News:

Η Συνευωχία ξανά στο Διαδίκτυο

Main Menu

Νεοβαρλααμισμός...

Started by Ἰωάννης, 05 October, 2010, 11:54:55 AM

Previous topic - Next topic

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=4]                                        
                                                   Το «βασίλειο ιεράτευμα» και η ιερωσύνη.
 
                             Απάντηση στον κ. Πέτρο Βασιλειάδη και τον π. Βασίλειο Θερμό
                               Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου   [/fonts][/fontf]

                                                 

[font face=Times New Romanl][font size=3]Πρόσφατα διάβασα δύο κείμενα του καθηγητού κ. Πέτρου Βασιλειάδη με τίτλους «Η ορθόδοξη κατανόηση της λατρείας της Εκκλησίας και των Χριστιανικών Μυστηρίων» και «Ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας· η \"Ιερωσύνη\" των πιστών και η εξ αυτής απορρέουσα ιεραποστολική ευθύνη», καθώς επίσης και το κείμενο του π. Βασιλείου Θερμού με τίτλο «Συνέχεια του διαλόγου για την μετάφραση στην λατρεία».

Δυστυχώς, όμως, τα συνοδικά και επισκοπικά μου καθήκοντα και άλλες υποχρεώσεις δεν μου επέτρεψαν να ασχοληθώ με τα θέματα που θίγονται σε αυτά σε ένα άμεσο και σύντομο χρονικό διάστημα... Και τώρα που το κάνω θα θίξω μερικά βασικά ζητήματα, χωρίς να εισέλθω σε λεπτομέρειες, σε μικρότητες και μικροψυχίες.

Κατά καιρούς γράφονται διάφορα για τα κείμενά μου, αλλά δεν μπορώ να απαντώ σε όλα είτε επειδή ελλείπει ο χρόνος είτε επειδή δεν ασκείται σοβαρή κριτική. Εδώ όμως το θέμα νομίζω ότι είναι σοβαρό, αφού αναφέρεται στην πεμπτουσία της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής.

Διευκρινιστικά θα ήθελα να πω ότι με τον κ. Πέτρο Βασιλειάδη ήμασταν σχεδόν «συνταξιδιώτες» (ένα χρόνο διαφορά), παρακολουθούσαμε κοινά μαθήματα και είχαμε τους ίδιους καθηγητές, απλώς, εγώ ενθουσιάσθηκα από την πατερική θεολογία και κυρίως την θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, – όπως την ανέλυε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου και όλη η «σχολή» που εκείνος δημιούργησε και συνέχισε αργότερα ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης– ενώ εκείνος ενδιέτριψε στην Καινή Διαθήκη και ακολουθούσε περισσότερο τις απόψεις που εξέφραζε ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης.

Επομένως, οι απόψεις του κ. Πέτρου Βασιλειάδη ήταν γνωστές σε μένα, αλλά δεν περίμενα ύστερα από τόσες θεολογικές μελέτες από ορθοδόξου πλευράς, που διατυπώθηκαν και με διατριβές στις Θεολογικές Σχολές των δύο Πανεπιστημίων, να υποστηρίζωνται οι ίδιες απόψεις. Και αυτό λέγεται γιατί στο παρελθόν, όπως έχει υποστηριχθή από πολλούς, εμείς οι ορθόδοξοι προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τους «καθολικούς» αντλούσαμε επιχειρήματα από τους προτεστάντες, και προκειμένου να αντικρούσουμε τις απόψεις των προτεσταντών αντλούσαμε επιχειρήματα από τους «καθολικούς».

Τελικά, διαπιστώθηκε ότι και για τις δύο κατευθύνσεις έχουμε δικά μας επιχειρήματα τα οποία αντλούμε από την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας μας που είναι η «ιστορική Εκκλησία» χωρίς διαλείμματα και ιστορικά κενά. Επίσης, με τον π. Βασίλειο Θερμό συζητήσαμε στο παρελθόν, ανταλλάξαμε επιστολές και μετέπειτα παρακολουθώ τα κείμενά του, τα οποία μου δημιουργούν έντονο προβληματισμό για πολλούς λόγους, που δεν είναι ο κατάλληλος χώρος και χρόνος να εκθέσω.

Ως προς τον τρόπο, παρατηρώ ότι ο μεν κ. Πέτρος Βασιλειάδης έγραψε κατά το μάλλον ή ήττον με ευπρέπεια, αν και ως προς το πρόσωπό μου ήταν υποκειμενικός και αποσπασματικός, ο δε π. Βασίλειος Θερμός, λαμβάνοντας αφορμή από τον πρώτο, έγραψε με οξύτερο ή απρεπή τρόπο, αγνοώντας ότι ως Κληρικός είναι αδύνατον να υπονομεύω την θεολογία των Μυστηρίων της Εκκλησίας και την ομολογία της ορθοδόξου πίστεως, την οποία εξέφρασα σε πολλά κείμενα.

Κάποιος μου είπε ότι η κρίση κρίνει το κρίναντα, και έχει δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, μου αρκεί η γνώμη των συγχρόνων θεουμένων και εξαγιασμένων ανθρώπων για τα κείμενά μου. Ας επιτραπή και μία επί πλέον εισαγωγική παρατήρηση. Καλόν θα είναι, όταν θέλουμε να ασκήσουμε κριτική, να εκφράζουμε τις απόψεις μας, που εξάγονται από την εκκλησιαστική παράδοση και την εμπειρία των Αγίων, με αγάπη, με σεβασμό και με ευπρέπεια, χωρίς να αναφέρουμε ονόματα και χωρίς να κρίνουμε άπρεπα και υποκειμενικά το έργο άλλων Κληρικών και θεολόγων. Αυτό έπραξα στα δύο προηγούμενα κείμενά μου για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων.

Οι προσωπικές επιθέσεις και οι ειρωνείες δείχνουν εμπάθεια, πράγμα το οποίο φανερώνει ότι δεν εξασκείται σοβαρή επιστημονική εργασία, αλλά και ούτε δηλώνει εκκλησιαστικό ήθος. Άλλωστε, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το «βασίλειον ιεράτευμα» –ερμηνεία του οποίου θα αποδοθή πιο κάτω– πρέπει να δείχνουμε ότι ανήκουμε εν τη πράξει σε αυτό.

Ύστερα από αυτά τα απαραίτητα διευκρινιστικά θα επικεντρώσω την σκέψη μου σε μερικά ενδεικτικά σημεία, τα οποία κατά την γνώμη μου είναι τα σοβαρότερα. [/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
1. Η Αγία Γραφή και η Παράδοση

Είναι γνωστόν ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του ασάρκου Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη και του σεσαρκωμένου Λόγου στην Καινή Διαθήκη, κυρίως η πλήρης αποκάλυψη την Πεντηκοστή, είναι η πηγή της πίστεώς μας. Ο αδελφόθεος Ιούδας το λέγει αυτό σαφέστατα: «αγαπητοί, πάσαν σπουδήν ποιούμενος γράφειν υμίν περί της κοινής σωτηρίας, ανάγκην έσχον γράψαι υμίν παρακαλών επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδ. α, 3). Η αποκάλυψη του Θεού και των θείων δόθηκε από τον Τριαδικό Θεό «άπαξ» στους Αγίους την ημέρα της Πεντηκοστής, σε αυτούς που έχουν φθάσει σε ένα πνευματικό επίπεδο ζωής, προκειμένου να δεχθούν την αποκαλυπτική αλήθεια. Αυτοί που δέχθηκαν την αποκάλυψη «πολυμερώς και πολυτρόπως» (Εβρ. α, 1) είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι δια μέσου των αιώνων.

Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας ομολογούμε: «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν· ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών... ».

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπογραμμίζει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών: «τι γε άλλο ή ότι τούτο τελειότης εστι σωτήριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι\' ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτού».

Επομένως, η ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν μπορεί να γίνη ανεξάρτητα από την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, από την ίδια την ζώσα Παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τα χωρία της Αγίας Γραφής χρησιμοποιούμε την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Προτεστάντες κάνουν «αυτόνομη» και «επιστημονική» ερμηνεία της Αγίας Γραφής, υποτιμούν τους Πατέρες της Εκκλησίας, διότι θεωρούν ότι οι Πατέρες είναι τα σύννεφα τα οποία κάλυψαν τον ήλιο, που λέγεται Χριστός, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω, γι\' αυτό και αστοχούν.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω τα σημαντικά κείμενα του μακαριστού π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση. Σε αυτά παρατηρείται η σαφέστατη σχέση μεταξύ Εκκλησίας, Αγίας Γραφής και Παραδόσεως, που λειτουργεί μέσα στην Εκκλησία.

Το Πνεύμα το Άγιον στην Εκκλησία γράφει δια των Προφητών και Αποστόλων την Αγία Γραφή και το ίδιο το Άγιον Πνεύμα στην Εκκλησία ερμηνεύει δια των Πατέρων την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα αυτοτελές και αυτόνομο βιβλίο, αλλά ερμηνεύεται μέσα στην Εκκλησία. Θα παρατεθή ένα απόσπασμα:

«Εάν διακηρύξωμεν ότι η Γραφή είναι αυτάρκης, απλώς την εκθέτομεν εις υποκειμενικήν, αυθαίρετον ερμηνείαν, και έτσι την αποκόπτομεν από την ιεράν πηγήν της. Η Γραφή μας δίδεται εις την Παράδοσιν. Είναι το ζωτικόν επίκεντρον της αποκρυσταλλώσεως. Η Εκκλησία, ως το Σώμα του Χριστού, προηγείται μυστικώς και είναι πληρεστέρα της Γραφής. Αυτό δεν περιορίζει την Γραφήν ούτε ρίπτει σκιαν επ\' αυτής. Αλλ\' η αλήθεια μας αποκαλύπτεται όχι μόνον ιστορικώς. Ο Χριστός ενεφανίσθη και συνεχίζει να εμφανίζεται ενώπιόν μας όχι μόνον εις την Γραφήν, αλλ\' αποκαλύπτεται αμεταβλήτως και αδιακόπως εις την Εκκλησίαν, εις το ιδικόν του Σώμα. Κατά τους χρόνους των πρώτων Χριστιανών τα Ευαγγέλια δεν είχον ακόμη γραφή και δεν ημπορούσαν να είναι η μόνη πηγή γνώσεως. Η Εκκλησία ενεργούσε συμφώνως προς το πνεύμα του Ευαγγελίου και, το σπουδαιότερον, το Ευαγγέλιον εγεννήθη εντός της Εκκλησίας, εντός της θείας Ευχαριστίας. Εις τον Χριστόν της Ευχαριστίας οι Χριστιανοί εγνώρισαν τον Χριστόν των Ευαγγελίων και κατ\' αυτόν τον τρόπο η εικών του κατέστη ζώσα δι\' αυτούς».

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθή και το σοβαρό κείμενο του μακαριστού π. Ιωάννη Ρωμανίδη με τίτλο «Κριτικός έλεγχος των εφαρμογών της Θεολογίας», στο οποίο αναλύεται η άποψη ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος Θεού, αλλά είναι λόγος περί του Λόγου του Θεού. Η ταύτιση της Αποκαλύψεως με την Αγία Γραφή συνιστά σοβαρότατο, θεολογικό σφάλμα που παραπέμπει στην προτεσταντική παράδοση.

Έτσι, η προσπάθεια μερικών να επιστρέψουν στην λεγόμενη παράδοση της Βίβλου, την λεγομένη βιβλική θεολογία, αγνοώντας κυριολεκτικά όλη την μετέπειτα εκκλησιαστική παράδοση, όζει προτεσταντισμού και τελικά φονταμενταλισμού.
Αυτό στην πραγματικότητα εκφράζει το «πνεύμα» του φονταμενταλισμού, που συνδέεται με τις προτεσταντικές ομάδες που απέρριψαν την πατερική παράδοση και αυτό παρατηρείται στον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό.

Έχοντες υπ\' όψη τα ανωτέρω, δεν μπορούμε από ορθοδόξου πλευράς να αποδεχθούμε την διάκριση μεταξύ βιβλικής θεολογίας, λατρευτικής θεολογίας και πατερικής θεολογίας, ούτε μπορούμε να υιοθετήσουμε την άποψη περί ιωαννείου, παυλείου, καππαδοκικής, παλαμικής κλπ. θεολογίας.

Μπορεί, βεβαίως, κανείς να μελετά έναν συγκεκριμένο Απόστολο και Πατέρα της Εκκλησίας, αλλά ποτέ δεν πρέπει να υπονοή ότι αυτός έχει μια άλλη διαφορετική θεολογία από τους άλλους Αποστόλους και Πατέρες. Μια ενδεχόμενη διαφορά είναι όχι στην θεολογία που είναι η αποκαλυπτική γνώση, αλλά στην έκφρασή της, η οποία γίνεται ανάλογα με την παιδεία και τα χαρίσματα κάθε Αποστόλου και Πατρός, και ανάλογα με τα θέματα που είχε να αντιμετωπίση στην εποχή του.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντική η προσφορά του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, που στηρίζεται στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, για την διάκριση μεταξύ ακτίστων ρημάτων με τα οποία βιώνεται η αποκάλυψη (βλ. Β Κορ. ιβ, 4) και κτιστών ρημάτων, νοημάτων και εικονισμάτων με τα οποία μεταφέρεται αυτή η άκτιστη πραγματικότητα σε κάθε εποχή για να απαντήση στα προβλήματα που αναφύονται ειδικά από την φιλοσοφία.

[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
2. «Ιεράτευμα άγιον», «βασίλειον ιεράτευμα», «βασιλεία του Θεού»

Ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης στο δεύτερο από τα άρθρα του, που ανέφερα πιο πάνω, κάνει λόγο για το ότι η ιερωσύνη στην Παλαιά Διαθήκη «εκτελούσε λειτουργήματα όμοια με εκείνα του ειδωλολατρικού κόσμου, αν και ο ρόλος του ιερατείου πραγματωνόταν με διαφόρους τρόπους»· ότι «στον εκτός της Βίβλου ειδωλολατρικό κόσμο, οι ιερείς αποτελούσαν (όπως ακριβώς σε κάθε θρησκευτικό σύστημα κατά την αρχαιότητα) τους ενδιάμεσους μεσίτες μεταξύ θεών και ανθρώπων»· ότι ο Χριστός κατήργησε την ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και έτσι τώρα «η ιερωσύνη ανήκει κατ' αρχάς στον Χριστό, που είναι ο αρχιερέας, και δευτερευόντως σε όλους τους βαπτισμένους πιστούς, στο βασίλειον ιεράτευμα»· ότι «πολλοί υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο της λειτουργικής πρακτικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η ιερωσύνη πέρασε τυπικά στο χειροτονημένο ιερατείο, ιδιαίτερα τους επισκόπους και ιερείς, και έτσι σταδιακά άρχισε να δίνεται η εντύπωση (μερικές μάλιστα φορές και αφελώς να υποστηρίζεται), ότι η ιερωσύνη του Χριστού προσωποποιείται αποκλειστικά στον επίσκοπο και μέσω αυτού στους ιερείς»· ότι «η λειτουργία των χειροτονημένων τάξεων (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, κλπ.) είναι αναγκαία για τη διατήρηση της τάξεως... Είναι αυτονόητο ότι χάριν της τάξεως, είναι απολύτως φυσικό και αναγκαίο κάποιος να προεξάρχει... Το να προΐσταται, όμως, κάποιος της λειτουργίας δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ασκεί ιερατικό λειτούργημα» κ. ο. κ.

Μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να φαίνεται σαγηνευτική, αλλά δημιουργεί μια σύγχυση στα χαρίσματα και δεν στηρίζεται στην όλη εκκλησιαστική παράδοση.

Στην Αγία Γραφή υπάρχουν μερικά χωρία που κάνουν λόγο για «ιεράτευμα άγιον», για «βασίλειον ιεράτευμα», για το ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του μας έκανε «ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού», ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι «βασιλείς και ιερείς». Όμως, αυτά τα χωρία πρέπει να ερμηνευθούν ορθόδοξα μέσα από τις πατερικές, ερμηνευτικές αναλύσεις και όχι με αυθαίρετο τρόπο, όπως κάνουν οι Προτεστάντες, οι οποίοι δεν δέχονται την Παράδοση της Εκκλησίας ως ισόκυρη με την Αγία Γραφή. Γι\' αυτό στην συνέχεια θα παραθέσω την πατερική ερμηνεία στα συγκεκριμένα αυτά χωρία και στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο θα κάνω λόγο για την πνευματική και την μυστηριακή ιερωσύνη.

Ο Απόστολος Πέτρος στην Καθολική του επιστολή γράφει: «και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ δια Ιησού Χριστού» (Α Πέτρ. β, 5). Σαφέστατα εδώ το «ιεράτευμα άγιον» αναφέρεται στον πνευματικό οίκο που έχει οικοδομηθή από ζώντες λίθους, μέσα στον οποίο αναφέρονται πνευματικές θυσίες, και όχι απλώς στην θεία Λειτουργία που τελείται στους Ιερούς Ναούς. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία την οποία δίνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο τι είναι το άγιον ιεράτευμα και πώς νοείται η θυσία την οποία προσφέρει:

 «Και πάνω εις όλα, θυσία των χριστιανών η ευάρεστος τω Θεώ είναι, το να θυσιάζουν και να αφιερώνουν όλας τας επιθυμίας της ψυχής, και του σώματός των εις τον Θεόν, απεχόμενοι από κάθε πάθος, και ακαθαρσίαν. Περί ης γράφει και παρακαλεί τους χριστιανούς ο μακάριος Παύλος λέγων: \"Παρακαλώ υμάς αδελφοί δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ την λογικήν λατρείαν υμών\". (Ρωμ. ιβ . 1) και τρόπον τινα κάθε χριστιανός όλος ψυχή και σώματι, είναι ο ναός του Θεού, και ο μεν έσω άνθρωπος, είναι το βήμα του ναού, η δε καρδία, είναι η αγία Τράπεζα. ο δε νους, είναι ο Ιερεύς, η δε προαίρεσις, και επιθυμία του ανθρώπου, είναι η θυσία, και ολοκαύτωσις, την οποίαν προσφέρει ο νους εις τον Θεόν επάνω της καρδίας. καθώς έτζι παρωμοίασε τον Χρυσορρήμονα, Ιωάννης ο Ευχαΐτων εν τινι τροπαρίω του προς αυτόν Κανόνος».

Παραπέμπει δε σε απάντηση που έδωσε ο αββάς Βαρσανούφιος σε διάκονο που τον ερώτησε για τα Μυστήρια που γίνονται εσωτερικά στην ψυχή του ανθρώπου. Ομιλεί για την εσωτερική λειτουργία της καρδίας, όταν «κραυγάζει αδιαλείπτως ο νους εν τω ναώ του έσω ανθρώπου τον επινίκιον ύμνον της μεγαλοπρεπούς δόξης του Θεού ημών...» και για την «ευπρέπειαν του αθανάτου αμνού», που βλέπει εντός του, και για την κοινωνία αυτού του σώματος και του αίματος. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εσωτερική στην καρδιά ιερή Λειτουργία που γίνεται παράλληλα με την λογική λατρεία στον κτιστό Ναό.

Τα περί αγίου ιερατεύματος τα εξηγεί ο Απόστολος Πέτρος σε ένα αμέσως επόμενο χωρίο, όταν κάνη λόγο για το βασίλειο ιεράτευμα: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως» (Α Πέ τρ. β\', 9).

Στο χωρίο αυτό το «βασίλειον ιεράτευμα» –βασιλικό και ιερατικό χάρισμα– που συνδέεται με το «γένος εκλεκτόν, έθνος άγιον» αναφέρεται στην εν Χριστώ ζωή, της οποίας μετέχουν όλοι οι Χριστιανοί και στις δυνατότητες τις οποίες έχουν να περάσουν από το σκότος «εις το θαυμαστόν αυτού φως».

Ο Απόστολος Πέτρος, που συμμετείχε στο όρος Θαβώρ και είδε την δόξα του Θεού ως Φως, χρησιμοποιεί την λέξη φως, όχι με την ηθική και συμβολική έννοια, αλλά με την καθαρώς θεολογική έννοια, ως όραση και μέθεξη του ακτίστου Φωτός. Αυτό φαίνεται από το περιεχόμενο και των δύο αυτών επιστολών, αν διαβασθούν προσεκτικά.

Ασφαλώς πρόκειται για την πνευματική ζωή όλων των Χριστιανών, Κληρικών και λαϊκών. Οπότε, ο όρος «βασίλειον ιεράτευμα» αναφέρεται όχι απλώς στους βαπτισθέντες, αλλά σε αυτούς που είναι «βεβαπτισμένοι» και «βεβαιόπιστοι», όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, και μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού.

Επίσης, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή είναι βασιλείς και ιερείς: «Εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε, 10)

Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά το χωρίο αυτό μέσα σε όλη την συνάφειά του, θα διαπιστώση ότι πρόκειται για ύμνο που εψάλη στην ουράνια θεία Λειτουργία που είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, η οποία γινόταν ενώπιον του καθημένου επί του Θρόνου και ενώπιον του Αρνίου, το οποίο στεκόταν «ως εσφαγμένον» «εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων». Σε μια στιγμή αυτής της ουράνιας Λειτουργίας οι είκοσι τέσσερεις Πρεσβύτεροι «έπεσαν ενώπιον του αρνίου», έχοντας καθένας από αυτούς κιθάρα και χρυσές φιάλες γεμάτες από θυμιάματα που ήταν οι προσευχές των Αγίων και έψαλαν «ωδήν καινήν, λέγοντες· άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε, 9-10).

Φαίνεται καθαρότατα ότι η φράση που αναφέρεται στους αγίους ως βασιλείς και ιερείς είναι εσχατολογική, προσδιορίζει δηλαδή την ουράνια θεία Λειτουργία, η οποία όμως βιώνεται ως εν αρραβώνι και από την ζωή αυτή από εκείνους που έχουν φθάσει στην πνευματική κατάσταση της θεώσεως. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια στατική και τυπική κατάσταση που συνδέεται μόνον με την χάρη του Βαπτίσματος –αφού θα υπάρξουν βαπτισμένοι που δεν θα σωθούν– αλλά για την όλη πορεία του ανθρώπου προς την θέωση, με την τήρηση των εντολών του Χριστού και την μετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας με τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές προϋποθέσεις.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και το άλλο αποκαλυπτικό χωρίο, που συνδέει τους Ιερείς με την βίωση της πρώτης αναστάσεως: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη· επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ\' έσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ\' αυτού χίλια έτη» (Απ. κ, 6).

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αρέθας Καισαρείας, εξηγώντας για το τι σημαίνει «ιερείς και βασιλείς», αναφέρεται στην νίκη εναντίον των παθών και την πνευματική θυσία που γίνεται από αυτούς που αγωνίζονται τον καλό αγώνα της πίστεως. Γράφει συγκεκριμένα: «Τούτο και επ\' εντεύθεν ήδη κατά το γράμμα λαμβάνουσι τέλος, καθ\' ότι και βασιλείς και ιερείς οι θεράποντες Θεού και πιστοί διατελούσιν. Έστι δε νοήσαι και θεωρητικώτερον, βασιλείς μεν, τους κατά των παθών της νίκης τον βασίλειον στέφανον αναδησαμένους· ιερείς δε, τους θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, εαυτούς κατηρτικότας. Κατά την εκδοχήν ταύτην, και ο την γην, την τοις πραέσιν υπό του Κυρίου επηγγελμένην κατακληρονομείσθαι, στοιχών, ου τοις αστόχοις προσλογισθείη. Και βασιλεύσομεν επί της γης. Το, και βασιλεύσομεν επί της γης, κατά μεν το πρόχειρον και θεωρητόν τοις πολλοίς, την κατά νόμον αινίττεται πολιτείαν, εισαγωγικωτέραν ούσαν και στοιχειώδη του κατά Χριστόν τελεωτάτου πολιτεύματος, παρ\' όσον ουδέν ετελείωσεν ο νόμος· κατά δε το όντως ον, την κατά το μέλλον μακαρίαν βιοτήν, αιωνίαν τε ούσαν και ακατάλυτον».

Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο Άνθιμος Ιεροσολύμων. Γράφει: «Αλλά μην και βασιλείς ημάς κατέστησας και ιερείς, τουτέστι δύναμιν δέδωκας ημίν κυριεύειν των παθών εν τω παρόντι αιώνι, εν δε τω μέλλοντι κληρονομείν την αιώνιον βασιλείαν. Ιερείς δε, ίνα θυσίαν ευπρόσδεκτον τα σώματα προσάγωμεν τω Θεώ δια της σωφροσύνης και εγκρατείας».

Επομένως, στα βασικά αυτά χωρία της Αγίας Γραφής το «βασίλειον ιεράτευμα» και το «άγιον ιεράτευμα» αναφέρονται στην πνευματική ζωή που είναι πορεία αναγεννήσεως του ανθρώπου και βιώσεως της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Δεν πρόκειται για μια στατική κατάσταση, ούτε για μια εκκοσμικευμένη κοινότητα, αλλά για βίωση της Χάριτος της Βασιλείας του Θεού. Άλλωστε ο όρος «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέει και το βασιλικό και το ιερατικό χάρισμα και είναι μέθεξη από τον άνθρωπο της Βασιλείας του Θεού. Για την κατανόηση του χαρίσματος του «βασιλείου ιερατεύματος» απαιτείται ορθόδοξος προσδιορισμός του όρου «Βασιλεία του Θεού».

