«Η θεολογική μου διαθήκη.» του π. Γεώργιου Φλωρόφκσι

Started by Ἰωάννης, 28 September, 2010, 12:56:52 PM

Previous topic - Next topic

Ἰωάννης

[font size=3]Ἀξίζει νά διαβάσουμε τό παρακάτω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι (1893-1979) πού τό τιτλοφορεῖ ὁ ἴδιος ὡς τήν «θεολογική του διαθήκη». Πρόκειται γιά ἕνα χειρόγραφο πού δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει καί βρέθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ἀπό τόν Andrew Blane, ὁ ὁποῖος καί τό δημοσιεύει.



«Σέ μιὰ τόσο ἐπίσημη περίσταση ὅπως αὐτή, μόνο λόγια εὐχαριστίας κι εὐγνωμοσύνης ἁρμόζουν. Πράγματι, εἶμαι βαθιά συγκινημένος ἀπό αὐτό τό γενναιόδωρο δεῖγμα ἀναγνώρισης ποὺ ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου θέλησε νά μοῦ ἀπονείμει. Ὅμως, ξέρω, προφανῶς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, καί τίς ἀποτυχίες μου καί τά μειονεκτήματά μου. Ξέρω πράγματι ὅτι ἤμουν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Καί μάλιστα ξέρω πολύ καλά πόσα πράγματα δέν ἔχω κάνει, πράγματα ποὺ ἔπρεπε νά ἔχω κάνει, καί πόσα πολλά πράγματα ἔκανα ποὺ δέν ἔπρεπε νά κάνω.

Δέν ἔλαβα κανονική θεολογική ἐκπαίδευση (παρόλο ποὺ τό φταίξιμο δέν εἶναι δικό μου). Εἶμαι αὐτοδίδακτος στήν θεολογία, κάτι σάν ἐρασιτέχνης, αὐτοδημιούργητος – γιά νά χρησιμοποιήσω μιὰν ἀμερικανική ἔκφραση. Ἐκπαιδεύτηκα γιά νά γίνω καθηγητής ἱστορίας καί φιλοσοφίας.

Ὄντως, τήν ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία μου τήν ἄρχισα ὅταν ἤμουν ἀκόμη στή Ρωσία, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, καί τό μόνο μάθημα ποὺ δίδαξα μ΄ αὐτή τήν ἰδιότητα στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν Φιλοσοφία τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Τή θεολογία μου δέν τήν ἔμαθα στό σχολεῖο, ἀλλά στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στή λατρεία της. Τήν ἄντλησα πρῶτα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία καί, πολύ ἀργότερα, ἀπό τά γραπτά τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ὅταν τό 1926 μοῦ προτάθηκε νά διδάξω Πατρολογία στό νεοσύστατο Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Παρισιοῦ, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος γιά κάτι τέτοιο. Ἔπρεπε πρῶτα νά μάθω αὐτό ποὺ ἔπρεπε νά διδάξω. Δέν ντρέπομαι γι΄ αὐτό. Πολλοί ἔχουν βρεθεῖ σ΄ αὐτὴ τή θέση. Ἡ φράση αὐτή ἀνήκει, παρεμπιπτόντως, στόν σπουδαιότερο θεολόγο καί ἱεράρχη τοῦ περασμένου αἰώνα, στόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φιλάρετο τῆς Μόσχας. Καί αὐτός μάθαινε τά ἀντικείμενά του ἐνῶ τά δίδασκε στήν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ δική μου μέθοδος μελέτης ἦταν πολύ ἁπλή. Τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς δουλειᾶς μου ὡς καθηγητὴς στό Παρίσι διάβαζα συστηματικά τά ἔργα τῶν πιό σημαντικῶν Πατέρων, κάποια στό πρωτότυπο, κάποια σέ μετάφραση. Μελέτησα κατά κύριο λόγο πηγές πρίν στραφῶ στή λόγια γραμματεία. Πιθανόν νά εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποὺ φαίνομαι τόσο «παλιομοδίτης». Δέν ξεκίνησα μέ τίς «καλύτερες κριτικές», καί γι΄ αὐτό ἡ κριτική οὔτε μέ ζάλισε οὔτε μέ διέφθειρε. Ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀπέκτησα ἀνοσία γιά πάντα ἔναντι τῆς ρουτίνας, ἔναντι ἐκείνης τῆς «θεολογίας τῆς ἐπανάληψης» ἡ ὁποία βρίθει ἀπό ἀρχαϊκούς τύπους καί φράσεις, ἀλλά τόσο συχνά τῆς λείπει τελείως τό πνεῦμα ζωντάνιας.

