Λαζόποτλος, του Ευγένιου Αρανίτση από το Ε της Κ. Ελευθεροτυπίας

Started by ρωμηός, 17 December, 2007, 01:35:14 PM

Previous topic - Next topic

ρωμηός

ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Λαζόπουλος


Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Τα κρούσματα τηλεοπτικού εξευτελισμού προσώπων θα μπορούσαν, αρχικά, να δηλωθούν ως τέτοια μόνον εκ παραδρομής· στην ουσία, επιβεβαίωναν ότι οι μισότρελοι, οι καθυστερημένοι, τα ψώνια, οι γριούλες που χοροπήδαγαν στην πίστα στριγκλίζοντας κι οι παχουλές νοικοκυρές που διέπρεπαν στο στριπτίζ μάς εκπροσωπούσαν νομίμως. Οι ανθρώπινες καρικατούρες προσφέρονταν για επί μέρους ένοχες ταυτίσεις, δηλαδή υπέρ της συμφιλίωσης με την ιδέα ότι είμαστε καρικατούρες και οι ίδιοι, αντικοινωνικά στοιχεία που η κοινωνία επιτέλους υποδεχόταν, μετά βαΐων και κλάδων, στο θέατρο των τελετουργικών της.

Εκτοτε, ο εθισμός στην ασχήμια, στην ηλιθιότητα και στον χλευασμό, η καθημερινή συμμετοχή σε καλλιστεία ψυχικών και νοητικών μειονεκτημάτων προς άντλησιν διασκέδασης, πήρε την κατιούσα. Περισσότερο ρεαλιστική θα ήταν η παρατήρηση ότι προσέλαβε, εν μια νυκτί, χαρακτήρα πανδημίας και κυρίευσε, παροξυσμικά, όλες τις οθόνες. Θα \'θελα, σήμερα, να σας θυμίσω ότι η ταχύτητα αυτής της εκρηκτικής διάδοσης δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία ούτε ανεξήγητη, αλλά συμπίπτει με το ίδιο το μυστικό της τηλεόρασης, η οποία (σε αντίθεση μ\' αυτό που παλαιότερα αποκαλούσαμε «μόδα» και που εξακολουθούσε, χαλαρά έστω, να συνδέεται με τις συλλογικές μας ανάγκες) είναι εξ υποθέσεως και αποκλειστικά θεμελιωμένη στη μολυσματική επεκτατικότητα εικόνων.

Εξ ου και η μόλυνση πλήττει ακαριαία το τηλεοπτικό σύστημα απ\' άκρου εις άκρον: παρακολουθούμε κάτι που ισοδυναμεί με τον αυτόματο αντικατοπτρισμό της μιας οθόνης στην άλλη, δηλητηριασμένες εικόνες περνούν από το ένα κανάλι στο διπλανό, από τη μια εκπομπή στην επόμενη. Αυτό συντελείται μέσω απλής γειτνίασης, όπως η σήψη ή η γάγγραινα. Ακόμη πιο πρόσφορο είναι το μοντέλο της ίωσης, η εξάπλωση ενός ιικού πυρετού που η δυναμική του συναντάει παρθένο έδαφος και αποχαλινώνεται.

Εις επίρρωσιν του βασικού νόμου της επικοινωνίας, αυτή η αποχαλίνωση συνοδεύει την έλλειψη αντίστασης του «μηνύματος»: ο καλπασμός, η φρενίτιδα, καταγράφεται τη στιγμή που η κενότητα του περιεχομένου του «μηνύματος» γίνεται πανηγυρική και αναντίρρητη, οπότε το «μήνυμα» κινείται κεραυνοβόλα. Με δυο λόγια, ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των ωριαίων τηλεοπτικών αφιερωμάτων στη Ρούλα Βροχοπούλου, στην Μπεζαντάκου, στον Βας Βας, στην τραγουδίστρια με τις μπριζόλες και στους υπόλοιπους, η εν ριπή οφθαλμού εκπόρθηση της τηλεόρασης, σε εθνική κλίμακα, από το πνεύμα που μεταλαμπάδευσε το Je t\' aime, επιτρέπει να συμπεράνουμε, ξανά, με μιαν όντως πρωτοφανή επαγωγή, αυτό που γνωρίζαμε ανέκαθεν: ότι όπως συμβαίνει με τα CD ή τα μυθιστορήματα μιας χρήσεως, η ακροαματικότητα είναι ευθέως ανάλογη της μηδαμινότητας του ακροάματος και ότι, εάν διαβούμε κάποιο όριο, κάποιο κρίσιμο μεταίχμιο ή σημείο τήξης ώστε το περιεχόμενο να περιοριστεί στο απόλυτο μηδέν, διατρέχουμε τον κίνδυνο ενός επιδημικού αμόκ του τύπου της ισπανικής γρίπης.