Στην Καινή Διαθήκη γίνεται ευρύτατος λόγος για την Βασιλεία του Θεού. Ήδη ο Χριστός κήρυττε: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ, 17). Πρόκειται για την έλευση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος στον κόσμο και την μέθεξη της ακτίστου δόξης της θεότητός Του από τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται με την κοινωνία του με την άκτιστη δόξα του Χριστού.

Ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» (Μαρκ. θ, 1). Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αυτό αναφέρεται στην όραση του ακτίστου Φωτός που έγινε στο όρος Θαβώρ την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Χριστού.

Συγκεκριμένα, μιλώντας ο Χριστός για την Βασιλεία του Θεού «δόξαν του Πατρός και βασιλείαν εαυτού καλών το φως της οικείας μεταμορφώσεως». «Πανταχού εστιν ο του παντός βασιλεύς και πανταχού εστιν η βασιλεία αυτού, ώστε το έρχεσθαι την αυτού βασιλείαν ου το άλλοθεν αλλαχόσε παραγίνεσθαι δηλοί, αλλά το φανερούσθαι ταύτην τη δυνάμει του θείου Πνεύματος». Και αυτή η δύναμη της βασιλείας «ουχ απλώς τοις τυχούσιν εγγίνεται, αλλά τοις εστηκόσι μετά του Κυρίου, τουτέστι τοις εστηριγμένοις εν τη πίστει αυτού και τοις κατά Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, και τούτοις αναφερομένοις υπό τον λόγον πρότερον εις όρος υψηλόν, δηλονότι της φυσικής ημών ταπεινότητος υπεραναβιβαζομένοις».

Μέσα στην προοπτική αυτή η θεία Ευχαριστία, ως βίωση της Βασιλείας του Θεού, είναι μέθεξη στην άκτιστη δόξα του Θεού και όχι απλώς μια τυπική και μηχανική παρουσία Κληρικών και λαϊκών κατά την διάρκεια της τελέσεως της θείας Λειτουργίας. Τίποτε μέσα στην Εκκλησία δεν γίνεται τυπικά και μηχανικά.

Επίσης, η θεία Ευχαριστία ως βίωση των εσχάτων πρέπει να ερμηνευθή μέσα από την εμπειρία που είχε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης της οράσεως της θείας Λειτουργίας που γίνεται στον ουρανό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ως μαθητής της αγάπης και της θεολογίας, αξιώθηκε εν ημέρα Κυριακή να δη το ουράνιο συλλείτουργο, το Αρνίον ως εσφαγμένον, τον επί του θρόνου της δόξης καθήμενον, τους αγγέλους να υμνούν τον Θεό και τους Πρεσβυτέρους και Μάρτυρες να δοξάζουν τον καθήμενον επί του θρόνου της δόξης. Έτσι, η βίωση της Βασιλείας του Θεού και των εσχάτων δεν μπορεί να γίνη χωρίς εσωτερική καρδιακή ζωή.

Αυτό εκφράζεται σαφέστατα στο βιβλίο «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, στο οποίο αναλύεται η θεία Λειτουργία ως βίωση των εσχάτων, αφού είναι μια κίνηση του ανθρώπου, δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού, από τον εκτός της Εκκλησίας χώρο έως τα έσχατα, την ζωή του ανθρώπου μετά την Δευτέρα Παρουσία του Θεού. Παράλληλα, όμως, ο άγιος Μάξιμος σε αυτό το βιβλίο περιγράφει και την νοερά λειτουργία, ως επιστροφή του νου από την διάχυσή του στον περιβάλλοντα κόσμο και την είσοδό του στο θυσιαστήριο της καρδίας. Έτσι, λοιπόν, στην «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου συνδυάζεται σαφέστατα η βίωση των εσχάτων της θείας Λειτουργίας με την βίωση της νοεράς λετουργίας στο θυσιαστήριο της καρδιάς.

Επομένως, το «βασίλειον ιεράτευμα» είναι η όλη πορεία της αναγεννήσεως του ανθρώπου, Κληρικών και λαϊκών, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του με την θεολογία του που αναφέρεται στην πρακτική φιλοσοφία ή κάθαρση, την φυσική θεωρία ή φωτισμό και την μυστική θεολογία ή θέα του Θεού. Είναι δε χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου που συνδέει τον κλήρο των Αγίων με την μετοχή του φωτός της Βασιλείας του Θεού: «ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί, ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού» (Κολ. α, 12-13).

Κατά συνέπεια το «ιεράτευμα άγιον» και το «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέονται με την μέθεξη της «Βασιλείας του Θεού» και είναι πνευματικά χαρίσματα που έχουν όσοι οδεύουν προς την θέωση και εμπνέονται από αυτήν. Υπάρχουν δε Χριστιανοί βαπτισμένοι, οι οποίοι με διαφόρους τρόπους εκπίπτουν από την πνευματική αυτή κατάσταση.

[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
3. Πνευματική και μυστηριακή Ιερωσύνη

Από την προηγούμενη ανάλυση φαίνεται ότι η πνευματική ιερωσύνη είναι διαφορετική από την μυστηριακή ιερωσύνη, ή καλύτερα η πνευματική ιερωσύνη είναι η βάση και του ειδικού χαρίσματος της Ιερωσύνης, αλλά είναι και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πνευματικής ζωής, όπως βιώνεται στην Εκκλησία.

Ο Χριστός εξέλεξε τους Αποστόλους και Μαθητές και τρεις από αυτούς τους παρέλαβε μαζί Του στο όρος Θαβώρ, όπου αξιώθηκαν να δουν την δόξα του Τριαδικού Θεού, ήτοι είδαν το Φως της θεότητος του Χριστού, άκουσαν την φωνή του Πατρός και σκεπάσθηκαν από την νεφέλη την φωτεινή, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ματθ. ιζ, 1-9, Μαρκ. θ, 1-9, Λουκ. θ, 28-36). Στην συνέχεια, την ημέρα της Πεντηκοστής όλοι οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και δι\' αυτού έγιναν μέλη του δοξασμένου Σώματος του Χριστού. Επίσης και όσοι άκουσαν το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου βαπτίσθηκαν, χρίσθηκαν και έγιναν πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού, έχοντας τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Επομένως, όσοι βαπτίζονταν ήταν μέλη του Σώματος του Χριστού, μέλη της Εκκλησίας και ισχύει ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α Κορ. ιβ, 27).

Όμως, οι Απόστολοι την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού έλαβαν από τον Αναστάντα Χριστό και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να συγχωρούν αμαρτίες: «και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ, 22-23), το οποίο δεν έλαβαν όλα τα μέλη της Εκκλησίας, καθώς επίσης έλαβαν την Χάρη να τελούν το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και όλα τα άλλα Μυστήρια. Έτσι, οι Απόστολοι ενεργούσαν ως εντεταλμένοι και εντολοδόχοι του Χριστού, έχοντας το ειδικό χάρισμα της Αρχιερωσύνης, κατά τον λόγον «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί» (Λουκ. ι, 16), είναι «φορείς της Αρχιερωσύνης του Χριστού». Αυτό φαίνεται και από το ότι οι Απόστολοι εκχώρησαν μια διακονία στους Διακόνους, τους οποίους χειροτόνησαν και αργότερα εκχώρησαν και αρμοδιότητα και στους Πρεσβυτέρους. Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων είναι χειροτονία.

Στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου φαίνεται σαφέστατα η διάκριση των χαρισμάτων που ενεργούν στην Εκκλησία. Στην Α προς Κορινθίους Επιστολή γράφεται: «Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν. Εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. ω μεν γαρ δια του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών· πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» (Α Κορ. ιβ, 4-11).

Σε άλλο σημείο ο Απόστολος διακρίνει σε κατηγορίες τους χαρισματούχους και σε ιδιαίτερη διαβάθμιση: «και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α Κορ. ιβ, 28). Το ίδιο ακριβώς συναντάμε και στην προς Εφεσίους Επιστολή: «Και αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. δ, 11-12). Μάλιστα δε στην Β πρός Κορινθίους επιστολή του ο Απόστολος Παύλος είναι σαφέστερος, όταν γράφη για την σαφή διάκριση των χαρισματούχων μελών της Εκκλησίας: «μη πάντες απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες δυνάμεις; μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων; μη πάντες γλώσσαις λαλούσι; μη πάντες διερμηνεύουσι;» (Β Κορ. ιβ, 29-30). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και οι Απόστολοι θεωρούνται ηγούμενοι του λαού και γι\' αυτό συνιστά ο Απόστολος: «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες· ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι και μη στενάζοντες· αλυσιτελές γαρ τούτο» (Εβρ. ιγ, 17).

Οι αποστολικοί αυτοί λόγοι είναι σαφέστατοι και γι\' αυτό δεν μπορώ να αποδεχθώ τον λόγο του κ. Πέτρου Βασιλειάδη ότι με την διάκριση μεταξύ Κληρικών και λαϊκών «συντηρούνται στοιχεία υπεροχής, εντός της λατρείας, στοιχεία δηλαδή εντελώς ξένα και ασυμβίβαστα προς το εσχατολογικό όραμα της βασιλείας του Θεού».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπογραμμίζει την διαφορά μεταξύ ποιμένων και ποιμαινομένων, η οποία δεν είναι απλώς εξωτερική, αλλά πραγματική και ουσιαστική. Τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας ανήκουν στους ποιμαινομένους, ενώ οι Κληρικοί ανήκουν στους ποιμένες. Γράφοντας για την τάξη λέγει: «Τάξις συνέχει και τα επουράνια και τα επίγεια· τάξις εν τοις νοητοίς, τάξις εν τοις αισθητοίς, τάξις εν αγγέλοις». Αυτό συμβαίνει και μέσα στην Εκκλησία, μεταξύ των μελών της. Όλοι ανήκουν στο Σώμα του Χριστού, αλλά καθένας έχει το ιδιαίτερο χάρισμα. «Το μεν γαρ άρχει και προκαθέζεται, το δε άγεται και ευθύνεται, και ούτε ταυτόν αμφότερα ενεργεί, είπερ μη ταυτόν άρχειν και άρχεσθαι». «Ο μεν διδασκέτω, ο δε μανθανέτω». «Ο μεν αρχέτω και προβεβλήσθω, ο δε δικαιούσθω δια της υπουργίας».

Προτρέπει δε τα μέλη της Εκκλησίας, ανάλογα με το χάρισμα που έχουν, να μιμούνται τα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης. «Ει μεν ει Μωϋσής, και της νεφέλης είσω χώρησον και λάλει Θεώ και φωνής άκουε και δέξαι νόμον, νομοθέτησον. Ει δε Ααρών, συνανάβηθι μεν, αλλά της νεφέλης έξω στήθι πλησίον. Ει δε Ιθάμαρ τις ή Ελεάζαρ και τρίτος από Μωϋσέως, ή της γερουσίας τις και των Εβδομήκοντα, έτι πόρρωθεν στήθι, καν τη στάσει το τρίτον έχων. Ει δε του λαού και των πολλών εις, ου προσίεταί σε το όρος, ου καν θηρίον θίγη, λιθοβολησθήσεται· κάτω μείνον και μόνης άκουε της φωνής, και ταύτης, αγνίσας σεαυτόν και καθήρας, ως διατέταξαι».

Αναφερόμενος και πάλι στον Μωϋσή γράφει: «Τις των ιερέων ετελείου τας χείρας; Μωϋσής. Τις των τελειουμένων ο πρώτος; Ααρών. Και έτι προ τούτων τις τα προς Θεόν ην; Και τις αντί φωνής τω λαώ; Εις δε τα άγια των αγίων εισήει τις, πλην ενός; Αεί δε ούτος; Ουδαμώς· αλλ\' άπαξ του ενιαυτού, και ην ότε».

Το σημαντικό στα χωρία αυτά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου είναι ότι, τηρουμένων των αναλογιών λόγω της ενσαρκώσεως, ο,τι ισχύει στην Παλαιά Διαθήκη, ως προς την σχέση με τον Θεό, ισχύει και στην Καινή Διαθήκη. Γι\' αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος όπως και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη. Αυτό το κάνουν και οι Απόστολοι, όπως φαίνεται στις Επιστολές τους, που χρησιμοποιούν πολλά παλαιοδιαθηκικά χωρία, με την διαφορά ότι στην Καινή Διαθήκη έχουμε την ενσάρκωση του Λόγου.

Υπάρχει, λοιπόν, πνευματική ιερωσύνη και ειδική μυστηριακή ιερωσύνη. Σε παλαιότερο κείμενό μου έκανα λόγο γι\' αυτό το γεγονός. Δηλαδή, κάθε Χριστιανός με το Βάπτισμα και το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία αλλά και την όλη ευαγγελική ζωή, την θεολογική έννοια της συνέργειας, ενώνεται με τον Χριστό και συμμετέχει σε ολόκληρη την ζωή του Χριστού. Φυσικά αυτό δεν γίνεται από μια τυπική συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή, αλλά με την μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Χριστού και τον προσωπικό αγώνα καθενός μέλους της Εκκλησίας. Γι\' αυτό και αντί του όρου γενική ιερωσύνη, προτιμώ τον όρο πνευματική ιερωσύνη. Αν ο Χριστιανός δεν αισθάνεται ενεργούσα την Χάρη του αγίου Βαπτίσματος-Χρίσματος στην καρδιά του με την θεολογική αρχή της συνέργειας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος στο ότι συμμετέχει στην ιερωσύνη του Χριστού. Άλλωστε, ο Απόστολος Παύλος σαφέστατα κάνει λόγο για την μη ενεργοποίηση του Χαρίσματος από αμέλεια: «συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς» (Β Κορ. στ, 1), όπως και για πτώσεις των μελών της Εκκλησίας (Β Τιμ. δ, 9).

Ο Χριστιανός και όταν μετέχη της Χάριτος του Θεού δεν μπορεί να ιερουργήση τα Μυστήρια, αλλά κάνει μια άλλη «θυσία», την προσφορά του εαυτού του στον Θεό: «Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών, και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. ιβ, 1-2).

Όταν ερμηνεύση κανείς το χωρίο αυτό σύμφωνα με την πατερική παράδοση, τότε θα αντιληφθή ότι εδώ γίνεται λόγος για την μεταμόρφωση και εξαγιασμό του σώματος και την ανακαίνιση του νοός του ανθρώπου, οπότε μπορεί να βιώση το θέλημα του Θεού «το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον».

Στο να αποδεχθώ τον όρο πνευματική ιερωσύνη, με οδήγησαν τα κείμενα του αγίου Γρηγορίου Σιναΐτου, στα οποία γίνεται λόγος για αληθινό ιερατείο που ενεργεί με το Πνεύμα, που το συνδέει σαφέστα με την Χάρη του Θεού που ενεργεί στην καρδιά με την νοερά καρδιακή προσευχή. Σε κείμενό του γράφει ότι «ιερατείον αληθινόν και προ της μελλούσης βιώσεως, η χωρίς λογισμών καρδία ενεργουμένη τω πνεύματι· πάντα γαρ εκεί τελείται και λέγεται πνευματικώς». Μιλώντας για την νοερά προσευχή λέγει ότι είναι η «ενέργεια», ύστερα «η καθαρτική του πνεύματος δύναμις και η μυστική του νοός ιερουργία». Έτσι, Ιερεύς αληθινός της θείας Χάριτος δεν είναι απλώς όποιος βαπτίσθηκε και χρίσθηκε, αλλά εκείνος που έχει ενεργούσα την θεία Χάρη στην καρδιά που εκδηλώνεται με την νοερά προσευχή υπέρ όλου του κόσμου.

Βεβαίως, η πνευματική ιερωσύνη ούτε καταργεί, ούτε εξουδετερώνει, ούτε υπονομεύει την ειδική ιερωσύνη που δίδεται από τον Χριστό δια της Εκκλησίας με την τέλεση του Μυστηρίου της Ιερωσύνης. Υπερτονισμός της πνευματικής ιερωσύνης σε βάρος της ειδικής ιερωσύνης εκφράζει μια προτεσταντική νοοτροπία και υπερτονισμός της ειδικής ιερωσύνης σε βάρος της πνευματικής ιερωσύνης εκφράζει μια παπική νοοτροπία.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στους λόγους του περί ιερωσύνης, που είναι απαράμιλλοι και εκφράζουν όλο το βάθος του ειδικού χαρίσματος της ιερωσύνης –μάλιστα το κάνει σε τέτοιο βαθμό που δεν επιχειρήθηκε από άλλους Πατέρες της Εκκλησίας– αλλά και σε άλλες του ομιλίες, προσδιορίζει σαφέστατα το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο δεν εξαντλείται απλώς σε μια ρύθμιση της τάξεως των χαρισμάτων που λειτουργούν στην Εκκλησία, αλλά αναφέρεται στο ότι ο Επίσκοπος και οι Ιερείς είναι στο μέσον μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Θα αναφερθούν μερικά χαρακτηριστικά χωρία, για να φανή το πώς η Εκκλησία δια των Πατέρων εκφράζεται για την Ιερωσύνη.

Κατ\' αρχάς τονίζει ότι το χάρισμα της ιερωσύνης είναι μεγάλο: «Το της ιερωσύνης αξίωμα μέγα εστι και θαυμάσιον». Υπάρχει μεγάλη διαφορά όχι μόνον μεταξύ του Ιερέως και του λαού, αλλά και μεταξύ αυτού και των βασιλέων: «Άλλος όρος βασιλείας και άλλος όρος ιερωσύνης. Αλλ\' αύτη μείζων εκείνης... Ο βασιλεύς σώματα εμπιστεύεται, ο δε ιερεύς ψυχάς». Δεν υπάρχει τίποτε ίσον μεταξύ ιερέως και ιδιωτών. «Ου γαρ εστιν ίσον ιερεύς και ιδιώτης, αλλ\' έχει τι πλέον ούτος. Και γαρ μείζων εις αυτούς η τιμή εγένετο». Ο,τι πράττει ο Ιερέας, επικυρώνει ο Θεός, αφού ο Ιερέας είναι στο μέσον μεταξύ Θεού και ανθρώπων: «Και άπερ αν ούτος (ο Ιερεύς) κάτω κρίνη ταύτα εκείνος (ο Δεσπότης) άνω κυροί. Και μέσος του Θεού και της των ανθρώπων φύσεως έστηκεν ο ιερεύς».

Σε άλλο κείμενό του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνδέει την «ομόνοια» που υπάρχει στο Μυστήριο της θείας Λειτουργίας μεταξύ τριών παραγόντων, ήτοι του κλήματος της αμπέλου, του κόκκου σίτου και της ιερωσύνης, αλλά «το κλήμα και ο σίτος παιδίσκαι υπάρχουσιν, η δε ιερωσύνη ελευθέρα πέφυκε». Κάθε ένα από αυτά προσφέρει στον βασιλέα την δύναμή του. «Το κλήμα προΐησι το αίμα, ομοίως και ο σίτος τον άρτον, η δε ιερωσύνη ευπαρρησιάστως υψηλοπετεί από γης εις ουρανόν, άχρις αν θεωρήση αυτόν τον αόρατον και προσκυνήσασα έμπροσθεν του υψηλού θρόνου, ισταμένη δέηται υπέρ των δούλων προς τον Δεσπότην, βαστάζουσα δάκρυα και στεναγμούς των συνδούλων».

Η Ιερωσύνη δέεται στον Δεσπότη να έλθη το Άγιον Πνεύμα και να αγιάση το Σώμα. «Και όταν προσκομισθή μυστήρια φοβερά, πλήρη αθανασίας δια του προεστώτος ιερέως πρεσβείαν ποιούντος υπέρ πάντων, τότε δη προσέρχονται ψυχαί δια των μυστηρίων καθαρμόν λαμβάνουσαι των σπίλων». Αυτό κάνει τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να υμνήση το μέγεθος της Ιερωσύνης: «Ω δύναμις άρρητος η καταπαύσασα οικήσαι εν ημίν, δι\' επιθέσεως των χειρών των ιερέων! ω τι μέγαν βαθμόν έχει η φρικτή ιερωσύνη! Μακάριος υπάρχει όστις πολιτεύεται εν αυτή αγνώς και αμώμως».

Οι λόγοι αυτοί του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αυθεντικού ερμηνευτού των Γραφών και του Αποστόλου Παύλου, καταρρίπτουν όλα τα επιχειρήματα, προτεσταντικού τύπου, περί της μεταβιβάσεως της ιερωσύνης από τον Χριστό στην κοινότητα, και ότι ο Ιερεύς-Επίσκοπος είναι απλώς προεστώς και ρυθμιστής της τάξεως και δεν ευρίσκεται μέσον του λαού και του Θεού και ότι η θεία Ευχαριστία προσφέρεται αδιακρίτως από όλη την ευχαριστιακή κοινότητα.

Από τα αποστολικά και πατερικά χωρία αυτά φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ της ιερωσύνης των μελών της Εκκλησίας και της ιερωσύνης των Κληρικών. Στο παρελθόν έγινε μεγάλη συζήτηση για τον προσδιορισμό της λεγομένης γενικής ιερωσύνης, μεταξύ διαφόρων ακαδημαϊκών θεολόγων, και το θέμα, νομίζω, έχει εξαντληθή. Εδώ ξεχωρίζω το άρθρο του μακαριστού Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου με τίτλο «Η ιερωσύνη των λαϊκών από σκοπιάς ορθοδόξου», στο οποίο ο αρθρογράφος, αφού παραθέτει τα σχετικά χωρία της Αγίας Γραφής στα οποία γίνεται λόγος για το βιβλικό, ιερατικό και προφητικό χάρισμα όλων των μελών της Εκκλησίας, θέτει σοβαρά ερωτήματα, όπως: σε ποιούς βασιλεύουν, για ποιούς ιερατεύουν, και ποιούς διδάσκουν; Γιατί υπάρχουν διαφορές χαρισμάτων; Και ακόμη ποιός είναι ο προορισμός της ειδικής τάξεως του ιερατείου που υπάρχει για να διοική, να θυσιάζη και να διδάσκη; Σε μια τέτοια περίπτωση μήπως είναι περιττός και άχρηστος ο θεσμός αυτός;

Απαντώντας ο ίδιος στα ερωτήματα αυτά γράφει ότι οι πιστοί «είνε βασιλείς εφ\' εαυτών, είνε ιερείς δια την θυσίαν εαυτών, είναι διδάσκαλοι προς εαυτούς», το δε «ιερατείον» εκτός από τα χαρίσματα αυτά που έλαβε από το Βάπτισμα, έχει και άλλα όπως: «πρώτον, να διοική τους πιστούς, δεύτερον, να θύη και δι\' εαυτό και δια τους πιστούς, ουχί τα ίδια σώματα, αλλά το Σώμα το Κυριακόν, τον Αμνόν του Θεού (και, γενικώτερον, να τελή τα Ιερά Μυστήρια), και τρίτον, να διδάσκη τους πιστούς τον λόγον της αληθείας». Το πρόβλημα λύεται εάν διακρίνει κανείς την διαφορά μεταξύ της ιερωσύνης των πιστών από το Βάπτισμα και την Ιερωσύνη των Κληρικών που έλαβαν με την χειροτονία τους.

Την θέση του αυτή ο π. Επιφάνιος επικυρώνει με ένα σημαντικό χωρίο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο οποίο αναλύει την προτροπή στους βαπτισθέντες «ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης».

«Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις και τα αμαρτήματα κατασφάξας· ιερεύς δε εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ και καταθύσας το σώμα και σφαγείς και αυτός. ει γαρ συναπεθάνομεν αυτώ, φησί, και συζήσομεν αυτώ. Προφήτης δε τα μέλλοντα μανθάνων και ένθους γινόμενος».

Και λίγο πριν λέγει:

«Ημείς ουχ εν αλλά τα τρία μεθ\' υπεροχής έχομεν αξιώματα νυν. Και γαρ βασιλείας μέλλομεν απολαύειν· και ιερείς γινόμεθα, προσφέροντες θυσίαν τα σώματα ημών. Παραστήσατε γαρ τα μέλη υμών θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, φησί. Και μετά τούτων και προφήται καθιστάμεθα· α γαρ οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε, ταύτα εκκεκαλυμμένα ημίν εστι. Και άλλως δε βασιλείς γινόμεθα, εάν βουληθώμεν κρατείν των ατόπων λογισμών».