Οἱ Πατέρες μέ δίδαξαν τή χριστιανική ἐλευθερία. Ὑπῆρξαν παραπάνω ἀπό ἁπλοί νομοθέτες• ἦταν ἀληθινοί προφῆτες μέ τήν ἀληθινή σημασία τῆς λέξης – ἀντικρυζαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (Ἦταν πρωτίστως ἄνθρωποι μέ ἐνόραση καί πίστη). Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁραματιστές. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μέ ὁδήγησε ἀρκετά νωρίς στήν ἰδέα αὐτοῦ ποὺ τώρα ὀνομάζω «νεοπατερική σύνθεση». Ὀφείλει νά εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό συλλογή Πατερικῶν ρητῶν καί διατυπώσεων. Πρέπει νά εἶναι μία σύνθεση, μία δημιουργική ἐπανεπιβεβαίωση ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνοράσεων ποὺ χορηγήθηκαν στούς ἁγίους τοῦ παρελθόντος. Πρέπει νά εἶναι Πατερική, πίστη στό πνεῦμα καί τό δράμα τῶν Πατέρων – ad mentem Patrum. Ἀλλά ταυτόχρονα, πρέπει νά εἶναι καί νεοπατερική, καθώς ἀπευθύνεται στή νέα ἐποχή, μέ τά δικά της προβλήματα καί ἐρωτηματικά. Μ΄ αὐτό τό πνεῦμα καί μ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἔγραψα, ἤδη τριάντα χρόνια πρίν, τίς δύο θεολογικές μου ἐργασίες, γιά τό Δόγμα τῆς Δημιουργίας καί τό Δόγμα τῆς Ἀπολύτρωσης, τίς ὁποῖες ἀκόμη θεωρῶ τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματά μου, καί ἴσως τά μοναδικά.

Δυστυχῶς, λίγο ἀργότερα περισπάστηκα. Δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ στούς πειρασμούς. Ἄφησα τή δουλειά μου πάνω στούς Πατέρες ἡμιτελῆ: ἀπό τούς πέντε προγραμματισμένους τόμους, μόνο δύο ὁλοκληρώθηκαν, κι αὐτοί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄30. Ἀντί νά ὁλοκληρώσω αὐτή τή δουλειά, στράφηκα στή ρωσική θεολογία καί αὐτή ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε τήν παραμονή ἀκριβῶς τοῦ πρόσφατου πολέμου. Αὐτή ἡ μελέτη, ὅμως, ἀποδείχθηκε ἔργο μᾶλλον ἀποδόμησης παρά οἰκοδόμησης. Τήν ἴδια ἐποχή ἐμπλεκόμουν σέ διάφορες οἰκουμενικές δραστηριότητες, στήν ἀρχή σέ περιορισμένη κλίμακα. Γιά πολλά χρόνια περνοῦσα τίς καλοκαιρινές μου διακοπές στήν Ἀγγλία, ἐξηγώντας τήν Ὀρθοδοξία σέ Ἀγγλικανούς φοιτητές καί λαϊκούς, καί ταξιδεύοντας ἀπό κολλέγιο σέ κολλέγιο καί ἀπό πόλη σέ πόλη. Ἀργότερα ἀναμίχθηκα στή μείζονα οἰκουμενική κίνηση τῆς «Πίστης καί Τάξης».

Δέν μετανιώνω γιά ὅλα αὐτά, γιά αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παρακάμψεις». Ἐπίσης ἀπήλαυσα πάρα πολύ τή διδασκαλία, στά χρόνια του πολέμου, στά ρωσικά σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, στήν Bela Crkva καί στό Βελιγράδι. Ἔμαθα πολλά διδάσκοντας. Καί ἀνακάλυψα ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, κάτι παραπάνω ἀπό παροχή γνώσης. Ὁ δάσκαλος ἔχει νά διδάξει ζωντανά πρόσωπα, ἀδελφούς καί ἀδελφές του ἐν Χριστῷ, καί νά τούς διδάξει γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνια ζωή ἐν τέλει. Ἀκόμη καί ὡς δάσκαλος, πρέπει κανείς νά παραμένει μαθητής, κάτι ποὺ πράγματι εἶναι ἀναπόφευκτο.

