Πατέρες, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αλλά εδώ θά περιορίσω τόν λόγο στόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, ο οποίος κωδικοποίησε όλη τήν προγενέστερη πατερική παράδοση.

 Κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό «κοινόν η ουσία, μερικόν η υπόστασις». Βεβαίως, όταν λέγη ότι η υπόσταση είναι μερικό δέν τό εννοεί από τήν άποψη ότι έχει μέρος τής φύσεως, αλλά είναι μερικό ως πρός τόν αριθμό, γιατί οι υποστάσεις διαφέρουν ως πρός τόν αριθμό καί όχι ως πρός τήν φύση. Σέ κάθε μιά από τίς ομοειδείς υποστάσεις «τελεία η ουσία εστί». Έτσι, οι Πατέρες ορίζουν τήν υπόσταση ως «ουσίαν μετά συμβεμβηκότων», «ώστε τό κοινόν μετά τού ιδιάζοντος έχει η υπόστασις».

Αυτό σημαίνει ότι τά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία καί ενέργεια, γι\' αυτό καί κοινή είναι η ενέργεια τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, αλλά έχουν ιδιαίτερες υποστάσεις. Ο Πατήρ είναι Πατήρ καί όχι Υιός καί Πνεύμα, ο Υιός είναι Υιός καί όχι Πατήρ καί Πνεύμα, καί τό Πνεύμα είναι Πνεύμα καί όχι Πατήρ καί Υιός. Κάθε πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος έχει τό προσωπικό ιδίωμα, τόν τρόπο υπάρξεώς του. Έτσι, ο τρόπος μέ τόν οποίο υπάρχει ο Πατήρ είναι η αγεννησία, οπότε τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό αγέννητο. Ο τρόπος μέ τόν οποίο υπάρχει ο Υιός είναι η γέννηση, καί τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό γεννητό. Καί ο τρόπος υπάρξεως τού Αγίου Πνεύματος είναι η εκπόρευση, καί τό υποστατικό του ιδίωμα είναι τό εκπορευτό.

Η Χάρη καί ενέργεια τού Τριαδικού Θεού συνδέεται μέ τήν φύση-ουσία, γιατί κοινή είναι η ενέργεια τού Τριαδικού Θεού, η οποία όμως χαρακτηρίζεται ως ενυπόστατη, γιατί προχέεται στήν κτίση διά τών προσώπων. Άλλωστε, η ενέργεια, κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, είναι η ουσιώδης κίνηση τής φύσεως, δηλαδή τό ενεργητικό είναι η φύση, αλλά ο ενεργών είναι τό πρόσωπο, αφού η ουσία καί η ενέργεια δέν είναι ανυπόστατα.

Οι Πατέρες τής Εκκλησίας απέδωσαν τόν όρο πρόσωπο-υπόσταση καί στόν άνθρωπο, μέ τήν διαφορά όμως ότι ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος είναι κτιστός, καθώς επίσης ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα καί καθ\' ομοίωση τού Θεού, αλλά είναι κατ' εικόνα τού Λόγου, τού Δευτέρου Προσώπου τής Αγίας Τριάδος. Άλλωστε, κατά τήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου καί τών Πατέρων, ο Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος είναι εικών τού Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα τού Λόγου, πού σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι εικών τής εικόνος.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναλύοντας τήν έννοια τού προσώπου-υποστάσεως, τό αποδίδει καί στόν άνθρωπο. Γράφει: «Ο Πέτρος καί Παύλος καί Ιωάννης καί οι λοιποί άνθρωποι, υποστάσεις καί πρόσωπα καί άτομα λέγονται». Επίσης, μιλώντας γιά τά πρόσωπα - τίς υποστάσεις καί τά άτομα χρησιμοποιεί παραδείγματα από τούς ανθρώπους, αλλά τά αποδίδει καί στούς ανθρώπους. Γράφει ότι οι Πατέρες ταύτισαν τίς έννοιες υπόσταση, πρόσωπο καί άτομο. «Οι δέ άγιοι Πατέρες υπόστασιν καί άτομον καί πρόσωπον τό αυτό εκάλεσαν». Καί εξηγεί στήν συνέχεια ότι υπόσταση είναι αυτό πού υφίσταται από τήν ουσία καί τά συμβεβηκότα καθεαυτό καί διαφέρει ως πρός τόν αριθμό, «ου γάρ εστιν ο Πετρος καί ο Παύλος είς, αλλά δύο». Έτσι, ο Πέτρος καί ο Παύλος είναι ένας ως πρός τήν φύση, γιατί καί οι δύο έχουν τήν ίδια φύση, αλλά είναι διαφορετικοί ως πρός τίς υποστάσεις.