Μετά τα χρυσοστομικά αυτά χωρία συμπεραίνει ο π. Επιφάνιος:

«Τι λοιπόν συνάγεται εξ αυτών των χωρίων; Ότι άπαντες οι πιστοί είνε eo ipso βασιλείς και ιερείς και προφήται; Μάλιστα! Τούτο συνάγεται όντως. Επί ποίων όμως βασιλεύουσιν; Εφ\' εαυτών! Τι θυσιάζουσιν; Εαυτούς! Δια ποίους είνε διδάσκαλοι; Δι\' εαυτούς! (Όταν λαϊκός τις διδάσκη εν Εκκλησία, τούτο πράττει ουχί ipso jure, αλλά κατ\' εξουσιοδότησιν του Ιερατείου). Ουδέ κατά μόριον ο ιερός Πατήρ ταυτίζει το τρισσόν αξίωμα των λαϊκών προς το τοιούτον του Ιερατείου. Και συγκεκριμένως, την ιερωσύνην των λαϊκών βλέπει ως τελείως άσχετον προς την ιερωσύνην του Κλήρου. Ο λαός θύει εαυτόν και ουδέν πλέον τούτου. Δεν θύει τον Αμνόν του Θεού ως ο Ιερεύς, ουδέ καν συμμετέχει ενεργώς εις την Θυσίαν ταύτην. Η ιερωσύνη του λαϊκού ούτε σχέσιν τινά έχει προς την Θυσίαν ταύτην, ούτε σημασίαν τινά δι\' αυτήν. Η ιερωσύνη των λαϊκών είνε άλλης φύσεως, άλλης ποιότητος, \"άλλης λογής\", ως τονίζει και η Ομολογία του Μογίλα, εις ην και άλλοι προ ημών παρέπεμψαν».

Αναφερόμενος δε σε μια άποψη που διατυπώθηκε στην εποχή του, ότι «ο λαός συνθύει μετά του Ιερέως», που επαναλαμβάνεται δυστυχώς και σήμερα με άλλες παρόμοιες φράσεις, ότι η θεία Ευχαριστία γίνεται από όλη την κοινότητα, ότι όλοι συμμετέχουν κατά τον ίδιο τρόπο στο Μυστήριο κλπ., γράφει:

«Όλως δ\' απόβλητος απ\' ορθοδόξου σκοπιάς τυγχάνει η έκφρασις \"ο λαός συνθύει μετά του Ιερέως\". Ο λαός συμπροσεύχεται μετά του Ιερέως, αλλά, δι\' Όνομα του Αγίου Θεού, δεν \"συνθύει\"! Ο Ιερεύς θύει μόνος μονώτατος δια της από Θεού δοθείσης αυτώ εξουσίας. Και ου μόνον δύναται να τελέση μονώτατος ων την φρικωδεστάτην Θυσίαν, αλλά και, τελών ενώπιον πλήθους άλλων, ουδεμίαν παρ\' ουδενός συνδρομήν εκδέχεται. Οι παριστάμενοι δεν προσφέρουσιν εις αυτόν δια την τέλεσιν της Θυσίας ουδέ μόριον ενεργείας. Ίστανται παθητικοί θεαταί και ουχί ενεργητικά όργανα. Ο θύτης είνε εις και μόνος: ο Ιερεύς!

Φρονούμεν δ\' ότι ο θύτης είνε εις και μόνος, ου μόνον όταν παρίστανται λαϊκοί, αλλά και όταν πλείονες του ενός Ιερείς κυκλώσι το φοβερόν Θυσιαστήριον. Οι Ιερείς συμπροσεύχονται, συνδιακονούσι, συλλετουργούσιν, αλλά δεν συνθύουσι! Κατά την στιγμήν της Θυσίας, ήτις αποτελεί το κέντρον της θ. Λειτουργίας, εις ενεργεί, εις θύει (ο προβαδίζων), οι δ\' άλλοι Ιερείς ίστανται παθητικώς και ουδεμίαν ασκούσιν ενέργειαν προς τέλεσιν της Θυσίας. Είνε δε λίαν χαρακτηριστικόν, ότι ενώ η εκκλησιαστική ημών γλώσσα γνωρίζει τόσον πολύ τους όρους \"συλλειτουργός\" και \"συλλειτουργείν\" (=τελείν από κοινού δημόσιον έργον, δημοσίαν λατρείαν), ων η έννοια είνε ευρυτέρα, αγνοεί παντελώς, αν δεν πλανώμεθα, τους όρους \"συνθύτης\" και \"συνθύειν\". Εάν δ\' ο Επίσκοπος χειροτονήται ουχί \"συνεταιρικώς\", ούτως ειπείν, και υπό πάντων ομού των συλλειτουργούντων Αρχιερέων, αλλ\' υπό του πρώτου εξ αυτών, ως ορθώς γράφουσιν άλλοι τε και ο καθηγητής της Λειτουργικής κ. Παν. Τρεμπέλας (\"Μικρόν Ευχολόγιον\" τομ. Α, σελ. 212), εάν, δηλαδή, είς και μόνος τελειοί το Μυστήριον της Χειροτονίας, καίτοι κύκλω αυτού παρίστανται και συμπροσεύχονται ουχί λαϊκοί τινες, ουδέ Διάκονοι και Πρεσβύτεροι, αλλ\' Αρχιερωσύνης Μέτοχοι, ήτοι πρόσωπα κατά πάντα προς τον χειροτονούντα ισότιμα και μηδέν αυτού λειπόμενα, πόσω μάλλον ο Ιερεύς τελειοί μονώτατος της θ. Ευχαριστίας το Μυστήριον, όταν υπό λαϊκών περιστοιχίζηται; Εάν Αρχιερείς θεώνται παθητικώς την υπό του πρώτου γινομένην Χειροτονίαν και ουδεμίαν ενέργειαν προς τελείωσιν αυτής συνεισφέρουσι, και η Εκκλησία βλέπη τον χειροτονηθέντα ως \"έργον των χειρών\" του πρώτου και ουχί απάντων ομού των συλλειτουργούντων, πόσω μάλλον οι λαϊκοί είνε παθητικοί θεαταί της του Ιερέως Θυσίας και ουδεμίαν ενέργειαν προς τελείωσιν αυτής δύνανται να προσενέγκωσιν; Ας μη παρεμβάλληται δε προς μείωσιν της ιερατικής ενεργείας η ένστασις \"τίποτε δεν κάμνει ο ιερεύς, όλα τα κάμνει ο Θεός\". Ναι, \"όλα τα κάμνει ο Θεός\", σύμφωνοι· αλλά δια ποίου; Δια του λαού ή δια του Ιερέως;

Ατυχέστατος λοιπόν και πάντη απόβλητος ο όρος \"συνθύειν\"».

Δεν πρέπει να παρερμηνευθή εδώ η λέξη «παθητικώς», γιατί δεν υπονοείται ότι δεν παρίστανται οι λαϊκοί και οι Κληρικοί προσευχόμενοι, άλλωστε το λέγει σαφέστατα, αλλά ότι δεν «συλλειτουργούν» με τον Ιερέα, δεν «συνθύουν» με αυτόν, γιατί υπάρχει διαφορά χαρισμάτων μέσα στην Εκκλησία.

Πάντως, ο Επίσκοπος είναι εις τύπον και τόπον της παρουσίας του Χριστού με αυτή την ειδική διακονία και είναι διάδοχος των αγίων Αποστόλων και δεν είναι απλώς «αναγκαίος για την διατήρηση της τάξεως». Εδώ πρέπει να μνημονευθή η σημαντική ανάλυση που έγινε από τον Μητροπολίτη Περγάμου, δρ. Ιωάννη Ζηζιούλα στην κλασσική μελέτη του «Η ενότητα της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και εν τω Επισκόπω». Στην μελέτη αυτή μπορεί κανείς να βρη όλο το σημαντικό υλικό, που δείχνει ότι ο Επίσκοπος δεν προΐσταται απλώς της θείας Ευχαριστίας για να επιβάλλη την τάξη στα χαρίσματα των Χριστιανών, αλλά συγκροτεί μαζί με την θεία Ευχαριστία την ενότητα της Εκκλησίας.

Είναι φανερόν, από τα προαναφερθέντα, ότι τόσο η πνευματική ιερωσύνη όσο και η ειδική ιερωσύνη δεν βιώνεται απροϋποθέτως. Εάν ο άνθρωπος δεν συνεργήση με την δική του θέληση, η ενέργεια του Θεού δεν μπορεί να ενεργήση εντός του. Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει: «ταύτας ουν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β Κορ. ζ, 1). Η κάθαρση της καρδίας, όπως την ερμηνεύει η βιβλικοπατερική παράδοση, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της Χάριτος του Βαπτίσματος και του Χρίσματος στον άνθρωπο.

Στο «βασίλειο ιεράτευμα» δεν συμμετέχουν απλώς όσοι έχουν κάποτε βαπτισθή και στην συνέχεια δεν μετέχουν ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή με τις προϋποθέσεις που θέτει όλη η βιβλικοπατερική παράδοση της Εκκλησίας. Αλλιώς δεν εξηγούνται πολλοί αποστολικοί και πατερικοί λόγοι που μιλούν για πτώση των Χριστιανών, για άρνηση της θείας Χάριτος και για τις κανονικές προϋποθέσεις εισόδου κάποιου στον ιερό Κλήρο και της παραμονής του σε αυτόν.

Επίσης, οι λόγοι του Θεού για τους Επισκόπους της Αποκαλύψεως είναι εκφραστικοί στο σημείο αυτό: «Έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον» (Απ. β, 4-5). «Αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ, ος εδίδαξε τον Βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ και φαγείν ειδωλόθυτα και πορνεύσαι. ούτως έχεις και συ κρατούντας την διδαχήν των Νικολαϊτών ομοίως, μετανόησον ουν» (Απ. β, 14-16). «Οίδά σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζης, και νεκρός ει» (Απ. γ, 1). «Οίδά σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός· όφελον ψυχρός ης ή ζεστός ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου» (Απ. γ, 15-16).

Επομένως, μέσα σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση δεν συγκρούονται, ούτε ανταγωνίζονται η πνευματική ιερωσύνη των πιστών με την μυστηριακή Ιερωσύνη των Κληρικών, αλλά η πνευματική ιερωσύνη, το «βασίλειον ιεράτευμα», είναι η βάση της πνευματικής ζωής, η αναγκαία προϋπόθεση συμμετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας και της μέθεξεως της Χάριτος του Θεού δια των Μυστηρίων.
[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
4. Η ησυχαστική παράδοση ως η ευαγγελική ζωή

Από όσα παρετέθησαν προηγουμένως φαίνεται σαφέστατα ότι τα Μυστήρια της Εκκλησίας δεν μπορούν να βιωθούν ανεξάρτητα από την ησυχαστική παράδοση, γιατί διαφορετικά μπορεί να εκφρασθή ο λεγόμενος σακραμενταλισμός. Η Χάρη του Θεού δια των Μυστηρίων βιώνεται εις κρίμα ή εις κατάκριμα. Θεωρώ δε ότι αυτό το «βασίλειον ιεράτευμα» σύμφωνα με την βιβλικοπατερική παράδοση συνδέεται στενά με τον ιερό ησυχασμό και αυτό εκφράζει την όλη ευαγγελική ζωή.

Είναι δε γνωστόν από διάφορες μελέτες πάνω στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι η λεγόμενη νηπτική-ησυχαστική παράδοση βιώθηκε σε όλους τους αιώνες από τους Προφήτες, τους Αποστόλους, τους Πατέρες και τους Αγίους, και αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής και της αποκαλυπτικής εμπειρίας.

Ο Χριστός συνιστούσε την προσευχή και την νήψη: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ, 41), «γρηγορείτε ουν· ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται, οψέ ή μεσονυκτίου ή αλεκτοροφωνίας ή πρωϊ· μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας. α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω· γρηγορείτε» (Μαρκ. ιγ, 35-37).

Και οι Απόστολοι προέτρεπαν: «εκνήψατε δικαίως και μη αμαρτάνετε» (Α Κορ. ιε, 33-34), «πάντων δε το τέλος ήγγικε. σωφρονήσατε ουν και νήψατε εις τας προσευχάς» (Α Πέ τρ. δ, 7), «νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α Πέτρ. ε, 8), «συ δε νήφε εν πάσι» (Β Τιμ. δ, 5).

Επειδή μερικοί ισχυρίζονται ότι η ησυχαστική παράδοση είναι μεταγενέστερη πράξη στην Εκκλησία και ότι την εισήγαγαν οι λεγόμενοι νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας, γι\' αυτό θα αναφέρω μερικά χωρία του Αποστόλου Παύλου, στα οποία φαίνεται ότι ο Απόστολος ήταν γνώστης της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως και είχε βαθυτάτη εμπειρία αυτής της εσωτερικής καρδιακής προσευχής.

Στην Α πρός Κορινθίους επιστολή γράφει: «ουδείς δύναται ειπείν Κυριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α Κορ. ιβ, 3). Καθένας με την λογική του και το στόμα του μπορεί να αναφέρη το όνομα του Κυρίου Ιησού και γι\' αυτό είναι ακατανόητος, από λογικής πλευράς, ο λόγος του Αποστόλου Παύλου, ότι για να το κάνη αυτό πρέπει να έχη το Άγιον Πνεύμα. Όμως, εδώ σαφέτατα αναφέρεται στην επίκληση του ονόματος του Χριστού μέσα στην καρδιά –την νοερά προσευχή– που δεν μπορεί να γίνη χωρίς το Άγιον Πνεύμα.

Στην προς Ρωμαίους επιστολή του ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην καρδιακή προσευχή που γίνεται μέσα την καρδιά και γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος: «Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού». Αυτοί έχουν το χάρισμα της υιοθεσίας, που εκδηλώνεται με την κραυγή «αββά ο πατήρ» και «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η, 14-16). Εδώ σαφέστατα εννοείται η καρδιακή προσευχή, όπως το εξηγούν οι Πατέρες της Εκκλησίας στα έργα τους. Μάλιστα αποφαίνεται ότι όσοι δεν έχουν το Άγιον Πνεύμα να προσεύχεται μέσα στην καρδία δεν συνδέονται με τον Χριστό: «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η, 9). Αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά, της καρδιακής προσευχής, της υιοθεσίας και της κληρονομιάς δια του Χριστού, γίνεται και στην προς Γαλάτας (δ, 6-7) επιστολή του Αποστόλου Παύλου, πράγμα που δείχνει ότι δίνει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το γεγονός.

Και αλλού κάνει λόγο για την προσευχή με το πνεύμα και προσευχή με τον νου: «Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοϊ. ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοϊ» (Α Κορ. ιδ, 13-14).

Επίσης, στην προς Εβραίους επιστολή γίνεται λόγος για την είσοδό μας στην κατάπαυση του Θεού: «Άρα απολείπεται σαββατισμός τω λαώ του Θεού. ο γαρ εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός κατέπαυσεν από των έργων αυτού, ώσπερ από των ιδίων ο Θεός. Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν» (Εβρ. δ, 9-11). Η προτροπή αυτή του Αποστόλου Παύλου ερμηνεύεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ότι πρέπει να προτιμάμε την γνώση των όντων της φύσεως περισσότερο από τα αισθητά, καθώς επίσης να εισέλθουμε σε εκείνη την κατάσταση «ήτις εστίν η κατά νουν ημών θεωρία και η δια ταύτης προς Θεόν ανάνευσις». Όταν ο άνθρωπος απομακρύνη κάθε λογισμό από τον νου του και με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή επιστρέψη προς εαυτόν, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεωρία του Θεού, την θεοπτία.

Για όλα αυτά τα ζητήματα μπορεί κανείς να βρη σημαντικές απαντήσεις στις διδασκαλίες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίες περιλαμβάνονται σε κείμενα της Φιλοκαλίας. Μάλιστα δε, εάν εξετάση κανείς την ερμηνεία την οποία δίνουν οι Πατέρες στα χωρία της Αγίας Γραφής, τότε μπορεί να δη ποιά είναι η Ορθόδοξη - νηπτική Παράδοση και να την διαστείλη από την οποιαδήποτε άλλη προτεσταντική ή επιστημονική παράδοση.

Είναι σημαντική η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου πάνω στα θέματα της εμπειρίας του Θεού που βιώνεται από τους Αγίους δια μέσω των αιώνων. Επίσης, η Σύνοδος του 14ου αιώνος αφορίζει και αποκηρύττει εκείνους που δεν αναγνωρίζουν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την διδασκαλία του περί ησυχασμού. Ο Συνοδικός Τόμος του 1347 αφορίζει και αποκηρύττει εκείνους εκ των ιερωμένων και λαϊκών, οι οποίοι φρονούν ή λέγουν ή συγγράφουν εναντίον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «και των συν αυτώ μοναχών, μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής». Με αυτόν τον λόγον υπονοούνται όσοι αντιμάχονται την διδασκαλία του ησυχασμού και της θεώσεως εν ονόματι μιας τυπικής «μυστηριολογίας». Βέβαια, πολλοί δεν έχουν επίγνωση ότι αντιτάσσονται στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τον ησυχασμό, αλλά η όλη θεολογική τους σκέψη είναι αντιησυχαστική.

Επομένως, το βασίλειο ιεράτευμα πρέπει να ερμηνευθή μέσα από την όλη παράδοση του ησυχασμού, που είναι η ζωή των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, δηλαδή η όλη ζωή της Εκκλησίας. Αν, όμως, κανείς αποξενώση το βασίλειο ιεράτευμα από την ησυχαστική- νηπτική παράδοση, τότε σφάλλει από απόψεως ορθοδόξου θεολογίας.

Άλλωστε, η νηπτική ζωή είναι η ευαγγελική ζωή, που δεν αναφέρεται μόνον στους μοναχούς, αλλά σε όλους τους Χριστιανούς. Όσοι δε αρνούνται ή παραθεωρούν ή υπονομεύουν την ασκητική-νηπτική-ησυχαστική παράδοση, αυτοί έχουν μια «σακραμενταλιστική αντίληψη των μυστηρίων» και δικαιώνουν στην πράξη αυτούς που ομιλούν για «νεοβαρλααμιτισμό».

[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
5. Η έκπληξη του π. Ιωάννου Ρωμανίδη για το θεολογικό «μικρόβιο»


Κατά καιρούς σε κείμενα διαφόρων θεολόγων και θεολογούντων βλέπω να ασκήται μια, λανθασμένη κατά την γνώμη μου, κριτική στην θεολογική σκέψη του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, πράγμα το οποίο παρατηρώ και στο κείμενο του π. Βασιλείου Θερμού. Θεωρώ ότι πρόκειται για άδικη κριτική, γιατί ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε μεγάλη, θεολογική προσωπικότητα και επαναδιατύπωσε την πατερική παράδοση στην εποχή μας με έναν τρόπο ρωμαλέο και ορθόδοξο. Άλλωστε, το ότι τις βασικές θεολογικές δομές της σκέψεώς του τις έχουν αποδεχθή «οι πείρα μεμυημένοι» αγιορείτες Πατέρες, οι οποίοι έχουν διαπρέψει στην εν Χάριτι πνευματική ζωή, δεν αφήνει κενά για άλλες ερμηνείες.

Όσοι κρίνουν αρνητικώς τον Ρωμανίδη, νομίζω, το κάνουν εντελώς αποσπασματικά, χωρίς να γνωρίζουν την ολότητα του έργου του και της σκέψεώς του, γι\' αυτό και τον αδικούν. Ήδη έχω ετοιμάσει –και βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο– ένα πολυσέλιδο κείμενο, περίπου οκτακοσίων σελίδων, στο οποίο παρουσιάζω την θεολογική σκέψη του π. Ιωάννου Ρωμανίδη σχετικά με την σύνδεση μεταξύ δόγματος και εμπειρίας. Συγχρόνως παραθέτω μερικά βιογραφικά και αυτοβιογραφικά του στοιχεία, τα οποία δείχνουν πώς κατέληξε στην διατύπωση όλου αυτού του θεολογικού οικοδομήματος που θυμίζει αφ\' ενός μεν τους Καππαδόκες Πατέρες του 4ου αιώνος, αφ\' ετέρου δε την νηπτική και ησυχαστική παράδοση που αναπτύχθηκε και βιώθηκε σε όλη την διαχρονική πορεία της Εκκλησίας. Εκεί θα φανή η προσωπικότητα και το έργο το οποίο επιτέλεσε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και θα φανή ότι όσοι αντιδρούν με επιπολαιότητα στην θεολογική του σκέψη, θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιδράσουν και στην διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κ. α., τους οποίους θα τολμούσαν να χαρακτηρίσουν «προτεστάντας» ή ωριγενιστές!

Εδώ πρέπει απλώς να τονισθή ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μεγάλωσε στην Αμερική, γνώρισε από πολύ κοντά την σχολαστική θεολογία, αφού τελείωσε την στοιχειώδη εκπαίδευση σε παπικό γυμνάσιο, όπου διδάχθηκε τις θεωρίες του Θωμά του Ακινάτη, τις οποίες απέρριψε, καθώς επίσης γνώρισε και την προτεσταντική θεολογία στις διάφορες Θεολογικές Σχολές του Yale και του Harvard, την οποία αποδοκίμασε. Αυτό τον έκανε να στραφή στους Αποστολικούς Πατέρες για να διαπιστώση ότι αυτοί αποτελούν τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ της αποστολικής και πατερικής εποχής και ότι δι\' αυτών μεταφέρθηκε η παράδοση από τους Αποστόλους στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Ύστερα από όλη αυτήν την αναζήτηση, όταν ήλθε στην Αθήνα για να ετοιμάση την διδακτορική του διατριβή, αισθάνθηκε βαθυτάτη έκπληξη από την θεολογία που συνάντησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αυτό φάνηκε και από τον διάλογο που διεξήχθη και έχει δημοσιευθή από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό για την υποστήριξη της διατριβής του.

Στις προφορικές του παραδόσεις, όπως τις έχω απομαγνητοφωνήσει, αναφέρεται πολλές φορές σε αυτήν την έκπληξη την οποία βρήκε στην Ελλάδα. Θα αναφέρω μερικά αποσπάσματα από ομιλίες του.

Σε μια προφορική του ομιλία είπε:

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ίσως η αλλαγή πορείας, η εθνική, που συνοδεύθηκε με μια αλλαγή και στα εκκλησιαστικά πράγματα.

Όταν ήλθα στην Ελλάδα δεν μπορούσα να καταλάβω πώς προήλθε η νεοελληνική θεολογία από την θεολογία της Τουρκοκρατίας, επειδή μεταξύ των δύο αυτών θεολογιών δεν βλέπει κανείς πολλές γέφυρες. Άλλο είναι η θεολογία της Τουρκοκρατίας και άλλο είναι η θεολογία της Χάλκης».

Σε άλλη ομιλία του είπε:

«Όταν πρωτοήλθα στην Ελλάδα, αντιμετώπισα ορισμένες καταστάσεις που δεν μπορούσα να καταλάβω, οπότε αναγκάστηκα να ασχοληθώ και με ιστορικά θέματα, εκτός από τα ιστορικο-δογματικά θέματα. Έπρεπε κανείς να ασχοληθή και με άλλα θέματα, γύρω από την ιστορία, όχι μόνο της Ορθοδοξίας, αλλά της δυτικής παραδόσεως, διότι με την εμφάνιση του νεοελληνικού Κράτους έχουμε ορισμένα δεδομένα με επίσημη απόφαση του Ελληνικού κράτους».

Άλλοτε είπε:

«Εγώ τάχασα όταν ήρθα στην Ελλάδα και έβλεπα Καθηγητάς που έχουν γράψει και βιβλία περί μεταφυσικής να νομίζουν ότι έτσι υποστηρίζουν την Ορθοδοξία, ενώ η Ορθοδοξία δεν έχει καμμιά σχέση με την μεταφυσική».

Και άλλοτε είπε χαρακτηριστικά:

«Όταν πάρουμε τον Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον διαβάσουμε και μετά διαβάσουμε και τον Ζήκο Ρώση θα δούμε τι απόσταση υπάρχει. Καλά, αυτός ο Ζήκος Ρώσης, πού τα βρήκε όλα αυτά τα πράγματα; Πρέπει να βρούμε τις πηγές· πού θα τις βρούμε; Βεβαια για τον Ζήκο Ρώση θα τις βρούμε στην Γερμανία. Εκεί που σπούδασε κανείς.


Υπάρχουν θεολόγοι σήμερα στην Ελλάδα, εάν κανείς κάνη μια τέτοια μελέτη επάνω στα συγγράμματά τους, θα δη ότι περνάει στην ορθόδοξη θεολογία η θεολογία του Karl Barth. Δεν είναι ορθόδοξη θεολογία. Αυτές είναι απόψεις του Karl Barth.

Όποιος έχει διαβάσει Karl Barth αμέσως κάνει διάγνωση και βλέπει από που είναι η ασθένεια, δηλαδή από που κόλλησε την ασθένεια αυτή, από που πήρε αυτό το μικρόβιο. Αυτό το μικρόβιο δεν υπήρχε στην Ελλάδα και ποιός ήξερε τον Karl Barth; Είναι κάποιος που σπούδασε στον Karl Barth μερικά χρόνια και τώρα είναι καθηγητής στην Ελλάδα και δεν ξέρει και τίποτε άλλο...

Και μετά είναι το θέμα της αξιολογήσεως: κακώς επηρεάσθη, καλώς επηρεάσθηκε, διότι ίσως καλώς επηρεάσθηκε. Μήπως σ' ορισμένα πράγματα για τον Ορθόδοξο δεν είναι εντάξει και πρέπει να τα διορθώσουμε και καλό είναι σ' ορισμένα πράγματα να μιμηθούμε τους άλλους. Γιατί, όμως, δεν είναι εντάξει, γιατί να μιμηθούμε τους άλλους;».