Μοῦ ἀρέσει νά μαθαίνω. Μοῦ ἀρέσει νά παραμένω in statu pupilari [σέ κατάσταση μαθητείας]. Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός. Ὅμως, καί πόσα ἔχουν μείνει ἀπραγματοποίητα! Ἔγραψα λιγότερα ἀπό ὅσα ὄφειλα ἤ μποροῦσα πιθανόν νά γράψω. Καί τώρα προφανῶς εἶναι πιά πολύ ἀργά. Ἐλπίζω, ὅμως, ὅτι θά μοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος νά συντάξω τή «θεολογική διαθήκη» μου καί νά μεταφέρω τή βαθειά μου ἔγνοια γιά τίς μέλλουσες γενιές.

Αὐτή ἡ διαθήκη περιλαμβάνει τρία κύρια σημεῖα.

Πρῶτον, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά εἶναι μία ἱστορική θεολογία. Ἕνας διακεκριμένος Βρετανός ἱστορικός εἶπε πρόσφατα: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία καθημερινή πρόσκληση στή μελέτη τῆς ἱστορίας» (F. Μ. Powicke). Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐρευνητής ὑποστήριξε, πολύ σωστά, ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμε σέ ἰδέες, ἀλλά σέ ἕνα Πρόσωπο» (Dom Ansgar Venier) καί αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας Κύριος καί Σωτήρας, Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι διαλεκτική ἐννοιῶν, ἀλλά ὁμολογία πίστης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός δρῶν, ὁ ὁποῖος δρᾶ στήν ἱστορία, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζει νά δρᾶ στίς ζωές μας καί θά συνεχίζει νά δρᾶ μέχρι ὁ Κριτής νά ἔρθει γιά νά ἐλέγξει ζώντας καί νεκρούς. Ἡ Θεολογία εἶναι ἑπομένως ἡ μελέτη τῶν θείων πράξεων.

Δεύτερον, καθώς μελετᾶμε αὐτές τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό ποὺ ἔχει εὔστοχα περιγραφεῖ ἀπό τόν Gerhardt Kittel ὡς «τό σκάνδαλο τῆς ἰδιαιτερότητας». Ἡ σωτηρία «ἐκ τῶν ἑβραίων ἐστιν» καί κηρύχτηκε στόν κόσμο στήν ἑλληνική γλώσσα. Πράγματι, τό νά εἶσαι Χριστιανός σημαίνει νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐφόσον ἡ βασική μας αὐθεντία θά εἶναι γιά πάντα ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, ἡ Καινή Διαθήκη. Τό χριστιανικό μήνυμα ἔχει διά παντός διατυπωθεῖ σέ ἑλληνικές κατηγορίες. Αὐτό μέ καμιά ἔννοια δέν σήμανε συνολική πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαυτοῦ, ἀλλά ἀνατομία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό παλιό ἔπρεπε νά πεθάνει, τό νέο ὅμως παρέμενε ἑλληνικό: ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς δογματικῆς μας, ἀπό τήν Καινή Διαθήκη μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ μᾶλλον μέχρι σήμερα. Προσωπικά εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπερασπιστῶ αὐτή τή θέση, καί μάλιστα σέ δύο διαφορετικά μέτωπα: καί κατά τῆς ὄψιμης ἀναβίωσης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, καί κατά ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἐπαναδιατύπωσης δογμάτων σέ κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιῶν, εἴτε γερμανικῶν, εἴτε δανέζικων, εἴτε γαλλικῶν (Χέγκελ, Χάϊντεγκερ, Κίρκεργκωρ, Μπέργκσον, Teilhard de Chardin), καί σέ κατηγορίες τοῦ ὑποτιθέμενου Σλαβικοῦ πνεύματος. Ἡ θέση μου, ὁμολογουμένως, χρειάζεται ἀκριβολογία καί ἀνάλυση, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος.