Σέ άλλο σημείο, ερμηνεύοντας τήν έννοια τού ενυποστάτου λέγει ότι ο όρος αυτός άλλοτε σημαίνει τό όν καί άλλοτε σημαίνει τό άτομο, αλλά ειδικότερα τό ενυπόστατο σημαίνει ή τό ειδικώτατο είδος, επειδή δέν θεωρείται καθ' εαυτό, αλλά μέσα στίς υποστάσεις ή αυτό πού συντίθεται μέ κάτι άλλο διαφορετικό στήν ουσία γιά νά αποτελέση τό όλο. Στήν πρώτη περίπτωση τό ενυπόστατο δηλώνει τήν Χάρη τού Θεού πού προέρχεται από τήν φύση, διά τού προσώπου, στήν δεύτερη περίπτωση εννοείται η ψυχή καί τό σώμα πού αποτελούν τόν άνθρωπο. Έτσι, «ούτε η ψυχή λέγεται υπόστασις ούτε τό σώμα, αλλ' ενυπόστατα, ότι ουδέποτε υπέστη τό έν πρό τού ετέρου ουδέ εκτός τού ετέρου, τό δέ εξ αμφοτέρων αποτελούμενον υπόστασις αμφοτέρων εστιν». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι υπόσταση-πρόσωπο, αλλά η ψυχή καί τό σώμα λέγονται ενυπόστατα, καί όχι υποστάσεις, γιατί κανένα από τά δύο δέν απετέλεσε υπόσταση πρίν τό άλλο, ούτε δίχως τό άλλο. Μιλώντας δέ γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό λέγει ότι καί η σάρκα τού Κυρίου δέν λέγεται υπόσταση, αλλά ενυπόστατη, γιατί ποτέ δέν ήταν υπόσταση καθ' εαυτήν, αλλά υπήρξε στήν υπόσταση τού Λόγου «καί αυτήν έσχεν καί έχει υπόστασιν».

Εκείνο πού πρέπει νά κατανοηθή είναι ότι οι όροι υπόσταση-πρόσωπο καί ενυπόστατο οι Πατέρες τά αποδίδουν στόν Τριαδικό Θεό, αλλά κατ' επέκταση καί στόν άνθρωπο, μέ τίς απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις. Σέ άλλο κείμενό μου ανέφερα διεξοδικώς ότι τόν όρο υπόσταση τόν συναντάμε στήν Αγία Γραφή, ανεπτυγμένο δέ περισσότερο τόν συναντάμε στούς αγίους Πατέρας, χρησιμοποίησα δέ χωρία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ώστε νά μήν αμφισβητηθή αυτό τό γεγονός. Δέν τό κάνω τώρα γιά οικονομία χρόνου, αλλά είμαι έτοιμος νά προσκομίσω πολλά τέτοια χωρία, ώστε νά μήν υπάρξη αμφιβολία.

Απλώς θά ήθελα νά παραθέσω ένα σημαντικό χωρίο τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού, ο οποίος, αναφερόμενος στήν ουσία καί τίς υποστάσεις, τά αποδίδει καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο. Γράφει ότι η ουσία σημαίνει τό κοινό καί περιεκτικό είδος τών ομοειδών υποστάσεων «οίον Θεός, άνθρωπος», η δέ υπόσταση δηλώνει τό άτομο «ήτοι Πατέρα, Υιόν, Πνεύμα Άγιον, Πέτρον, Παύλον». Τό χωρίο αυτό είναι καταλυτικό καί δείχνει ότι πρόσωπο-υπόσταση λέγονται καί ο Θεός καί ο άνθρωπος.