Τα αίτια της έκπληξης που αισθάνθηκε ο π. Ιωάννης την δεκαετία του \'50 δυστυχώς και το θεολογικό «μικρόβιο» που συνάντησε τότε εξακολουθούν και σήμερα να υπάρχουν, αφού μεταφέρονται αβασάνιστα απόψεις ξένων θεολόγων που είναι αντίθετες με την πατερική παράδοση, και διδάσκονται αυτές οι απόψεις από μερικούς Καθηγητές στις Θεολογικές Σχολές και έτσι διαμορφώνεται μια γενιά θεολόγων που θα αναλάβη εκκλησιαστικές θέσεις τα επόμενα χρόνια με απρόβλεπτες συνέπειες. Έτσι δημιουργείται ένας χριστιανικός συγκρητισμός και μια άμβλυνση του ορθοδόξου εκκλησιαστικού φρονήματος.

Επειδή δε η θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, που είναι θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κρίνει όλες αυτές τις συγκρητιστικές θεολογικές απόψεις, γι\' αυτό και μερικοί καταφέρονται, ευκαίρως-ακαίρως, εναντίον του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, κυρίως τώρα που δεν υπάρχει στην ζωή για να απαντήση.

Έτσι, είναι πολύ άδικο να υποστηρίζεται από τον π. Βασίλειο Θερμό ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης «διετύπωσε κάποιες προτεσταντίζουσες θέσεις σε εκκλησιολογικά θέματα» και ότι θεωρούσε τα Μυστήρια απλώς επιβεβαιώσεις της νοεράς προσευχής, εισήγαγε δηλαδή «έναν λειτουργισμό των μυστηρίων και της Εκκλησίας» και ότι εγώ «παρασύρθηκα» σε «έναν ολισθηρό δρόμο που εγκαινίασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης». Απορώ πώς γράφονται τέτοιες απόψεις!

Απλώς θέλω να τονίσω ότι δεν είχα Καθηγητή τον π. Ιωάννη τον Ρωμανίδη, αλλά γνώρισα τον ίδιο και την θεολογία του ύστερα από τις πολυχρόνιες μελέτες μου σε Πατέρες του 4ου αιώνος, στις διδασκαλίες του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, των Φιλοκαλικών Πατέρων και του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και διαπίστωσα ότι η διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη συγγενεύει με την πατερική παράδοση, όπως την εξέφρασαν οι πιο πάνω Πατέρες. Και διαπίστωσα όχι μόνον από την μελέτη των έργων του, αλλά και από την προσωπική επικοινωνία που είχα μαζί του –άλλωστε προς το τέλος της ζωής του ανήκε στην Ιερά Μητρόπολή μου ως Κληρικός– σεβόταν απόλυτα τα Μυστήρια της Εκκλησίας και έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο Μυστήριο της Ιερωσύνης.

Πάντως, κανείς μας δεν αρνείται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, αφού δι\' αυτών σημαίνεται η Εκκλησία, αλλά τονίζουμε παράλληλα ότι η βίωση της Χάριτος δια των Μυστηρίων δεν γίνεται απροϋποθέτως. Τα Μυστήρια, ιδίως το Βάπτισμα-Χρίσμα και η θεία Ευχαριστία, είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά, επειδή αμφισβητείται άδικα από πολλούς η ησυχαστική-νηπτική παράδοση, γι\' αυτό και χρειάζεται να τονισθή ιδιαιτέρως αυτή η νηπτική ζωή, όπως το βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Θα πρέπει κανείς να είναι τουλάχιστον εμπαθής για να κατηγορήση κάποιον Κληρικό ότι δήθεν αμφισβητεί και υποβαθμίζει το Μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος ως εισαγωγικά Μυστήρια της Εκκλησίας, όταν μάλιστα τρέφεται από αυτά και διδάσκη προφορικώς και γραπτώς για την αξία τους. Εκείνο όμως που πρέπει να τονίζεται είναι ότι δεν αρκεί το Βάπτισμα για την σωτηρία, εάν δεν ακολουθήση και η βίωση των εντολών του Χριστού. Ο Χριστός είπε στους Μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη, 19-20). Δεν είναι μόνον το «βαπτίζοντες», που είναι απαραίτητο, οπωσδήποτε, αλλά είναι και το «διδάσκοντες τηρείν».

Είναι σημαντική η διδασκαλία του αγίου Διαδόχου του Φωτικής ότι η Χάρη δια του Μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος εισέρχεται στο βάθος της καρδιάς και δεν χάνεται, αλλά, αν ο άνθρωπος δεν ζη κατά Θεόν, αυτή η Χάρη καλύπτεται από τα πάθη, οπότε απαιτείται περαιτέρω αναζωπύρωση του Χαρίσματος.

Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος σε πολλά σημεία της διδασκαλίας του κάνει λόγο για το Βάπτισμα του ύδατος και το βάπτισμα του Πνεύματος. Σε ένα κείμενό του γράφει: «ότι δε ουκ αρκεί μόνον ημίν προς σωτηρίαν το βάπτισμα, αλλά και της σαρκός του Ιησού και Θεού και του αίματος του τιμίου αυτού οικειοτέρα και αναγκαιοτέρα ημίν εστίν η μετάληψις... τούτου γαρ γεγονότος και πνευματικώς δια του Παναγίου Πνεύματος ημών βαπτισθέντων και τέκνων Θεού γεγονότων και του σαρκωθέντος Λόγου δια της του αχράντου σώματος και αίματος αυτού μεταλήψεως σκηνώσαντος ως φως εν ημίν, εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός».

Σε άλλο σημείο αναφέρει το ότι το Βάπτισμα που λάβαμε στην νηπιακή ηλικία δεν αρκεί για την σωτηρία, αν δεν ακολουθήση και το βάπτισμα του Πνεύματος:

«Οι γαρ το βάπτισμα το σον λαβόντες, εκ νηπίων

και αναξίως ζήσαντες, τούτου κατά τον βίον

έξουσι το κατάκριμα πλείον των αβαπτίστων...

Επεί ουν βεβαπτίσμεθα παίδες αναισθητούντες,

ως ατελείς και ατελώς δεχόμεθα την χάριν,

της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν... ».

 

Σε άλλη διδασκαλία του είναι το ίδιο αποκαλυπτικός όταν λέη ότι, όπως ο Αδάμ μετά την παράβαση εκβλήθη του Παραδείσου και της συναναστροφής με τους Αγγέλους και γυμνώθηκε από την Χάρη του Θεού, «ούτω δη και ημείς της Εκκλησίας των αγίων δούλων αυτού χωριζόμεθα αμαρτάνοντες και της θείας καταστολής ην ενεδυσάμεθα οι βαπτιζόμενοι, αυτόν δηλαδή τον Χριστόν, ως πιστεύομεν, τούτον δια της αμαρτίας αποδυόμεθα».

Έχοντας δε υπ\' όψιν του ο άγιος Συμεών το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν είκόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β Κορ. γ, 18), λέγει ότι κατηχούμενος δεν είναι μόνον ο άπιστος, δηλαδή ο μη βαπτισμένος, αλλά και εκείνος που δεν έχει αποκτήσει εμπειρία της δόξης του Θεού: «Κατηχούμενος γαρ ουχ ο άπιστος μόνος άρτι λέγεται, αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος». Αυτό δείχνει καθαρά ότι αν ο Χριστιανός, μετά το Βάπτισμα, δεν φθάσει στην μέθεξη της δόξης του Θεού, «ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός» είναι κατηχούμενος! Ευτυχώς που αυτά λέγονται από τον Απόστολο Παύλο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον οποίο η Εκκλησία χαρακτήρισε με τον τίτλο του Νέου Θεολόγου, οι οποίοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν ότι δήθεν υποτιμούν το άγιο Βάπτισμα. Εκτός και αν κάποιος, με την αλαζονεία του, θελήσει και αυτούς να αμφισβητήση.

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του αρτιγέννητου βρέφους, το οποίο λαμβάνει δύναμη «παρά της φύσεως σοφόν γενέσθαι και σοφόν εστι δυνάμει», αλλά με την ανάπτυξη της ηλικίας θα γίνη σοφό, αν μετέλθη όλα τα απαραίτητα προς τον σκοπό αυτό, στην συνέχεια λέγει ότι το ίδιο συμβαίνει και με την αναγέννηση του Χριστιανού δια του θείου Βαπτίσματος: «Δύναμιν μεν έλαβε (ο Χριστιανός) σύμμορφος γενέσθαι τω σώματι της δόξης του Υιού του Θεού· ει γουν και εν καινότητι ζωής περιπατήσει, κατά Χριστόν και το τούτου ευαγέλλιον ζων». Με αυτές τις προϋποθέσεις θα αποκτήση «αληθεία και πράγματι» και έτσι με την δύναμη αυτής της αναστάσεως «δεδοξασμένον και ακήρατον έξει το σώμα, οποίον και ο Κύριος έσχε μετά την ανάστασιν, πόσω μάλλον το πνεύμα».

Σε άλλη διδασκαλία του λέγει ότι το Βάπτισμα είναι αρχή της μιμήσεως του Χριστού, που είναι τύπος της Ταφής και της Αναστάσεως του Χριστού· ο κατ\' αρετήν βίος και η πολιτεία κατά το Ευαγγέλιον είναι η μεσότης· και η νίκη κατά των παθών δια των πνευματικών αγώνων είναι το τέλος της μιμήσεως του Χριστού «ζωήν προξενούσα την ανώδυνον και ανώλεθρον και ουράνιον».

Άλλωστε, είναι γνωστά τα χωρία του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ίση εστίν η ζημία, η άμοιρόν τινα του βαπτίσματος απελθείν, ή εν τι των εκ της παραδόσεως ελλείπον δέξασθαι», και «πίστις και βάπτισμα δύο τρόποι της σωτηρίας συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι· πίστις μεν γαρ τελειούται δια βαπτίσματος· βάπτισμα δε θεμελιούται δια της πίστεως... βαπτίζεσθαι δει, ως παρελάβομεν· πιστεύομεν δε, ως βεβαπτίσμεθα· δοξάζειν δε, ως πεπιστεύκαμεν».

Ο υπερτονισμός των Μυστηρίων –του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της θείας Κοινωνίας– χωρίς την ασκητική ζωή, όπως εκφράζεται μέσα από την ησυχαστική -νηπτική παράδοση και την ποικιλόμορφη εμπειρία της δόξης του Θεού, είναι μια τυπική ζωή που δεν σώζει. Η μετοχή μας στα Μυστήρια της Εκκλησίας χωρίς τις απαραίτητες προϋπόθεσεις, όπως καθορίζονται από την όλη Παράδοση της Εκκλησίας, γίνεται «εις κρίμα και κατάκριμα».

Σε ένα κείμενό μου έχω αναλύσει διεξοδικά ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε έναν παράλληλο αγώνα τόσο εναντίον του Βαρλαάμ που υπερτιμούσε τα Μυστήρια και υποτιμούσε τον ιερό ησυχασμό, όσο και εναντίον των Μασαλιανών που υπερτόνιζαν την νοερά προσευχή σε βάρος της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας.

Πότε επί τέλους θα κατανοηθή αυτή η απλούστατη διδασκαλία, όπως διατυπώνεται στην Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική παράδοση; Γιατί τόση άρνηση της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως, που είναι η ευαγγελική ζωή; Δεν κατανοείται ότι αυτή η Ορθόδοξη νηπτική Παράδοση διαφοροποιεί την Ορθοδοξία από τον Παπικό Σχολαστικισμό και τον Προτεσταντικό ευσεβισμό; Δεν μπορεί να κατανοηθή ότι όλη η ησυχαστική παράδοση όπως την συναντούμε στην Αγία Γραφή, τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, στην Φιλοκαλία των Νηπτικών είναι αυτή που προσδιορίζει το «βασίλειον ιεράτευμα»;

Νομίζω ότι φάνηκε από τα ανωτέρω ότι το «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέεται με τα Μυστήρια και την νηπτική-ησυχαστική ζωή. Έξω από αυτόν τον συνδυασμό δεν μπορεί να κατανοηθή ούτε η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, αλλά ούτε και η νηπτική διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, όπως εκφράζεται και στην «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών». Επίσης, χωρίς την ησυχαστική παράδοση δεν μπορεί να ερμηνευθούν οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ιδίως μάλιστα η Β προς Κορινθίους επιστολή, η οποία, νομίζω, είναι η πεμπτουσία της όλης φιλοκαλικής διδασκαλίας.

Και ύστερα από όλα αυτά διερωτώμαι πώς είναι δυνατόν ορθόδοξοι θεολόγοι να υπονομεύουν όλη την νηπτική-ησυχαστική παράδοση και να κάνουν λόγο περί μιας «μυστικίστικης και μαγικής κατανόησης του χριστιανικού μυστηρίου» που λειτουργεί σε βάρος της «λειτουργικής αναγεννήσεως»; Μακράν επ\' εμού μια τέτοια θεώρηση, την οποία θεωρώ εσχάτη βλασφημία. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο συνδυασμός μεταξύ μυστηριακής και νηπτικής ζωής δεν έχει καμμιά σχέση με την παπική «σακραμενταλιστική αντίληψη των μυστηρίων», ήτοι την «κατά κάποιο τρόπο μαγική κατανόηση των Χριστιανικών Μυστηρίων» και την προτεσταντική «απόρριψη του Μυστηρίου».

Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν πάνω στα θέματα αυτά, αλλά θα καταλήξω το κείμενο αυτό σημειώνοντας ότι κάποιος ακαδημαϊκός διδάσκαλος, σε προφορική συζήτηση που είχα μαζί του στο παρελθόν, υποστήριξε την άποψη ότι οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών αποτελούν την «θεολογούσα Εκκλησία».

Θεωρώ αυτήν την φράση μέγα σφάλμα, αφού δεν μπορούμε να χωρίσουμε την Εκκλησία σε θεολογούσα που δεν ποιμαίνει, και σε ποιμαίνουσα που δεν θεολογεί. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ερμηνεύοντας το Άσμα Ασμάτων τονίζει την σχέση που πρέπει να υπάρχη μεταξύ Επισκόπων, θεολόγων και μοναχών, αφού οι Επίσκοποι είναι οι οφθαλμοί της Εκκλησίας, οι θεολόγοι είναι οι πνευματικοί οδόντες που λυαίνουν την τροφή και την προσφέρουν στον λαό και οι μοναχοί είναι η κόμη που στολίζει την κεφαλή, διότι αποτελείται από τρίχες που έχουν νεκρωθή. Μέσα στην Εκκλησία, παρά τις διαιρέσεις των χαρισμάτων, πρέπει να υπάρχη ενότητα, η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται στην όλη Παράδοση της Εκκλησίας.

Είναι ανάγκη, λοιπόν, όλοι μας, Κληρικοί, καθηγητές, θεολόγοι, μοναχοί, λαϊκοί να εγκολπωθούμε την εκκλησιαστική παράδοση, να μελετάμε όλα τα εκκλησιαστικά θέματα μέσα από την σύνολη παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως εκφράζεται στους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες της Εκκλησίας, και όχι να μεταφέρουμε ξένες διδασκαλίες στον εκκλησιαστικό χώρο. Πρέπει δε να αποφεύγουμε να διδάσκουμε στους νέους Κληρικούς και θεολόγους, χρησιμοποιώντας απόψεις της παλαιότερης προτεσταντικής θεολογίας, που είναι πνευματικά «μικρόβια» και αρρωσταίνουν τα μέλη της Εκκλησίας.

Βέβαια, άλλο είναι να γνωρίζουμε τις απόψεις διαφόρων προτεσταντικών Σχολών για να κάνουμε την διάκριση μεταξύ ορθοδόξου θεολογίας και ετεροδοξίας, και άλλο να τις ερμηνεύουμε ωσάν να αποτελούν και να εκφράζουν την ορθόδοξη θεολογία. Αυτή η θεολογική σύγχυση πρέπει σήμερα, ύστερα από τόσες μελέτες, να παύση να υπάρχη, και γι\' αυτό οφείλουμε να στεκόμαστε με πολύ σεβασμό τόσο απέναντι στην Ορθόδοξη Παράδοσή μας, όσο και σε αυτούς που την βιώνουν εμπειρικώς και την εκφράζουν θεολογικώς.

Ζητώ την επιείκεια των αναγνωστών επειδή επεκτάθηκα σε μια ευρύτερη ανάλυση μερικών βασικών θεμάτων, χρησιμοποιώντας βιβλικά και πατερικά χωρία. Το έκανα όμως αυτό, επειδή απεχθάνομαι τον στοχαστικό, συνθηματολογικό και λαϊκίστικο λόγο σε τέτοια σοβαρά θεολογικά ζητήματα, αφού ο στοχασμός, η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός συνιστούν μια κοσμική νοοτροπία, η οποία δεν έχει σχέση με την ορθόδοξη θεολογία. Η βάση της ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία των θεουμένων και όχι ο κοσμικός λαϊκισμός που δημιουργεί προβλήματα στους Χριστιανούς.

Περισσότερα, όμως, για τα θέματα που θίγονται στο παρόν άρθρο, για την σχέση μεταξύ θεολογίας και εμπειρίας, θα αναφερθούν όταν θα εκδοθούν, ελπίζω σύντομα, οι αναλύσεις της θεολογικής σκέψεως του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.[/fonts][/fontf]

Σωτήριος

Είναι αλήθεια σήμερα και υπάρχει αιτία, υπάρχει διάθεση να δούμε, λες και στραβωθήκαμε, όταν δε υπάρχουν προβλήματα που θέλουν λύση, να προσπαθούν να μας γυρίσουν πίσω, κοιτώντας θέσεις, απόψεις, που έχουν απαντηθεί  και με αποφάσεις συνοδικές, παραδόξως και μετά των παπικών επισκέψεων έχουν αρχίσει σχόλια και απορίες δήθεν κατά την γνώμη μου, σε σχέση με ζητήματα κακοδοξίας και μάλιστα με τον μανδύα κάποιας Ιστορικής αναζητήσεως και εξωραϊσμού των Εκκλησιαστικών μας ζητημάτων. Προσοχή, προσοχή και προσευχή, διότι δεν είναι τυχαία όλα αυτά, έχει να κάνει και με την δική μας αμαρτωλότητας αλλά και της ανεπάρκειας από πλευράς κατηχήσεως που απουσιάζει στην εποχή μας. Ο γέροντας και καθηγητής πατήρ Θεόδωρος Ζήσης εκλαϊκεύοντας το θέμα μας βοηθεί ώστε να έχουμε γνώμη στον ορισμό του Νεοβαρλααμισμού αλλά και πάρα πέρα στις επιδιώξεις του. Φυσικά δεν αδυνατίζει την ανάρτηση του Ευωχήτου φίλου αγαπητού Ιωάννου τουλάχιστον έτσι το θέλω και έτσι θέλω να διαβασθεί το δικό μου σχόλιο.υιος+ασωτος.

Νεοβαρλααμισμός ή Λειτουργική ανανέωση
16 Φεβρουαρίου, 2010 — VatopaidiFriend
Του π. Θεόδωρου Ζήση

1. Η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»

Για όσους δεν έχουν ειδική θεολογική μόρφωση ο τίτλος του θέματος είναι ασφαλώς δυσνόητος. Τί σημαίνει ο όρος «Νεοβαρλααμισμός» και ποιά είναι η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»; Αυτά θα αναλύσουμε στις δύο ενότητες της εισηγήσεως.

Είναι δύσκολο σε μία σύντομη εισήγηση να εξαντλήσουμε την ιστορία αυτής της λειτουργικής κινήσεως, τα ποικίλα θέματα και προβλήματα που θίγει. Απλώς θα παρουσιάσουμε μία αδρομερή εικόνα της. Εχει πάντως συγγραφή αξιοπρόσεκτη βιβλιογραφία, ιδιαίτερα μετά την Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965), η οποία εφήρμοσε την λειτουργική ανανέωση στον χώρο του Παπισμού) και επηρέασε και πολλούς δικούς μας λειτουργιολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, οι oποίοι εισήγαγαν στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ξένη και άγνωστη προβληματική, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ανάλογη ποιμαντική αναγκαιότητα. Το πνεύμα του κόσμου, όπως εφαρμόζεται στην πολιτική, με τα γοητευτικά συνθήματα της αλλαγής, του εκσυχρονισμού, περνάει δυστυχώς και στην Εκκλησία ως εκκοσμίκευση· αντί να αλλάξει η Εκκλησία τον κόσμο, αλλάζει ο κόσμος την Εκκλησία· αφού ο κόσμος θέλει αλλαγή και εκσυγχρονισμούς, γιατί εμείς να μείνουμε «συντηρητικοί» και «οπισθοδρομικοί»; Ας αλλάξουμε, ας ανανεώσουμε, ας εκσυγχρονίσουμε και εμείς τα δικά μας.

Μέχρι τώρα η προβληματική αυτή περιοριζόταν σε μικρό αριθμό προσώπων ήταν περισσότερο μία ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση με ελάχιστη απήχηση στην εκκλησιαστική πράξη. Ελαχιστότατοι επίσκοποι και ιερείς με δική τους πρωτοβουλία προέβαιναν σε αλλαγές και ανανεώσεις μέσα στο χώρο της Θ. Λατρείας. Τώρα η «Λειτουργική Αναγέννηση» απέκτησε εκκλησιαστική κάλυψη και συνοδική έκφραση. Από το 1999 έχει συσταθή και λειτουργεί «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως», η οποία μάλιστα σπεύδει, βιάζεται, να «ανανεώσει» και να «αναγεννήσει» πολλά στοιχεία της πολύτιμης και πατροπαράδοτης, της ατίμητης και μοναδικής Ορθόδοξης Λατρείας. Επί τόσους αιώνες μεγάλοι Αγιοι και Πατέρες, και στους καιρούς μας σύγχρονοι Αγιοι και Γέροντες, δεν κατάλαβαν, δεν συνέλαβαν την ανάγκη της ανανεώσεως· η Εκκλησία φαίνεται ότι βρισκόταν σε ένα είδος απραξίας, παραδοσιαρχίας, συντηρητισμού, νάρκης· το Αγιο Πνεύμα εκοιμάτο, δεν ενεργούσε, ο Χριστός εκάθευδε, για να χρησιμοποιήσουμε άλλη πατερική έκφραση. Ερχονται λοιπόν τώρα οι ανανεωτές, για να σώσουν την Εκκλησία από την παλαιότητα και τον συντηρητισμό, να την κάνουν σύγχρονη, δυναμική, προοδευτική. Συγκαλούνται κάθε χρόνο υπό την ευθύνη αυτής της ειδικής συνοδικής επιτροπής λειτουργικά συνέδρια και ορίζονται εισηγητές, κυριαρχικά από τους κύκλους των ανανεωτών, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι η θεολογική επιστήμη, οι ειδικοί λειτουργιολόγοι, συμφωνούν και υπερθεματίζουν για τις σχεδιασθείσες και αποφασισθείσες λειτουργικές αλλαγές.

Ηταν πολύ φυσικό και επιβεβλημένο απέναντι αυτής τής μονομερούς καί μεροληπτικής εμφανίσεως τής «Λειτουργικής Ανανέωσης» ώς εκκλησιαστικής κινήσεως με συνοδική ταμπέλα και σφραγίδα, να ακουσθούν άλλες φωνές, παραδοσιακές, οι οποίες εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τα σχεδιαζόμενα και επισημαίνουν τον κίνδυνο φθοράς και αλλοιώσεως του μυστικοασκητικού χαρακτήρος της Ορθοδόξου Λατρείας, της μοναδικότητος αλλά και της σωτηριώδους αποστολής και ενεργείας της. Αυτές οι φωνές ακούσθηκαν δυνατά σε λειτουργικό συνέδριο που οργάνωσε η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών την Ανοιξη στην Θεσσαλονίκη (27 Φεβρουαρίου -1 Μαρτίου 2002), στο οποίο κληρικοί και μοναχοί ως και πανεπιστημιακοί θεολόγοι, ανέπτυξαν με είκοσι μία (21) εισηγήσεις τις θέσεις τους για τα πιο σημαντικά θέματα που προβάλλει η «Λειτουργική Ανανέωση», παρουσιάζοντας την δισχιλιετή στάση και εμπειρία των Αγίων. Τα «Πρακτικά» αυτού του συνεδρίου, τις πολύτιμες, όντως, εισηγήσεις, τις έχουμε ήδη αποθησαυρισμένες σε ένα τριπλό τεύχος του περιοδικού «Θεοδρομία», που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες και αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον από κληρικούς και θεολόγους.