Τρίτο καί τελευταῖο, πρέπει νά θεολογοῦμε ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή διανοητική μας περιέργεια, θεμιτό καί ἄν εἶναι αὐτό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε, νά ἔχουμε ζωή περισσή ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, ἡ ὁποία, τελικά, δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἕνα Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στό ζήτημα αὐτό μόνο οἱ Πατέρες μποροῦν νά εἶναι σίγουροι καί ἀσφαλεῖς ὁδηγοί.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα πρόγραμμα. Εἶναι τό πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγώ πορεύτηκα στό λογικό μου ἐγχείρημα. Τώρα, μόνη μου ἐλπίδα εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τίς προθέσεις μας.
[/fonts]

Σωτήριος

Δεν είναι ακριβώς απάντηση, σαν μια αδελφή θέση που φωτίζει ακόμη περισσότερο στο του κειμένου σας, την θέση του Πατρός Φλωρόφκσι, φυσικά μακριά από με η όποια σύγκριση και η όποια αντιπαράθεση των δυο κειμένων.Αν κάτι έγινε χωρίς να καταλάβω, που αλλοιώνει την ανάδειξη της ανάρτησης σας, συχωρέστε με και ειδοποιώντας με δεν θα επαναληφθεί.  

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

Startseite
27.09.2010

Η Σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης Θεολογίας - Του π. Βασιλείου Γοντικάκη Καθηγουμένου της Ι. Μ. Ιβήρων Αγ. Όρους

 http://www.oodegr.com

Του π. Βασιλείου Γοντικάκη
Καθηγουμένου της Ι. Μ. Ιβήρων Αγ. Όρους Συνέντευξη στο περιοδικό «ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ»


Ερώτηση: Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης θεολογίας; Και πιο συγκεκριμένα, ποια μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ κοσμολογίας, σύγχρονης φυσικής και Ορθόδοξης θεολογίας;

Απάντηση: Η θεοποίηση τού ανθρωπίνου λογικού και των δυνατοτήτων του στον χώρο της επιστήμης είναι μια μορφή ειδωλολατρίας. Η λατρεία των κατασκευασμάτων των χειρών και τού νοός τού ανθρώπου είναι άλλη ειδωλολατρία, στον χώρο της θρησκείας.

Αυτές οι ειδωλολατρίες, της επιστήμης που δεν έχει συνείδηση των ορίων της και της θρησκείας που κλείνεται μέσα στον κτιστό κόσμο, είναι φυσικό να διαμάχωνται άσκοπα και άκαρπα.

Εάν γνωρίζεις τη θρησκεία διαβάζοντας την ιστορία τού δυτικού μεσαίωνα με τις ιερές εξετάσεις και τα ανθρώπινα αλάθητα, τότε η επιστήμη που έχει το σθένος να ξεπερνά τις παλαιότερες πεποιθήσεις και θεωρίες της, είναι φυσικό να θεωρεί τον εαυτό της σε πλεονεκτικότερη θέση.

Όταν άρχισαν οι επιστήμονες να προβληματίζονται, να θέτουν νέα ερωτήματα· να προσπαθούν να δουν τα πράγματα έξω από το κλειστό σύστημα που εθεωρείτο ως ασυζήτητο «δόγμα»· να μιλούν για σχετικότητα, απροσδιοριστία και αβεβαιότητα, δημιούργησαν την πρώτη ρωγμή, απ\' όπου άρχισε να μπαίνει φως ελπίδος για τη βεβαιότητα. Μίλησαν για κάποια σχέση και αλληλεπίδραση τού ερευνώντος και τού ερευνώμενου. Για κάποια σχέση που έχουν τα μέχρι τότε θεωρούμενα άσχετα το ένα με το άλλο στοιχεία τού σύμπαντος. Έτσι έμπαιναν στην αναζήτηση ενιαίας γνώσεως. Και πλησίασαν τη φυσική με τη μεταφυσική, την κοσμολογία με τη θεολογία. Ετέθη το ερώτημα: «Ποιο είναι το όργανο γνώσεως για τον άνθρωπο;»

