«Η λειτουργική θεολογία του π.Αλεξάνδρου Σμέμαν»

Started by Ἰωάννης, 17 September, 2010, 05:49:45 PM

Previous topic - Next topic

Ἰωάννης


[font face=Palatino Linotype][font size=2]ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΖΟΥΣΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ ΜΕΝΤΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ[/fonts][/fontf]

[font face=Palatino Linotype][font size=3]«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ»
Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ

_____________



Στοὺς περασµένους αἰῶνες ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προῆλθε ἀπὸ ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀφορίσθηκαν καὶ κατεδικάσθηκαν ἐξ αἰτίας τῶν δογµατικῶν τους πλανῶν. Τοιουτοτρόπως οἱ παλαιοὶ Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι κατεδίκασαν τὸν Ἀρειανισµό, τὸ Νεστοριανισµό, τὸ Μονοφυσιτισµό, τὴν Εἰκονοµαχία κτλ. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν καθεύδει, καὶ στὶς ἡµέρες µας ἔχει ἐµπνεύσει ποικίλα ρεύµατα «ἀνακαινισµοῦ» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν κυρίως τὴ ζωὴ καὶ πρακτικὴ τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας· ἀπὸ τὸν καθαρὸ Προτεσταντισµὸ τῆς «Ἀνακαινισµένης» ἢ «Ζώσης Ἐκκλησίας» στὴ Ρωσία στὰ 1920, ἕως τοὺς πολυαρίθµους ἐπιδόξους µεταρρυθµιστές, τοὺς ὁποίους µπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ σχεδὸν σὲ κάθε τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήµερα.


Στὸ ἄρθρο αὐτὸ κρίνεται µὲ προσοχὴ καὶ ἐπισηµαίνεται ἡ «µεταρρυθµιστικὴ» τάσις τοῦ ἐπὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας ἔργου ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ καὶ ευρύτατα σεβαστοῦ συγχρόνου Ρώσου θεολόγου. Γιὰ νὰ εἴµεθα δίκαιοι θὰ πρέπῃ νὰ σηµειώσουµε ὅτι ὁ π. Ἀλέξανδρος Σµέµαν πιθανῶς δὲν βλέπει τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα «µεταρρυθµιστή», καὶ ἐπαφίεται ἀναµφιβόλως σὲ ἄλλες, λιγότερο εὐαίσθητες ψυχές, σὲ µίαν ἄλλη γενεὰ ἀποστασιοποιηµένη ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη ζωή, νὰ ἐξαγάγῃ τὰ ἀναπόφευκτα εἰκονοκλαστικὰ συµπεράσµατα ἀπὸ τὶς ἤδη Προτεσταντικὲς ἀπόψεις τοῦ π. Σµέµαν.


Ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαὴλ Ποµαζάνκσυ, ἕνας ἐκ τῶν τελευταίων ζώντων θεολόγων ποὺ ἀπεφοίτησαν ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀκαδηµίες τῆς προ–Ἐπαναστατικῆς Ρωσσίας, δίδαξε θεολογία σὲ γενεὲς Ὀρθοδόξων ἱερέων, καὶ τώρα διδάσκει καὶ διαµένει στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ τῆς Νέας Ὑόρκης.





Ἐνώπιόν μας ἔχουμε τὸ ἔργον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εἰσαγωγὴ στὴν Λειτουργικὴ Θεολογία. Τὸ βιβλίο παρουσιάζεται ὡς μία «εἰσαγωγὴ σὲ µιὰ προτεινοµένη πλήρη σειρὰ Λειτουργικῆς Θεολογίας» (σ. 243), σχεδιασμένη ὑπὸ τοῦ συγγραφέως. Σὲ αὐτὴν ὑποδεικνύονται οἱ βάσεις ἑνὸς προτεινομένου νέου θεολογικοῦ συστήματος, καὶ ἔπειτα δίδεται ἕνα ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος ἢ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.


Τὸ κύριο μέρος τῆς Εἰσαγωγῆς στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία – ἡ ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ – βασίζεται πρωτίστως σὲ Δυτικὲς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες στὴ γαλλική, ἀγγλική, καὶ γερμανική γλῶσσα, καὶ μερικῶς σὲ ρωσικὲς πηγές. Ὁ συγγραφεὺς εἶναι πεπεισμένος ὅτι κατόρθωσε, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἐκφράζει, νὰ διαφύγῃ τὴν «Δυτικὴ αἰχμαλωσία», ἐνῶ ἔκαμε χρῆσι μὴ Ὀρθοδόξων πηγῶν. Ἀποφεύγει τὶς ἀκραῖες ἐπιβεβαιώσεις τῶν Προτεσταντῶν ἱστορικῶν. Γράφει: «Ἐµεῖς ἀπορρίπτουµε κατηγορηµατικὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς εἰρήνης τοῦ Κωνσταντίνου [δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου] ὡς µιᾶς "ψευδονίκης" τοῦ χριστιανισµοῦ, µιᾶς νίκης ἀγορασµένης στὴν τιµὴ τοῦ συµβιβασµοῦ» (σ. 128). Ὅμως τέτοιες διαβεβαιώσεις δὲν ἀρκοῦν καθ' ἑαυτάς, καὶ τὸ θεωροῦμε ὑποχρέωσή μας νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχὴ στὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου απὸ μίαν άποψη: Ἔχει ὁ συγγραφεὺς πράγματι διαφύγει τὴ Δυτικὴ αἰχμαλωσία; Ὅπως βεβαιώνουν πολλὰ στοιχεῖα, δὲν τὴν ἔχει στὴν πραγματικότητα διαφύγει.


Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΤΑΞΙΣ:

ΠΡΟΪΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑΤΟΥ

ή ΘΕΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΙΣ;

_______________


Ἐρευνώντας τὰ κύρια στάδια ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἢ Τυπικοῦ, ὁ συγγραφεὺς τὰ βλέπει ὅπως θὰ ἔβλεπε μία συνήθη ἱστορικὴ ἐκδήλωσι, ποὺ διεμορφώθη συνεπείᾳ τῆς ἐπιδράσεως τῶν μεταβαλλομένων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Γράφει: «Οἱ ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς συνήθως "ἀπολυτοποιοῦν" τὴν ἱστορία τῆς λατρείας καὶ τὴ θεωροῦν στὸ σύνολό της σὰν κάτι ποὺ ἐγκαθίδρυσε ἡ ἴδια ἡ θεία πρόνοια» (σ. 106). Ὁ συγγραφεὺς ἀπορρίπτει μία τέτοια ἄποψι. Δὲν βλέπει τὴν «ἰσχὺν τῶν ἀρχῶν» στὴν ὁριστικὴ διαμόρφωσι τοῦ Τυπικοῦ· ἐν πάσῃ περιπτώσει τὶς παραδέχεται ὡς ἀμφίβολες. Ἀπορρίπτει ἢ ἀκόμη ἐπικρίνει τὴν «τυφλὴ "ἀπολυτοποίηση" τοῦ Τυπικοῦ» (σ. 243) ἐνῷ στὴν πράξι αὐτὸ συνδέεται, κατὰ τὴν παρατήρησί του, μὲ τὴν πραγματικὴ καταστρατήγησί του σὲ κάθε βῆμα.


Ὁμολογεῖ ὅτι «καµιὰ "ἀναστήλωση" τῆς ἱστορίας δὲ στέφθηκε ποτὲ µὲ ἐπιτυχία» (σ. 243). Ἀνακαλύπτει ὅτι ἡ θεολογικὴ ἰδέα τοῦ καθημερινοῦ κύκλου τῶν ἀκολουθιῶν «ἐπισκιάστηκε ἀπὸ δευτερεύοντα στρώµατα τῆς Τάξης» (σ. 244), τὰ ὁποῖα ἐπεβλήθησαν στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ κλείδα γιὰ τὴν κατανόησι τῆς Λατρείας, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα, «χάθηκε» (σ. 249), καὶ ἀπομένει στὴν ἱστορικὴ ὁδὸ νὰ ἀναζητήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ τὸ κλειδὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.



Μία τέτοια θεώρησις τοῦ Κανόνος μᾶς εἶναι καινοφανής. Τὸ Τυπικόν, μὲ τὴν μορφὴ ποὺ προσέλαβε μέχρι τὴν ἐποχή μας στὶς δύο βασικές του ἐκδοχές, εἶναι ἡ συνειδητοποιημένη ἀντίληψις τῆς Χριστιανικῆς λατρείας· ἡ λατρεία τοῦ πρώτου αἰῶνος ὑπῆρξε ὁ πυρῆνας, ποὺ ἔφθασε στὴν ὡρίμασι τῆς παρούσης καταστάσεως, ὁπότε καὶ ἔχει λάβει τὴν τελική του μορφή. Φυσικά, ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὄχι τὸ περιεχόµενον τῶν ἀκολουθιῶν, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς καθ' ἑαυτά, τὰ ὁποῖα συχνὰ φέρουν τὴν σφραγίδα τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους μιᾶς ἐποχῆς καὶ ἀντικαθιστᾷ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ σύστηµα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, τὴν τάξι, τὴν συμφωνία, τὴν ἁρμονία, τὴν ἀλληλουχία τῶν ἀρχῶν τους καὶ τὴν πληρότητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἀφ' ἑνός, καὶ ἀφ' ἑτέρου τὴν πληρότητα ἐκφράσεως τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς – ἀπὸ τοὺς Πασχαλίους ὕμνους ἕως τὸν θρῆνον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ τὶς ἠθικὲς πτώσεις. Ὁ σημερινὸς Κανὼν (Τυπικὸν) τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἤδη ἐμπεριείχετο στὴν ἀντίληψι τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῶν πρώτων Χριστιανῶν, καθ' ὃν τρόπον στὸν σπόρο τοῦ φυτοῦ ἐμπεριέχονται ἤδη οἱ μορφὲς τῆς μελλοντικῆς του ἀναπτύξεως, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ καρποφορῇ, ἢ καθ' ὃν τρόπον στὸν ἐμβρυακὸ ὀργανισμὸ ἑνὸς ζῶντος πλάσματος ἐγκρύπτεται ἤδη ἡ μελλοντική του μορφή. Στὸν ἀλλότριο ὀφθαλμό, στὴν μὴ Ὀρθόδοξη Δύσι, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κανὼν Λατρείας μας (Lex Orandi) προσέλαβε μία σταθερὰ μορφή παρουσιάζεται ὡς ἀπολίθωσις· γιὰ ἐμᾶς ὅμως αὐτὸ ἀντιπροσωπεύει τὴν ὁριστικὴ ἀνάπτυξί του, τὴν ἐπίτευξι τῆς μεγαλύτερης δυνατῆς πληρότητος καὶ ὁλοκληρώσεώς του· καὶ ἀνάλογη ὁλοκλήρωσι τῆς μορφῆς ἀναπτύξεως παρατηροῦμε ἐπίσης στὴν ἀνατολικὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονική, στὴν ἐσωτερικὴ ὄψι τῶν καλυτέρων ἐκκλησιῶν, στὶς παραδοσιακὲς μελωδίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς· περαιτέρω προσπάθειες ἀναπτύξεως σὲ αὐτὲς τὶς σφαῖρες καταλήγουν τόσο συχνὰ σὲ «παρακμή», ὁδηγῶντας ὄχι σὲ ἄνοδο ἀλλὰ σὲ πτῶσι.