Για να γίνουμε όμως πιο πρακτικοί και συγκεκριμένοι· ποιές είναι οι λειτουργικές αλλαγές που προτείνονται από τους ανανεωτές και εκσυγχρονιστές; Θα αναφερθούμε στα σημαντικώτερα και πάλιν ζητήματα, λεπτομερή ανάλυση των οποίων ευρίσκει κανείς στο μνημονευθέν μνημειώδες τεύχος της «Θεοδρομίας» που καταλαμβάνει τετρακόσιες πενήντα σελίδες (450). Προτείνονται λοιπόν η εγκατάλειψη του χρησιμοποιούμενου σήμερα μοναστικού τυπικού και η υιοθέτηση του εγκαταλειφθέντος ασματικού τυπικού, η συντόμευση του χρόνου των ακολουθιών που θεωρούνται μακρές και κουραστικές, η μεταφορά του χρόνου ενάρξεώς τους αργότερα, ώστε να ξεκουράζονται το πρωί οι πιστοί που θέλουν να τις παρακολουθήσουν, η προτίμηση όχι αργών αλλά σύντομων βυζαντινών μελών, η τέλεση δεύτερης λειτουργίας την ίδια ημέρα από τον ίδιο ιερέα, η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, ώστε να γίνονται κατανοητά από το λαό, η εκφώνηση των ευχών και όχι η μυστική ανάγνωσή τους, η συμψαλμωδία του εκκλησιάσματος, η κατάργηση των υψηλών τέμπλων, η συμμετοχή γυναικών στους χορούς των ιεροψαλτών, η χρήση μουσικών οργάνων μέσα στις εκκλησίες, η τετράφωνη απόδοση των εκκλησιαστικών ύμνων, η σύνταξη νέων ακολουθιών για τον αρραβώνα και το γάμο, ως και νέων ευχών για τις γυναίκες μετά τον τοκετό κατά τη διάρκεια της λοχείας, η μόνιμη στροφή του ιερέως προς τον λαό κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, η κήδευση των αβαπτίστων νηπίων και των αυτοκτονούντων, η κατάργηση του ράσου, η έμμεση υποκατάσταση του μυστηρίου της μετανοίας και εξομολογήσεως από ψυχιάτρους και ψυχολόγους και πολλά άλλα.Μέχρι τώρα ο άνεμος αυτός της ανανεώσεως, μολονότι έπνεε στα μυαλά πολλών, ήταν κλειστός, σφραγισμένος, όπως στους μυθικούς ασκούς του Αιόλου. Τώρα η ίδια η Ιερά Σύνοδος άνοιξε τους ασκούς και ούτε η ίδια ημπορεί να τον συμμαζέψει. Οπως λέγει η παροιμία, όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες. Η περίπτωση του μητροπολίτου Κιλκισίου κ. Αποστόλου, οι λειτουργικές καινοτομίες του οποίου ξεσήκωσαν την πόλη του Κιλκίς, επιβεβαιώνουν αυτήν την διαπίστωση. Μετά από έντονα διαβήματα και ενυπόγραφες καταγγελίες πολιτών, η Ιερά Σύνοδος αναγκάσθηκε να πάρει θέση και να συστήσει στον κατά τα άλλα σεβαστό και πολιό αρχιερέα να είναι προσεκτικός, μολονότι θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όσα ο μητροπολίτης έσπευσε να εφαρμόσει αποτελούν προτάσεις της «Λειτουργικής Ανανέωσης», αυτά προτείνουν οι ειδικοί λειτουργιολόγοι και προωθεί σιγά-σιγά η «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως». Επρεπε να τον επαινέσουν και όχι να τον επιπλήξουν, αφού είναι καρπός όλης αυτής της «ανανεωτικής» νοοτροπίας, εμείς δε να τον ευχαριστήσουμε, διότι δεν μας αποκοίμισε, δεν είναι δίγλωσσος και δίψυχος, αλλά ό,τι πιστεύει το εφαρμόζει, και είχαμε έτσι την δυνατότητα να διαπιστώσουμε την ποιότητα της περίφημης «Λειτουργικής Αναγέννησης».

2. Ο Νεοβαρλααμισμός της «Λειτουργικής Αναγέννησης».

Μέχρις εδώ προσπάθησα σύντομα να εξηγήσω το μισό μέρος του τίτλου, να ιχνογραφήσω, να ζωγραφίσω με αδρές πινελιές το πρόσωπο της περιώνυμης «Λειτουργικής Ανανέωσης». Τί σημαίνει όμως ο όρος «Νεοβαρλααμισμός», ο οποίος κατά την εκτίμηση πολλών και την ιδική μας χαρακτηρίζει, σφραγίζει την λειτουργική αυτή ανανεωτική τάση. Ο όρος σημαίνει ότι πρόκειται για επανεμφάνιση, για αναβίωση της διδασκαλίας του δυτικού μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού, τον οποίο αντιμετώπισε τον 14ο αιώνα ο μέγας θεολόγος και πατήρ της Εκκλησίας, ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωσή τους δεν έχουμε σύγκρουση δύο προσώπων, διατύπωση απλώς διαφορετικών γνωμών, αλλά σύγκρουση δύο πολιτισμών, δύο κόσμων της αγιοπνευματικής, μυστικοασκητικής Ορθοδόξου Ανατολής και της ορθολογιστικής και εκκοσμικευμένης παπικής Δύσεως, η οποία επεχείρησε τότε δια του Βαρλαάμ να ανανεώσει, να εκσυγχρονίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία, απορρίπτοντας την μυστική οδό γνώσεως και προσεγγίσεως του Θεού και καταργώντας την κακοπάθεια του σώματος και όλη την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας.

Στενοχωρήθηκα και ελυπήθηκα, όταν διεπίστωσα ότι η σύγχρονη λειτουργική ανανέωση κινείται βασικώς στην ίδια πνευματική και θεολογική γραμμή του Βαρλαάμ, ο οποίος στα πρόσωπα των ιδικών μας, ίσως ανύποπτων και ανεπαρκώς γνωριζόντων την ορθόδοξη παράδοση ανανεωτών, επιχειρεί να πάρει τη ρεβάνς από τον Αγιο Γρηγόριο Παλαμά, λεληθότως και δια των ημετέρων να αναστήσει τον δια συνοδικών αποφάσεων καταδικασθέντα «Διαφωτισμό» και ορθολογιστικό Ουμανισμό της Δύσεως. Από της πλευράς αυτής η «Λειτουργική Ανανέωση» δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ελαφρά τη καρδία ως μία θεολογική αδολεσχία και αντιπαράθεση γνωμών και επιχειρημάτων επάνω σε ακίνδυνα και θεολογούμενα θέματα, αλλά ως επικίνδυνη αίρεση με σοβαρές πνευματικές και σωτηριολογικές επιπτώσεις. Ηδη χαρακτηρίσθηκε ως αίρεση από τον πρωτοπρεσβύτερο και τώρα αρχιμανδρίτη, μετά από μακροχρόνια ευλογημένη και αγόγγυστη χηρεία, π. Σαράντη Σαράντο, καθηγητή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, πνευματικώς προεστώτα πολυμελούς ομίλου παραδοσιακών και αγωνιστών κληρικών του λεκανοπεδίου της Αττικής (1). Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός· συμφωνεί με τα πράγματα. Αφού ο Βαρλααμισμός καταδικάσθηκε από την Εκκλησία δια σειράς συνόδων τον 14ο αιώνα ως αίρεση, αυτό σημαίνει ότι και ο επί της αυτής γραμμής κινούμενος Νεοβαρλααμισμός της «Λειτουργικής Αναγέννησης» είναι επίσης αίρεση. Σημαίνει ακόμη ότι είχαμε δίκαιο όταν, εξ αφορμής της ελεύσεως του πάπα στην Αθήνα, ισχυριζόμασταν ότι ο πάπας ήλθε, αλλά δεν έφυγε, παραμένει ως νοοτροπία και ενεργεί, όπως παλαιά, με νέους Βαρλαάμ στο χώρο τής Ορθοδοξίας.

Για να μη φαίνονται όμως υπερβολικές αυτές οι εκτιμήσεις και οι συγκρίσεις, θα προσπαθήσουμε σύντομα να τις κατοχυρώσουμε. Δύο δομικές, ουσιαστικές ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα στη διδασκαλία του Βαρλαάμ και στις απόψεις των συγχρόνων Νεοβαρλααμιτών της «Λειτουργικής Ανανέωσης». Η πρώτη δίνει μεγάλη σημασία στον νου, στη γνώση, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στην κατανόηση των λεγομένων περί του Θεού και των θείων. Η δεύτερη καταργεί τον κόπο και την άσκηση του σώματος, την κακοπάθεια του σώματος, και προβάλλει την άνεση, την ανάπαυση, την ξεκούραση, ώστε να ημπορεί ο πιστός ξεκούραστος και όχι καταπονημένος να προσεύχεται, να κατανοεί τα πραττόμενα και λεγόμενα.

Πράγματι, όταν ο Βαρλαάμ πληροφορήθηκε από μοναχούς της Θεσσαλονίκης για την μέθοδο της νοεράς προσευχής, ότι είναι δυνατόν καθαιρόμενος ο πιστός από τα πάθη να προσεγγίσει τον Θεό, κατά το μέτρο της καθάρσεως, έστω και αν είναι αγράμματος και δεν κατανοεί όσα λέγονται στην Αγία Γραφή και στα λειτουργικά κείμενα, να αξιωθεί της θεωρίας του ακτίστου φωτός και να φωτισθεί, μεταποιουμένων και μεταμορφουμένων όλων των γνωστικών του οργάνων και μετατιθεμένων στην περιοχή των ακτίστων ενεργειών της Θ. Χάριτος, ειρωνεύθηκε τους μοναχούς, αρνήθηκε ότι υπάρχει άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία φωτίζει και αγιάζει, και τους συνέστησε ως μόνη οδό θεογνωσίας την ενασχόληση με την επιστήμη και την φιλοσοφία, την κάθαρση όχι από τα πάθη, αλλά από την άγνοια. Δεν ήταν δύσκολο να ανατρέψει αυτόν τον ουμανιστικό Διαφωτισμό ο Αγιος Γρηγόριος, που προσεκλήθη να έλθει στην Θεσσαλονίκη από το Αγιον Ορος. Να πει, πολύ σχηματικά, πως, αν όντως σώζεται και τελειοποιείται κανείς με την φιλοσοφία και τη γνώση, τότε οι αρχαίοι Ελληνες σοφοί θα ήσαν θεοπτικότεροι των προφητών και του μείζονος εν γεννητοίς γυναικών Προδρόμου και Βαπτιστού, ο οποίος δεν φοίτησε σε σχολεία, αλλά τελειοποιήθηκε στην έρημο, ο Χριστός θα επέλεγε ως κήρυκας του Ευαγγελίου για να το κατανοούν και να το διδάσκουν καλύτερα όχι αγράμματους αλιείς, αλλά φιλοσόφους και επιστήμονες, και στον πλούσιο νεανία που ζήτησε να μάθει πως θα σωθεί και θα τελειοποιηθεί δεν θα έλεγε να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να τα διανείμει στους πτωχούς και να τον ακολουθήσει, αλλά θα του υπεδείκνυε σχολεία για να πάει να μορφωθεί, ώστε να κατανοεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου (2).

Είναι καταλυτική η συμπερασματική σκέψη του Αγίου Γρηγορίου, απευθυνόμενη προς τον τότε Βαρλαάμ και στους νέους Βαρλαάμ των καιρών μας. Τους λέγει ότι χωρίς κάθαρση από τα πάθη και τις κακίες, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ενεργήσει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, να αγιάσει και να φωτίσει, εγγραμμάτους και αγράμματους, σοφούς και ασόφους, κατανοούντας και μη κατανοούντας, ακόμη και αν μάθει κανείς όλες τις επιστήμες και όλη τη συσσωρευμένη γνώση, από του Αδάμ μέχρι της συντέλειας, θα εξακολουθήσει ως προς τα θεία να είναι μωρός και τυφλός, κλειστός παντελώς στην φωτιστική και θεοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ξένος προς τα λεγόμενα και τελούμενα. Στην περίπτωση αυτή ένας αγράμματος, αλλά ταπεινός και κεκαθαρμένος πιστός, όπως και ένα απονήρευτο παιδί, βιώνει και μετέχει στα τελούμενα καλύτερα από ένα φιλόλογο καθηγητή και επιστήμονα: «Καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντέλειας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, εση ή σοφός» (3).

Το ίδιο ισχύει και με την κακοπάθεια και ανάπαυση του σώματος. Ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι δεν πρέπει να κουράζουμε το σώμα με την άσκηση, τη νηστεία, τις πολύωρες ακολουθίες, την ορθοστασία, την κακοπάθεια, τις μετάνοιες, γιατί με κουρασμένο και εξαντλημένο το σώμα ο νους δεν μπορεί να αφοσιωθεί στο έργο της προσευχής. Ο Αγιος Γρηγόριος απαντά ότι στη λατρεία μετέχουμε ως ψυχοσωματικά όντα, μετέχουμε και με το σώμα μας, και ότι η κάθαρση από τα πάθη επιτυγχάνεται με την άσκηση και την κακοπάθεια του σώματος, ενώ αντίθετα με την περιποίηση και την ανάπαυση του σώματος θεριεύουν τα πάθη, δεν θεραπεύονται· γι' αυτό η χριστιανική ζωή είναι στενή και τεθλιμμένη οδός, εσταυρωμένος βίος· όλοι οι άγιοι ακολούθησαν αυτήν την ασκητική μέθοδο, την οποία ανατρέπει ο Βαρλαάμ, ο καθηγητής της απραξίας, όπως τον αποκαλεί. Η απαλλαγή από την εμπάθεια και την ηδυπάθεια μόνον με την άσκηση του σώματος είναι δυνατή· οι αμαρτωλές τάσεις του σώματος και οι πονηροί λογισμοί εξασθενούν με την νηστεία, την αγρυπνία, τις μετάνοιες, με όλα τα μέσα που προκαλούν οδύνη και πόνο. Ο Κύριος συνέδεσε την προσευχή με την νηστεία, ο δε Αγιος Γρηγόριος Θεολόγος συμπεραίνει ότι «ουδενί των πάντων ούτως ως κακοπαθεία Θεός θεραπεύεται» (4).

Μεταφερόμενα αυτά στις προτάσεις και ρυθμίσεις της σύγχρονης λειτουργικής ανανέωσης φανερώνουν ότι επαναλαμβάνονται στο ακέραιο οι δύο βαρλααμικές πλάνες. Πολλές από τις λειτουργικές αλλαγές, όπως η συντόμευση των ακολουθιών, η αλλαγή του ωραρίου ενάρξεως των ακολουθιών, η δεύτερη θεία Λειτουργία, η τοποθέτηση καθισμάτων σε όλους τους χώρους του ναού, η κατάργηση των αργών μελών της βυζαντινής μουσικής και όλα τα παρόμοια, τείνουν όπως παρατηρεί ο π. Μωϋσης ο Αγιορείτης «προς το άκοπο, το άμοχθο, το εύκολο, αυτό που φαίνεται πως ικανοποιεί τον σύγχρονο κουρασμένο άνθρωπο. Λησμονείται το ασκητικό, το μαρτυρικό, το θυσιαστικό και πάντοτε ενυπάρχον έμπονο στοιχείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (5).

Από την άλλη πλευρά άλλες προτεινόμενες αλλαγές, όπως η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, η έκφωνη ανάγνωση των ευχών, η κατάργηση ή το χαμήλωμα των τέμπλων, η χρήση μικρών λειτουργικών εγκολπίων από τους πιστούς και πολλά άλλα υιοθετούν την ορθολογιστική βαρλααμική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία πρέπει να κατανοούμε τα λεγόμενα και τα πραττόμενα, γιατί διαφορετικά δεν ωφελούμαστε. Καταργείται έτσι, μετά από την ασκητική, και η μυστική διάσταση της Ορθοδόξου πνευματικότητος. Ο Θεός όμως δεν κατανοείται, αλλά βιώνεται. Ενεργεί όχι επί των σοφών και εγγραμμάτων, αλλά επί των καθαρών και ταπεινών τη καρδία, τους οποίους φωτίζει και αγιάζει, ακόμη και όταν δεν κατανοούν. Στην Εκκλησία πηγαίνουμε όχι για να κατανοήσουμε, αλλά για να εμφανισθούμε, να παρουσιασθούμε μπροστά στο Θεό, να δώσουμε το παρών στους αγγέλους που καταγράφουν τους παρόντες, και να δεχθούμε την αγιαστική Χάρη εκ μέρους των ιερέων. Αυτό επιτυγχάνεται και εξαρτάται όχι από το βαθμό κατανοήσεως των τελουμένων, αλλά από τον βαθμό της πνευματικής προκοπής και τελειότητος, από την διάθεση να βιώσει, να ζήσει κανείς κοντά στο Θεό και στα θεία (6).

Επίλογος

Επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι η «Λειτουργική Αναγέννηση» αναβιώνει, επαναφέρει τον Βαρλαάμ του 14ου αιώνος στις δυο βασικές ουμανιστικές του κατευθύνσεις: α) Στην μεγάλη σημασία που δίδει στη γνώση, στην επιστήμη, στην κατανόηση ως οδό τελειώσεως και β) στην κατάργηση της κακοπαθείας, της ασκήσεως του σώματος κατά την διάρκεια της προσευχής και στην επιδίωξη της άνεσης, της ξεκούρασης. Αυτά τα δύο επιδιώκουν και οι σημερινοί ανανεωτές της Θ. Λατρείας, ίσως χωρίς να γνωρίζουν ότι κινούνται σε αιρετικό και επικίνδυνο κλίμα, με σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες, αν κατορθώσουν να επιβάλουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Οι ανησυχίες πολλών κληρικών, μοναχών και λαϊκών δεν έχουν προσωπικά κίνητρα και σκοπιμότητες· επιθυμούν να παραμείνει ανοικτός ο δρόμος που ακολούθησαν οι Αγιοι, ο δοκιμασμένος δρόμος της μυστικοασκητικής βιοτής, που οδηγεί στον αγιασμό και στη θέωση, «η στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις την ζωήν»· ο ορθολογισμός και η ξεκούραση, η άνεση, είναι «η ευρύχωρος οδός η απάγουσα εις την απώλειαν» (7).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Αρχιμ. ΣΑΡΑΝΤΗ ΣΑΡΑΝΤΟΥ, «Η ιερολογία του γάμου και τα συναφή προβλήματα», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 254.

2. Περί αυτών βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, εκδ. "Βρυέννιος", Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 134-137.

3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περί των ιερώς ησυχαζόντων 1,1,3, εν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.

4. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, αυτόθι, σελ. 147-149. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 24, ΙΙ, PG 35,1181Β.

5. Γέροντος ΜΩΫΣΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ, «Προβληματισμοί και τάσεις στη σύγχρονη λειτουργική αναγέννηση», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 38.

6. Εκτενή κατοχύρωση αυτού του μυστικού στοιχείου που καταργούν οι ανανεωτές βλ. εν Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Πρέπει να μεταφρασθούν τα λειτουργικά κείμενα;», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 394-404.

7. Ματθ. 7,13-14.

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ανάρτηση!!
Το κειμενό σας ήταν διαφωτιστικότατο και πάρα πολύ βοηθητικό για την κατανόηση του φαινομένου του \"Νεοβαρλααμισμού\".
Σας ευχαριστώ και πάλι και ελπίζω στην βοήθεια και τη στηριξή σας...[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                 

                                                                         Ο π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ

                                                                          ΚΑΙ Ο ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ
                                                            Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου

                                                                     

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έδωσε μεγάλη σημασία και βαρύτητα στην νηπτική παράδοση, γιατί εκεί εντοπίζεται, εκτός από τα δόγματα, η διαφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως με την παράδοση των Φραγκολατίνων και των Προτεσταντών.

Μάλιστα αυτό το εντόπισε στους όρους «analogia entis» (αναλογία του όντος) και «analogia fidei» (αναλογία της πίστεως) που συνίστανται σε διαφορετικούς τρόπους βιώσεως της αποκαλύψεως του Θεού.

Η analogia entis αναφέρεται στο ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ ακτίστου και κτιστού, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από τα αρχέτυπα είδη και η σωτηρία του ανθρώπου είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών. Πρόκειται για την κλασσική μεταφυσική, από την οποία επηρεάσθηκε η θεολογία των Φραγκολατίνων.

Έτσι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, μπορεί κανείς να γνωρίση την ουσία του Θεού, εάν γνωρίση την ουσία των κτιστών όντων, χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική. Αυτήν την παράδοση εξέφραζε ο Βαρλαάμ, γι\' αυτό και ο άγιος Γρηγόριος αντέδρασε σε αυτήν την λεγομένη «στοχαστική αναλογία».

Η analogia fidei αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό διά της πίστεως, όπως αποκαλύπτεται στην Αγία Γραφή. Η παράδοση αυτή κάνει λόγο για το ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν δίνεται διά της φιλοσοφίας, αλλά διά της Αγίας Γραφής, η οποία είναι ο λόγος του Θεού. Έτσι, μελετώντας κανείς την Αγία Γραφή, γνωρίζει τον Θεό και έρχεται σε επικοινωνία μαζί Του, διότι η αποκάλυψη του Θεού έχει κατατεθή μέσα στην Αγία Γραφή.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ισχυριζόταν ότι αυτές οι δύο παραδόσεις, (analogia entis - analogia fidei) χαρακτηρίζουν τον δυτικό Χριστιανισμό και είναι ξένες προς την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι για να συναντήση κανείς τον Θεό στηρίζεται στην προσωπική μέθεξη της ακτίστου καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, που βιώνεται μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την άσκηση. Η άσκηση είναι η νηπτική-ησυχαστική παράδοση που είναι η προϋπόθεση των δογμάτων και ο δρόμος για την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό.

Έτσι, η θεογνωσία δεν συνδέεται με την φιλοσοφία, ούτε απλώς με την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, η οποία είναι σημαντική, διότι καταγράφει την εμπειρία της θεώσεως, αλλά συνδέεται με την βίωση της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως και την όλη εκκλησιαστική ζωή.

Αυτήν την νηπτική-παράδοση ο π. Ιωάννης την χαρακτήριζε ως θεραπεία, έναν όρο που τον συναντάμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση, διότι με την κάθαρση και τον φωτισμό ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση, την κοινωνία με τον Θεό διά της θεραπείας του ανθρώπου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσιάζει ως πρότυπο ησυχαστού την Παναγία που έζησε στα Άγια των Αγίων και χρησιμοποίησε την μέθοδο «της καθ\' ησυχίαν αγωγής». Γι\' αυτό, όπως γράφει, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέα του Θεού, τότε αυτή «μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής».

Έτσι, «θεωρία εστι της υγιαινούσης καρπός οιόν τι τέλος ούσα και είδος θεουργού». Συνεπώς, θεοποιείται ο άνθρωπος, όχι διά «της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας», αλλά διά της αγωγής της ησυχίας, με την οποία θεραπεύεται.

Η εκκλησιαστική αυτή παράδοση ήταν η βάση της θεολογίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη και ήταν πρακτική συνέπεια της θεολογικής του έρευνας για το Προπατορικό Αμάρτημα.

Γι\' αυτό ισχυριζόταν ότι αν κανείς δεν καταλάβη καλά την απόκλιση του analogia entis και analogia fidei από τη θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, δεν μπορεί να αντιληφθή τις αιρέσεις του Δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και την αξία της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                                                     Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ,

                                                                                       ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ

                                                                           ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ

                                                                                Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου

                                                                                             ========================
                             

Η όλη εκκλησιαστική διδασκαλία για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι η προϋπόθεση των ορθοδόξων δογμάτων.

Όταν χάνεται αυτή η παράδοση, τότε οδηγούμαστε στην στοχαστική και την σχολαστική θεολογία. Αυτό φαίνεται στο πως στην Δύση από την ορθόδοξη ασκητική και νηπτική παράδοση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου Πάπα Ρώμης, πέρασαν οι Δυτικοί στον σχολαστικισμό του Ανσέλμου Καντερβουρίας και του Θωμά του Ακινάτη.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας εξέφραζαν με κτιστά ρήματα και νοήματα (όροι-δόγματα και κανόνες) την εμπειρία της ακτίστου πραγματικότητος, την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι με άρρητα ρήματα. Επομένως, η άρνηση της διδασκαλίας της consensus patrum της Εκκλησίας στην πραγματικότητα είναι μια αποδόμηση των ορθοδόξων δογμάτων.

Κατά συνέπεια, η πορεία των Χριστιανών δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως-θεώσεως είναι προσδιορισμένη από την παράδοση της Εκκλησίας, και είναι επικίνδυνο να αρνηθή κανείς αυτόν τον τρόπο πνευματικής ζωής, η να θεωρήση ότι δήθεν είναι επηρεασμός των Προτεσταντών και κάτι που «εγκαινιάσθηκε» από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και αποτελεί «ολισθηρό δρόμο» για μας. Πρόκειται για την γνήσια ευαγγελική και εκκλησιαστική ζωή.

Είμαστε αμαρτωλοί, κάνουμε λάθη, αλλά δεν υπονομεύουμε την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτήν έχουμε πρότυπο και προσπαθούμε να μετανοούμε και να συντονιζόμαστε σε αυτήν και όχι να την κατεβάζουμε στο δικό μας επίπεδο.

Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, από τους μεγαλύτερους πατρολόγους της εποχής μας, διεθνούς ακτινοβολίας, αναφερόμενος στην «μέθοδο θρησκευτικής εμπειρίας» κάνει μια σύντομη ανάλυση, από τον αρχέγονο Χριστιανισμό και εντεύθεν, για το «τριαδικό σχήμα πνευματικής τελειώσεως» η «την κλίμακα της τελειώσεως» του ανθρώπου.

Μάλιστα δε στους λόγους του Χριστού «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ, 6) βλέπει τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής που είναι η ηθική, η φυσική και η θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι τα περί καθάρσεως, φωτισμού και τελειώσεως, ούτε «ρωμανίδειες αντιλήψεις» είναι ούτε επηρεασμός από τους Προτεστάντες. Θα ήταν παράδοξο και ασεβέστατο να κατηγορήση κανείς τους Πατέρες της Εκκλησίας επί προτεσταντισμώ!