Η Ορθόδοξη θεολογία και εμπειρία από την πλευρά της ούτε σχετίζεται με τη λογική και τη διαγωγή τού δυτικού μεσαίωνα, ούτε εκπλήσσεται ή ξενίζεται με την πρόοδο της επιστήμης. Έχει άλλο πλούτο, τόλμη και προορισμό. Προχωρεί από το κτιστό στο άκτιστο. Η κατάρρευση των ειδωλικών ινδαλμάτων πραγματοποιείται ακατάπαυστα μέσα στην Ορθόδοξη θεολογία και ζωή. Και είναι τόση η ιλιγγιώδης κίνηση, που φαίνεται στάση. Είναι τόσο απερινόητη η πλησμονή της ακτίστου φωτοχυσίας στη Μεταμόρφωση τού Κυρίου, ώστε δεν λέγεται φως, αλλά σκότος και γνόφος (Δευτερονόμιο 4/δ: 11). Είναι τόσο απαιτητική και απόλυτη η έφεση τού Ορθοδόξου ασκητού για ενότητα, ώστε ο μοναχός ορίζεται ως «ο πάντων χωρισθείς και πάση συνηρμοσμένος» (Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 187.). Αν ενωθείς με κάτι, χωρίζεσαι από τα άλλα με τα οποία δεν ενώθηκες. Αλλά, αν θέλεις να ενωθείς με όλα, οφείλεις κατ\' ανάγκη να χωρισθείς από όλα, για να ενωθείς μ\' αυτά. Να βρίσκεσαι στην καρδιά τους και όλα να βρίσκονται στην καρδιά σου.

Ο άνθρωπος θέλει να δει, να γνωρίσει, να ψηλαφήσει, για να πιστεύσει. Και ο Κύριος δέχεται την απαίτηση τού Θωμά να Τον δει και να Τον ψηλαφήσει. Έτσι ο Κύριος μπορεί να του υποδείξει τον δρόμο που οδηγεί στο πλήρωμα λέγοντας: «Ότι εώρακάς με πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάννης 20/κ: 29). Μακάριοι είναι εκείνοι που έγιναν ολόκληροι μια αίσθηση ένας οφθαλμός, και δεν έρχονται σε μερική επαφή χρονικώς μαζί μου, αλλά πιστεύουν, γιατί ολόκληροι βρίσκονται διηνεκώς με όλο τον Θεάνθρωπο Κύριο. Οπότε, οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες είναι οι όντως ορώντες με όλη τους την ύπαρξη τον άνω πάσης κτίσεως ευρισκόμενο, γιατί έχουν φθάσει σε μια κατά χάριν ασύγχυτη και αχώριστη με αυτόν ένωση. Βλέπουν με όλη τους την ύπαρξη τον όντως Όντα. Και κερδίζουν την ύπαρξή τους με το να την χάνουν: «Ος αν απωλέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και τού ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκος 8/η: 35). Η εύρεσις αναδύεται από την εκούσια θυσία, την απώλεια. Και έτσι βρίσκεις τον όντως Όντα, για τον οποίον πιο πολύ αρμόζει το μη είναι από το είναι, δια το υπέρ είναι (Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, P. G. 91, 664B). Δηλαδή, με οποιαδήποτε έννοια της δικής μας υπάρξεως, δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ύπαρξη τού Θεού όπως ουσιαστικά είναι. Γι\' αυτό, στη θεία Λειτουργία υμνούμε τον Θεό, γιατί είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος» (Ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου). Ευχαριστούμε για τις ευεργεσίες που γνωρίζουμε και για εκείνες που δεν γνωρίζουμε. Και πιο πολύ γνωρίζουμε τα άγνωστα που Αυτός ρυθμίζει, ενώ αγνοούμε τα γνωστά, που τα πλησιάζουμε με τη σχετική και αποσπασματική γνώση που εμείς μπορούμε να έχουμε γι\' αυτά. Έτσι το σίγουρο και γνωστό στην εξίσωση της ζωής είναι το άγνωστο. Δια τού αγνώστου, αοράτου Θεού, βαίνουμε προς γνώσιν τού αγνώστου εαυτού μας.