Ετσι, οι νυχτερινές εκπομπές-σκουπίδια των περιφερειακών καναλιών της δεκαετίας του \'90, οι εκπομπές της κατηγορίας του Ερωτοδικείου, επανέρχονται με όρους αντίστροφους εκείνων στους οποίους όφειλαν τη γέννησή τους, δηλαδή με τη μέγιστη δυνατή επισημότητα και την τεχνική υποστήριξη των μεγάλων στούντιο, όπου η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την κυρία Λουκά ηλεκτροδοτεί επαγγελματικούς προβολείς τεράστιας ισχύος. Οι κακόμοιροι γραφικοί ήρωες που ανέδειξε το γκροτέσκ πλατό της Αννίτας Πάνια παρακάμπτουν τα ριάλιτι και εγκαθίστανται ομαλά στο κέντρο μιας λογικής καρναβαλίστικων σόου, με της οποίας το πρόσχημα εισβάλλουν έπειτα στη μεσημεριανή σκανδαλοθηρική ζώνη, αποικίζουν την πρωινή, και καταλήγουν πάλι στη βραδινή σαν το απόσταγμα των ειδήσεων της ημέρας. Για να μην πολυλογούμε, η έννοια της «αναμετάδοσης» κυριολεκτεί, αναφερόμενη κατευθείαν σε μια «μετάδοση» με την ιατρική σημασία.

Σ\' αυτή την καμπή, και για να κλείσει ο κύκλος, επιστρατεύεται ένα πρόσωπο υπεράνω υποψίας, ο Λάκης Λαζόπουλος, που δρα σαν μετασχηματιστής των ηθικών αντιστάσεων. Χάρη στην καλή του φήμη και στην κοινή αποδοχή της ποιότητας του κωμικού του ταλέντου, γίνεται ο ίδιος, κατά κάποιον τρόπο, ένας μηχανισμός ξεπλύματος των εικόνων της δυστυχίας, ένα αποενοχοποιητικό φίλτρο για όλες τις γελοιογραφούμενες αναπηρίες. Μέσω Λαζόπουλου -άθελά του ή όχι, δεν το εξετάζω- οι ετοιμόρροπες και συχνά συμπαθείς φυσιογνωμίες αυτής της θλιβερής παρέλασης των πνευματικών ναυαγίων, μπορούν ξαφνικά, μία προς μία, να διολισθαίνουν στα πιο εκλεκτικά υποτίθεται προγράμματα, αφού τα τελευταία, αναμεταδίδοντας αποσπάσματα απ\' το Αλ Τσαντίρι, αναμεταδίδουν συνάμα και τον προεκλογικό θούριο της Εφης Σαρρή ή θραύσματα του παραληρήματος του Ευαγγελόπουλου. Ανεξαρτήτως τηλεοπτικής στρατηγικής, αρκεί να παραμείνει ανοιχτό το κύκλωμα μετάγγισης μολυσμένου αίματος και η αρρώστια θα πολιορκήσει τα δελτία ειδήσεων.