Έτσι, όσοι αρνούνται τα περί πνευματικής προόδου και την διαβάθμιση της πνευματικής ζωής, κατά τον βαθμό της πνευματικής τους πείρας, ουσιαστικά αυτοί αρνούνται την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας και εισήλθαν σε «ολισθηρό δρόμο» και «προτεσταντίζουν», αφού οι Προτεστάντες ομιλούν για αναγέννηση που έγινε εφ' άπαξ και αρνούνται τα περί της ενεργείας των παθών.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δίδασκε ότι αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν στις ημέρες μας εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και δεν καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος «και υπ' αυτού βαπτιζομένους υιούς Θεού και θεούς εν γνώσει και πείρα και θεωρία γίνεσθαι, πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την οικονομίαν και φανερώς απαρνείται την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν». Μάλιστα, αυτό το θεωρεί αίρεση.

Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνοντας λόγο για τα τρία γένη αθεΐας, μεταξύ άλλων λέγει ότι «τούτ' έστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν», γιατί οι θεολογίες των αγίων είναι «θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχισμα της ευσεβείας συμπληρούσα». Έτσι, εκείνος που αρνείται την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων όχι μόνον περιπίπτει σε αίρεση, αλλά εκφράζει ένα είδος αθεΐας, αφού δεν έχει προσωπική γνώση του Θεού ούτε οδηγείται προς αυτήν.[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                                            ΝΕΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ "ΘΕΟΛΟΓΙΑ"

                                                                                   Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου

                                                                                                        =================

                                                                                                           
Έχω συζητήσει με ορθόδοξο Καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σε Πανεπιστήμιο του Εξωτερικού και έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, και ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο, οπότε πρέπει να απομακρύνουμε τα σύννεφα για να φωτισθούμε απευθείας από τον Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σε αυτήν την προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία. Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική – με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πως θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα.

Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση η τουλάχιστον την προσεγγίζουν.

Στην συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος, μεταπατερική θεολογία, αφού θεωρείται ότι δεν μας χρειάζονται πια οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σε άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», και, επομένως, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εποχή μας.

Νομίζω ότι η νεοπατερική και μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μια άποψη, σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία είχε αξία για την εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία και η θεολογία των συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει και την πατερική και την σχολαστική θεολογία.

Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ\' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής.

Οπότε, δεν υπάρχει εμβάθυνση στην αλήθεια με την πάροδο του χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση της Αληθείας, αλλά η Εκκλησία την «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια την διατυπώνει ανάλογα με τα προβλήματα της εποχής.

Στην εμφάνιση της λεγομένης νεοπατερικής και μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι που εργάσθηκαν στον δυτικό χώρο, με κέντρο το Παρίσι. Ήλθαν σε διάλογο με την δυτική σκέψη και προσπάθησαν να απαντήσουν στα προβλήματα που συνάντησαν.

Χρεωστούμε πολλά σε αυτούς τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα τον Βλαδίμηρο Λόσκυ, που έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα τους λεγομένους νηπτικούς.

Αλλ\' όμως μεταξύ αυτών των θεολόγων υπάρχουν και μερικοί που εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας. Θα μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.

Γίνεται λόγος για έναν οικουμενισμό που «θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις λεκτικές διαμάχες για να θεμελιωθεί πάνω σε έναν πειραματικό ρεαλισμό της σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα και έννοιες, που τελικά δεν είναι παρά ίχνη, μέσα στο σφαιρικό βίωμα της Εκκλησίας, μέσα σε ό,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».

Συνδέεται ο φανατισμός με την «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί αν όχι το σπέρμα του, τουλάχιστον το χώμα όπου καλλιεργείται» και γι\' αυτό γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση μιας οικίας «με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία», μέσα στην οποία θα χωρούν όλοι. Και όσοι δεν θέλουν να εργασθούν για την κατασκευή μιας τέτοιας οικίας, θα πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ το «κλειδί» της οικίας είναι ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος και εκείνα που μας ενώνουν.

Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να επιχειρηθή «μια καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε να εργασθούμε πολύ με την προοπτική αυτής της συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά να φιλονικούμε μεταξύ μας».

Τέτοιες «μεταπατερικές και συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπρατικό» στην Ελλάδα και τίθενται είτε σε αντιπαράθεση προς τους Πατέρες που θεωρούνται «μουσεία» του παρελθόντος, είτε με αυτές παρερμηνεύονται τα πατερικά χωρία για να ενταχθούν στην νέα νοοτροπία.

Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός και η προοπτική της μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας, που είναι πολύ επικίνδυνη για την Ορθόδοξη Εκκλησία και οδηγεί σε έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στον τρόπο ζωής, αλλά και στην έκφραση της πίστεως. Αμφισβητείται με αυτό στην πραγματικότητα η οριοθέτηση της πίστεως, την οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                                                 \"ΝΕΟΠΑΤΕΡΙΚΗ, ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ

                                                                                        ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΚΗ "ΘΕΟΛΟΓΙΑ"


                                                                                Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου
                                                                                 
                                                                                     Οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων

                                                                                            και οι ζωντανοί οργανισμοί

                                                                   
                                                                                                   ===================

Όλοι μας πρέπει να αποδεχθούμε την βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία θεώσεως και, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες και όχι οι Πατέρες την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή και σε κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».

Όσοι θέλουν να είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται την διδασκαλία τους, τους καθιστούν πατέρες τους και κληρονομούν δια της πνευματικής γεννήσεως και τον λόγο και τον τρόπο της ενθέου ζωής τους.

Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από το παρελθόν σε κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά από ζωντανούς και όχι νεκρούς γονείς, έτσι και η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς και όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.

Με αυτήν την πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ\' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. ε, 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ και Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα διά του Ευαγγελίου, δηλαδή διά της εφαρμογής των εντολών του Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.

Όποιος ζη την ίδια παράδοση, εφαρμόζει τις ευαγγελικές εντολές στην ζωή του, αγωνίζεται εναντίον των παθών του για να αποκτήση μέθεξη του Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία και με τους άλλους Αγίους που έζησαν πριν από αυτόν και ανήκει στην ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος των Πατέρων που υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν· ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».

Ο Θεός μας δεν είναι Θεός των στοχαστών και φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων (όχι των μεταπατέρων), ο Θεός των ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε εποχή.

Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι \"αποστολική\", αλλά είναι επίσης και \"πατερική\". Ουσιαστικώς είναι \"η Εκκλησία των αγίων Πατέρων\". Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι \"πατερική\", είναι αληθώς και \"αποστολική\"».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Εκκλησία δεν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών\". «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις την θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον διά του φορέως της ζώσης εμπειρίας της Εκκλησίας».

Έτσι, για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα:

Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες.

Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.

Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.


Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ενοχλούνται από την θεολογία την οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε την γνήσια ορθόδοξη θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων με την σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε την θεολογία με την εμπειρία, την καθηγητική έδρα με το ησυχαστήριο.

Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.

Σε μια εισήγησή μου, που έγινε στο παρελθόν, προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».

Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας.

Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.

Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύονται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                                       "ΠΑΛΑΜΙΚΗ" ΚΑΙ "ΝΕΟΠΑΛΑΜΙΚΗ" ΘΕΟΛΟΓΙΑ

                                                                               Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου


                                                                                       

Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός για την Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία με την δυτική σχολαστική θεολογία στα πρόσωπα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ.

Στον διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς και εκφραστής ολοκλήρου της θεολογίας της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή του, αφού εξέφρασε την διδασκαλία των Αποστόλων, των Αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.α. Σε όλη αυτήν την περίοδο η θεολογία της Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σε μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι\' αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός και νέος θεολόγος.

Έτσι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπορεί να θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εκφράσθηκε από αυτόν. Το ίδιο παρατηρούμε και με την διδασκαλία όλων των Αγίων.

Συνήθως, οι απόψεις των αιρετικών λάμβαναν την ονομασία από το πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ως «γρηγοριανή», του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Το ίδιο και θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.

Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δε ότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με έναν σκωπτικό χαρακτήρα, για να υποτιμηθή και να θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από την θεολογία της Εκκλησίας. Υπήρχαν δε και θεολόγοι οι οποίοι στο παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά για την όλη ησυχαστική παράδοση που εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Στην συνέχεια εμφανίσθηκε και ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και επανερμηνείας της θεολογίας του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μια αλλοίωση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.


Για παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά για την σχέση και διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός για την προσωπική μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Πώς μπορεί να ομιλή κάποιος επιστήμονας για μια θεωρία, όταν απορρίπτη την πράξη, η οποία την επιβεβαιώνει; Αυτό είναι και αντιεπιστημονικό. Γι\' αυτό κατά την «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι που δεν δέχονται την ησυχαστική παράδοση την οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».

Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν την νοοτροπία, λόγω της ενασχολήσεώς μου με το έργο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γι\' αυτό, όταν θέλησα να αναλύσω την διδασκαλία του και να καταγράψω τα πολυχρόνια συμπεράσματά μου, το έκανα επί τη βάσει της ζωής των εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν την ίδια ησυχαστική παράδοση και εμπειρία που είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και είχε βιώσει στο Άγιον Όρος.

Έτσι το έργο το οποίο συνέγραψα έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια μερικών κύκλων που επέμεναν να ερμηνεύουν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με έναν στοχαστικό, σχολαστικό και φιλοσοφικό τρόπο. Δεν μπορεί, όμως, να δη κανείς την ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τον χώρο που βιώθηκε και είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.

Επομένως, οι όροι «παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως και είναι επικίνδυνοι για τα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
      ΚΑΙΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ

                                                                                                                            =========
             Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΕΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΙΓΝΑΤΙΟ




(ΑΦΟΡΑ ΟΜΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟ, ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (ΣΑΒΒΑΤΟ), ΔΑΝΙΗΛ ΠΟΥΡΤΣΟΥΚΛΗ, ΤΟΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ, ΤΟΝ π. ΘΕΟΔΟΣΙΟ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟ, ΤΟΝ ΠΑΠΑ- ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΗ, ΤΟΝ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΘΕΡΜΟ, ΤΟΝ π. ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΠΑΣΟΥΔΗ, ΤΟΝ κ. ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ, ΩΣ ΜΗ ΟΦΕΙΛΑΝ, ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ.)



Είναι γνωστό, Σεβασμιώτατε, πως είσθε ένας εκ των θερμότερων υποστηρικτών της λεγομένης «λειτουργικής ανανέωσης», δηλαδή υπέρ της μεταφράσεως λειτουργικών κειμένων και ευχών από το πρωτότυπο στην δημοτική. Και το αποδεικνύετε μάλιστα στην πράξη, καθότι έχετε καθιερώσει σε ορισμένες περιπτώσεις να διαβάζονται, ακόμη και από εσάς τον ίδιο ευχές του γάμου π.χ. στην δημοτική, παραβιάζοντας σχετική οδηγία της Ιεράς Συνόδου, η οποία απαγορεύει την μετάφραση οποιασδήποτε λειτουργικής ή άλλης πράξεως.

Σας το λέμε λοιπόν ρητά και κατηγορηματικά, προτού ακόμη προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση για το θέμα, πως αν συνεχίσετε να αναγινώσκετε εσείς ή άλλος ιερεύς της Μητροπόλεως, ευχές ή λειτουργικά κείμενα στην δημοτική, θα αποχωρούμε ευθύς αμέσως από τους Ναούς, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας. Το θέμα δεν είναι τόσο η παραβίαση μιας αποφάσεως (την από 14/4/2010 ) της Συνόδου (που ασφαλώς και είναι θέμα), αλλά βαθύτερο, καθότι με την κίνησή σας αυτή αμφισβητείτε το σύνολο της λειτουργικής παραδόσεως, με το ευτελές επιχείρημα, πως οι νέοι δεν κατανοούν τη Θ.Λ. κτλ. Στο σημείο αυτό Σεβασμιώτατε όμως θα πρέπει να μας εξηγήσετε, πως αντιλαμβάνεστε τη συμμετοχή των πιστών στη Θ.Λ.: είναι μέθεξη (=επικοινωνία καρδιακή με το Θεό) ή λογική κατανόηση; Διότι αν ισχύει το πρώτο τότε οι μεταφράσεις είναι παντελώς περιττές. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε οδηγούμαστε σε έναν φιλοσοφικό χριστιανισμό, στηριγμένο στον ορθό λόγο και τη νοησαρχία, ο οποίος ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια, δίνοντας -το πολύ- απαντήσεις σε διάφορα θέματα καθημερινότητας ή διατυπώνοντας κανόνες «καλής» συμπεριφοράς (ηθικισμός, καθηκοντολογία), και άρα ανατρέπεται εκ βάθρων όλη η Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή εκφράστηκε από τον κορυφαίο Θεολόγο της δευτέρας χιλιετίας, Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και η οποία σε αδρές γραμμές έχει τη βάση της στην νοερά προσευχή και την άσκηση, που οδηγούν στην κάθαρση απ' τα πάθη, και εν τέλει στο κατά Χάριν φωτισμό που αναβιβάζει στην ανώτερη βαθμίδα τελειώσεως, τη Θεοπτία.

Μια λογική προσέγγιση συνιστά έλλειμα αληθινής Ορθόδοξης Θεολογίας, καθότι όπως αναφέρει και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, αυτού του είδους η θεολογία είναι καθαρά επιφανειακή, και στηρίζεται στην πρακτική ωφελιμότητα. Φυσικά λοιπόν, και δεν ισχύει αυτή η θεωρία της λογικής κατανόησης, καθότι οι Ορθόδοξοι θεολογούν «αλιευτικώς» και όχι «αριστοτελικώς», όπως σημειώνει με έμφαση ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο Θεός, Σεβασμιώτατε, δεν ανακαλύπτεται με την λογική, αν κατανοούμε ή όχι διανοητικά τα κείμενα, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται σε κάθε ταπεινή και καλοπροαίρετη ψυχή και εν συνεχεία η λογική διατυπώνει, κατά το δυνατόν, αυτή την Αποκάλυψη.

Είμαστε λοιπόν πέρα για πέρα αρνητικοί σε όλες αυτές τις επιπόλαιες ενέργειές σας, επιπρόσθετα διότι και όλοι οι σύγχρονοι Άγιοι του καιρού μας, ήσαν και εκείνοι σφόδρα αντίθετοι με τις λειτουργικές μεταφράσεις. Ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Πορφύριος, ο γέροντας Σωφρόνιος, ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης, ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος κ.α., ουδέποτε συναίνεσαν σε τούτο το εγχείρημα, και αυτό διότι εγνώριζαν καλύτερα από όλους μας ως Θεόπτες που ήσαν, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί επί τόσους αιώνες η Εκκλησία μας στη Λατρεία είναι η καλύτερη για να αποδώσει τα λειτουργικά κείμενα λόγω της ιεροπρέπειας, της ακρίβειας και της λογικότητός της.

Όπως εξηγεί πολύ ωραία ο καθηγητής-φιλόλογος Φώτης Σχοινάς, «η όποια μετάφραση θα προδώσει δραματικά τη νοηματική εμβέλεια του πρωτοτύπου και θα δυσχεράνει σε μεγάλο βαθμό τη διανοητική κατανόησή της, αντί να τη διευκολύνει. Οι λόγοι είναι πολλοί: η δημοτική υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αδυνατεί επίσης να αποδώσει με την ίδια νοηματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απαρέμφατα, όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόθετων προσδιορισμών». Αυτό έχει ως άμεσο κίνδυνο την πιθανή κακοποίηση και παρερμηνεία των δογματικών εκφράσεων και άρα την εμφάνιση νέων αιρέσεων.

Παρόμοια είναι και η θέσις του πασίγνωστου καθηγητού γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, πως δηλαδή η Θ.Λ. πρέπει να τελείται στην γλώσσα του πρωτοτύπου, «...γιατί οι λέξεις στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη γλώσσα χάνουν σε σημαντικό βαθμό το σημασιολογικό τους περιεχόμενο και το βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στον μυστηριακό χαρακτήρα της Θ.Λ.».

Ποιός ο λόγος λοιπόν Σεβασμιώτατε που επιμένετε τόσο; Γιατί συντάσεστε σε τέτοια κρίσιμα ζητήματα με τις δυνάμεις του αφελληνισμού, οι οποίες κάθε μορφή υγιούς αντίστασης την χαρακτηρίζουν ως εθνικισμό και ρατσισμό; Ισχυρίζεστε με αρκετή δόση λαϊκισμού, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ότι «αν ερχόταν σήμερα ο Χριστός θα μιλούσε την γλώσσα των νέων» Δηλαδή; Μήπως θα μιλούσε στην «αργκό», ή τα περίφημα «γκρικλις» (greeklish); Αστεία πράγματα! Πρώτα απ' όλα ο Χριστός είναι διαρκώς παρών, Σεβασμιώτατε, και είναι Εκείνος που μέσα απ' την ανθρώπινη ιστορία επέλεξε σε ποιά γλώσσα θα γραφεί το Ευαγγέλιο, και αυτή δεν ήσαν άλλη από την Ελληνική γλώσσα. Έτσι κατ' αυτόν τον τρόπο, το πιο τέλειο βιβλίο γράφτηκε, κατά παραχώρηση Θεού στην πιο τέλεια γλώσσα που εμπνεύστηκε η ανθρωπίνη διάνοια. Ετούτη τη γλώσσα, εμείς οι Νεοέλληνες δεν έχουμε δικαίωμα να την ξεριζώσουμε και να την πετάξουμε, απλούστατα διότι είναι η πολύτιμη κληρονομιά μας, είναι η δική μας γλώσσα! Εμείς δεν είμαστε ούτε Σλάβοι, ούτε κάποιο άλλο γένος. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μεταφράσουμε την ίδια μας τη γλώσσα

Σεβασμιώτατε; Εδώ οι περισσότεροι εκ των νέων ανθρώπων, και μάλιστα από την παιδική τους ηλικία, μυσταγωγούνται σε ξενόγλωσσα ακούσματα, χωρίς να κατανοούν ούτε τους στίχους, όπως επισημαίνει λίαν ευστόχως σε ποιμαντορική ανακοίνωσή του, επί του θέματος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Μήπως αυτό σας λέει κάτι Σεβασμιώτατε, «για την γλώσσα που (δήθεν) δεν κατανοούν οι νέοι μας;». Διότι αποδεικνύεται περίτρανα, πως οι νέοι αυτό που «γουστάρουν» να ακούσουν, θα το ακούσουν με τις ώρες κι ας μην καταλαβαίνουν «γρί». Αν πάντως πάλι ενδιαφέρεστε τόσο πολύ να κατανοούμε (και με τη λογική) τα ιερά κείμενα, η λύση δεν είναι να καταργήσετε την πρωτότυπη λειτουργική γλώσσα (πονάει χέρι-κόψει χέρι), αλλά θα μπορούσατε κάλλιστα ως Μητρόπολη να οργανώσετε τμήματα φροντιστηριακού τύπου σε διάφορες ενορίες, στις οποίες θα διδάσκετε στη νεολαία η γλώσσα του Ευαγγελίου, θα μπορούσαν να επανασυσταθούν με λίγα λόγια σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διάγουμε κάτι σαν «κρυφά σχολειά», όπως έκαναν κατά την Τουρκοκρατία και οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες, όταν και τότε κινδύνευε να ξεριζωθεί η γλώσσα.

Επιπλέον μία ακόμη λύση στο πρόβλημα όπως επισημαίνει σε πρόσφατη συνεντευξή του γύρω από το θέμα, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, είναι και το κήρυγμα. Γι' αυτό το λόγο υπάρχει το κήρυγμα. Για να εξηγεί ο ποιμήν τα υψηλά θεολογικά νοήματα που τυχόν δεν γίνονται κατανοητά και να κατηχεί γενικότερα το χριστιανικό ποίμνιο.

Ο Χριστός λοιπόν δεν χρειάζεται ανανέωση Σεβασμιώτατε, αλλά μάλλον οι Χριστιανοί (κλήρος και λαός) χρειάζεται να αναγεννηθούν και να αφήσουν κατά μέρος την (ψευτο)προοδευτικότητα που οδηγεί στην κατεδαφιστικότητα. Η Παράδοση δεν πάλιωσε, οι Χριστιανοί μαράζωσαν.

Όπως άλλωστε διερωτούνταν και ο σπουδαίος γέροντας του καιρού μας, ο μακαριστός π. Αθανάσιος Μυτηληναίος, «είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ένας θησαυρός; Είναι δυνατόν ένας θησαυρός να θεωρηθεί πολύς και βαρύς; Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς πως ένας θησαυρός πάλιωσε;». [/fonts][/fontf]

Αρτέμης

Ερώτηση Νο1: Γιατί δεν διαβάζουν οι Ορθόδοξοι άλλων χωρών τα κείμενα στα αρχαία ελληνικά αλλά στην δικιά τους,σύγχρονη γλώσσα?Αφού το θέμα δεν είναι να κατανοήσουν αλλά να βιώσουν.
Ερώτηση Νο2:Την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την αφήσαμε στα εβραικά που ήταν γραμμένη?
Ερώτηση Νο3:Γιατί να κυκλοφορει η Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη?

Χωρίς να θέλω να εμπαίξω κανέναν με τα παραπάνω ερωτήματα, διαφωνώ εν μέρει με την ανακοίνωση. Συμφωνώ ότι οι ψαλμοί για λόγους πρακτικούς και αισθητικούς θα πρέπει να παραμείνουν στην γλώσσα που γράφτηκαν.
Όμως απ\'ότι ξέρω,επειδή μένω στο Βόλο, τα κείμενα που διαβάζονται στα νέα ελληνικά αφορούν αναγνώσματα και όχι ψαλμούς. Π.χ κάποιες προφητείες που διαβάζονται την Μεγάλη Βδομάδα, ειδικές ευχές (π.χ του γάμου) οι οποίες ακριβώς είναι ειδικές επειδή αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα και περιέχουν ειδική αναφορά. Γι\'αυτο εξάλλου και συντάχθηκαν έτσι ώστε να καταλάβουμε ότι κάθε δραστηριότητα της ζωής μας πρέπει να έχει αναφορά στον Κύριο. Και φυσικά το περιεχόμενο της κάθε ευχής απευθύνεται στα αυτιά μας ώστε να το κατανοήσουμε. Χωρίς εξωτερικό ερέθισμα η ψυχή δεν μπορεί να αναζητήσει τον Δημιουργό. Αν ήταν έτσι, ας κάνουμε όπως οι προτεστάντες όπου κλείνουν τα μάτια, έρχονται σε \'έκσταση\' και φωνάζουν ότι βίωσαν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος...Χωρίς ευχές ,χωρίς τίποτε.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν είμαι υπέρμαχος της μετάφρασης, απλά καλό θα ήταν πριν μιλήσουμε, να μελετήσουμε το θέμα και ας δούμε τα κίνητρα του εκάστοτε μητροπολίτη ο οποίος προβαίνει σε τετοιες ενέργειες.
Οι νέοι που συνέταξαν την παραπάνω επιστολή με το να απειλούν ότι θα αποχωρήσουν από την Θεία Λειτουργία τι καταφέρνουν? Την ψυχή τους ζημιώνουν. Αν ήταν θέμα δόγματος και πίστης θα συμφωνούσα μαζί τους. Αλλά δεν νομίζω να τίθεται τέτοιο θέμα.
Και ένα άλλο ερώτημα που με απασχολή σχετικά με την Παράδοση:
2000 χρόνια τώρα, η Παράδοση έιναι η ίδια ή κατά την διάρκεια των αιώνων προστίθοταν ή αφαιρούνταν στοιχεία ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες? Γιατί λοιπόν και στις μέρες μας να μην γίνει έτσι?
Απ\' τα λίγα που ξέρω η Παράδοση είναι συνυφασμένη με την εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων. Αυτή η εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας είναι που ορίζει τι είναι ωφέλιμο και ποιος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των διαφόρων καταστάσεων.
Αν στις μέρες μας κριθεί αναγκαία η ανάγνωση κάποιων μεταφρασμένων κειμένων κατά την διάρκεια των ακολουθιών θα πρέπει να εξεταστεί από το σώμα της Εκκλησίας και όχι να απορριφθεί εκ προοιμίου δήθεν λόγω παρέκλισης από την Παράδοσης.
Ακόμα και τα χαλασμένα ρολόγια,2 φορές την μέρα δείχνουν την σωστή ώρα..

Ἰωάννης

Quote from: ΑρτέμηςΕρώτηση Νο1: Γιατί δεν διαβάζουν οι Ορθόδοξοι άλλων χωρών τα κείμενα στα αρχαία ελληνικά αλλά στην δικιά τους,σύγχρονη γλώσσα?Αφού το θέμα δεν είναι να κατανοήσουν αλλά να βιώσουν.
Ερώτηση Νο2:Την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την αφήσαμε στα εβραικά που ήταν γραμμένη?
Ερώτηση Νο3:Γιατί να κυκλοφορει η Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη?