Υπάρχει μια απόγνωση (που οδηγεί στη γνώση) για τη δική μου προκοπή [«χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάννης 15/ιε: 5)]· και μια απόλυτη εμπιστοσύνη σ\' Αυτόν που με αγαπά αναιτίως και αδίκως (χωρίς να το αξίζω). Έτσι εγκαταλείπεις τον εαυτό σου σ\' Αυτόν. Και ζητώντας να γίνει το θέλημά Του στη ζωή σου, ησυχάζεις. Γιατί μέσα στην πράξη της εναποθέσεως των πάντων σ\' Αυτόν βρίσκεται η απάντηση δοσμένη. Με το «σοι παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα» (Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Ευχή προ της Κυριακής Προσευχής). Το μέλλον και η ελπίς έφθασαν ως παρών παράδεισος. Και ζούμε τον Κύριο ως το Α και το Ω. Καταργείται η απόσταση τού χρόνου, ο χωρισμός τού γνωστού και αγνώστου, τού λόγου και της σιωπής, της ευλογίας και της δοκιμασίας, της ζωής και τού θανάτου. Όλα καταγλαϊζονται από άφατη παρουσία φωτός ακτίστου. Τότε νοιώθεις ότι η αιωνιότης χωρά σε μια στιγμή, και ο παράδεισος της ελευθερίας σε έναν άγιο μαργαρίτη (σώμα και αίμα Χριστού). Φτάνεις με την ταπείνωση στο μη ον: ο ταπεινός είναι «ως άνθρωπος μη ελθών εις το είναι» (Αββά Ισαάκ του Σύρου, Έκδ. Σπετσιέρη σ. 311). Και διεστάλης κατά χάριν, γενόμενος χώρα τού αχωρήτου μυστηρίου.

Άρα, το όργανο δια τού οποίου επιτυγχάνουμε την όντως γνώση δεν είναι ένα τμήμα τού εαυτού μας (αίσθησι λογική, νόηση...), αλλά ο όλος άνθρωπος, όταν αξιωθεί να γίνει όλος μία αίσθηση και να βλέπει και να ακούει τον ένα Λόγο, δια τού οποίου τα πάντα εγένετο (Ιωάννης 1/α: 3). Και γνωρίζει ενιαίως τα πάντα δια κοινωνίας ζωής.

Και για να φθάσει ο άνθρωπος σ' αυτή την κοινωνία ζωής, καλείται, κατά τον άγιο Μάξιμο, να ξεπεράσει την άγνοια και την κακία. Στη συνέχεια, αν είναι επιτρεπτό να πούμε, να ξεπεράσει των εγνωσμένων αγαθών (καλών) τους όρους. Να προχωρήσει πέρα από τη γνώση και την αρετή. Και τότε η ψυχή, από όλα τα αισθητά και νοητά ελευθερωθείσα, παραδίδεται και αναπαύεται εις την άρρητον και μακαρίαν κοίτην τού Θεού Λόγου. Και τότε, ένα γενομένη η ψυχή με τον Θεόν Λόγον (όλη εν όλω τω Λόγω υπάρχουσα, και όλος ο Λόγος εν όλη τη ψυχή), θα γνωρίσει τους λόγους και τις αιτίες των όντων. Ενώ πριν νυμφευθει τον Θεόν Λόγον, ήταν υποχείρια στις διαιρετικές μεθόδους (Βλ. Αγίου Μαξίμου Ομολογητού Μυσταγωγία, P. G. 91, 681Β).


* * *

Εφ' όσον άρχισε η μία κατάρρευση, η διάψευση μιας επιστημονικής θεωρίας (κλασική φυσική), θα ακολουθήσει και άλλη, και άλλη. Και μετά την κατάρρευση όλων των σχετικών θεωριών θα φθάσουμε στα όρια της Αλήθειας, που δεν απειλείται με κατάρρευση γιατί είναι μια εκούσια κατάρρευση θυσία, προσφορά. Είναι αγάπη και μόνο. Η ζωή ανίσταται εκ τού τάφου. Η Αγάπη, ως προσφορά ανενδεής, είναι η δύναμη που υποστασιοποιεί τα μη όντα. Ο Θεός είναι αγάπη. Και το big bang είναι φανέρωση αυτής της αγάπης.

Αν η αλήθεια δεν είναι μία ιδέα ή μία άποψη, αλλά ένα πρόσωπο που είναι μόνο αγάπη· και αν οι επιστήμονες δεν θεωρούν τον εαυτό τους κομπιούτερ σκεπτόμενο, αλλά είναι όντως απαιτητικοί και τολμηροί ερευνώντες άνθρωποι, που τα θυσιάζουν όλα, και τον εαυτό τους, για την Αλήθεια, τότε βρίσκονται σε σωστό δρόμο. Θα βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη και έκπληξη. Τότε θα ιερουργούν σωστά το διακόνημά τους μέσα στο παγκόσμιο συλλείτουργο.

