Ο θρίαμβος της κοινοτοπίας

Started by ρωμηός, 27 November, 2007, 03:45:14 PM

Previous topic - Next topic

ρωμηός

Quote from: stabozΠOΛITIΣMOΣ                     Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ        Hμερομηνία δημοσίευσης: 25-11-07

.                                                              Οψεις
.                                          Ο θρίαμβος της κοινοτοπίας
.                                         Του Roman McDonald The Guardian

Οπως οι ταξιτζήδες και οι τροχονόμοι, οι κριτικοί δεν χαίρουν γενικής εκτίμησης. Συχνά τους βλέπουν σαν παράσιτα, τύπους ανίκανους να δημιουργήσουν αλλά ικανούς να καταστρέψουν σταδιοδρομίες με τη δηλητηριώδη πένα τους. Παρ' όλ' αυτά, ο κριτικός έχει να παίξει έναν ζωτικής σημασίας πολιτιστικό ρόλο, ο οποίος βρίσκεται σε κίνδυνο.

Οταν το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο, το 1955, έγινε δεκτό με γιουχαΐσματα και το θέατρο άδειασε μετά την πρώτη πράξη. Οταν όμως δημοσιεύθηκαν ευνοϊκές κριτικές από τους κορυφαίους θεατρικούς κριτικούς Κένεθ Τάιναν και Χάρολντ Χόμπσον, όλοι άρχισαν να παίρνουν στα σοβαρά το έργο, το οποίο σήμερα θεωρείται το σημαντικότερο του 20ού αιώνα. «Δύσκολοι» καλλιτέχνες έγιναν αποδεκτοί από το κοινό χάρη στην ώθηση επιφανών κριτικών. Ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ το έκανε αυτό για τον Πόλοκ, ο Τζον Ράσκιν για τον Τέρνερ. Υπάρχουν όμως σήμερα κριτικοί με αρκετό κύρος ώστε να παίξουν αυτόν τον ρόλο;

Μήπως έχουμε γίνει όλοι κριτικοί σήμερα; Υπάρχει ένας τεράστιος εκδημοκρατισμός όσον αφορά την ανταπόκριση στις τέχνες. Εχει την καταγωγή του στην αντιαυταρχική δεκαετία του '60, αλλά η ιδέα ότι όλες οι γνώμες έχουν την ίδια αξία έχει πάρει μεγάλη διάδοση τα τελευταία χρόνια. Αν θέλεις να μάθεις αν είναι καλό ένα βιβλίο, μπορείς να κοιτάξεις τα σχόλια αναγνωστών στην ιστοσελίδα της Amazon ή στα αναρίθμητα «μπλογκ» που αφιερώνονται σε όλων των ειδών τα πολιτιστικά προϊόντα.

Από την άλλη μεριά, η ακαδημαϊκή μελέτη των τεχνών έχει γίνει πολύ εξειδικευμένη και ερμητική. Οι μελετητές αρκούνται να μιλούν μεταξύ τους σε τεχνική διάλεκτο και να δημοσιεύουν σε μικρής κυκλοφορίας περιοδικά. Η λαϊκή διεύρυνση της κριτικής και η ακαδημαϊκή της συρρίκνωση μπορεί να φαίνονται αντίθετα φαινόμενα, όμως είναι συμπτώματα της ίδιας παραδοχής: ότι η καλλιτεχνική αξία είναι απλώς θέμα προσωπικού γούστου. Ο κριτικός ως δάσκαλος, ως αντικειμενικός κριτής και ειδικός, έχει υποχωρήσει μπροστά στον κριτικό που μοιράζεται προσωπικές αντιδράσεις και υποκειμενικούς ενθουσιασμούς.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι προτιμούν να ακούσουν τη γνώμη κάποιου που ξέρουν, κάποιου με παρόμοια γούστα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το κοινό στηρίζεται σε ένα σύστημα που επιβεβαιώνει και καθησυχάζει τις προκαταλήψεις του αντί να τις αμφισβητεί. Ενας ικανός κριτικός μπορεί να δώσει σε ένα ασυνήθιστο έργο μια δεύτερη ευκαιρία, να αναδείξει όσα δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Από αυτή την άποψη, οι κριτικοί μπορούν να γίνουν προάγγελοι του καινούργιου.