Ἕνα μόνον συμπέρασμα μπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ: Εἴμεθα ἐγγύτερα πρὸς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας ἀπὸ ὅτι στὴν ἀρχή της...Καὶ φυσικά, ὅπως σὲ ἄλλες σφαῖρες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν θὰ πρέπῃ νὰ δοῦμε ἕνα «πεπρωμένον» θεμελιωμένο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, κάτι τὸ θεόσταλτον, καὶ ὄχι μίαν ἁπλῆ λογικὴ αἰτίων καὶ αἰτιατῶν.





Ὁ συγγραφεὺς αὐτοῦ τοῦ βιβλίου προσεγγίζει τὴν ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ ἀπὸ μίαν ἄλλη ὀπτικὴ γωνία· θὰ τὴν ὀνομάζαμε πραγματιστικὴ ὀπτικὴ γωνία. Κατὰ τὴν ἀνάλυσί του, ἡ βασικὴ ἀποστολική, πρώιμη χριστιανικὴ λειτουργικὴ τάξις ἔχει ἐπικαλυφθῇ ἀπὸ μία σειρὰ στρωμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπίκειται τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μερικῶς ἐκτοπίζει τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Τὰ στρώματα αὐτὰ εἶναι: ἡ «μυστηριολογικὴ» λατρεία, ἡ ὁποία προέκυψε ὄχι χωρὶς τὴν ἔμμεση ἐπίδρασι τῶν παγανιστικῶν μυστηρίων τὸν Δ΄ αἰῶνα· ἔπειτα, ἡ λειτουργικὴ τάξις τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐρήμου· καὶ τελικῶς, ἡ τελικὴ ἐπεξεργασία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ ποὺ εἶχε εἰσέλθει στὸν κόσμο. Τὸ ἐπιστημονικὸ σχῆμα τοῦ συγγραφέως ἔχει ὡς ἑξῆς: ἡ «θέσις» μιᾶς καθ' ὑπερβολὴν ἐμπλοκῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς λατρείας του στὸν κόσμο, κατὰ τὴν Κωνσταντίνειο ἐποχή, προκάλεσε τὴν «ἀντίθεσι» τῆς μοναστικῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὸν νέο τύπο «λειτουργικῆς εὐσεβείας», καὶ αὐτὴ ἡ διαδικασία κατέληξε στὴν «σύνθεσι» τῆς Βυζαντινῆς περιόδου.



Μόνη καὶ χωρὶς καμμία ἐπιχειρηματολογία ἵσταται ἡ ἑξῆς φράσις ὡς περιγραφὴ τῆς θυελλώδους Κωνσταντινείου ἐποχῆς: «Ὅλα ἔχουν προπαρασκευαστεῖ κατὰ τὸν ἕναν ἢ ἄλλο τρόπο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν προηγούµενη ἐποχή» (σ. 108). Ὁ συγγραφεὺς πληρώνει φόρο στὴν μέθοδο ποὺ κυριαρχεῖ πλήρως στὴν σύγχρονη ἐπιστήμη: ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν ἀντίληψι περὶ μιᾶς ἐπισκιάσεως τῆς Θείας Χάριτος, τὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητος αὐτῶν ποὺ ἐθεμελίωσαν τὴν λειτουργικὴ τάξι, αὐτοπεριορίζεται σὲ μία γυμνὴ ἀλυσίδα αἰτίων καὶ αἰτιατῶν. Ἔτσι παρεισάγεται ὁ θετικισμὸς σήμερα στὴν χριστιανικὴ ἐπιστήμη, στὴν σφαῖρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, σὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις της. Ἐὰν ὅμως ἡ θετικὴ μέθοδος ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπιστημονικὴ μεθοδολογικὴ ἀρχὴ στὴν ἐπιστήµη, στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόζῃ στὴν ζῶσα θρησκεία, οὔτε σὲ κάθε σφαῖρα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένουμε πιστοί. Καὶ ὅταν ὁ συγγραφεὺς σὲ ἕνα σημεῖο σημειώνει σχετικῶς μὲ τὴν ἐποχὴ αὐτή: «Ἡ Ἐκκλησία βίωσε αὐτὴ τὴ συµφιλίωση καὶ τὴ νέα ἐλευθερία της ὡς κάτι θεόσταλτο γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ µέχρι τότε βρισκόταν "ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου"» (σ. 128), ἐπιθυμεῖ κανεὶς νὰ ἐρωτήσῃ: Καὶ γιατὶ ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐκφράζει τὴν συμφωνία του μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν παραδοχὴ αὐτοῦ τοῦ θεοστάλτου;

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΕΠΟΧΗ

Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο τεράστια ἀλλαγὴ στὴν θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβε χώρα στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ΄ αἰῶνος μὲ τὸ Διάταγμα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου περὶ ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ πρᾶξις εἶχε ἀντίκτυπο ἀπὸ κάθε ἄποψι στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν προκειμένῳ, ὑπῆρξε ρῆξις στὴν ἐσώτερη δομὴ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἢ ὑπῆρξε ἀνάπτυξις; Γνωρίζουμε ὅτι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπαντᾷ μὲ ἄλλον τρόπο, καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς μὲ ἄλλον. Ἕνα βασικὸ τμῆμα τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἀλ. Σμέμαν ἀφιερώνεται στὴν διευκρίνησι αὐτοῦ τοῦ ζητήματος.



Ἡ ἐποχὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ ἐντεῦθεν χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ συγγραφέως ὡς ἡ ἐποχὴ μιᾶς βαθειᾶς «µεταρρύθµισης τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας». Συνεπῶς, ὁ συγγραφεὺς βλέπει στὴν Ἐκκλησία τῆς περιόδου αὐτῆς ὄχι νέες μορφὲς ἐκφράσεως τῆς εὐσεβείας – ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν εὐρύτητα καὶ ἐλευθερία τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος, συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου: «Οὗ δὲ τὸ Πνεῦµα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17) – ἀλλὰ μᾶλλον μία µεταρρύθµισι τῆς ἑρμηνείας τῆς λατρείας καὶ μίαν ἀπόκλισι ἀπὸ τὸ πρωτοχριστιανικὸ λειτουργικὸ πνεῦμα καὶ τοὺς τύπους· ἄποψις πρὸ πολλοῦ ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις τῆς Λουθηρανικῆς Μεταρρυθμίσεως.



Σὲ αὐτὴν τὴν συνάφεια, εἶναι δύσκολο νὰ συμβιβασθῇ κάποιος καὶ μὲ τὸν ὅρο «λειτουργικὴ εὐσέβεια». Στὴν συνήθη χρῆσι τῶν λέξεων, εὐσέβεια εἶναι ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἐλπὶς καὶ ἀγάπη, ἀνεξαρτήτως τῶν μορφῶν ἐκφράσεώς τους. Μία τέτοια ἀντίληψις μᾶς ἔχει ἐνσταλλαχθῇ ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ διακρίνουν μόνον τὴν αὐθεντικὴ εὐσέβεια («ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιµός ἐστι» – Α΄ Τιμ. δ΄ 8) ἀπὸ τὴν ματαία ἢ τὴν κενὴ εὐσέβεια (Ἰακ. α΄ 26, Β΄ Τιμ. γ΄ 5). Ἡ εὐσέβεια ἐκφράζεται στὴν προσευχή, στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, καὶ οἱ μορφὲς ἐκφράσεώς της ποικίλουν ἀναλόγως τῶν συνθηκῶν: εἴτε στὴν ἐκκλησία, στὴν οἰκία, στὴν φυλακή, ἢ στὶς κατακόμβες.




Ἀλλ' ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι οὐδόλως χρήζουμε ἑνὸς εἰδικοῦ ὅρου ὅπως «λειτουργικὴ εὐσέβεια» ἢ «ἐκκλησιαστικὴ εὐσέβεια», ὡς ἐὰν κάποιος ἦταν εὐσεβὴς κατὰ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο στὴν ἐκκλησία ἀπὸ ὅτι στὴν οἰκία του, καὶ ὡς ἐὰν ὑπῆρχαν δύο εἴδη θρησκευτικότητος: «θρησκευτικότης τῆς πίστεως» καὶ «θρησκευτικότης τῆς λατρείας». Τόσον ἡ γλῶσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅσο καὶ ἡ γλῶσσα τῆς Θεολογίας ἔκαμαν πάντοτε δίχως μίαν τέτοια σύλληψι.




Καὶ συνεπῶς εἶναι μία νέα σύλληψις, ξένη πρὸς ἐμᾶς, μιᾶς ἰδιαιτέρας λειτουργικῆς εὐσεβείας, τὴν ὁποίαν ἐνσταλάζει ὁ συγγραφεύς, ὅταν γράφει: «Εἶναι λοιπὸν ἡ βαθιὰ ἀλλαγὴ τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας καὶ ὄχι οἱ νέες µορφὲς λατρείας (ἀδιάφορο πόσο χτυπητὲς ἐµφανίζονται ἀπὸ πρώτη ἄποψη) αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ ἀλλαγή, ποὺ ἔφερε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰρήνη τοῦ Κωνσταντίνου» (σ. 115).




Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «Τὸ κέντρο τῆς προσοχῆς ἄρχισε νὰ µετατοπίζεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη, ποὺ γινόταν µέσα σ' αὐτόν, στὸ οἰκοδόµηµα τοῦ ναοῦ καθαυτό, σὰν ἕνα ἀληθινὰ ἁγιασµένο οἰκοδόµηµα, σὰν ἱερό...Αὐτὸ ἀπετέλεσε τὴν ἀρχὴ ἐκείνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐσέβειας» (σσ. 133-134). Ἡ ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν Κωνσταντῖνον θεμελιώνει, γράφει ὁ συγγραφεύς, «µιὰ νέα ἀντίληψη περὶ λατρείας, µιὰ καινούρια λειτουργικὴ εὐσέβεια» (σ. 118), μία «µυστηριολογικὴ εὐσέβεια».