Όταν οι επιστήμονες της συγχρόνου φυσικής βλέπουν ως θρησκεία το παρουσιαζόμενο από τον δυτικό σχολαστικισμό, δεν βλέπουν την αλήθεια της θρησκείας, αλλά την έκπτωσή της. Έτσι δεν βοηθούνται στην πορεία τους για γνώσι αλλά εμποδίζονται, γιατί δεν ταπεινώνονται, «δεν έρχονται εις αίσθησιν της οικείας ασθενείας». Νομίζουν ότι πετυχαίνουν κάτι παραπάνω απ\' ό,τι πράγματι συμβαίνει. Έτσι βλάπτεται η εξέλιξη στην επιστήμη, η οποία τελικά καταξιώνεται με το ξεπέρασμα της επιστήμης.

Η μεγάλη βοήθεια και προωθητική δύναμη για τους συγχρόνους φυσικούς θα είναι η συνειδητή γνώση και το πλησίασμά τους με την απαιτητική τόλμη και το ξεπέρασμα των πάντων, που ιερουργείται μέσα στην Πατερική θεολογία και ζωή. Όπου ο αληθής εραστής τού Θεού ζητά να τον δει, όχι όπως ο άνθρωπος μπορεί, αλλά όπως ο Θεός είναι (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης). Άρα, η αληθής έξοδος από τον κλειστό χώρο τού κτιστού και η είσοδος στον χώρο της όντως γνώσεως και ελευθερίας θα πραγματοποιηθεί αν γνωρίσουν την ανυπόφορη -και γι\' αυτό, σωτήρια- απαίτηση και επίτευξη τού ανεπίτευκτου ανθρωπίνως, που συντελείται μέσα στην Ορθόδοξη πατερική αγωγή, όπου ο άνθρωπος δεν φθάνει στο να γνωρίσει απλώς ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος τού κόσμου, αλλά ο ίδιος γίνεται, ως άγιος, «κατά χάριν άναρχος και ατελεύτητος». Φτάνει εις την άγνωστον γνώσιν και τη θέωσι εν εαυτώ περιέχων το όλον μυστήριον. Γιατί ο άνθρωπος, με την πνοή τού Θεού που φέρει στα σπλάγχνα του ως «βάσανο» και δυνατότητα, δεν είναι τμήμα ενός μηχανικού σύμπαντος. Αλλά το σύμπαν, αν μπορούμε να πούμε, είναι τμήμα τού καθενός ανθρώπου.

Και η τόλμη της αναζητήσεως των επιστημόνων, είναι φανέρωση τού θεοπλάστου είναι τού ανθρώπου, που ζητά τα ανεπίτευκτα, που είναι τα ρεαλιστικά για τον άνθρωπο.

Οι αληθινά τολμηροί επιστήμονες θα αναπαυθούν, μόνον όταν γίνουν Ορθόδοξοι θεολόγοι.
Για την αντιγραφή υιος+ασωτος

Ἰωάννης

[font size=3]Eίναι πάρα πολύ ωραίο το κείμενο σας!! Λέει πάρα πολλά!!;)
Αν θέλετε όμως εξηγήστε μου το σκεπτικό που σας οδήγησε στην δημοσιεύση του στην ενότητα αυτή;[/fonts]

Σωτήριος

Η ευρωπαϊκή σκέψης σε Θεολογικά ζητήματα εμπεριέχει των κίνδυνο της οικουμενικότητας, πράγμα  που έμμεσα παραδέχεται και ο πατήρ Φλωρόφκσι, όμως το ζήτημα δεν είναι εκεί, με εκφράζει το σχόλιο το δικό μου αυτό που στην εισαγωγή, το πριν του πατρός Γοντικάκη και εν πάση περιπτώση, θεώρησα χωρίς να είναι δυο διαφορετικές απόψεις την κατάθεση του άρθρου, εξηγώντας δε και το γιατί, συγχωρήστε μου δεν μπορώ να αιτιολογήσω πάρα πέρα, παραδέχομαι την αστοχία μου και για αυτό συγχωρέστε με, δεν θα επαναληφθεί άλλη φορά, ίσως ποιο πολύ να ήθελα να εντυπωσιάσω, πρωτάρης γαρ στο μπλοκ  και απέτυχα, ζητώ την κατανόηση σας, Ο Άγιος Θεός να με ελεήσει, η σύνεση και φρόνηση μου είχαν πάει περίπατο και που από ότι φαίνεται, μέσα από την δική σας την αιτία επανήλθαν.  Δόξα σοι Ο θεός. Ευχαριστώ. υιος+ασωτος