Η πεποίθηση ότι το καλλιεργημένο γούστο είναι μια ελιτίστικη απάτη, ότι όλες οι γνώμες αξίζουν το ίδιο, μπορεί να φαίνεται πολύ δημοκρατική. Ωστόσο, ο θάνατος του κριτικού θα είναι εξαιρετικά λυπηρό γεγονός. Αν ακούμε μόνο εκείνους που ήδη μοιράζονται τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μας, η υποτιθέμενη κριτική δημοκρατία θα οδηγήσει σε επικίνδυνη άμβλυνση του γούστου και σε συντηρητισμό. Η έλλειψη κριτικών κύρους θα υπηρετήσει τελικά την πολιτιστική κοινοτοπία και ομοιομορφία.

ρωμηός

Quote from: stabozΠOΛITIΣMOΣ                     Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ        Hμερομηνία δημοσίευσης: 25-11-07

.                                                           Επισημανσεις
.                                      Τα 100 πράγματα που πρέπει να κάνεις
.                                          Του Charlie Brooker      The Guardian

Ω, Θεέ μου! Να τα πάλι. Εκεί που νομίζαμε πως έχουν τελειώσει. Λίστες με τα «Πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν πεθάνεις». Εκατό ταινίες που πρέπει να έχεις δει πριν πεθάνεις, 200 συνταγές που πρέπει να μαγειρέψεις πριν πεθάνεις, 908 σετ επίπλων που πρέπει να συναρμολογήσεις πριν πεθάνεις, και ούτω καθεξής.

Η εφημερίδα μας, η «Γκάρντιαν», δημοσίευσε πρόσφατα μια λίστα με τα «1.000 άλμπουμ που πρέπει ν' ακούσεις πριν πεθάνεις». Αφότου καθιερώθηκε το cd, το μέσο άλμπουμ διαρκεί γύρω στη μία ώρα. Να λοιπόν 1.000 ώρες από τη ζωή μου που κάποιοι με διατάσσουν να απαρνηθώ, έτσι στα καλά καθούμενα. Τουλάχιστον θα αφιερωθούν στη μουσική, που μ' αρέσει. Επιπλέον, τα περισσότερα θα τα κατεβάσω από το Ιντερνετ κι έτσι δεν θα ξεπαραδιαστώ. Αλλά 1.000 ώρες; Ισοδυναμούν με 42 ολόκληρες μέρες. Αν υπολογίσουμε και τον ύπνο, πλησιάζουν τους τρεις μήνες. Δεν είναι λίστα αυτή, είναι διδακτορικό.

Οι χειρότερες λίστες του είδους είναι εκείνες που απευθύνονται σε μεσοαστούς που αγαπούν τα ταξίδια. Αυτές είναι εξοργιστικές για πολλούς λόγους. Πρώτον, οι συντάκτες τους τις χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για να δείξουν πόσο καλλιεργημένοι και πολυταξιδεμένοι είναι. «Νο 23: Να φάτε καυτερά μαλαισιανά σουβλάκια στον δρόμο ενώ θα αγναντεύετε το ηλιοβασίλεμα στη νήσο Τιόμαν παρέα με τους ταλαντούχους συγγραφείς φίλους σας». Ποιον προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, οι γελοίοι αλαζόνες; Κομπάζουν μπροστά σ' ένα αόρατο κοινό, υποδηλώνοντας πόσο υπέροχοι και προνομιούχοι είναι. Πιθανότατα κάνουν μια τελευταία προσπάθεια να καταπολεμήσουν τη δική τους αίσθηση ασημαντότητας. Τι έκανες, λέει; Κολύμπησες μαζί με δελφίνια; Ανέβηκες με τα πόδια στο Μάτσου Πίτσου; Δοκίμασες κοκτέιλ σε καζίνο του Λας Βέγκας; Ουάου! Ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας. Τώρα σκάσε και παράτα μας.