Στὴν χρῆσι τέτοιων ὅρων ἀπὸ τὸν συγγραφέα διαισθάνεται κανεὶς κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντικατάστασι μιᾶς ὁρολογίας ἀπὸ μίαν ἄλλη πιὸ σύγχρονη· διαισθάνεται κάτι ξένο πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη συνείδησι. Αὐτὸ τὸ θεμελιῶδες σημεῖο ἀντακακλᾶται σαφῶς μέσα στὸ βιβλίο στὶς ἀπόψεις περὶ τῶν μυστηρίων, τῆς ἱεραρχίας, καὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων, τὶς ὁποῖες θὰ ἐξετάσουμε στη συνέχεια.
[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font size=3](ΣΥΝΕΧΕΙΑ)

«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ»



ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΑΓΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΣΤΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ



ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΙ

ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

========



Ὁ π. Αλέξανδρος Σμέμαν ἐμμένει στὴν ἀντίληψι ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ «καθαγιασμοῦ», τῶν «μυστηρίων», καὶ γενικῶς τῆς καθαγιαστικῆς δυνάμεως τῶν μυστηριακῶν τελετῶν ἦταν ἄγνωστη στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ προέκυψε μόνον στὴν μετὰ τὸν Κωνσταντῖνον ἐποχή. Μολονότι ὁ συγγραφεὺς ἀρνεῖται τὸν ἄμεσο δανεισμὸ τῆς ἰδέας τῶν «μυστηρίων» ἀπὸ τὰ παγανιστικὰ μυστήρια, οὐχ ἦττον ὅμως ἀναγνωρίζει τὴν «μυστηριακότητα» τῆς λατρείας ὡς ἕνα νέο στοιχεῖο τῆς «διαστρωματώσεως» σὲ αὐτὴν τὴν ἐποχή. Ὁ ὅρος «μυστήριον» στὸν Χριστιανισμό – γράφει παραπέμποντας στὸν Ἰησουΐτη ἐρευνητὴ (Καρδινάλιον) J. Danielou – δὲν εἶχε ἀρχικῶς τὴν ἔννοια, ποὺ τοῦ προσεδόθη μεταγενεστέρως, τὴν μυστηριολογικὴ ἔννοια· στὴν Καινὴ Διαθήκη χρησιμοποιεῖται μόνον στὸν ἑνικὸ καὶ μὲ τὴν γενικὴ σημασία τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας μας: «Ὁ ὅρος "µυστήριον" στὰ κείµενα τοῦ Παύλου καὶ τοῦ ἀρχαίου χριστιανισµοῦ σηµαίνει γενικὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁλόκληρο τὸ µυστήριο τῆς σωτηρίας» (σ. 199). Συνεπῶς, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ συγγραφέως, ἡ χρῆσις αὐτοῦ τοῦ ὅρου, ἀκόμη καὶ γιὰ διάφορες πτυχὲς τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκει στὴν μεταγενέστερη ἐποχή.



Εἰς μάτην, ὅμως, ὁ συγγραφεὺς παραπέμπει σὲ ἕναν Δυτικὸ ἐρευνητὴ ἀναφορικῶς πρὸς τὸν ὅρο «μυστήριον», ὅταν μποροῦμε νὰ διαβάσουμε στὸν ἀπ. Παῦλον τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ἡµᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόµους µυστηρίων Θεοῦ» (Α΄ Κορ. δ΄ 1).



Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων, καὶ αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ οἰκονομία ἐξεφράζετο συγκεκριμένως στὴν λειτουργία τῆς Θείας οἰκονομίας:

α) στὰ παρακλητικὰ κηρύγματα,

β) στὴν ἕνωσι μὲ τὴν Ἐκκλησία διὰ τοῦ Βαπτίσματος,

γ) στὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τῆς ἐπιθέσεως

τῶν χειρῶν,

δ) στὴν ἐνίσχυσι τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἑνώσεως τῶν πιστῶν ἐν τῷ μυστηρίῳ τῆς Εὐχαριστίας,

ε) στὴν περαιτέρω ἐμβάθυνσί τους στὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σχετικῶς πρὸς τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦµεν ἐν τοῖς τελείοις ... Ἀλλὰ λαλοῦµεν σοφίαν Θεοῦ ἐν µυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυµένην» (Α΄ Κορ. β΄ 6-7). Ἑπομένως ἡ δρᾶσις τῶν Ἀποστόλων ἦταν πλήρης μυστηριακῶν στοιχείων.



Βασιζόμενος στὰ ἕτοιμα συμπεράσματα τῶν Δυτικῶν ἐρευνῶν στὶς κρίσεις του περὶ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ π. Αλέξανδρος Σμέμαν δὲν δίδει προσοχὴ στὰ ἄμεσα στοιχεῖα τῶν ἀποστολικῶν συγγραμμάτων, μολονότι ἔχουν πρωταρχικὴ σπουδαιότητα ὡς μνημεῖα τῆς ζωῆς τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ὁμιλεῖ εὐθέως περὶ «καθαγιασμοῦ», καθαγιασμοῦ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ προσευχῆς: «Οὐδὲν ἀπόβλητον µετὰ εὐχαριστίας λαµβανόµενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α΄ Τιμ. δ΄ 4-5). Καὶ λέγεται περὶ τοῦ Βαπτίσματος: «Ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε» (Α΄ Κορ. ς΄ 11). Ἡ ἰδία ἡ ἔκφρασις «ποτήριον εὐλογίας» (Α΄ Κορ. ι΄ 16) εἶναι μαρτυρία περὶ τοῦ καθαγιασμοῦ δι' εὐλογίας. Ἡ ἀποστολικὴ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθῇ διαφορετικὰ παρὰ ὡς καθαγιασμός.






[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΑΓΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΣΤΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ




ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ- ΙΣΤΟΡΙΑ - ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΜΥΣΤΗΡΙΟ


Ἕνα ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ βιβλίου του π. Αλέξανδρου Σμέμαν ἀσχολεῖται μὲ τὸν σχολιασμὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁ συγγραφεὺς διατηρεῖ τὴν ἰδέα ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἡ Εὐχαριστία εἶχε ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προσέλαβε μεταγενεστέρως. Ἡ Εὐχαριστία, πιστεύει, ἦταν μία ἔκφρασις τῆς ἐν συνάξει ἐκκλησιολογικῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν, τὸ χαροποιὸν συμπόσιον τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ ὅλο νόημά της ἐστρέφετο πρὸς τὸ μέλλον, στὴν ἐσχατολογία, καὶ συνεπῶς παρουσιάζετο ὡς μία «λατρεία ἐκτὸς χρόνου», μὴ ἐγκλωβισμένη στὴν ἱστορία ἢ σὲ ἀναμνήσεις· μία ἐσχατολογικὴ λατρεία, γι' αὐτὸ διέφερε εἰς βάθος ἀπὸ τὶς ἁπλὲς μορφὲς λατρείας, ποὺ ὀνομάζονται στὸ βιβλίο «λατρεία τοῦ χρόνου». Στὸν Δ΄ αἰῶνα παραταῦτα, μᾶς λέγει, ἔλαβε χώρα ἕνας σοβαρὸς μετασχηματισμὸς τοῦ αὐθεντικοῦ χαρακτῆρος τῆς Εὐχαριστίας. Ἐδόθη μία «ἀτομικὴ–ἁγιαστικὴ» ἔννοια, ἡ ὁποία ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα δύο διαστρώσεων: πρῶτον τῆς μυστηριολογικῆς, καὶ ἔπειτα τῆς μοναστικο–ἀσκητικῆς.


Παρὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ἱστορικο–λειτουργικῆς σχολῆς, ἡ ἀτομικὴ ἁγιαστικὴ σημασία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, δηλαδὴ ἡ σημασία ὄχι μόνον τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν μεταξύ τους, ἀλλὰ πρὸ παντὸς τῆς ἑνώσεως ἑκάστου πιστοῦ μετὰ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς μετοχῆς τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἶναι πλήρως καὶ ρητῶς ἐκπεφρασμένη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου στὸ δέκατο καὶ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς:
«Ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώµατος καὶ τοῦ αἵµατος τοῦ Κυρίου. ∆οκιµαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρίµα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, µὴ διακρίνων τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου. ∆ιὰ τοῦτο ἐν ὑµῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιµῶνται ἱκανοί» (Α΄ Κορ. ια΄ 27-30). Αὐτὲς οἱ διδασκαλίες τοῦ Ἀποστόλου ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀτομικὴ λῆψι τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καὶ τὴν ἀτομικὴ εὐθύνη. Καὶ ἐὰν ἡ ἀναξία μετάληψίς τους κρίνεται, τότε εἶναι ξεκάθαρον ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολον, ἡ ἐπαξία μετάληψίς τους ἐπιφέρει τὸν ἀτομικὸ ἁγιασμό. Εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρον ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἀντιλαμβάνεται τὴν Εὐχαριστία ὡς ἕνα μυστήριον: «Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦµεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵµατος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Τὸν ἄρτον ὃν κλῶµεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ ἐστι;» (Α΄ Κορ. ι΄ 16).



Πῶς μπορεῖ νὰ λέγει κανεὶς ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ «μυστηρίου» δὲν ὑπῆρχε στὴν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων;




Διατηρώντας τὴν ἀντίληψι περὶ τῆς πλήρους «ἐξω–χρονικότητος» τῆς Εὐχαριστίας στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν θεωρεῖ ὡς καταστρατήγησι τῆς παραδόσεως τὴν σύνδεσί της μὲ ἱστορικὲς ἀναμνήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Γράφει: «Στὴν ἀρχαία Εὐχαριστία δὲν ὑπῆρχε θέµα τελετουργικοῦ συµβολισµοῦ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θυσίας του. Αὐτὸ εἶναι θέµα ποὺ προέκυψε ἀργότερα...κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση µιᾶς θεολογίας καὶ σὰν ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης. Ἡ ἀνάµνηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος καθιέρωσε ("Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν"), εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς παρουσίας του, εἶναι ἡ πραγµάτωση τῆς βασιλείας του...Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ καὶ ἀνοιχτὰ ἦλθε σὲ ἀντίθεση µὲ τὴ µυστηριολογικὴ εὐσέβεια καὶ τὶς λατρεῖες τῶν µυστηρίων» (σσ. 126-127).



Παρ' ὅλη τὴν κατηγορηματικότητα τοῦ σχολιασμοῦ τοῦ συγγραφέως στοὺς λόγους «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν», αὐτὸς ὁ σχολιασμὸς ἀντιτίθεται στὶς ἐνδείξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Ἀπόστολος λέγει σαφῶς: «Ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. ια΄ 26). Δηλαδή, ἕως αὐτὴν τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡ Εὐχαριστία θὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ.



Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, καθ' ὃν χρόνον ἐτέλουν τὴν Εὐχαριστία, νὰ παρακάμψουν τὴν σκέψι τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Σωτὴρ ἱδρύοντας τὴν Εὐχαριστία, στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ὡμίλησε περὶ τῶν παθημάτων τοῦ Σώματός Του καὶ τῆς ἐκχύσεως τοῦ Αἵματός Του («τὸ ὑπὲρ ὑµῶν κλώµενον», «τὸ ὑπὲρ ὑµῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόµενον»), καὶ στὴν Γεθσημανῆ προσηυχήθη περὶ τοῦ ποτηρίου: «Παρελθέτω ἀπ' ἐµοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»; Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν προτάξουν τῆς χαροποιοῦ σκέψεως τῆς ἀναστάσεως καὶ δόξης τοῦ Κυρίου τὴν σκέψι τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου Του; Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι μᾶς καλοῦν νὰ μὴν λησμονήσουμε ποτὲ τὸν Σταυρόν.

[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3] Η ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΖΟΥΣΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ



Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

========



Ὁμιλῶντας περὶ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐξυμνήσεως τῶν ἁγίων στὴν μορφὴ ποὺ αὐτὴ καθορίσθηκε τὸν Δ΄ μὲ Ε΄ αἰῶνα, ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν ὑπογραμμίζει τὴν ὑπερβολὴ αὐτῆς τῆς ἐξυμνήσεως στὴν σύγχρονη διάρθρωσι τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, καὶ βλέπει σὲ αὐτὴν μίαν ἔνδειξι «ἐπισκίασης τῆς καθολικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης» στὴν Ἐκκλησία. Μήπως, ὅμως, τὸ πρόβλημα εἶναι μᾶλλον ὅτι αὐτὸς δὲν εἰσάγεται στὴν καθολικὴ πληρότητα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιλήψεως τῆς Ἐκκλησίας;


Τί εἶναι αὐτό, στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες – κάτι σημαντικό, ἐμφανὲς στὸν καθένα – ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ὁμολογίες τῆς χριστιανικῆς πίστεως; Εἶναι ἡ κοινωνία μετὰ τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ ὑπεροχή μας, τὰ «πρωτοτόκια» μας, ἡ δόξα μας. Ἡ ἀδιάκοπη ἀνάμνησις τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας εἶναι ὁ καθοδηγητικὸς ἀστήρ μας στὶς δύσκολες περιστάσεις· ἐνισχυόμεθα ἀπὸ τὴν συναίσθησι ὅτι περιβαλλόμεθα ἀπὸ χοροὺς ἀοράτων παρηγορητῶν, συμπασχόντων, ὑπερασπιστῶν, καθοδηγητῶν, ὑποδειγμάτων ἁγιότητος, ἀπὸ τὴν ἐγγύτητα τῶν ὁποίων ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μποροῦμε νὰ λάβουμε μίαν εὐωδία. Μὲ πόση πληρότητα καὶ συνέχεια ἐνθυμούμεθα αὐτὴν τὴν κοινωνία ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων μέσα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο ὅλης τῆς λατρείας μας – εἰδικῶς αὐτὸ τὸ ὑλικό, στὴν θέσι τοῦ ὁποίου ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν προτίθεται νὰ οἰκοδομήσῃ τὸ σύστημα τῆς «λειτουργικῆς θεολογίας» του! Μὲ πόση πληρότητα ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἴσθησι τῆς πρὸς ἡμᾶς ἐγγύτητος τῶν ἁγίων τοῦ Οὐρανοῦ!


Ἆραγε αὐτὴ ἡ συναίσθησις τῆς ἑνότητος τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων δικαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψι τῆς Καινῆς Διαθήκης; Δικαιώνεται πλήρως. Τὸ στερεὸ γενικὸ θεμέλιό της εὑρίσκεται στοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: «Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ Αὐτῷ ζῶσιν» (Λουκ. κ΄ 38). Ἐντελλόμεθα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους: «Μνηµονεύετε τῶν ἡγουµένων ὑµῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑµῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς µιµεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ΄ 7). Ὁ Προτεσταντισμὸς μένει χωρὶς καμμίαν ἀπολύτως ἀπάντησι πρὸ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου στὸ Ἑβρ. ιβ΄ 22-23, ὅπου λέγεται ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν εἰσέλθει σὲ στενώτερη κοινωνία μετὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τῆς Οὐρανίου Ἐκκλησίας τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν δικαίων ποὺ ἐτελειώθησαν ἐν Χριστῷ. Καὶ τί εἶναι ἀναγκαιότερο καὶ σημαντικώτερο γιὰ ἐμᾶς;


Νὰ ἀγωνιζώμεθα γιὰ μίαν οἰκουμενικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἕνωσι μὲ αὐτοὺς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ καὶ ἐμμένουν στὴν διαφορετική τους ἄποψι, ἢ νὰ διασώζουμε τὴν καθολικὴ κοινωνία πνεύματος μὲ αὐτοὺς τοὺς διδασκάλους τῆς πίστεως, τοὺς φωστῆρας τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τους ἐπέδειξαν πιστότητα στὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ εἰσῆλθαν σὲ πληρέστερη ἕνωσι μετὰ τῆς Κεφαλῆς Της;
[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΠΛΑΝΗΘΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Δ\' ΑΙΩΝΑ

ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ Ο π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ!!!

Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

                                 ========
Ἂς ἰδοῦμε πῶς δέχεται αὐτὴν τὴν πλευρὰ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν:
Βεβαιώνει ὅτι ἔλαβε χώρα μία ἀπότομη ἀλλαγὴ στὴν Κωνσταντίνειο ἐποχή, στὸ ὅτι ἐμφανίσθηκε ἕνα νέο «στρῶμα» στὴν λατρεία μὲ «τὴν ἐξαιρετικὴ καὶ ταχεία ἀνάπτυξη τῆς τιµῆς τῶν ἁγίων» (σ. 211).

Συνεπείᾳ τούτου, «τὰ Μηναῖα θὰ µποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς τὰ πιὸ συχνὰ χρησιµοποιούµενα ἀπ' ὅλα τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Οἱ ἱστορικοὶ τῆς λατρείας, γιὰ ἕνα διάστηµα, ἔστρεψαν τὴν προσοχή τους πρὸς αὐτὲς τὶς ἡµέρες τῶν ἁγίων, ποὺ κατέκλυσαν κυριολεκτικὰ τὸ µηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας» (σ. 212).

Ὅσον ἀφορᾷ στὸν ὑποτιθέμενο «κατακλυσμὸ» τῆς λατρείας, θὰ σημειώναμε τὰ ἀκόλουθα: Ἡ τέλεσις τῶν καθημερινῶν Ἑσπερινῶν καὶ Ὄρθρων ἀπαιτεῖ τὸ ὀλιγώτερον τρεῖς ὧρες, ἐνῷ μία ἁπλῆ ἀκολουθία ἑνὸς ἁγίου καλύπτει περίπου τέσσερεις σελίδες στὸ Μηναῖον, καταλαμβάνοντας ἕνα μικρὸ μόνον τμῆμα τῆς ἀκολουθίας. Στὶς ὑπόλοιπες ἀκολουθίες τοῦ καθημερινοῦ κύκλου (Ὧρες, Ἀπόδειπνον, Μεσονυκτικόν) ἡ ἀνάμνησις τῶν ἁγίων περιορίζεται σὲ ἕνα κοντάκιον, ἐνίοτε καὶ σὲ ἕνα τροπάριον, ἢ καταλιμπάνεται τελείως· καταλαμβάνει δὲ ἕνα μικρὸ τμῆμα στὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐὰν ἡ λατρευτικὴ ἡμέρα παρατείνεται μὲ τὴν πανηγυρικὴ ἀκολουθία ἑνός ἁγίου, ἐκ τούτου ἀκριβῶς ἀποκτᾷ αὐτὸν τὸν «μείζονα τόνον», γιὰ τὴν μείωσι τοῦ ὁποίου ὁ συγγραφεὺς ἐπαναπροσεγγίζει τὸ σύγχρονο Τυπικόν.

Ἂς συνεχίσουμε τὴν περιγραφὴ τοῦ βιβλίου περὶ τῆς ἐξυμνήσεως τῶν ἁγίων. Γράφει ὁ συγγραφεύς: «Σὲ γενικὲς γραµµὲς ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ θὰ µποροῦσε νὰ ὁριστεῖ ὡς ἑξῆς: Ἡ "ἔµφαση" στὴ λατρεία τῶν ἁγίων µετατοπίστηκε ἀπὸ τὴ µυστηριακὴ ἐσχατολογικὴ πρὸς τὴν ἁγιαστικὴ καὶ µεσιτικὴ ἔννοια αὐτῆς τῆς τιµῆς. Τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καί, ἀργότερα, ἀκόµη καὶ ἀντικείµενα ποὺ ἀνῆκαν σ' αὐτοὺς ἢ ἦλθαν κάποια στιγµὴ σ' ἐπαφὴ µὲ τὸ σῶµα τους, ἄρχισαν νὰ θεωροῦνται ὡς ἱερὰ ἀντικείµενα, ποὺ εἶχαν τὴν ἰδιότητα νὰ µεταδίδουν τὴ δύναµή τους σ' αὐτοὺς ποὺ τὰ ἄγγιζαν...Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία µεταχειρίστηκε τὰ λείψανα τῶν µαρτύρων µὲ µεγάλη τιµή – "ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις", γράφει ὁ π. Delehaye, "ὅτι κάποια εἰδικὴ δύναµη ἀποδιδόταν στὰ λείψανα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἢ ὅτι ἐπετύγχαναν κάποιο ξεχωριστὸ ὑπερφυσικὸ ἀποτέλεσµα ὅταν τὰ ἄγγιζαν. Πρὸς τὸ τέλος ὅµως τοῦ τέταρτου αἰῶνα, γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν κάποια εἰδικὴ δύναµη νὰ ἀπορρέει ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἱερὰ λείψανα". Ἡ νέα αὐτὴ πίστη µᾶς βοηθᾷ στὴν ἐξήγηση τέτοιων γεγονότων, ὅπως ἡ εὕρεση τῶν λειψάνων, ὁ διαµελισµὸς καὶ ἡ µετακίνησή τους, καὶ γενικὰ ἡ καθόλου ἀνάπτυξη τῆς τιµῆς δευτερευόντων ἱερῶν ἀντικειµένων, ἀντικειµένων ποὺ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ µὲ τὰ ἱερὰ λείψανα κι ἔγιναν τὰ ἴδια πηγὴ ἁγιαστικῆς δύναµης».

Ἂς μᾶς ἐπιτραπῇ νὰ παρατηρήσουμε: ἀπὸ τὴν γραφίδα ἑνὸς Ὀρθοδόξου συγγραφέως, ἡ περιγραφὴ αὐτὴ προδίδει ἰδιαίτερη ἀνωριμότητα καὶ ἀσέβεια!