2. Η «Κοινωνία τών προσώπων»

Quote from: stabozΤο ερώτημά σας όμως: \"Υπάρχει όμως στην Αγία Τριάδα «κοινωνία προσώπων»;\"... θα προτιμούσα να μην έχει γραφεί, διότι εγγίζει όρια που δεν θα επιθυμούσα να σημειώσω ποιά είναι. Συγχωρέστε μου τη διατύπωση, αλλά δεν έχει στοιχείο υπερβολής, πιστέψτε με.
Αν δεν υπάρχει στην Αγία Τριάδα κοινωνία προσώπων, τότε ματαία η πίστις ημών. Στην Αγία Τριάδα υπάρχει η τέλεια, η υπερτέλεια κοινωνία Προσώπων...
Ενώ η λέξη πρόσωπο αποδίδεται καί στόν Θεό καί στόν άνθρωπο, καί είναι αποδεκτό από τούς Πατέρας τής Εκκλησίας, η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν είναι πατερική.

Κατ' αρχάς στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως πού διαφέρουν μεταξύ τους. Πρόκειται γιά τήν κατ' ουσίαν ένωση πού γίνεται στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, τήν καθ' υπόσταση ένωση πού γίνεται στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί στήν κατ' ενέργεια ένωση πού γίνεται στήν σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι όσοι άνθρωποι μεταλαμβάνουν τό άγιον Σώμα τού Χριστού καί πίνουν τό τίμιο Αίμα Του «μετέχουσι καί κοινωνοί θείας φύσεως γίνονται», δηλαδή κοινωνούν τήν τεθεωμένη σάρκα τού Χριστού. Τό σώμα τού Χριστού πού μεταλαμβάνεται από μάς «θεότητι γάρ καθ' υπόστασιν ήνωται» καί, κατά συνέπειαν, στό ευχαριστιακό Σώμα τού Χριστού οι δύο φύσεις είναι ενωμένες «καθ' υπόστασιν αδιασπάστως». Εμείς δέ πού κοινωνούμε, μετέχουμε καί τών δύο φύσεων «τού σώματος σωματικώς, τής θεότητος πνευματικώς, μάλλον δέ αμφοίν κατ' άμφω, ου καθ' υπόστασιν ταυτιζόμενοι (υφιστάμεθα γάρ πρώτον καί τότε ενούμεθα), αλλά κατά συνανάκρασιν τού σώματος καί αίματος».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι, δοθέντος ότι υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως, ήτοι ουσίας, ενεργείας καί υποστάσεως, δέν μπορεί κανείς νά σκεφθή ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος νά ενωθή μέ τόν Θεό κατ' ουσίαν ούτε μπορεί νά ισχυρισθή ότι μπορεί νά ενωθή μέ τόν Θεό καθ' υπόσταση, γιατί αυτό έγινε μόνον στό Θεανθρώπινο Σώμα καί γι' αυτό καθένας τών θεουμένων θεούται «κατά τήν θείαν χάριν τε καί ενέργειαν».

  Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναλύοντας τό θέμα τής σχέσεως τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, τής σχέσεως τών δύο φύσεων –θείας καί ανθρωπίνης– στόν Χριστό, μέ τήν ενανθρώπηση, καί τής σχέσεως τού Θεού μέ τόν άνθρωπο, μέ βάση τήν πατερική παράδοση, γράφει: «Τρία ευρίσκονται εν τώ Θεώ ουσία, υποστάσεις καί ενέργεια η ενέργεια είναι εξωτέρα, η υπόστασις ενδοτέρα καί η ουσία ενδοτάτη... καί τά τρία ταύτα, τρείς καθολικάς σχέσεις έλαβεν απ\' αιώνος ο Θεός». Καί στήν συνέχεια εξηγεί αυτούς τούς τρόπους σχέσεως καί κοινωνίας τού Θεού. «Έλαβεν σχέσιν νά κοινωνηθή ο Πατήρ κατ' ουσίαν μέ τόν ομοούσιόν του Υιόν καί μέ τό Πνεύμα του τό άγιον». «Έλαβε σχέσιν νά κοινωνηθή καθ' υπόστασιν ο Υιός μέ τήν ανθρωπότητα, δι' ήν σχέσιν προέγνω καί προώρισε τήν μετ' αυτής εν χρόνω πραγματικήν ένωσιν». «Έλαβε σχέσιν απ\' αιώνος ο Θεός... νά κοινωνηθή κατά τήν ενέργειαν μέ τά λοιπά κτίσματα, δι' ήν σχέσιν προέγνω καί προώρισε γενέσθαι πάντα τά νοητά καί αισθητά κτίσματα. Τά γάρ κτίσματα τής ενεργείας μόνης καί δυνάμεως μετέσχον τού Θεού ουχί δέ καί τής υποστάσεως ή τής ουσίας καί φύσεως, ως εν τή θεία δυνάμει καί ενεργεία τό είναι λαβόντα. Τούτων ούτω προεγνωσμένων, επεί ενδοτέρα τής ενεργείας εστίν η υπόστασις, ενδοτέρα άρα καί η κατά τήν υπόστασιν σχέσις τής κατ' ενέργειαν σχέσεως».