Ωστόσο, αυτό έχει για τον Λαζόπουλο αιματηρό κόστος, και πρώτ\' απ\' όλα ένεκα του γεγονότος ότι τον επαινούν ασταμάτητα και εν χορώ οι κατίνες της μεσημεριανής ζώνης, πράγμα που δεν είναι και για να χαίρεσαι. Του κοστίζει επίσης, και κυρίως, με το ότι υποχρεώνεται να παραβιάζει τη συστατική συνθήκη της σάτιρας, η οποία, από κτίσεως κόσμου, έχει τάξει τον εαυτό της ειδικά σ\' αυτό: στο να προσβάλει ένα θέμα που είναι ή φαίνεται σοβαρό. Για παράδειγμα, στους Μήτσους, ηθογραφικές αποχρώσεις όπως εκείνες της μάνας ή του γύφτου, πρόσφεραν εξαιρετική ευρυχωρία για την ανάπτυξη της σάτιρας, διότι οι ρόλοι ήταν στο βάθος τραγικοί και συγκρουσιακοί, αποτελούσαν τα ιστορικά και συναισθηματικά ορόσημα ενός κόσμου που χάνεται κάτω απ\' το πελώριο κύμα των εχθρικών και συγκεχυμένων επαναπροσδιορισμών της ψυχής.

Εν ολίγοις, η σάτιρα εκείνη είχε κρίσιμο νόημα στον βαθμό που άγγιζε τη ζωτική αρτηρία της διχασμένης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, αυτή την ίδια αρτηρία απ\' όπου περνούσαν οι καλές προθέσεις και η δυσπιστία προς το μέλλον, ο μαρασμός των ελπίδων και τα απόβλητα της μνησίκακης ανοχής της γειτονιάς, η αφέλεια των γερόντων και η παρανοϊκή αγάπη που έδειχναν τα παιδιά στους γονείς. Ετσι η φλόγα της κριτικής αιχμαλώτιζε μιαν ύστατη αναλαμπή απ\' τις χαριτωμένες κωμωδίες παρεξηγήσεων της Φίνος, των οποίων οι ευαίσθητοι, λοξοί φωτισμοί ευνοούσαν την εγκάρδια εξοικείωση με τις αντιπαλότητες των χαρακτήρων που συγκατοικούσαν στην κοινότητα.

Τώρα, υποχρεωμένος να σατιρίζει αυτό που είναι αναφανδόν και από μόνο του γελοίο, ο Λαζόπουλος πέφτει στην άβυσσο μιας παράξενης ταυτολογίας, ενός άστοχου αναδιπλασιασμού, όπου το γελοίο τίθεται με το στανιό στη σκηνή προς επαναγελοιοποίησιν. Αν το χιούμορ αναδυόταν πάντοτε σαν διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο επίπεδα -τη σοβαρότητα και την υπονομευτική της αναπαράσταση- που έρχονταν σε επαφή προκαλώντας αυτόν τον σπινθήρα, αυτή την έκλαμψη, το στιγμιότυπο αυτό της αποφόρτισης των ανθρώπινων ελαττωμάτων, το κωμικό εκπίπτει πλέον σε μια γυμνή χειρονομία υπόδειξης, κυνικής φωτογράφησης εκείνου που δεν είναι ούτε αστείο ούτε τραγικό αλλά αξιοθρήνητο: το να σαρκάζεις κάτι που παρουσιάζεται ήδη και οφθαλμοφανέστατα με φόντο την καλύβα του Καραγκιόζη, το να επιχειρείς τη διακωμώδηση ενός μοτίβου όπως, ας πούμε, το ειδύλλιο της Βροχοπούλου με τον καημένο τον Αλβανό, είναι, αν μη τι άλλο, πλεονασμός: δεν μπορείς να γελοιοποιείς το γελοίο, θα \'ταν σαν να γδύνεις έναν γυμνό.

Το ότι ο Λαζόπουλος σατιρίζει τα τηλεοπτικά ήθη μοιάζει τόσο προφανές ώστε δεν το αμφισβητεί κανείς: η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κριτικάρει το εγγενές ήθος της τηλεόρασης, ποτέ δεν αγγίζει την ίδια την τηλεόραση σαν οργανωτική λειτουργία της κοινωνικής μας ταυτότητας, στην οποία χρωστάει εξάλλου την αίγλη του, αλλά μονίμως τα πρόσωπα. Βεβαίως, δεν απέμειναν και πολλά. Αυτό ο Λάκης το ξέρει και από κει αναβλύζει η μελαγχολία του, η κρυφή λύπη για κείνο το συγκινησιακό αίτημα της ηθοποιίας που λογοκρίνεται απ\' τους βάναυσους νόμους της ακροαματικότητας.


Πηγή: Ελευθεροτυπία, 16/12/2007