«Τὴν ἴδια ἐποχή», συνεχίζει ὁ συγγραφεύς, «ἀναπτύχθηκε καὶ ὁ µεσιτικὸς χαρακτήρας τῆς λατρείας τῶν ἁγίων. Καὶ τὸ στοιχεῖο αὐτὸ στηρίζεται στὴν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία τὸ γεγονὸς ν' ἀπευθύνονται προσευχὲς σὲ κεκοιµηµένα µέλη τῆς Ἐκκλησίας ἦταν πολὺ διαδεδοµένο, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ἐπιγραφὲς τῶν κατακοµβῶν. Ἀλλ' ἀνάµεσα στὴν ἀρχαία αὐτὴ πρακτικὴ καὶ σ' αὐτὴ ποὺ ἀναπτύχθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τὸν τέταρτο αἰῶνα καὶ µετά, ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορά. Ἀρχικὰ ἡ ἐπίκληση τῶν κεκοιµηµένων στηριζόταν στὴν πίστη τῆς "κοινωνίας τῶν ἀγίων" – προσευχὲς ἀπευθύνονταν σὲ κάθε κεκοιµηµένο καὶ ὄχι εἰδικὰ σὲ µάρτυρες...Ὅµως µιὰ οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ ἄρχισε νὰ λαµβάνει χώρα, ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ ἡ ἐπίκληση αὐτὴ τῶν κεκοιµηµένων περιορίστηκε καὶ ἄρχισε ν' ἀπευθύνεται µόνο σὲ µιὰ κατηγορία ἀπ' αὐτούς».

Ἑπομένως, αὐτὸ καταλήγει, συμφώνως πρὸς τὸν συγγραφέα, στὸ ὅτι ἐὰν ἀπευθυνώμεθα μὲ τὰ λόγια «προσεύχου ὑπὲρ ἡμῶν» στὰ κεκοιμημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὸ ἐὰν ἦσαν εὐσεβῆ στὴν πίστι καὶ τὴν ζωή τους ἢ ὑπῆρξαν μόνον Χριστιανοὶ κατ' ὄνομα, τότε αὐτὸ ἀνταποκρίνεται πλήρως στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας· ἐὰν ὅμως ἀπευθυνώμεθα σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διὰ συνόλου τῆς ἀσκητικῆς τους ζωῆς ἢ τοῦ μαρτυρικοῦ τους θανάτου ἐβεβαίωσαν τὴν πίστι τους, τότε αὐτὸ συνιστᾷ ἤδη ἐξασθένησι τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας!

[/fonts]

Σωτήριος

Βρήκα στην σελίδα της Ιερής Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου και πιστεύω τούτη την φορά να φωτίζω το ζήτημα από την Ορθόδοξη πλευρά σε σχέση και με τις αιτιάσεις του πατέρα Βασιλείου Θερμού. Όμως και εδώ σαν παράκληση και συγνώμη, την δική σας την άποψη δεν την καταθέτετε, έτσι ώστε να τύχει σχολίου ή και σημείον, συμφωνίας ή αντιπαράθεσης, εκτός και αν θεωρείτε εκ τον προτέρων την συμφωνία σας με την κάθε ανάρτησή  ή τουλάχιστον αυτές που έχω διαβάσει. Ευχαριστώ.

 Ο Μηδενισμός του Πρωτοπρ. π. Βασιλείου Θερμού
Αρχική: Αρχική σελίδα \\ Θεματικές κατηγορίες \\ Άρθρα - Ανακοινώσεις - Επίκαιρα \\ Ο Μηδενισμός του Πρωτοπρ. π. Βασιλείου Θερμού


Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡ. π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (25 Σεπτεμβρίου 2009)
(1ον)

        Ακολούθως δημοσιεύομεν κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι κάτωθι διαπρεπείς κληρικοί: π. Ιωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αθανάσιος Μηνάς, πρώην εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ελευθερίου Άρεως, π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Λαυρίου, π. Βασίλειος Κοκολάκης εφημ. Ι. Ν. 'Υψώσεως Τ. Σταυρού Χολαργού, π. Σταύρος Τρικαλιώτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αντώνιος Μπουσδέκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Νικαίας, π. Γεώργιος Παπαδάκης εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αμαρουσίου, π. Νικόλαος Πουρσανίδης εφημ. Ι. Ν. Παμ. Ταξιαρχών Αχαρνών, π. Γεώργιος Χρόνης, εφημ. Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου Παιανίας, π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιάς, π. Ιωάννης Χατζηθανάσης εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Αττικής, π. Ευθύμιος Μουζακίτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Κοσμά Αιτ. Αμαρουσίου, π. Χρήστος Κατσούλης, εφημ. Ι. Ν. Παναγίας Βλαχερνών Αμαρουσίου, Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος εφημ. Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Αμαρουσίου, οι οποίοι προέρχονται από διαφόρους Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, βάσει του οποίου ελέγχεται ο π. Βασίλειος Θερμός, αλλά και όσοι αποδέχονται τας καινοτόμους, αντιπατερικάς ιδέας του.
       Το ύφος του κειμένου είναι απλούν, θεολογικόν αλλά και αυστηρόν εις τας -φρικτάς, δυστυχώς!- διαπιστώσεις του π. Βασιλείου Θερμού δια το Μέγα Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, ως αυτό παρεδόθη από τους Αγίου Πατέρας και τελείται έως τας ημέρας μας αναλλοίωτον και πανάγιον. Ο π. Βασίλειος Θερμός εμμένει εις την λεγομένην Λειτουργικήν αναγέννησιν, την οποίαν απέρριψεν -επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου- ο ευσεβής Ορθόδοξος Ελληνικός λαός.
       Φρικτοί οι χαρακτηρισμοί του δια την Θείαν Λειτουργίαν, την οποίαν έγραψαν Θεοφόροι Πατέρες, ως οι Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος. Ο ισοπεδοτικός π. Βασίλειος εχαρακτήρισεν ως «Βυζαντινολιγούρηδες όσους τιμούν το Βυζάντιον» και ότι ο Βυζαντινός πολιτισμός ήτο «ένας πολιτισμός όπως όλοι». Ο «Ορθόδοξος Τύπος» έχει ασχοληθή και παλαιότερον με δηλώσεις και ομιλίας του π. Βασιλείου Θερμου θέλων -με βάσιν τους Αγίους Πατέρας και την Ιεράν Παράδοσιν της Αγίας μας Εκκλησίας- να αντικρούση και ανασκευάση τας καινοτόμους ιδέας του.

Το κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι διαπρεπείς κληρικοί, έχει ως εξής:

       Όσα ακολουθούν αποτελούν κατά βάσιν κριτική στα λεχθέντα υπό του π. Βασιλείου Θερμού. Θα θέλαμε να παρακαλέσουμε τον αναγνώστη να τα διαβάσει έχοντας κατά νού την Αλήθεια και Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι ατεκμηρίωτες καθʼ ημών κατηγορίες και ετικέτες, που σπεύδουν να δώσουν οι εχθροί της Εκκλησίας σε όσους μάχονται τις αντορθόδοξες καινοτομίες τους. Τα περί φανατισμού, φονταμενταλισμού και προσωπικών επιθέσεων διαρ κώς επαναναλαμβανόμενα δεν πρέπει να τα λαμβάνει κανείς υπʼ όψιν του. Aυτούς τους δύσκολους καιρούς ας κρατήσουμε ακέραιη τουλάχιστον τη λογική μας και την κριτική μας ικανότητα.
       Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του π. Γεωργίου Μπασιούδη «Η δύναμη της λατρείας. Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική θεολογία», οργανώθηκε εκδήλωση στη «Στοά του Βιβλίου», στην οποία μίλησαν ο συγγραφέας του βιβλίου, ο π. Βασίλειος Θερμός και ο κ. Θανάσης Παπαθανασίου, συντάκτης του περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ. Οι ομιλίες αυτές αναμεταδόθηκαν το Φεβρουάριο 2009 από την «Πειραϊκή Εκκλησία».
       Ο π. Σμέμαν με τα γραπτά του, όπως είπε ο π. Μπασιούδης, διακηρύττει ότι «η δύναμη της λατρείας... να βυθίζει τον άνθρωπο στην πνευματική πραγματικότητα... στη Βασιλεία του Θεού και να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του, σήμερα έχει εξαφανισθεί... έχει χάσει κάθε αναφορά στην πραγματική ζωή. Υφίσταται ένα τείχος μεταξύ της λατρείας, του μηνύματός της... και της κοινότητας, η οποία θεωρητικά υπάρχει, για να λατρεύει το Θεό».
       Περιττό να πούμε ότι τα παραπάνω αποτελούν ανεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ο μακαρίτης Σμέμαν βρίσκεται μάλλον μονίμως εν συγχύσει μεταφέροντας το ειδικό και επί μέρους στο γενικό και καθολικό. Ασφαλώς δεν φταίει η ευάρεστη στο Θεό Ορθόδοξη Λατρεία αν δεν ενεργεί η δι αυτής προσφερομένη Χάρις στην καρδιά όλων των ανθρώπων, αλλά η πνευματική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Ο Σμέμαν, άνθρωπος του θεολογικού εργαστηρίου βλέπει την Λατρεία σαν εργαλείο, που έχει παληώσει, που έχει υποστεί κακές παρεμβάσεις και θέλει ανανέωση και διόρθωση, για να καταστεί λειτουργικό, για να έχει αποτέλεσμα και να επιδρά στους ανθρώπους. Δεν βλέπει την άκτιστη Χάρη του Θεού και το πνευματοκίνητο χέρι των Αγίων στη διαμόρφωση της Λατρείας. Βλέπει στρώματα ποικίλα και αλλοπρόσαλλα που βρίσκονται συσσωρευμένα από ιστορικούς λόγους, πολλά από τα οποία προβληματικά, χωρίς αξία και δύναμη. Γι αυτό αγωνιά και θέλει να δώσει δύναμη στη Λατρεία.
       Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε σχετικά με τα παραπάνω ότι φυσικά κάτι χρειάζεται διόρθωση όχι όμως η λατρεία αλλά ο καθένας μας προσωπικά. Διόρθωση είναι η μετάνοια για τις αμαρτίες μας, η διαρκής νηπτική εργασία, που θα μας οδηγήσει σε μια διαρκή και εις βάθος κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι θα επιτευχθεί η αληθής συνάντηση θείου και ανθρωπίνου μέσα στην παραδεδομένη Λογική λατρεία μας. Μ αυτόν και μόνο τον τρόπο η Λατρεία έχει αποτέλεσμα. Δεν έχει η Λατρεία μας μια μαγική δύναμη. Είναι τα «Σά εκ των Σών» εκάστου μέλους της Εκκλησίας.
       Μια λατρεία που άμεσα και εύκολα χωρίς μετάνοια και άσκηση έχει τη δύναμη «να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου» μπορεί να ανήκει μόνο στις αποκρυφιστικές ομάδες, όπου απουσιάζει το σταυρικό - μαρτυρικό φρόνημα και βέβαια η θεία Χάρις.
       Τελικώς τη δύναμη έχει ο Παντοδύναμος Τριαδικός Θεός («Σου εστίν η Βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»). Αυτός δύναται να μεταμορφώσει δια της Χάριτός του, προσφερομένης μέσα στη Θεία Λατρεία, το νού και την καρδιά κάθε καλοπροαίρετου και αγωνιζόμενου ανθρώπου. Μέσα στην αγωνία του να δώσει δύναμη στη λατρεία ο π. Αλ. Σμέμαν βρίσκει αδιάκοπο ενδιαφέρον και επιστημονική ενασχόληση με τα κακά της Λατρείας μας, μεμψιμοιρία και γκρίνια για το Βυζάντιο και προτάσεις για «αποκάθαρση της λατρείας από τα στοιχεία τα οποία την αλλοτριώνουν»1. Οι παρατηρήσεις του για εκκοσμίκευση έχουν σχέση με τα αμερικανικά δεδομένα, όπου πάμπολλες ενορίες ασχολούνται με συγκέντρωση χρημάτων και φιλανθρωπικές δράσεις, καταπατώντας τις νηστείες, τελώντας τη Θ. Λειτουργία σύμφωνα με τις απαιτήσεις «της πραγματικής ζωής» στις 11π.μ. και 12 το μεσημέρι, αδιαφορώντας για την εξομολόγηση κ.λπ.
      Οι ομιλητές βέβαια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μεταφέρουν όλα αυτά στην ελληνική πραγματικότητα προσπαθώντας να εμφυσήσουν ένα «εκλεπτυσμένο» φιλοσοφικο - θεολογικό πνεύμα στους χριστιανούς και να προωθήσουν ποικίλες νεοεποχήτικες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Εκκλησίας και ιδίως της Λατρείας. Ο τολμηρότερος των ομιλητών ήταν ο π. Βασίλειος Θερμός. Η ομιλία του κινήθηκε σε τρεις άξονες:

 1) Παραφθορά, αλλοιώσεις και εκφυλισμός της Λατρείας. 2) Ευθύνες για όλα στο Βυζάντιο. 3) Ριζική αλλαγή της Λατρείας.

         Πριν προχωρήσουμε πρέπει να επισημάνουμε ότι το όλο θέμα της Λατρείας, ο π. Βασίλειος το βλέπει μέσα από την προοπτική της ιστορίας και μόνο. Διακατέχεται η σκέψη του από ένα έμμονο ιστορισμό. Μέσα απ αυτόν ερμηνεύει όχι μόνο τα ζητήματα της Θείας Λατρείας, αλλά και όλη τη ζωή και θεολογία της Εκκλησίας π.χ.: «Η Εκκλησία μας έχει κακή σχέση με την ιστορία» και «η ιστορικότητα έχει κληροδοτήσει σ αυτήν (τη Λατρεία) στρώματα και προσθήκες, που εκ φράζουν ποικίλες εποχές...»). Όλα όσα καταμαρτυρεί στην αγία Λατρεία μας μοιάζουν να έχουν προκύψει ερήμην του Θεού, ωσάν ο Χριστός να είναι απών, ωσάν το Άγιο Πνεύμα να μη οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Μοιάζουν όλα έρμαια των ιστορικών συνθηκών, της προχειρότητας, της τύχης, της εκάστοτε νοοτροπίας, των εμμονών και των λαθών των ανθρώπων της Εκκλησίας.
       Μιλάει για την «ενανθρώπιση του Θεού Λόγου», «το θεανθρώπινο στοιχείο» στη διαμόρφωση της Λατρείας. Στην ουσία όμως οι αναφορές αυτές αποτελούν ένα άλλοθι προκειμένου να καταλήξει στον ισχυρισμό ότι η λατρεία κατά τη διαμόρφωσή της επηρεάζεται «από την ανθρωπινότητα (sic!) των ανθρώπων» και ότι «είναι προϊόν του αγώνος του Σώματος του Χριστού να αρθρώσει λόγο και πράξη ευχαριστίας». Απουσιάζει από το σκεπτικό του η τοποθέτηση του π. Σωφρονίου ότι «οι λόγοι της Λειτουργίας, και εν γένει των προσευχών, δεν είναι μόνον ανθρώπινοι, αλλά και Άνωθεν δεδομένοι».2
      Γι\' αυτό από τις αναλύσεις του, καθ όλη την ομιλία του περί της Ορθοδόξου Λατρείας λείπει το «θεανθρώπινο στοιχείο», η επίπνοια του Αγίου Πνεύματος, ο θείος φωτισμός και η συμμετοχή των Αγίων. Επειδή για πολλοστή φορά με απεριόριστο θράσος ο π. Θερμός βάλλει κατά της Ορθοδόξου λατρείας, παρουσιάζουμε στη συνέχεια αποσπάσματα της ομιλίας του για να καταδειχθεί η σφοδρή του αντίθεση προς αυτήν την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αγιωτάτη Παράδοσή της.

       1) «Όλοι λέμε ότι η ορθόδοξη λατρεία είναι εσχατολογική... δεν κηρύσσει απλώς τη Βασιλεία του Θεού, αλλά την πραγματώνει εδώ και τώρα... κυρίως η Θεία Λειτουργία. Έ, λοιπόν μέσα στην Θεία Λειτουργία, αλλά και στις άλλες ακολουθίες έχουν εισβάλει ένθετα τα οποία εκφράζουν το βυζαντινό παλάτι. Καμμία σχέση· ημέρα με τη νύκτα· \"μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον,, που θα έλεγε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης».
       Ώστε, κατά τον π. Βασίλειο, με τις προσμίξεις του... βυζαντινού παλατιού (!), με τα διάφορα «ένθετα» (;) η Θ. Λειτουργία κατάντησε «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι όλοι οι απ αιώνος Άγιοι, που συνέθεσαν τη Θ. Λειτουργία και όσοι την τελούσαν δεν είχαν τις ειδικές γνώσεις των λειτουργιολόγων και γι αυτό τίποτε δεν κατάλαβαν και συνέχισαν να τελούν αυτή την αλλόκοτη, τερατώδη Λειτουργία! Πρέπει οπωσδήποτε να πούμε εδώ σε τι αναφέρεται ο λόγος του Αγίου Νικοδήμου «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Σχολιάζοντας ο Άγιος τον ΠΓ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, που αναφέρεται στην απαγόρευση κατοχής κρατικής εξουσίας από τους κληρικούς λέγει: «καθώς έπαθε τούτο ο Δίκερως Γίγας της Ρώμης, ο Πάπας φημί, ο οποίος κοντά όπου είναι εσωτερικός Αρχιερεύς θέλει να είναι εξωτερικός και κατά σώμα βασιλεύς· να ευλογή και να θανατοί, να κρατή την ποιμαντικήν βακτηρίαν, και μάχαιραν την φονεύτριαν. Μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον! Ας ιδή λοιπόν ούτος ότι παραβάτης του παρόντος Αποστολικού κανόνος ευρίσκεται, και καθαιρέσει υπόκειται αμφότερα βουλόμενος έχειν...» ( Πηδάλιον σ. 109 υποσ. 1).
       Πράγματι τέρας αλλόκοτον είναι η μίξις του αντιπαπικού λόγου του Αγίου με την βλάσφημη άποψη του π. Θερμού ότι η Θ. Λειτουργία, με την οποία ζούμε και αναπνέομε τον Χριστό, είναι ένα τερατούργημα. Φρικτόν ειπείν! Όσον αφορά τα περί βυζαντινού παλατίου, ο π. Βασίλειος τα έχει παραλάβει από τα διαβάσματά του στα έργα του π. Σμέμαν. Κι εκείνος από που αλλού; Από τους «θεολόγους» - ερευνητές της νεκρής Δύσεως. Για παράδειγμα ο Σμέμαν στο βιβλίο του ≪Η Εκκλησία προσευχομένη≫ μιλάει για την «εξωτερική μεγαλοπρέπεια της λατρείας», που έχει «σαν κύρια πηγή... το τελετουργικό της αυτοκρατορικής αυλής». Πιο κάτω ισχυρίζεται ότι «η σύνθεση και εξέλιξη της \"υλικής,, πλευράς της λατρείας (ενδύματα, θυμίαμα, κεριά)», η ανάπτυξη δηλαδή αυτής της πολύπλοκης λειτουργικής οργάνωσης... βρίσκει την εξήγησή της, τουλάχιστον μερικώς, στην επίδραση της αυτοκρατορικής αυλής».[3] Ποιοί μας τα βεβαιώνουν αυτά; Ο Beurlier, ο Batiffol. κ.λπ., στους οποίους παραπέμπει ο π. Σμέμαν.
       Αυτές τις ανοησίες μας μεταφέρει ο π. Θερμός χωρίς να μας εξηγεί τι συγκεκριμένα τον ενοχλεί στη Θ. Λειτουργία και τι του θυμίζει το «βυζαντινό παλάτι». Μήπως η Μικρά και η Μεγάλη Είσοδος και οι λιτανείες με τις λαμπάδες, τα εξαπτέρυγα, και τα θυμιατά; Αλλά ας προχωρήσουμε.