Επομένως, υπάρχουν τρείς τρόποι ενώσεως, η κατ' ουσίαν, πού γίνεται στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, η καθ' υπόστασιν, πού έγινε στήν υπόσταση τού Λόγου μετά τήν ενανθρώπηση, καί η κατ' ενέργεια, δηλαδή η ένωση τού Θεού μέ τόν άνθρωπο.

Αυτό σημαίνει ότι η φράση «κοινωνία προσώπων» δέν ισχύει σέ καμμιά από τίς τρείς αυτές ενώσεις, γι' αυτό καί προανέφερα ότι είναι αντορθόδοξη μιά τέτοια έκφραση, πράγμα πού  αλλοιώνει τήν ορθόδοξη θεολογία, καί κακώς αναφέρεται από πολλούς θεολογούντες καί μή στίς ημέρες μας.

Εν πρώτοις, «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν Τριαδικό Θεό, αφού η σχέση τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος είναι κατ' ουσίαν καί όχι καθ\' υπόστασιν. Στόν Τριαδικό Θεό υπάρχουν κοινά καί ακοινώνητα, δηλαδή κοινά είναι η ουσία καί η ενέργεια, καί ακοινώνητα είναι οι τρόποι υπάρξεως, τά συμβεβηκότα. Τά τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος έχουν τήν ίδια ουσία καί τήν ίδια ενέργεια, αλλά ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματα, αφού τό υποστατικό ιδίωμα τού Πατρός είναι τό αγέννητο, τού Υιού τό γεννητό, καί τού Αγίου Πνεύματος τό εκπορευτό. Δέν μπορεί νά υπάρξη σύγχυση τών υποστατικών ιδιωμάτων στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος. Έτσι, στόν Τριαδικό Θεό υπάρχει κοινωνία φύσεως καί όχι κοινωνία προσώπων. Ο Πατήρ κοινωνεί τήν ουσία Του στόν Υιό διά τής γεννήσεως καί κοινωνεί τήν ουσία Του στό Άγιον Πνεύμα διά τής εκπορεύσεως.

Τά κοινά καί ακοινώνητα στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος αποκλείουν τό νά υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στόν Τριαδικό Θεό, αφού μιά τέτοια θεώρηση καταστρέφει τά ακοινώνητα. Όταν μερικοί ισχυρίζωνται ότι υπάρχει κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, τότε ουσιαστικά θεωρούν ότι δέν υπάρχουν ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα στόν Θεό καί, κατά συνέπειαν, δημιουργείται σύγχυση στά υποστατικά ιδιώματα τής αγεννησίας, τής γεννήσεως καί τής εκπορεύσεως. Αυτό είναι βλάσφημο καί κακόδοξο. Επομένως, αφού στόν Τριαδικό Θεό τά υποστατικά ιδιώματα είναι ακοινώνητα, γι' αυτό δέν μπορούμε νά ομιλούμε γιά κοινωνία προσώπων στόν Τριαδικό Θεό, αλλά γιά κοινωνία φύσεως. Η ενότητα τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος οφείλεται στήν μοναρχία τού Πατρός, πού γεννά καί εκπορεύει, καί στήν κοινή φύση-ουσία.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει λόγο γιά τό ότι οι τριαδικές υποστάσεις είναι αδιάστατες, δέν απομακρύνονται η μία από τήν άλλη καί «ανεκφοίτητοι εισίν ασύγχυτον έχουσαι τήν εν αλλήλοις περιχώρησιν, ουχ ώστε συναλείφεσθαι ή συγχείσθαι, αλλά ώστε έχεσθαι αλλήλων». Υπάρχει ενότητα μεταξύ τών τριών υποστάσεων, λόγω τής κοινής φύσεως καί ουσίας, αλλά καί λόγω τού ότι ο Υιός γεννάται από τόν Πατέρα πρό πάντων τών αιώνων, καί τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τόν Πατέρα καί πέμπεται διά τού Υιού πρό πάντων τών αιώνων, αλλά δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων».