Το πρόβλημα είναι ότι, παρ' όλα τα στραβά τους, οι λίστες αυτές λειτουργούν. Είναι δύσκολο να μη σε αγκιστρώσουν. Υπάρχει τόση κακογουστιά γύρω μας, τόση μπαναλαρία που περνιέται για «λαϊφστάιλ», που όλοι ποθούμε απεγνωσμένα να αγγίξουμε κάτι πραγματικά, αυθεντικά καλό. Αυτό είναι που υπόσχονται οι λίστες: έναν οδηγό για πράγματα που αξίζουν τον κόπο. Στην πράξη, όμως, όλες τους κάνουν τον αναγνώστη να αισθάνεται ανεπαρκής. Οσο κυνικός και αποστασιοποιημένος κι αν νομίζεις πως είσαι, δεν μπορείς παρά να νιώσεις ένα κέντρισμα ντροπής που δεν έχεις πάει ποτέ στη Βενετία, ακόμα κι αν αυτός που κάνει τη σχετική περιγραφή είναι ένας κόπανος με περικεφαλαία.

Αποτέλεσμα είναι να σου δημιουργείται ένα μόνιμο συναίσθημα ενοχής. Αυτή τη στιγμή, αισθάνομαι ένοχος που δεν έχω δει την περίφημη τηλεοπτική σειρά The Sopranos πέρα από τη δεύτερη σεζόν. Είδα τα πρώτα επεισόδια, έχασα τη συνέχεια και έκτοτε δεν την παρακολούθησα. Την περασμένη εβδομάδα, κατά διαβολική σύμπτωση, μια διαφημιστική εταιρεία που προωθεί το σετ dvd της σειράς, μου έστειλε την κασετίνα με όλα τα επεισόδια. Τώρα στέκονται σ' ένα ράφι κάνοντάς με να αισθάνομαι άσχημα που δεν τα έχω δει ακόμα. Τι να κάνω όμως; Πόσες ώρες πρέπει να αφιερώσω για να εκπληρώσω αυτό το καθήκον; Και τι θα γίνει με τα βιβλία που δεν έχω διαβάσει, τα φαγητά που δεν έχω δοκιμάσει, τις χώρες που δεν έχω επισκεφθεί; Πού θα βρω χρόνο για να τα προλάβω όλα; Μετά βίας καταφέρνω να τα βγάζω πέρα με τις στοιχειώδεις καθημερινές μου δουλειές, και τώρα οι Αρχοντες της Ενοχής με φορτώνουν με έξτρα υποχρεώσεις.

Επιπλέον, όσο περισσότερα σου λένε για το πόσο υπέροχο είναι κάτι, τόσο πιο απογοητευτική αποδεικνύεται η πραγματικότητα, κυρίως εξαιτίας της τυμπανοκρουσίας που προηγήθηκε. Ας πάρουμε το Γκραν Κάνιον. Επισκέφθηκα το Γκραν Κάνιον στα 25 μου. Στεκόμουν σε μιαν άκρη πάνω από το φοβερό φαράγγι και περίμενα να εκστασιαστώ. Το μόνο που ένιωσα ήταν ενοχή. Είχα ακούσει ότι σου κόβει την ανάσα• ότι είναι μια εμπειρία που σφραγίζει τη ζωή σου. Στο μυαλό μου, όμως, βρίσκονταν αυτές οι περιγραφές και όχι το ίδιο το φαράγγι καθώς το κοίταζα. «Αντε βρε ηλίθιε, βρε ρηχέ άνθρωπε» έλεγα μέσα μου. «Υποτίθεται ότι κάτι πρέπει να νιώσεις εδώ, τι έχεις πάθει;». Υστερα γύρισα στο αυτοκίνητο, έφαγα τσιπς κι έπαιξα με το αιρ-κοντίσιον, νιώθοντας μέσα μου το απόλυτο κενό.

Πείτε με ρηχό, αλλά έχω κάνει πολύ πιο συγκλονιστικά ταξίδια μέσα στο σπίτι μου.