       2) «Τους δύο πρώτους αιώνες, άντε τρεις, οι ακολουθίες της Εκκλησίας, τα μυστήρια βασικά, εμπνεόμενα από την εβραϊκή αντίληψη περί του κόσμου δεν περιλαμβάνουν ευλογία της ύλης. Δεν ευλογείτο ο άρτος ο οίνος... το νερό το λάδι, αλλά αναπεμπόταν ευχαριστία στο Θεό για τις δωρεές του και κατόπιν οι άνθρωποι κοινωνούσαν. Ήταν η πράξη της ευχαριστίας της κοινότητος, η οποία καθαγίαζε τα δώρα...Ο καθαγιασμός των υλικών αγαθών επέρχεται μετα τον 4ο αιώνα υπό την επίδραση του Ελληνισμού. Φεύγουμε από την αντίληψη ότι όλα είναι καλά λίαν στην κτίση και περνούμε στην αντίληψη ότι υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, υπάρχει μέσα στα στοιχεία της φύσεως το παγανιστικό στοιχείο, που πρέπει να δαμαστεί και να εξαγιασθεί. Και αυτό έκτοτε ισχύει. Δε λέω αν είναι κακό, που άλλαξε αυτό το πράγμα από μόνο του, αλλά περισσότερο το αναφέρω για τις παρενέργειες, που αυτό δημιούργησε, οι οποίες φάνηκαν στο Βυζάντιο αργότερα».
       Τι συμπεραίνουμε από τα ανωτέρω; Ότι, κατά τον π. Θερμό, τους δυό πρώτους αιώνες («άντε τρεις»!) καλά τα πήγαινε η Εκκλησία με τη λατρεία της. Μετά τα έμπλεξε με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία του ελληνισμού και άρχισε κατά την τέλεση των Μυστηρίων, όπως οι ειδωλολάτρες, να καθαγιάζει την ύλη για να «δαμάσει το παγανιστικό στοιχείο», που υπήρχε, δήθεν, μέσα της! Κι αυτό δημιούργησε «παρενέργειες», που φάνηκαν αργότερα στο Βυζάντιο.[4 ]Με όσα λέγει ο π. Βασίλειος περί της απουσίας του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων δια της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος («δεν ευλογείτο ο άρτος και ο Οίνος», γράφει) έρχεται πολύ κοντά στην παπική - δαιμονική πρακτική της μη επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος κατά την Αγία Αναφορά!
       Προσεκτικός πάντως ο π. Βασίλειος ομιλώντας δεν αναφέρεται σε πρόσωπα, χειριζόμενος τους ακροατές του με λεπτότητα για να τους εμβολιάσει με τις ιδέες του. Δεν μας λέγει ποιος τα έκαμε αυτά. Ποιος άλλαξε το «παράδειγμα» λατρείας; Η Εκκλησία; Οι Άγιοι; Και ο Χριστός του οποίου η Εκκλησία είναι Σώμα Του, που ήταν όταν άρχισαν οι «παρενέργειες» στη λατρεία;
       Μας λέγει ο Απόστολος ότι «η Εκκλησία υποτάσσεται τώ Χριστώ» ( Εφεσ. 5, 24) και ότι ο Χριστός «εκτρέφει και θάλπει» την Εκκλησία ( Εφεσ. 5, 29) Λοιπόν, έπαψε η Εκκλησία να υποτάσσεται στο Χριστο; Έπαψε ο Χριστός να εκτρέφει το Σώμα Του; Ανέχθηκε ο παθών υπέρ ημών Κύριος ειδωλολατρικές επιμιξίες κατά την προς Αυτόν Λατρεία και Ευχαριστία; Η μήπως η «ανθρωπινότητα» των ανθρώπων δρα ανεξέλεγκτα και ανεξάρτητα από το Θεάνθρωπο Χριστό;

 

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (25 Σεπτεμβρίου 2009)

;)

Ἰωάννης

[font size=3][font face=Times New Romanl]Aγαπητέ κύριε Σωτήρη καλησπέρα.
Χαίρομαι ιδιαίτερα δια την τόσον ενεργή συμμετοχή σας στο φόρουμ . Είναι κάτι το οποίο το χρειαζόμασταν!
Όσον αφορά αυτήν εδώ την ενότητα δεν σχολίαζα τα κείμενα αυτά διότι δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμη.
  Αρχικά θα πώ ότι συμφωνώ απόλυτα με την κριτική αυτή που είχε ασκηθεί στον π.Σμέμαν.
Έχω ασχοληθεί στο παρελθόν με έργα του -τα βασικά τουλάχιστον- και μπορώ να πώ ότι με είχαν συναρπάσει!
Όταν όμως άρχισα να μελετώ την Πατερική Θεολογία απευθείας από τα πατερικά κείμενα ή από τα έργα του παπα-Γιάννη του Ρωμανίδη ή κυρίως σε συνδυασμό μ\'αυτά, κάτι μου \"βρόμαγε\" όταν διάβαζα Σμέμαν!
  Ήθελα όμως να καταθέσω τότε τον προβληματισμό μου εδώ στο φόρουμ, να πάρω και μία άλλη άποψη, αλλά φοβόμουν τις αντιδράσεις καθώς ο π.Αλέξανδρος Σμέμαν θεωρείται από τους κορυφαίους θεολόγους.
Αλλά σαν απάντηση( ; ) από τον Θεό( ; ) ακριβώς εκείνο τον καιρό δημοσιεύτηκε στο διαδύκτιο η παραπάνω κριτική του πατρός Μιχαήλ Πομαζάνσκυ († 87\')!
  Και το αστείο είναι ότι ο π.Βασίλειος Θερμός κατηγορεί άλλους θεολόγους όπως τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου π.Ιερόθεο Βλάχο και τον Ρωμανίδη ότι έχουν προτεσταντίζουσες θέσεις σε εκκλησιολογικά θέματα!
Καταλυτική (σφαλιαριστή θα έλεγα εγώ ) ήταν η απάντηση του π.Ιεροθέου στις βλακώδεις και αθεολόγητες κατηγορίες του Θερμού ενάντια στον π.Ρωμανίδη και κατ\'επέκταση στον ίδιο! Θα την βρώ και θα την δημοσιεύσω!
  Το κειμενό σας φωτίζει κατά τον ίδιο τρόπο τις κακοδοξίες του!
Πόσο δίκαιο είχε ο π.Ρωμανίδης όταν έλεγεγε επικαλούμενος τους Πατέρας ,Γρηγόριο Νύσσης, Συμεών τον Νέο Θεολόγο, Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη , ότι αιρέσεις εμφανίζονται στους κόλπους της Εκκλησίας όταν δεν υπάρχουν φωτισμένοι και θεούμενοι!


[/fontf][/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]                                                                       ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ Η ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

                                                                                              ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ


                                                                                                                       ========
«Ἀπὸ τὸν τέταρτο αἰῶνα καὶ ἑξῆς», συνεχίζει τὸ ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου του π. Αλέξανδρου Σμέμαν, «ἐµφανίζεται στὴν Ἐκκλησία, πρῶτα µιὰ πρακτικὴ καὶ ἀπαρατήρητη, στὴ συνέχεια ὅµως προσεκτικὰ ἐπεξεργασµένη θεολογικὴ ἀντίληψη, σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι µεσιτεύουν στὸ Θεὸ καὶ µεσολαβοῦν, κατὰ κάποιο τρόπο, µεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ».

Αὐτὴ εἶναι μία ἐντελῶς Προτεσταντικὴ προσέγγισις, ἀπρόσμενη γιὰ ἕναν Ὀρθόδοξο θεολόγο. Ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε στὸν Ἀπόστολον Παῦλον πῶς παρακαλεῖ αὐτοὺς στοὺς ὁποίους γράφει, νὰ γίνουν μεσολαβηταὶ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ μεσῖται πρὸς τὸν Θεόν, ὥστε νὰ «ἀποκατασταθῇ ἐν αὐτοῖς» ἀπὸ τὴν φυλάκισι καὶ νὰ μπορέσῃ νὰ τοὺς ἐπισκεφθῇ· στὸν ἀπόστολον Ἰάκωβον (ε΄ 16): «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουµένη»· στὸ βιβλίον τοῦ Ἰώβ (μβ΄ 8): «Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων µου εὔξεται περὶ ὑµῶν, ὅτι εἰ µὴ πρόσωπον αὐτοῦ λήψοµαι».

Ὁ συγγραφεὺς συνεχίζει: «Ἡ ἀρχικὴ χριστοκεντρικὴ σηµασία τῆς τιµῆς τῶν ἁγίων µεταβλήθηκε τώρα σὲ µιὰ ἔννοια µεσιτική. Στὴν ἀρχαία παράδοση ὁ µάρτυρας ἢ ὁ ἅγιος ἦταν, πρῶτ' ἀπ' ὅλα, µιὰ µαρτυρία τῆς νέας ζωῆς καὶ συνεπῶς µιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἀνάγνωσις τῶν Μαρτυρίων στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε ὡς σκοπό της «νὰ δείξει τὴν παρουσία καὶ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ στὸ µάρτυρα, δηλαδὴ τὴν παρουσία µέσα του τῆς "νέας

ζωῆς". Ὄχι τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ µάρτυρα...Ὅµως µὲ τὴ νέα µεσιτικὴ ἀντίληψη τὸ κέντρο βάρους µετατοπίστηκε. Ὁ ἅγιος εἶναι τώρα µεσίτης καὶ βοηθός...Ἡ τιµὴ τῶν ἀγίων ἔπεσε σχεδὸν ξαφνικὰ στὴν κατηγορία τῶν ἑορτῶν», μὲ σκοπὸ «τὴ µετάδοση στὸν πιστὸ τῆς ἱερῆς δύναµης καθενὸς ἁγίου. Ὁ ἅγιος εἶναι παρὼν καὶ ὅπως φανερωνόταν στὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὴν εἰκόνα του, τὸ ἴδιο καὶ ἡ σηµασία τῆς ἑορτῆς του ἔγκειται στὴν ἀπόκτηση τῆς ἁγιότητας ( ; ), διαµέσου τῶν προσευχῶν καὶ τῆς ἐπικοινωνίας µ' αὐτόν, πράγµα ποὺ ἀποτελεῖ, ὅπως εἴδαµε, τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς µυστηριολογικῆς εὐσέβειας».

Παρομοίως δυσμενὴς εἶναι εἶναι ἡ φιλολογικὴ ἀξιολόγησις ὑπὸ τοῦ π. Αλέξανδρου Σμέμαν τοῦ λειτουργικοῦ ὑλικοῦ ποὺ ἀναφέρεται στὴν τιμὴ τῶν ἁγίων.

Διαβάζουμε: «Γνωρίζουµε ἐπίσης πόσο σπουδαία ἦταν γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς Ἁγιολογίας ἡ υἱοθέτηση τῆς µορφῆς τοῦ πανηγυρικοῦ...Ὑπάρχει ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ παραδοσιακός, ρητορικὸς τύπος τοῦ πανηγυρικοῦ ἐγκωµίου, ποὺ προσδιορίζει σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ τὰ λειτουργικὰ κείµενα, ποὺ ἀσχολοῦνται µὲ τὴν τιµὴ τῶν ἁγίων. ∆ὲν µπορεῖ κανεὶς νὰ µὴν παρατηρήσει τὸ ρητορικὸ στοιχεῖο ποὺ ὑπάρχει στὰ µηναῖα µας καὶ εἰδικὰ τὸ "ἀπρόσωπο" ποὺ χαρακτηρίζει ἀναρίθµητες προσευχὲς πρὸς τοὺς ἁγίους, καὶ ἀναγνώσµατα γύρω ἀπὸ τὴ ζωή τους. Πράγµατι αὐτὸ τὸ ἀπρόσωπο παραµένει, ἀκόµη κι ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀγίου εἶναι πολὺ γνωστή, κι ἕνας πλοῦτος ἀπὸ ὑλικὸ προσφέρεται σὰν µιὰ ἐµπνευσµένη "διδαχή". Ἐνῶ οἱ βίοι τῶν ἀγίων γράφονται κυρίως µὲ σκοπὸ νὰ ἐντυπωσιάσουν τοὺς ἀναγνῶστες µὲ θαύµατα, σηµεῖα κ.λπ., τὸ λειτουργικὸ υλικὸ ἀποτελεῖται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ προσευχὲς καὶ δεήσεις» (σσ. 215-219).