Πάντως, οι Πατέρες κάνουν λόγο γιά κοινωνία φύσεως καί γιά αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώρηση μεταξύ τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, χωρίς όμως νά γίνεται κάποια συναίρεση ή ανάμειξη ετεροκλήτων στοιχείων ή σύγχυση. Έτσι, ο Υιός είναι στόν Πατέρα καί τό Άγιον Πνεύμα, καί τό Πνεύμα είναι στόν Πατέρα καί τόν Υιό, καί ο Πατήρ είναι στόν Υιό καί τό Πνεύμα «μηδεμιάς γινομένης συναλοιφής ή συμφύρσεως ή συγχύσεως». Όμως, στόν Θεό υπάρχει «τό έν καί τό ταυτόν τής κινήσεως», δηλαδή τής ενεργείας, ένα είναι τό «έξαλμα», δηλαδή η έξαρση, καί μία είναι η κίνηση τών τριών θείων υποστάσεων «όπερ επί τής κτιστής φύσεως θεωρηθήναι αδύνατον». Αυτό πού συμβαίνει στόν Τριαδικό Θεό δέν μπορεί νά συμβή στήν κτιστή φύση.

Καί αυτή η θεία έλλαμψη καί ενέργεια, ενώ είναι μία καί απλή καί αμερής «καί αγαθοειδώς εν τοίς μεριστοίς ποικιλομένη καί τούτοις πάσι τά τής οικείας φύσεως συστατικά νέμουσα μένει απλή, πληθυνομένη μέν εν μεριστοίς αμερίστως καί τά μεριστά πρός τήν εαυτής απλότητα συνάγουσα καί επιστρέφουσα».

Επομένως, στόν Τριαδικό Θεό δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων», αλλά αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώριση τών προσώπων, αφού στίς θείες υποστάσεις υπάρχουν κοινά καί ακοινώνητα. Οπότε, όταν χρησιμοποιείται η φράση «κοινωνία προσώπων», καταργείται η διαφορά τών υποστατικών ιδιωμάτων καί δημιουργείται σύγχυση στό Τριαδικό δόγμα.

Έπειτα, «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν Θεάνθρωπο Χριστό, αφού στόν Χριστό δέν ενώθηκαν δύο πρόσωπα, τού Θεού καί τού ανθρώπου, αλλά ενώθηκαν οι δύο φύσεις –θεία καί ανθρώπινη– σέ μιά υπόσταση, καθώς επίσης ο Λόγος είναι υπόσταση τής ανθρωπίνης φύσεως. Οπότε, δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά «κοινωνία προσώπων» στόν Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά γιά «καθ' υπόστασιν ένωσιν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφερόμενος σέ αυτό τό θέμα γράφει ότι στόν Χριστό η ένωση έγινε «εκ δύο φύσεων τελείων, θείας τε καί ανθρωπίνης... ου κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν», όπως έλεγαν «ο θεήλατος Διόσκορος Σευήρος τε καί η τούτων εναγής συμμορία». Ούτε μπορούμε νά ομιλούμε γιά ένωση «προσωπικήν ή σχετικήν ή κατ' αξίαν ή ταυτοβουλίαν ή ομοτιμίαν ή ομωνυμίαν ή ευδοκίαν», όπως έλεγαν «ο θεοστυγής Νεστόριος, Διόδωρός τε καί ο Μομψουεστίας Θεόδωρος καί η τούτων δαιμονιώδης ομήγυρις». Στόν Χριστό ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία καί ανθρωπίνη- «ατρέπτως καί ασυγχύτως καί αναλλοιώτως καί αδιαιρέτως καί αδιασπάστως» σέ μιά υπόσταση καί είναι ενωμένες οι δύο φύσεις «εν τή μιά συνθέτω υποστάσει». Ενώθηκαν δέ οι δύο φύσεις πραγματικά καί όχι φανταστικά στήν μία υπόσταση τού Υιού καί Λόγου τού Θεού, αλλά διατηρείται καί η διαφορά τών δύο φύσεων. Αυτό σημαίνει ότι «τό κτιστόν μεμένηκε κτιστόν καί τό άκτιστον άκτιστον, καί τό θνητόν έμεινε θνητόν καί αθάνατον τό αθάνατον καί τό περιγραπτόν περιγραπτόν καί τό απερίγραπτον απερίγραπτον, τό ορατόν ορατόν καί τό αόρατον αόρατον».