Χωρίς να θέλω να εμπαίξω κανέναν με τα παραπάνω ερωτήματα, διαφωνώ εν μέρει με την ανακοίνωση. Συμφωνώ ότι οι ψαλμοί για λόγους πρακτικούς και αισθητικούς θα πρέπει να παραμείνουν στην γλώσσα που γράφτηκαν.
Όμως απ\'ότι ξέρω,επειδή μένω στο Βόλο, τα κείμενα που διαβάζονται στα νέα ελληνικά αφορούν αναγνώσματα και όχι ψαλμούς. Π.χ κάποιες προφητείες που διαβάζονται την Μεγάλη Βδομάδα, ειδικές ευχές (π.χ του γάμου) οι οποίες ακριβώς είναι ειδικές επειδή αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα και περιέχουν ειδική αναφορά. Γι\'αυτο εξάλλου και συντάχθηκαν έτσι ώστε να καταλάβουμε ότι κάθε δραστηριότητα της ζωής μας πρέπει να έχει αναφορά στον Κύριο. Και φυσικά το περιεχόμενο της κάθε ευχής απευθύνεται στα αυτιά μας ώστε να το κατανοήσουμε. Χωρίς εξωτερικό ερέθισμα η ψυχή δεν μπορεί να αναζητήσει τον Δημιουργό. Αν ήταν έτσι, ας κάνουμε όπως οι προτεστάντες όπου κλείνουν τα μάτια, έρχονται σε \'έκσταση\' και φωνάζουν ότι βίωσαν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος...Χωρίς ευχές ,χωρίς τίποτε.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν είμαι υπέρμαχος της μετάφρασης, απλά καλό θα ήταν πριν μιλήσουμε, να μελετήσουμε το θέμα και ας δούμε τα κίνητρα του εκάστοτε μητροπολίτη ο οποίος προβαίνει σε τετοιες ενέργειες.
Οι νέοι που συνέταξαν την παραπάνω επιστολή με το να απειλούν ότι θα αποχωρήσουν από την Θεία Λειτουργία τι καταφέρνουν? Την ψυχή τους ζημιώνουν. Αν ήταν θέμα δόγματος και πίστης θα συμφωνούσα μαζί τους. Αλλά δεν νομίζω να τίθεται τέτοιο θέμα.
Και ένα άλλο ερώτημα που με απασχολή σχετικά με την Παράδοση:
2000 χρόνια τώρα, η Παράδοση έιναι η ίδια ή κατά την διάρκεια των αιώνων προστίθοταν ή αφαιρούνταν στοιχεία ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες? Γιατί λοιπόν και στις μέρες μας να μην γίνει έτσι?
Απ\' τα λίγα που ξέρω η Παράδοση είναι συνυφασμένη με την εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων. Αυτή η εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας είναι που ορίζει τι είναι ωφέλιμο και ποιος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των διαφόρων καταστάσεων.
Αν στις μέρες μας κριθεί αναγκαία η ανάγνωση κάποιων μεταφρασμένων κειμένων κατά την διάρκεια των ακολουθιών θα πρέπει να εξεταστεί από το σώμα της Εκκλησίας και όχι να απορριφθεί εκ προοιμίου δήθεν λόγω παρέκλισης από την Παράδοσης.
[font face=Times New Romanl][font size=3]Μία πρώτη απάντησή:

                                                                          "ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ" -

                                                                      "ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΝΥΜΦΗ ΑΠΑΝΤΡΕΥΤΕ"



                                                                    Του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου

                                                                                 ===================

Προσωπικά και χωρίς να υπεισέρχομαι στα εδώ πράγματα και στις θέσεις και δυσκολίες που υπάρχουν – γιατί έχω μία μικρή γνώση των πραγμάτων – ως Έλληνας και κληρικός θα ήθελα μόνο την ελληνική γλώσσα.

Τουλάχιστον την λειτουργική ελληνική γλώσσα. Αυτά είναι μέγας θησαυρός για το γένος των Ελλήνων. Η ελληνική γλώσσα, η οποία είναι η γλώσσα του Χριστού, των Αποστόλων και της πρώτης Εκκλησίας, είναι μέγας θησαυρός τον οποίο δεν θα πρέπει να χάσουμε.

Από το άλλο μέρος, το να καταλάβει κανείς τη λειτουργία δεν είναι το σπουδαίο. Το σπουδαίο είναι να τη ζεις – και δεν την ζεις με το μυαλό. Ο,τι κάνουμε με το μυαλό είναι λίγο.

Σ' αυτό πρέπει ως Ελληνες να εμβαθύνουμε πολύ. Τα βιώματα που έχουν ζήσει γενεές των γενεών πριν από εμάς, δεν θα πρέπει να τα αφήσουμε να χαθούν. Τι θα πει να καταλαβαίνω; Το μυαλό είναι μόνο ένα μέρος της υπάρξεώς μας. Με ένα μόνο μέρος της υπάρξεως θα ζω;

Αν υπάρχει θέμα κατανοήσεως, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε μαθήματα γλώσσας, θεολογίας, φιλοσοφίας, όμως ας μην χαλάσουμε τη γλώσσα.

Κάποτε στην Αγγλία συνάντησα έναν άγνωστο στο τρένο. Με ρώτησε αν είμαι Έλληνας. Όταν του απάντησα καταφατικά, μου ζήτησε να του εξηγήσω το απόσπασμα της αρχής του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος».

Του είπα τι καταλαβαίνω, με τα αγγλικά που γνώριζα. Μου είπε τότε, για κάτι που του είπα και δεν ήταν και τόσο σπουδαίο: «Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί κανείς να είναι Χριστιανός αν δεν ξέρει ελληνικά».

Κανένα άλλο έθνος και καμία άλλη γλώσσα δεν έχει αυτό το προνόμιο. Θα το πετάξουμε εμείς για να καταλάβουμε; Τι θα πει να καταλάβουμε;

Κάποιοι αστειευόμενοι λένε: Πώς θα μεταφράσει κανείς το Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε; Χαίρε νύφη απάντρευτη; Τι θα πει αυτό;

Το είπα και σε μία συνάντηση που είχα εδώ με μία ομάδα. Εμείς, δεν θα πρέπει ως Έλληνες να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε αυτό το θησαυρό που έχουμε; Οι ξένοι, το καταλαβαίνω, δεν έχουν λόγους. Εμείς που έχουμε τόσους λόγους, θα τα αφήσουμε;

Στην Αφρική που αναφερθήκατε, στο Κονγκό συγκεκριμένα, κάποιος που είπε ότι τα παιδιά εκεί θέλουν να ψάλλουν ελληνικά, να μάθουν και να μιλούν ελληνικά.

Ξένοι άνθρωποι, αφρικανοί, χωρίς καμία σχέση με τον πολιτισμό μας, που κάνουν με χαρά την προσπάθεια. Κι εμείς τώρα θα συζητούμε και θα κλαίμε που θα είναι δύσκολο; Να κάνουμε και δύσκολα πράγματα.

Σας το λέγω πολύ απλά, χωρίς να το φιλοσοφώ. Σε όλες τις θεολογικές σχολές όλων των χωρών διδάσκεται η ελληνική γλώσσα. Γιατί εμείς πρώτοι να πούμε πως δεν χρειάζεται; Για να μην είμαστε εθνική Εκκλησία κλπ; Οι άλλοι λαοί ας μην την μαθαίνουν. Αλλά εμείς;

(Από συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου στους κ. Αποστόλη Ζουμπανιώτη και κ. Δημήτρη Καστανά).[/fonts][/fontf]

Αρτέμης

Τι να σου πω ρε Γιάννη, πάλι στα ίδια ερχόμαστε. Στο κείμενο μου τόνισα ότι η μετάφραση έγινε σε αναγνώσματα-ευχές και όχι σε ψαλμούς. Για μένα είναι πολύ ρηχό το παράδειγμα του \'Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε\' ώστε να μην μεταφράσουμε. Εννοείται ότι αυτούς τους ψαλμούς δεν θα τους μεταφράσουμε. Όσον αφορά την γλώσσα που μιλούσε ο Χριστός όταν ζούσε είναι σίγουρο ότι μιλούσε ελληνικά? Τέλος, το παράδειγμα που αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης ότι συνάντησε κάποιον και του είπε αυτά τα λόγια σχετικά με την γλώσσα δεν μου φαίνεται και πολύ πειστικό ώστε να ασπαστώ πλήρως την άποψη του. Στην Θεία Λειτουργία αναφέρεται η φράση \'λογική και αναίμακτη λατρεία\', δηλαδή η λατρεία περιέχει και τον λόγο το οποίο προυποθέτει κατανόηση του. Δεν είναι κάτι μαγικό που νοιώθεις επειδή είσαι μέσα στον ναό.
Ακόμα και τα χαλασμένα ρολόγια,2 φορές την μέρα δείχνουν την σωστή ώρα..

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]Αγαπητέ μου φίλε και αδελφέ, δεν είναι τόσο το θέμα της μετάφρασης ή μή ορισμένων κειμένων της Εκκλησίας.
Η μετάφραση είναι το τελευταίο που με απασχολεί! Το θέμα είναι ότι προσπαθούν να αλλάξουν ολόκληρη την Ιερά Παράδοση Του Χριστού και των Πατέρων!
Τα ερωτήματα σου πάντως είναι αξιολογότατα και χρίζουν συζήτησης πολλής.
Δεν είναι μόνον ότι διαβάζουν μεταγλωτισμένες ευχές αλλά διαβάζουν και το Ευαγγέλιο κατ\'αυτόν τον τρόπο σε ορισμένες μητροπόλεις!
Δυστυχώς αδελφέ μου λόγω ελλείψεως χρόνου δεν μπορώ να το συζητήσω τώρα καθώς έχουν ήδη αρχίσει οι πανεπιστημιακές υποχρεώσεις.
 Θα προσπαθήσω κάποια απ\'αυτές τις ημέρες να εκθέσω κάποια πράγματα πάνω στα θέματα που θίγεις.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό που συμμετέχεις και σε ευχαριστώ, διότι είναι πολύ άχαρο να δημοσιεύεις \"ξερά\" κείμενα χωρίς σχολιασμό από τα μέλη!
Θα δημοσιεύσω τώρα ένα πάρα πού σπουδαίο κείμενο αγιορειτών πατέρων που αν το μελετήσεις καλά θα λύσει πιστεύω  πάρα πολλά από τα ερωτηματά σου.
Ευχαριστώ και πάλι.
Κοίτα μην ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου και ξεχάσεις το θέμα! :D

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ



Συνοδείας Ιερομονάχου Γρηγορίου,

Συνοδείας Ιερομονάχου Αρσενίου,

Συνοδείας Ιερομονάχου Ευθυμίου

=========================



Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύ λόγος για το θέμα των μεταφράσεων των λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας σε γλώσσα περισσότερο προσιτή στον σημερινό κόσμο. Στο μικρό αυτό άρθρο εξετάζεται κατά πόσον μια ενδεχόμενη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων θα βοηθήση ή θα βλάψη, και αν επομένως είναι σκόπιμη ή και θεμιτή η προσπάθεια αυτή.




ΟΙ ΝΕΟΙ ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

____________________________




Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι σημερινοί νέοι αδυνατούν να συμμετάσχουν στη λατρεία της Εκκλησίας μας και αιτία είναι η λειτουργική γλώσσα. Δεν υπάρχει βέβαια καμμία αμφιβολία ότι οι σημερινοί νέοι, δεχόμενοι τη σύγχρονη «εκπαίδευση της αμάθειας», είναι γλωσσικά υπανάπτυκτοι και αποκομμένοι από τις ιστορικές ρίζες τους. Χωρίς να εξετάζουμε εδώ τα αίτια της θλιβερής αυτής πραγματικότητας, συμφωνούμε κατ' αρχήν ότι θα πρέπη να τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε, ώστε να κατανοούν και αυτοί τα λειτουργικά κείμενα και να συμμετέχουν στην θεία Λατρεία.



Θεωρούμε όμως ότι είναι μεγάλο λάθος η \"λύση\" της μεταγλωττίσεως των ιερών κειμένων. Διότι, όπως έχει αποδειχθή, «η όποια μετάφραση θα προδώση δραματικά τη νοηματική εμβέλεια του πρωτοτύπου και θα δυσχεράνη σε μεγάλο βαθμό την διανοητική κατανόησή της αντί να την διευκολύνη». Οι λόγοι είναι πολλοί: Η δημοτική υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αδυνατεί επίσης να αποδώση με την ίδια νοηματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απαρέμφατα όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόθετων προσδιορισμών (Βλ. Φώτης Σχοινάς, Λειτουργική Γλώσσα, σελ. 43-5).



ΟΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΙ

____________________




Το κυριώτερο, όμως, είναι η απόδοση των δογματικών εκφράσεων. Πώς είναι δυνατόν να μεταφραστούν οι όροι ουσία, φύση, υπόσταση, πρόσωπον, ενέργεια κλπ. χωρίς τον κίνδυνο της αιρετικής αποκλίσεως; Οι άγιοι Πατέρες, που υπέστησαν διωγμούς και μαρτύρια για να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη, διατύπωσαν τους όρους αυτούς με θείο φωτισμό. Και θα προσπαθήσουμε εμείς να επαναδιατυπώσουμε την πίστη με άλλους όρους πιο \"σύγχρονους\"; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επισημαίνει τον κίνδυνο της γλωσσικής αλλαγής στους δογματικούς όρους: «Επί του θείου δόγματος ουκέτι ομοί ως ακίνδυνος ή διάφορος χρήσις των ονομάτων. Ου γαρ μικρόν ενταύθα το παρά μικρόν» (ΡG 45, 120C). Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε πόσες αιρέσεις μπορούν να παρεισφρύσουν μέσα στα πλήρως μεταφρασμένα λειτουργικά κείμενα, τις οποίες κανείς δεν θα είναι εύκολο να αντιληφθή. Ο απλός πιστός μάλιστα, δεν θα είναι πλέον σε θέση να διακρίνη ανάμεσα σε έναν μεταφρασμένο ύμνο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, σε έναν νεοσύνθετο (διότι θα υπάρξουν και τέτοιοι), και στα προτεσταντικά τραγούδια (που κυκλοφορούν ανωνύμως).



Αν, πάλι, πρόκειται να αφήσουμε τους θεολογικούς όρους ανέπαφους (όπως διατείνονται κάποιοι συντηρητικότεροι), το αποτέλεσμα της επεμβάσεως θα είναι ο ψιλός κλιτικός εκδημοτικισμός τους και η συντακτική απλοποίηση της προτάσεως. Δηλαδή, χωρίς να βοηθούμε ουσιαστικά στην κατανόηση του κειμένου, εξοστρακίζουμε από τη λειτουργική χρήση την αποστολική και πατερική γλώσσα, με όλες τις βαρύτατες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.



ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

_____________________




Αντί, λοιπόν, να προσπαθούμε να \"διευκολύνουμε\" τους νέους, κατεβάζοντας το υψηλό γλωσσικό επίπεδο της Λατρείας, είναι προτιμότερο να τους βοηθήσουμε ώστε με ελάχιστο κόπο να μπορούν να κατανοούν τη γλώσσα του πρωτοτύπου, αναβαθμίζοντας έτσι και το γλωσσικό τους επίπεδο. Όσοι αισθάνονται δυσκολία στη γλωσσική κατανόηση της Θείας Λειτουργίας -η οποία θεωρείται και είναι το κέντρο της ζωής μας- ας αφιερώσουν λίγο χρόνο ιδιωτικά στη μελέτη της, δηλαδή τη μετάφραση και ερμηνεία της, και ας παραμείνη η τέλεσή της στους Ναούς ως έχει, στην παραδεδομένη γλωσσική μορφή.



Το Ελληνόπουλο, πέρα από τη γνώση της νεοελληνικής, θα πρέπη να εξοικειωθή στην κατανόηση (όχι βέβαια στην πλήρη εκμάθηση) και παλαιοτέρων μορφών της ενιαίας ελληνικής γλώσσας. Είναι απαράδεκτο, να μην είναι σε θέση να κατανοήση, και ως εκ τούτου να αποστρέφεται, το Ευαγγέλιο, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Παπαδιαμάντη, κλπ. Τούτο πρέπει να μας προβληματίζη όλους, και να αποτελή μέριμνα της Πολιτείας αλλά και της Εκκλησίας.



Ο ΜΗ ΣΥΧΝΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

_____________________________




Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε πολύ επιγραμματικά: α) ότι η λειτουργική γλώσσα δεν είναι η καθ' αυτό αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά απλούστερη μορφή της, πλησιέστερη στη νεοελληνική, και β) ότι για την κατανόησή της δεν χρειάζονται σπουδές φιλολογίας. Αρκεί ο συχνός εκκλησιασμός με λίγο ενδιαφέρον και προσοχή. Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη μορφή της, μάλιστα, είναι ένα επιπλέον στοιχείο που διευκολύνει την κατανόησή της.



Η εξοικείωση με τη λειτουργική γλώσσα (όπως και με κάθε αντικείμενο μαθήσεως) απαιτεί τη συνεχή τριβή με αυτήν. Όπως έχει λεχθή πολύ σωστά, ο αραιός εκκλησιασμός δεν οφείλεται στο \"ακατανόητον\" της λειτουργικής γλώσσας, αλλά αντίστροφα: δεν κατανοούμε τη λειτουργική γλώσσα επειδή δεν εκκλησιαζόμαστε. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, και μάταια προσπαθούμε να θεραπεύσουμε ένα κακό με λανθασμένη διάγνωση και με ακόμη πιο λανθασμένη θεραπεία. Θα ελκύσουμε τους εκτός Εκκλησίας νέους, όταν τους πλησιάσουμε με πραγματική αγάπη, και όχι όταν αλλοιώσουμε την γλώσσα της θείας Λατρείας. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να κάνη και η Αγγλικανική "εκκλησία" και πέτυχε ακριβώς το αντίθετο (Βλ. Γέροντος Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 375).



Όσο γιά τους εκκλησιαζόμενους πιστούς, αρκεί το εμπνευσμένο κήρυγμα του Ιερέως στην θεία Λειτουργία. Διότι όταν ο άνθρωπος πιστεύει και έχει ζήλο και καλή διάθεση, ακόμη και αγράμματος να είναι, ο Θεός θα τον φωτίση και θα τον οδηγήση στην βίωση της θείας Λατρείας, κάτι πολύ ανώτερο από την απλή κατανόησή της. Οι παππούδες μας -άνθρωποι κατά κανόνα ολιγογράμματοι- ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν για την λειτουργική γλώσσα. Αισθάνονταν μάλιστα ως ζωτική ανάγκη τον συχνό εκκλησιασμό. Τί ήταν αυτό που τους τραβούσε στην Εκκλησία, εφ' όσον δεν \"καταλάβαιναν\" τα περισσότερα από τα εκεί λεγόμενα;



ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΝ ΔΕΝ ΜΕΤΕΦΡΑΣΑΝ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

________________________________




Αξίζει να προσέξη κανείς το Κολλυβαδικό κίνημα, που ουσιαστικά υπήρξε ένα κίνημα πνευματικής και λειτουργικής αναγεννήσεως. Η εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν, γλωσσικά τουλάχιστον, σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή, αφού ο χριστιανικός λαός ήταν τελείως απαίδευτος. Οι Κολλυβάδες Πατέρες όμως, που εργάστηκαν σε τόσο αντίξοες συνθήκες, ποτέ δεν έθεσαν θέμα απλοποιήσεως της λειτουργικής γλώσσας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μέγας Πατήρ της Εκκλησίας και διδάσκαλος του Γένους, αν και μετέφρασε αγίους Πατέρες, ποτέ δεν μετέφρασε λειτουργικά κείμενα- μόνο τα ερμήνευσε. Ανάλογη υπήρξε και η δράση όλων των Κολλυβάδων Πατέρων και του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος επέμενε τόσο πολύ στην ίδρυση σχολείων.



Το φωτεινό παράδειγμα των αγίων Πατέρων μας καθοδηγεί απλανώς στο σκοτάδι της σημερινής εποχής, όπου τα πάντα κρίνονται και κοσκινίζονται από την τετράγωνη λογική του μεταπτωτικού ανθρώπου. Μας διδάσκει ότι, η κατανόηση των λειτουργικών κειμένων δεν είναι ζήτημα γλωσσικής απλοποιήσεως, αλλά ερμηνευτικής εμβαθύνσεως, συνειδητής ευλάβειας και θείου φωτισμού.



Η ΙΕΡΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
_______________________


Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε φορείς μακραίωνης παραδόσεως και έχουμε μεγάλη ευθύνη να την διατηρήσουμε. Και μόνο για την γλώσσα μας, θα πρέπη να θεωρούμε το γεγονός ότι γεννηθήκαμε Έλληνες ως μία μεγάλη δωρεά του Θεού, και αυτό δεν αποτελεί καθόλου σωβινισμό. Απλώς αναγνωρίζουμε τις θείες δωρεές και συνειδητοποιούμε την ευθύνη μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ότι το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Ελληνική γλώσσα. Γράφει σχετικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Υπήρχε τόσο λίγη \"συμπτωματικότητα\" στην \"εκλογή\" της ελληνικής γλώσσας όση υπήρχε στο γεγονός ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ\', 22). Η Εκκλησία στον καθορισμό των δογμάτων εξέφρασε την αποκάλυψη με τη γλώσσα της ελληνικής φιλοσοφίας» (Δημιουργία και Απολύτρωση, σ. 35-6). Είναι φανερό ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας επί τόσους αιώνες στην Λατρεία είναι η καλύτερη για να αποδώση τα λειτουργικά κείμενα, λόγω της ιεροπρεπείας, της ακριβείας και της λογικότητός της (θέματα που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τα όρια του μικρού αυτού άρθρου).



Οι μεταφράσεις στις ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο φυσικά να γίνουν, παρόλη την αναπόφευκτη φθορά και πτώχευση που επέρχεται. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, ο μεταφραστής θα πρέπη να μην αρκήται στην κατά το δυνατόν τελειότερη ανθρώπινη γνώση, αλλά να εμφορήται από το ίδιο Αγιο Πνεύμα που είχαν οι Πατέρες οι οποίοι συνέγραψαν τις θείες Λειτουργίες, ώστε να μην αδικήση το κείμενο και τους πιστούς. Όσο για την μεταγλώττιση στη νέα ελληνική (που σημειωτέον είναι πολύ πλησιέστερη στη λειτουργική γλώσσα απ' ό,τι οι σλαβικές γλώσσες στα αρχαία σλαβονικά), θεωρούμε ότι είναι όχι μόνο περιττή αλλά και πολύ επιζήμια.



ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ Δ΄ΑΙΩΝΑ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΡΟΠΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
__________________



Έχει αποδειχθή ότι οι Πατέρες του Δ΄ αιώνος, οι οποίοι και συνέγραψαν τις ιερές Λειτουργίες που τελούμε μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποίησαν τη δημώδη γλώσσα του καιρού τους αλλά επέλεξαν συνειδητά, τόσο για την κηρυγματική όσο και (πολύ περισσότερο) για τη λειτουργική γλώσσα, την αρχαιότροπη γλωσσική έκφραση. Ο λόγος, για τον οποίο οι άγιοι Πατέρες έκαναν αυτή την επιλογή, δεν ήταν τόσο η ανωτερότητα της γλωσσικής αυτής εκφράσεως (διότι και η τότε ομιλούμενη δεν είχε χάσει όπως η νεοελληνική το απαρέμφατο και τη μετοχή, και συνεπώς διατηρούσε την ακρίβεια, λιτότητα και σαφήνειά της). Πιστεύουμε πως ο κυριώτερος λόγος είναι ότι ήθελαν να προσδώσουν μια ιεροπρέπεια στα λειτουργικά κείμενα με έναν γλωσσικό τύπο που δεν εχρησιμοποιείτο για τις υποθέσεις της απλής καθημερινότητας. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπη να λάβουν σοβαρά υπ\' όψιν τους οι σημερινοί οπαδοί της μεταγλωττίσεως, αν δεν θέλουν να δημιουργούν ανεπιθύμητους συνειρμούς στους πιστούς, και να τους προξενούν διάσπαση και ευθυμία μέσα στον ιερό Ναό! Κατά την έκφραση του Γέροντος Σωφρονίου, θα γεννώνται «εν τη ψυχή και τω νοϊ των παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου» (Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 376).


Εάν η σημερινή τάση μεταγλωττίσεως και απλοποιήσεως των πάντων υπήρχε στα χρόνια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, από όσα προαναφέρθηκαν, ότι θα είχε καταδικασθή. Ο ιερός Χρυσόστομος ίσως θα επαναλάμβανε: «Ουδέ σοφίας ανθρωπίνης δείται η θεία Γραφή προς την κατανόησιν των γεγραμμένων, αλλά της του Πνεύματος αποκαλύψεως» (ΡG 53, 175). Το άγιο Πνεύμα όμως δεν λείπει ποτέ από την Εκκλησία του Χριστού. Έτσι, και οι σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και φωτισμένοι Γέροντες έχουν εκφρασθή ήδη για το θέμα αυτό.



ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ
___________________



Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, στο γνωστό κεφάλαιο «Περί της λειτουργικής γλώσσης» του βιβλίου του "Οψόμεθα τον Θεόν", αναιρεί με κατηγορηματικό τρόπο τους «άτοπους ισχυρισμούς περί του δήθεν ακατανοήτου» της λειτουργικής ελληνικής γλώσσας, και καλεί να μείνουμε πιστοί σ' αυτήν. Λέγει μεταξύ άλλων ο Ρώσος(!) αυτός Πατήρ: «Η Λειτουργία, ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν (ενν. την αρχαία ελληνική)... Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της θείας Λειτουργίας... είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ ουσιώδους βλάβης αυτής ταύτης της λατρείας».



Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ήταν και αυτός σαφώς αντίθετος με τη σημερινή \"λειτουργική αναγέννηση\". Έλεγε ότι με τις μεταφράσεις των λειτουργικών κειμένων θα αποκοπή ο λαός μας από τη γλώσσα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, και ότι είναι αδύνατον να αποδοθούν πλήρως οι όροι και οι έννοιες των κειμένων αυτών στη δημοτική, πολύ περισσότερο από μη άγιους. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι, όταν το 1982 επρόκειτο να κυκλοφορήση το βιβλίο του Ιερομονάχου Γρηγορίου Η Θεία Λειτουργία, Σχόλια, ο Γέροντας δεν επέτρεψε να τυπωθή παράλληλα και η ετοιμασμένη μετάφραση της θείας Λειτουργίας, ως απλό ερμηνευτικό βοήθημα, διότι αυτή, έλεγε, «μπορεί κάποτε να χρησιμοποιηθή ως αφορμή για μεταφράσεις στα λειτουργικά κείμενα»! Τί θα έλεγε άραγε αν ζούσε σήμερα;



Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος, ενώ ήταν τελειόφοιτος μόλις Α\' Δημοτικού, χάρη στον ζήλο και την αγάπη του για τα λειτουργικά κείμενα, έμαθε ανάγνωση και θεολογία από την Αγία Γραφή (της οποίας πολλά κεφάλαια είχε αποστηθίσει), την Παρακλητική και τα Μηναία. Έφτασε να γίνη δοχείο της χάριτος του Θεού, και να ξεπεράση στη σοφία πολλούς θεολόγους και επιστήμονες. Συνιστούσε την προσεκτική και διαρκή μελέτη των αγιογραφικών και υμνολογικών κειμένων, την χρήση του λεξικού και τη σύγκριση με άλλα τροπάρια, για την ανεύρεση της έννοιας μιας άγνωστης λέξης. Και βέβαια, παρ' όλη την ευρύτητα του πνεύματός του, ποτέ δεν μίλησε για ανάγκη μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων.



Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΟΚΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

__________________________


Πολύ σωστά έχει παρατηρηθή ότι «η λειτουργική αναγέννηση είναι απότοκος της πνευματικής αναγεννήσεως του πιστού και καθόλου υπόθεση Συνεδρίων, Σεμιναρίων και Επιτροπών. Τελεσιουργείται στο ένδον της καρδίας του πιστού κατόπιν πνευματικού μόχθου και εσωτερικών στεναγμών, συνεπικουρούσης βεβαίως απαραιτήτως και της θείας Χάριτος». Στην θεία Λειτουργία «\"κατανοούμε\", με την πατερική σημασιολογική εκδοχή της λέξεως, τόσο όσο μας επιτρέπει η καθόλου πνευματική κατάστασή μας. Επομένως το καιρίως ζητούμενο για τη λειτουργική αναγέννηση είναι η διά της μετανοίας και τηρήσεως των εντολών του Χριστού προσωπική μας αναγέννηση» (Σχοινάς, ένθ\' αν., σ. 47 και 110). Και η ποιμαντική προσπάθεια της Εκκλησίας σε αυτή την αναγέννηση των πιστών θα πρέπη κυρίως να στοχεύη.



ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΑΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΑΛΛΑ ΝΕΩΤΕΡΙΜΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΟΥΝ

_________________________


Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι το θέμα της μεταγλωττίσεως των κειμένων στην θεία Λατρεία είναι πολύ σοβαρό, διότι, εκτός από τη σύγχυση και την απώλεια της ιεροπρέπειας που προξενείται, θραύεται οριστικά η μακραίωνη συνέχεια της λειτουργικής γλώσσας, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες. Και είναι εντυπωσιακό ότι το όλο κίνημα \"λειτουργικής αναγέννησης\" δεν ξεκινά από τον απλό λαό (για χάρη του οποίου υποτίθεται ότι γίνεται), αλλά από κάποιους καθηγητές, ιερείς και επισκόπους. Μπορούν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί να στερούν το δικαίωμα από το εκκλησίασμα να δοξολογήση, να ευχαριστήση και να ικετεύση τον Τριαδικό Θεό, με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεοφόροι Πατέρες μας; Πολύ φοβούμαστε ότι θα οδηγήσουν με τον τρόπο αυτό σε διχασμό το εκκλησιαστικό πλήρωμα.



Ο απλός λαός στην πλειονότητά του δεν επιθυμεί τις μεταφράσεις, έστω και αν δεν είναι σε θέση να καταλάβη καλά τα λειτουργικά κείμενα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγκύκλιος της Αρχιεπισκοπής, που ώριζε να διαβάζεται το Ευαγγέλιο και μεταφρασμένο στην θεία Λειτουργία, δεν στάθηκε δυνατόν να εφαρμοσθή λόγω της αντιδράσεως του κόσμου.



ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
__________________


Ένα άλλο πρακτικό ζήτημα, στο οποίο ίσως δεν έχει δοθή η απαιτούμενη προσοχή, είναι ότι, άπαξ και ανοίξη η θύρα για τις μεταφραστικές προσπάθειες, θα αρχίση αμέσως και ο ανταγωνισμός και διχασμός μεταξύ των επιδόξων μεταφραστών. Ήδη σε μία Μητρόπολη είναι γνωστό ότι κυκλοφορούν δύο μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας, με πολλές και μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Αλλά ακόμη και μία μετάφραση να επικρατούσε σε όλο τον ελληνικό χώρο -πράγμα αδύνατον-, μετά από παρέλευση μιας δεκαετίας περίπου θα εθεωρείτο πλέον ξεπερασμένη, σύμφωνα με τα κριτήρια των οπαδών της μεταγλώττισης, λόγω της εξέλιξης της γλώσσας. Και είναι απρόβλεπτες όλες οι συνέπειες της απώλειας της καθιερωμένης λειτουργικής γλώσσας, την οποία θέλει να επιφέρη ο ου κατ' επίγνωσιν μεταρρυθμιστικός ζήλος.



Με αφορμή την αναφορά των δύο ανωτέρω μεταφράσεων της Θείας Λειτουργίας, αναφέρουμε με πολλή λύπη μας, ότι σ\' αυτές (καθώς και σε άλλες μεταφράσεις λειτουργικών και αγιογραφικών κειμένων της ίδιας Μητροπόλεως) υπάρχουν δυστυχώς πολλά και σοβαρότατα λάθη. Η υπόδειξή τους ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου. Θεωρούμε όμως ότι το σοβαρότερο λάθος είναι αυτή η όλη τάση για μεταγλώττιση των ιερών κειμένων (διότι τα επί μέρους γραμματικά, συντακτικά, τυπογραφικά, παρανοήσεως, ή και θεολογικά, λάθη μπορεί κάποτε να διορθωθούν).



ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙΘΕΛΙΚΑ
________________


Το θλιβερότερο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι εν λόγω μεταφράσεις επιβάλλονται να τελούνται από τους Ιερείς της Μητροπόλεως. Και βέβαια δεν ρωτήθηκε καθόλου το πλήρωμα των πιστών. Δικαιολογημένα λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν θα έπρεπε πρώτα να πάρη απόφαση η Εκκλησία συνοδικώς (αν όχι Πανορθόδοξη Σύνοδος, τουλάχιστον το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ή έστω η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος); Μπορεί ο καθένας που θεωρεί ακατανόητη και ξεπερασμένη τη λειτουργική γλώσσα να συντάσση μία μετάφραση και να την εκδίδη; Οπωσδήποτε αυτό είναι θέμα που υπερβαίνει τα στενά όρια μιας Μητροπόλεως και αφορά όλους τους Ορθοδόξους Έλληνες.



Στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας παρουσιάστηκαν ανάλογα φαινόμενα, το 1834 (όταν η Βιβλική Εταιρεία εξέδωσε την Αγία Γραφή σε μετάφραση του Νεοφύτου Βάμβα) και το 1901 (τα λεγόμενα Ευαγγελικά). Και στις δύο περιπτώσεις η Ιερά Σύνοδος απέρριψε τις μεταφράσεις. Η σχετική απόφαση πέρασε στο ελληνικό Σύνταγμα του 1911 (άρθρο 2, παραγρ. 2) και τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1976 ως εξής: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφραση σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη» (άρθρο 3, παραγρ. 3). Τί περισσότερο χρειάζεται για να πεισθούν για την έλλειψη νομιμότητος όσοι προβαίνουν σε αυθαίρετες μεταφράσεις (όχι μόνο της Αγίας Γραφής αλλά και της θείας Λειτουργίας και των άλλων ιερών κειμένων), τις εκδίδουν και, το χειρότερο, τις επιβάλλουν;


ΝΑ ΕΠΕΜΒΕΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ

_________________

Με πόνο ψυχής παρακαλούμε την Ιερά Σύνοδο να λάβη κάποια απόφαση που θα θέση τέρμα στην εκκλησιαστική αυτή αναρχία και θα πάρη μία ξεκάθαρη θέση στην ολοένα αυξανόμενη τάση μεταγλωττίσεως των λειτουργικών κειμένων. Ας αποσυρθή κάθε είδους μετάφραση από την θεία Λατρεία, και ας χρησιμοποιηθή μόνο ως ερμηνευτικό βοήθημα στο κήρυγμα και την κατήχηση. Η εγκατάλειψη της λειτουργικής γλώσσας, με την οποία προσευχήθηκαν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας, στην θεία Λατρεία - όπου είναι η τελευταία περιοχή ζωντανής χρήσεώς της- θα σημάνη την οριστική αποκοπή των συγχρόνων Ελλήνων από τις ρίζες της παραδόσεώς μας, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες. Η ευθύνη όλων μας είναι μεγάλη.

Υπογράφουν οι κατωτέρω Αγιορείτες Ιερομόναχοι με τις συνοδείες τους:

Ιερομόναχος Γρηγόριος, Ιερόν Κελλίον Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Καρυές

Ιερομόναχος Αρσένιος, Ιερόν Κελλίον Γενεσίου της Θεοτόκου «Παναγούδα», Καρυές

Ιερομόναχος Ευθύμιος, Ιερά Καλύβη Αναστάσεως του Κυρίου, Καψάλα[/fonts][/fontf]

Iaspis

Quote from: ΙΩΑΝΝΗΣΤο θέμα είναι ότι προσπαθούν να αλλάξουν ολόκληρη την Ιερά Παράδοση Του Χριστού και των Πατέρων!
Τὸ θέμα δὲν εἶναι ποιοὶ καὶ ἐὰν «προσπαθούν να αλλάξουν ολόκληρη την Ιερά Παράδοση Του Χριστού και των Πατέρων»... Κατὰ τὴν γνώμη μου κανεὶς ἂνθρωπος δὲν τὸ προσπαθεῖ ἀμιγὼς, οὒτε τώρα οὒτε .... πάντοτε! Μόνον ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου τὸ προσπαθεῖ, καὶ γιὰ τὴν ἀκρἰβεια ὂχι νὰ τὸ ἀλλἀξη μὰ νὰ τὸ διαβάλλει (ὃπως ἒκανε καὶ τότε... καὶ πάντοτε). Ἐπίσης εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ προσπαθεῖ, καθὼς δὲν ἒχει καμμία δικαιοδοσία στὴν ὕπαρξη, παρὰ μόνον στὴν ἀφάνεια! Διὸτι ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβὼς «προκύπτει» ἡ ἀφάνεια, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ διαβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου μέσα μας.
Συνεπὼς νομίζω ὅτι τὸ θέμα εἶναι νὰ ΜΗΝ ἀποδεχόμαστε νὰ διαβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, στηριζόμενοι στὴν μετάνοια τοῦ Κυρίου μας! ΔΕΝ ὑπάρχει μετάνοια ποὺ νὰ βλέπει τὸν ἐχθρὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ... Ἀς ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν διαβάλλεται μέσα μας ὁ λόγος τοῦ Κυρίου!

Ἐπὶ τοῦ θέματος, μπορεῖ  νὰ ὑπάρξη  μετάφραση, ἀπόδοση, μεταγλώτιση, ἐρμηνεία κ.ο.κ, ποὺ νὰ ἐπιδράσουν εὐεργετικὰ γιὰ μία ψυχούλα, ὅπως  μπορεῖ  νὰ ὑπάρξη (οὐ μὴ γένοιτο) καταστροφικὴ ἐπίδραση γιὰ τὴν ψυχὴ μας ὅταν ἀποδέχεται τὴν διαβολλὴ στὸ..... προτότυπο! Ἡ γνώμη μου εἶναι φυσικὰ νὰ μάθη ὁ κάθε ἂνθρωπος τὴν γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου (καὶ ἰδίως οἱ νέοι), καὶ ἐὰν γινόταν νὰ τὴν μάθη μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καὶ τὴν Λειτουργικὴ γλῶσσα τῆς  Ἑκκλησίας. Ὅπως δηλαδὴ τὰ δίσδασκε ὁ Ἅγιος Κοσμάς ὁ Αἰτωλός, ἢ τὰ γνώρισαν «ἀγράμματοι» ὅπως  ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης.

Χρειάζεται τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ»! Ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας ὁμιλεῖ ἀπταίστως ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ὑπεράνω τοῦ κόσμου!
Καὶ ὅσο ἀναφορᾶ ἑμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἂπτεται τῆς ὁμιλίας μας, ἀλλὰ τῆς ἀκοῆς μας!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Ἰωάννης

[font size=3]                      
                                    "ΝΕΟΠΑΤΕΡΙΚΗ, ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
                                                        Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου

                                                                                       

Μελετώντας κανείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση της ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Πατέρες δια μέσου των αιώνων.

Είναι χαρακτηριστική η αρχή της προς Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ' ἐσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α, 1).

Έτσι, οι Άγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν την εμπειρία τους σε όρους για να την διαφυλάξουν από την αίρεση και την διαστρέβλωση.

Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο της παραδόσεώς μας και δεν μπορεί κανείς να τα κλονίση χωρίς να χάση τον δρόμο προς την σωτηρία του.

Είναι σημαντική η φράση της ησυχαστικής Συνόδου του 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

Οι Άγιοι δεν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους, την αποκάλυψη την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν την προοπτική όχι μόνον δεν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς το θεμέλιο της σωτηρίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος για την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β΄ Κορ. ιβ, 1-4), λέγει ότι αυτά τα ρήματα είναι οι ελλάμψεις της ακτίστου δόξης του Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δεν μπορούν να εκφρασθούν τελείως από αυτούς που δέχονται την εμπειρία της αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ το μέτρο της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας για το θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στους Αγίους με άρρητα ρήματα και οι Άγιοι την εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να διδάξουν τους ανθρώπους, προκειμένου να βαδίσουν τον δρόμο της σωτηρίας τους.

Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη του Θεού μεταφέρεται με όρους κάθε εποχής, από τους φορείς της Αποκαλύψεως, τους πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν...ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον».

Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό, αναγνωρίζουν και σέβονται τους προγενεστέρους θεόπτες και αποδέχονται τους όρους που εκείνοι χρησιμοποίησαν.

Επομένως, εκείνοι που μπορούν να κάνουν, αν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν την ίδια παράδοση με τους προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σε αυτούς τους «πείρα μεμυημένους» και καθοδήγηση από αυτούς.

Στον «Αγιορειτικό Τόμο», που είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γράφεται ότι τα δόγματα τα γνωρίζουν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», οι οποίοι απαρνήθηκαν τα χρήματα, την δόξα των ανθρώπων και τις κακές ηδονές του σώματος, για χάρη της ευαγγελικής ζωής· βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή τους σε εκείνους που έχουν προχωρήσει στην κατά Χριστόν ηλικία, και αφού έζησαν τον ιερό ησυχασμό με προσευχή, ενώθηκαν με τον Θεό με μυστική ένωση μαζί Του και έτσι «τα υπέρ νουν εμυήθησαν».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας που έχουν τις δυνατότητες να διατυπώσουν την θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που ενώνονται με τους πρώτους «τη προς τους τοιούτους αιδοί και πίστει και στοργή».

Άλλος τρόπος θεολογίας δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έξω από αυτήν την θεολογία υπάρχει ο στοχασμός, η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός.Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπη «την νυν γλωσσαλγίαν και τους αυθημερινούς σοφούς και τους χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στο να θέλουν να είναι σοφοί, λέγει: «ποθώ την ανωτάτην φιλοσοφίαν και σταθμόν έσχατον ζητώ, κατά τον Ιερεμίαν, και εμαυτώ μόνω συγγενέσθαι βούλομαι». Πράγματι, σήμερα μας καταλαμβάνει θλίψη, γιατί η εποχή μας γέμισε από «αυτοχειροτονήτους θεολόγους» που διδάσκουν Κληρικούς και λαϊκούς και δημιουργούν σύγχυση στον λαό.

Αυτά τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν όσα θα ακολουθήσουν.[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]Βίντεο σόκ!! Ἀπλὰ παρακολουθεῖστε:[/fonts]


Ξένια

Tί πρέπει να σχολιάσω αρνητικά εγώ τώρα? Την δημοτική γλώσσα, ή το  καραγκιοζιλίκι που ακολούθησε?
Ελπίζω να το ανέβασες για το δεύτερο...
Οι δυσκολίες της ζωής αντιμετωπίζονται με τρείς τρόπους: την ελπίδα, το όνειρο και το χιούμορ. (Καντ Ι.)

Iaspis

Εἶναι ἄξιο ἀπορίας ἡ εὐρεία διάδοση τοῦ εὐτράπελου, καθὼς καὶ ἡ ἔνθερμη ὑποδοχὴ του ἀπὸ μιὰ κάποια....πτυχὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Θὰ περίμενε κάποιος νὰ μᾶς ἄφηνε ἐντελὼς ἀδιάφορους τὸ εὐτράπελο, νὰ τὸ προσπερνούσαμε σὰν κάτι ἀνούσιο ποὺ σπαταλᾶ τὸν χρόνο μας ἄδικα. Κι ὅμως δὲν γίνεται ἔτσι! Γιατὶ ἄραγε;

Συμφωνῶ μὲ τὴν Ξένια. Τὶ νὰ πρωτοσχολιάσει κανείς; Καλύτερα νὰ τὸ προσπεράσουμε. Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο. Κακὼς ποὺ κάποιοι ἄνθρωποι ἀποτυπώνουν τέτοιες ἀτυχεὶς στιγμὲς, καὶ κακὼς ποὺ οἱ στιγμὲς αὐτὲς διαδίδονται, διότι μπορεῖ νὰ βλάψουν κάποιον ποὺ βρίσκεται σὲ στιγμὴ ἀδυναμίας. Ἀς τὸ καταλάβουν ἐπιτέλους οἱ «παντοδύναμοι» «πιστοὶ», ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ἀδύναμοι ποὺ θέλουν νὰ προσεγγίσουν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου!

Ἰωάννη, σὲ παρακαλῶ παιδὶ μου ἐὰν θέλεις ἀποτραβήξου ἀπὸ τὸ σκάνδαλο. Δὲν σοῦ ταιριάζει, οὔτε καὶ σὲ κανέναν ἄλλο ἄνθρωπο ταιριὰζει! Τὶ μπορεῖ νὰ ὡφεληθῆ κάποιος ἀπὸ τὸ βίντεο ποὺ ἀνέβασες;
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Ἰωάννης

[font face=Garamond][font size=4]Δυστυχώς για ακόμη μία φορά ο κ.Δημήτρης βιάζεται να μας στείλει στην κόλαση πρίν την ώρα μας!
Σε ερωτώ:[/fonts][/fontf] [font size=3]\"ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;\" (Μτθ.8-29)[/fonts]
[font face=Garamond][font size=4]Αφήστε μας να πάμε στην ώρα μας στην κόλαση, πιστέψτε με δεν βιαζόμαστε!
Ερωτώ επίσης είδατε να παίρνω θέση για το παραπάνω βίντεο; Το τιτλοφόρησα ως \"Βίντεο σόκ\". Είδατε να παίρνω θέση;
Είμαι εντελώς ενάντια στην μετάφραση των κειμένων εν ώρα ακολουθίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επικροτώ την χάβρα των ιουδαίων που κραύγαζε \"άρον, άρον σταύρωσον αυτόν\".
Λίγη αμεροληψία και αντικειμενικότητα δεν βλάπτει κ.Δημήτρη. Αν έπαιρνα θέση και δη λανθασμένη ας με κοπανούσατε όπως σας αρέσει! Απ\'την στιγμή όμως που δεν λέω τίποτε μην λέτε κι εσείς τίποτε για μένα!
Ποιός σας είπε ότι το ανέβασα για ωφέλεια; Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο συνέβη μέσα σε ορθόδοξο ναό και το οποίο κυκλοφόρησε σε αρκετά μπλογκς σαν είδηση δηλαδή ότι έγινε το τάδε περιστατικό, σαν είδηση λοιπόν το ανέβασα κι εγώ.
Εσείς για παράδειγμα όταν ανεβάζετε ένα βίντεο του Χατζηγιάννη το κάνετε για \"ωφέλεια\";
Ξένια συμφωνούμε απόλυτα!

(Τα παραπάνω ισχύουν και για τον σχολιασμό σας στα περί οικουμενισμού.)[/fonts][/fontf]

Iaspis

Quote from: ΙΩΑΝΝΗΣ[font face=Garamond][font size=4]Δυστυχώς για ακόμη μία φορά ο κ.Δημήτρης βιάζεται να μας στείλει στην κόλαση πρίν την ώρα μας!
Σε ερωτώ:[/fonts][/fontf] [font size=3]\"ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;\" (Μτθ.8-29)[/fonts]
[font face=Garamond][font size=4]Αφήστε μας να πάμε στην ώρα μας στην κόλαση, πιστέψτε με δεν βιαζόμαστε!
Ερωτώ επίσης είδατε να παίρνω θέση για το παραπάνω βίντεο; Το τιτλοφόρησα ως \"Βίντεο σόκ\". Είδατε να παίρνω θέση;
Είμαι εντελώς ενάντια στην μετάφραση των κειμένων εν ώρα ακολουθίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επικροτώ την χάβρα των ιουδαίων που κραύγαζε \"άρον, άρον σταύρωσον αυτόν\".
Λίγη αμεροληψία και αντικειμενικότητα δεν βλάπτει κ.Δημήτρη. Αν έπαιρνα θέση και δη λανθασμένη ας με κοπανούσατε όπως σας αρέσει! Απ\'την στιγμή όμως που δεν λέω τίποτε μην λέτε κι εσείς τίποτε για μένα!
Ποιός σας είπε ότι το ανέβασα για ωφέλεια; Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο συνέβη μέσα σε ορθόδοξο ναό και το οποίο κυκλοφόρησε σε αρκετά μπλογκς σαν είδηση δηλαδή ότι έγινε το τάδε περιστατικό, σαν είδηση λοιπόν το ανέβασα κι εγώ.
Εσείς για παράδειγμα όταν ανεβάζετε ένα βίντεο του Χατζηγιάννη το κάνετε για \"ωφέλεια\";
Ξένια συμφωνούμε απόλυτα!

(Τα παραπάνω ισχύουν και για τον σχολιασμό σας στα περί οικουμενισμού.)[/fonts][/fontf]
Ἐγὼ ἀδελφὲ δὲν παρέθεσα ἐπειδὴ πῆρες ἤ ὄχι θέση (διάβασε σὲ παρακαλῶ προσεκτικὰ τὶ γράφω),  ἀλλὰ παρέθεσα γιατὶ ἀνέβασες, δηλαδὴ διέδωσες κατὰ κάποιον τρὸπο, αὐτὸ τὸ εὐτράπελο καὶ ἀνούσια κατασκευασμένο βίντεο ποὺ εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου, τῆς ντροπῆς μὲ μία λέξη! Ἡ ντροπὴ βέβαια δὲν εἶναι δικὴ σου, διότι δὲν εἶσαι ἐσὺ αὐτὸς ποὺ τὸ κατασκεύασε, οὔτε φυσικὰ καὶ σοῦ τὴν ἀπέδωσα. Μόνον σὲ παρακάλεσα ἐὰν θέλεις νὰ ἀποτραβήξης τὸν ἐαυτὸ σου ἀπὸ τὸ σκάνδαλο, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶπα ὅτι ἐὰν δὲν τοῦ ἀντισταθοῦμε βρίσκει ἔδαφος στὴν πτωτικὴ μας φύση, καὶ εἶναι βλαβερό.
Ἐὰν δὲν τὸ ἀνέβασες γιὰ ὡφέλεια, καὶ τὸ ἀνέβασες γιὰ «εἴδηση» ὅπως λέγεις, σκέψου μὴπως προκύπτει (ἔστω καὶ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο) βλάβη καὶ πειρασμὸς ἀπὸ τέτοιου εἴδους...ἀσυνείδητες εἰδήσεις. Ἡ γνώμη μου εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ βίντεο εἶναι  ἀνεπίτρεπτο νὰ τὸ διαδίδουμε ἀδελφοὶ ἐν Κυρίω!
Γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ εἶπες δὲν θέλω νὰ πῶ κάτι, σκέψου μόνος σου πόσο συσχετίζονται μὲ τὸ θέμα, ὅπως καὶ ποιὸ εἶναι τὸ θέμα!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)