Ἰωάννης

[font size=3]Καλησπέρα αγαπητέ κύριε Σωτήρη.
Πραγματικά ξαφνιάστηκα από την τελευταία σας παράθεση!!
Ποιός είμαι εγώ για να σας συγχωρήσω!! Και για ποιό λόγο άλλωστε!!
Κοιτάξτε να δείτε πάντα όποιος συμμετέχει σε ένα φόρουμ για πρώτη φορά έχει κάποιον ενθουσιασμό ο οποίος διαφαίνεται και στις δημοσιεύσεις του και δύναται να παρεξηγηθεί!
Κι εγώ όταν πρωτομπήκα είχα αυτόν τον ενθουσιασμό στα γραπτά μου και επειδή είμαι και 19 ετών δεν άργησα να παρεξηγηθώ από πολλούς και να χαρακτηρισθώ με χαρακτηρισμούς όχι και τόσο ωραίους!
Η αλήθεια είναι ότι οι ανθρωποι αρεσκόμαστε στο να κρίνουμαι βιαστικά και επιπόλαια τους άλλους γιατί έτσι μας βολεύει.
Γιατί πιστεύουμε πως με αυτόν τον τρόπο θα τον παραμερίσουμε τον άλλον και θα τον \"φιμώσουμε\"!
Στην περίπτωση σας δεν συμβαίνει τίποτε απ\'αυτά! Παραθέσατε ένα κείμενο πολύ ωραίο το \"πνεύμα\" του οποίου πιστεύατε ότι ταιριάζει με αυτό του π.Γεωργίου!
Απλώς εγώ δεν αντιλήφθηκα και δεν αντιλαμβάνομαι ακόμη που κολλάνε! Δεν έχει όμως καμμία σημασία αυτό! Διότι δεν νομίζω να διακατέχεται ο π. Γεώργιος εδώ απ\'την \"ευρωπαίκη σκέψη\"...
Συγχωρήστε με αν κάνω λάθος και διορθώστε μέ.

[/fonts]

Iaspis

Τὸ κείμενο τοῦ π. Βασιλείου τὸ βρίσκω πολὺ ὡραῖο καὶ ὡφέλιμο, καὶ ταιριαστὸ μὲ τὸ ἐπίσης ὡραῖο κείμενο τοῦ π. Φλωρόφσκι.
Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς παραθέσεις.

Quote from: ἸωάννηςΑπλώς εγώ δεν αντιλήφθηκα και δεν αντιλαμβάνομαι ακόμη που κολλάνε!
«Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός.»

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν στροφὴ τοῦ λόγου τοῦ π.Φλωρόφσκι, νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ ξεκινήσει κάποιος γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν συνάφεια  τῶν λόγων ἀδελφὲ Ἰωάννη.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Ἰωάννης

[font size=3]Nαι όντως!! Με συγχωρείτε πολύ!
Έχετε απόλυτο δίκαιο! Εγώ δεν το αντιλήφθηκα!
Κάποιες φορές το μυαλό του ανθρώπου κολλάει άσχημα και αργεί να καταλάβει, να αντιληφθεί!
Πω,πω με συγχωρείτε πολύ κ.Σωτήρη έκανα μεγάλο λάθος!! Τώρα το βλέπω!![/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]Ευχαριστώ για την βοήθεια κ.Δημήτρη![/fonts]

Iaspis

Βρὲ καλὸ μου παιδὶ, δὲν εἶναι «λάθος». Ἐσὺ ἀνέβασες ὡραῖο λόγο..
 Ἡ κατανόηση γιὰ τὸν ταλαίπωρο ἂνθρωπο προέρχεται ἀπὸ μετάνοια καὶ ταπείνωση. Μὰ καὶ γι αὐτὰ δὲν εἲμαστε ἂξιοι. Μόνο τὰ λαμβάνουμε σὰν χάρη ἀπὸ τὸν Χριστὸ, μέσα ἀπὸ δοκιμασίες. Ἂλλη κατανόηση δὲν ὑπάρχει..

Ἕναν κοινὸ ἐχθρό ἒχουμε ἀδελφὲ ὅλοι οἱ ἂνθρωποι. Αὐτὸν ποὺ μάχεται τὴν Σωτηρία μας. Ἂς τοῦ ἀποκόπτουμε τὶς ὀδοὺς, κι ἂς τὸν ἀπομονώνουμε μὲ τὴν ἀγάπη ἐν Κυρίῳ.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)