Ακόμη «κοινωνία προσώπων» δέν υπάρχει στόν άνθρωπο. Η σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, όπως είδαμε προηγουμένως, είναι κατ' ενέργεια καί όχι κατ' ουσία καί καθ' υπόσταση. Ο ανθρωπος κοινωνεί τής ουσιοποιού, ζωοποιού, σοφοποιού καί θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Ο θεούμενος άνθρωπος, όταν βλέπη τόν Θεό, μετέχει τής θεοποιού ενεργείας Του. Οι τρείς Μαθητές στό όρος Θαβώρ μετείχαν τής θεοποιού ενεργείας τού Θεού, εν «προσώπω» Ιησού Χριστού, αφού η ενέργεια τού Θεού είναι ενυπόστατη, όπως προαναφέρθηκε. Σέ όλα τά πατερικά κείμενα γίνεται λόγος γιά τήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού, τής οποίας κοινωνεί ο άνθρωπος. Ο θεόπτης μετέχει τής δόξης τού Θεού.

Αλλά καί σέ ανθρώπινο επίπεδο δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά «κοινωνία προσώπων», γιατί, αφού δέν υπάρχει «κοινωνία προσώπων» στόν Τριαδικό Θεό, πολύ περισσότερο δέν μπορεί νά υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στόν άνθρωπο. Ο Θεόδωρος, Επίσκοπος Ραϊθού, κάνοντας λόγο γιά τό πρόσωπο–υπόσταση, χρησιμοποιεί παραδείγματα από τόν άνθρωπο. Γράφει ότι «ομού πάντες οι άνθρωποι κοινόν έχουσι τό είναι», αλλά ο καθένας από μάς έχουμε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, πού μάς διακρίνουν από τούς άλλους, όπως τήν πατρίδα, τό γένος, τό όνομα, τό επάγγελμα, τίς πράξεις, τά πάθη καί τά παρόμοια, τά οποία ονομάζονται συμβεβηκότα καί τά οποία ξεχωρίζουν τόν καθένα από τούς άλλους. Καί, αναφέροντας τόν Απόστολο Παύλο, ονοματίζει τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τόν διακρίνουν από τούς άλλους, ως πρός τήν καταγωγή καί τόν τρόπο τής αποστολικής του δράσεως. Στούς ανθρώπους δέν μπορεί νά υπάρξη καί αλληλοενοίκηση καί αλληλοπεριχώρηση τών προσώπων, όπως στά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, γιατί τό σώμα στόν άνθρωπο δημιουργεί άλλες καταστάσεις.

Βεβαίως, υπάρχει η αγάπη μεταξύ τών ανθρώπων, αλλά αυτό δέν μπορεί νά εννοηθή ως «κοινωνία προσώπων» ούτε κάν ως αλληλοενοίκηση τών προσώπων, αλλά πρόκειται γιά μιά συναισθηματική ή ακόμη καί πνευματική αγάπη, η οποία γίνεται εν Χριστώ καί η οποία δέχεται ποικιλότροπες αλλοιώσεις, λόγω τών σωματικών καί ψυχικών παθών.

Τό συμπέρασμα είναι ότι μπορούμε νά ομιλούμε γιά πρόσωπα στόν Τριαδικό Θεό καί τόν άνθρωπο, κατά τρόπο θεολογικό, αλλά δέν μπορούμε νά χρησιμοποιούμε τήν φράση «κοινωνία προσώπων» ούτε γιά τόν Θεό, ούτε γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ούτε γιά τούς ανθρώπους. Νομίζω ότι αυτή η φράση «κοινωνία προσώπων» πρέπει νά αποβληθή από τό λεξιλόγιο τών θεολόγων καί τών θεολογούντων. [/fonts]