Θεωροῦμε ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἐκθέσουμε λεπτομερῶς ὅλην αὐτὴν τὴν μακρὰ σειρὰ ἰσχυρισμῶν τοῦ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος τόσο συχνὰ μεγαλοποιεῖ τὶς μορφὲς τιμῆς τῶν ἁγίων. Ἐκπλησσόμεθα ποὺ ἕνας Ὀρθόδοξος συγγραφεὺς συντάσσεται μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους παρατηρητὰς τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ εἰσδύσουν σὲ μία ξένη πρὸς αὐτοὺς ψυχολογία. Θὰ κάνουμε στη συνεχεια μόνον λίγες σύντομες παρατηρήσεις.

[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=3]
                                                     ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
                                     ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


  Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)    

                                                                                                                    ========                                                                        
Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων συμπεριλαμβάνεται στὴν κατηγορία τῶν ἑορτῶν, διότι ἐν αὐτοῖς δοξάζεται ὁ Χριστός, κάτι τὸ ὁποῖον δηλοῦται συνεχῶς καὶ σαφῶς στοὺς ὕμνους καὶ τὶς ἄλλες ἀναφορὲς σὲ αὐτούς· διότι στοὺς ἁγίους ἐκπληρώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑµῶν» (Ἐφ. γ΄ 17).

Ἐγγίζουμε τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἁγίου ἢ τὰ λείψανά του, κινούμενοι ὄχι ἀπὸ τὸν ὑπολογισμὸ «ἀπόκτησης τῆς ἁγιότητας» ἀπὸ αὐτούς, ἢ κάποιου εἴδους δυνάμεως, μιᾶς εἰδικῆς χάριτος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἐπιθυμία ἐμπράκτου ἐκφράσεως τῆς τιμῆς καὶ ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἁγίους.

Ἄλλωστε, δεχόμεθα τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, τῆς πληρότητος τῆς χάριτος, ὑπὸ ποικίλες μορφές. Κάθε τι ὑλικὸ ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν σφαῖρα τῆς ἁγιότητος, κάθε τι ποὺ ἀποσπᾷ τὴν συνείδησί μας, ἔστω καὶ μιὰ μία στιγμή, ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τὴν κατευθύνει στὴν σκέψι τοῦ προορισμοῦ τῆς ψυχῆς μας καὶ ἐνεργεῖ ἐπωφελῶς ἐπ' αὐτοῦ, στὴν ἠθική μας κατάστασι – εἴτε πρόκειται γιὰ εἰκόνα, ἀντίδωρο, ἁγιασμό, τεμάχιο λειψάνου, τμῆμα ἐνδύματος ποὺ ἀνῆκε σὲ κάποιον ἅγιον, εὐλογία μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ – ὅλα αὐτὰ εἶναι ἅγια δι' ἡμᾶς, διότι, καθὼς βλέπουμε στὴν πρᾶξι, ἔχουν τὴν δύναμι νὰ ἀφυπνίζουν καὶ νὰ καθιστοῦν εὐλαβῆ τὴν ψυχή. Καὶ γιὰ μία τέτοια σχέσι πρὸς τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα ἔχουμε τὴν ἄμεση δικαίωσι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή: Στὶς ἀφηγήσεις περὶ τῆς αἱμοροούσης γυναικὸς ποὺ ἄγγιξε τὸ ἔνδυμα τοῦ Σωτῆρος, στὴν ἰαματικὴ δρᾶσι τῶν τεμαχίων ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τῆς σκιᾶς ἀκόμη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Οἱ λόγοι τοῦ φαινομενικῶς στερεοτύπου χαρακτῆρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, εἰδικῶς τῶν ὕμνων πρὸς τοὺς ἁγίους, εὑρίσκονται ὄχι στὴν διανοητικὴ πενία οὔτε στὴν πνευματικὴ ἀνωριμότητα τῶν ὑμνογράφων. Βλέπουμε ὅτι σὲ ὅλες τὶς σφαῖρες τῆς ἐκκλησιαστικῆς δημιουργίας κυριαρχεῖ ἕνας κανών, ἕνα πρότυπο: εἴτε στὶς ἱερὲς μελωδίες, εἴτε στὴν σύνθεσι τῶν ὕμνων, εἴτε στὴν εἰκονογραφία. Χαρακτηριστικὸ τῶν ὕμνων εἶναι μία προτυποποίησις, ἀναλόγως τῆς ἰδιαιτέρας τάξεως στὴν ὁποίαν ἀνήκει ὁ ἅγιος: ἱεράρχες, μοναχοί κλπ. Ἀλλὰ τὴν ἰδία στιγμὴ ὑπάρχει πάντοτε τὸ στοιχεῖον τῆς ἰδιαιτερότητος, οὕτως ὥστε δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ὁμιλῇ περὶ τοῦ «ἀπροσώπου» τῶν εἰκόνων τῶν ἁγίων. Προφανῶς ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπαρκῆ ψυχολογικὰ κίνητρα γιὰ μία τέτοια ἀπεικόνισι.

Ὅσο γιὰ τὶς δεήσεις πρὸς τοὺς ἁγίους ἔχουν ἀποκλειστικὰ σχεδὸν ὡς ἀντικείμενο τὶς προσευχές τους ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι ἐπιλήψιμο αὐτό; Ὑπάρχει ἐν προκειμένῳ μία ἐξασθένησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος; Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο προσηύχετο ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα: «Εὔχοµαι πρὸς τὸν Θεὸν µὴ ποιῆσαι ὑµᾶς κακὸν µηδέν· ... τοῦτο δὲ καὶ εὐχόµεθα, τὴν ὑµῶν κατάρτισιν» (Β΄ Κορ. ιγ΄ 7). Ἐὰν στὶς προσευχές, ἰδιαιτέρως στὶς δεήσεις, προσευχόμεθα γιὰ τὴν προστασία ἀπὸ γενικὲς καταστροφὲς καὶ χάριν γενικῶν ἀναγκῶν, αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς φυσικό· ἀλλὰ αὐτὲς οἱ δεήσεις δὲν ἐμπίπτουν κἂν στὸ πλαίσιο τοῦ Τυπικοῦ.

[/fonts]

Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]
                                               ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
                                                                  ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ







                                                                Του Πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

                                                                                                ========

Στὸ τελευταῖο μέρος τοῦ βιβλίου ὁ π. Αλέξανδρος Σμέμαν, ὄχι σὲ πλήρη συμφωνία μὲ ὅσα ἔχει πεῖ μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου, φαίνεται ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ πλησιάσῃ τὴν ἱστορικὴ Ὀρθόδοξη θεώρησι· ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς ἐκφράζει τέτοιες ἐπιφυλάξεις ποὺ οὐσιαστικῶς συγκαλύπτουν τὴν βασικὴ θέσι. Λέγει: «Ἡ σύνθεση αὐτὴ (= ἡ βυζαντινὴ) διαµορφώθηκε ἀναντίλεκτα πάνω στὴ βάση τοῦ ἀρχικοῦ κανόνα προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ὁποίου καὶ ἀποτελεῖ, ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἐπεξεργασία καὶ ἀποκάλυψη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καλὴ ἢ ὄχι ἀνάπτυξη τῶν νέων στοιχείων ποὺ προστέθηκαν ( ; ) σταδιακὰ στὸν ἀρχικὸ αὐτὸ κανόνα προσευχῆς. Ἔτσι, παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἐπίδραση τῆς µυστηριολογικῆς ψυχολογίας ( ; ), ἀπὸ τὴ µιὰ πλευρά, καὶ τῆς ἀσκητικῆς–ἀτοµικιστικῆς ψυχολογίας ἀπὸ τὴν ἄλλη, µιὰ ἐπίδραση ποὺ ἐπηρέασε πάνω ἀπ' ὅλα τὴν µεταρρύθµιση ( ; ) τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας, ἡ Τάξη καθαυτὴν παρέµεινε ὀργανικὰ συνδεδεµένη µὲ τὴ θεολογία τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία περιέχει καὶ τὴν ἀρχικὴ ὀργανωτική της ἀρχή. Αὐτὴ ἡ θεολογία τοῦ χρόνου ἐπισκιάστηκε ἀπὸ δευτερεύοντα στρώµατα τῆς Τάξης, ὅµως παρέµεινε πάντοτε τὸ θεµέλιο τῆς ἐσωτερικῆς της λογικῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἐσώτερης ἑνότητάς της» (σ. 244).

Αὐτὸ εἶναι τὸ συμπέρασμα τοῦ συγγραφέως. Ἐλάχιστα πείθεται

κανείς. Ἦταν πάρα πολὺ νὰ ἀναμένουμε ὅτι τὸ Τυπικόν μας διετήρησε τὴν ἀρχὴ καὶ μόνον τῆς Χριστιανικῆς λατρείας!


                                                                                     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

                                                                                         __________

Ἐξετάσαμε τόσον λεπτομερῶς τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἀλ. Σμέμαν, διότι

στὸ μέλλον θὰ προσφέρεται στὸν Ὀρθόδοξο ἀναγνώστη μία λειτουργικὴ δογματική, βασισμένη στὶς ἀπόψεις ποὺ ἐκτίθενται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἀλλὰ ἐὰν τὰ θεμέλια εἶναι τόσον ἀμφίβολα, μποροῦμε νὰ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τὸ οἰκοδόμημα ποὺ θὰ ὀρθωθῇ ἐπ' αὐτῶν θὰ εἶναι ἀκλόνητον; Καθόλου δὲν ἀρνούμεθα τὴν Δυτικὴ ἱστορικο–λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ τὶς ἀντικειμενικές της ἀξίες. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε πλήρως χωρὶς αὐτήν. Ὁμολογοῦμε τὰ πλεονεκτήματά της. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἐμπιστευώμεθα τυφλὰ τὰ συμπεράσματα τῶν Δυτικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν. Ἐὰν ὁμιλοῦμε περὶ τῆς λατρείας ὡς μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ πρέπῃ νὰ μᾶς φανερώνεται αὐτὴ ἡ ἀρχὴ στὴν κατανόησι τῆς ἱστορίας τῆς λατρείας μας καὶ στὴν παροῦσα κατάστασί της, διὰ τῆς ὁποίας ζῇ.

Ἡ λογικὴ τῆς ἱστορίας μᾶς λέγει ὅτι στὸν κοινὸ βίο οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν εὐθεῖα ὁδό λαμβάνουν χώρα ὡς συνέπεια τῶν ἀλλαγῶν στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἰδέες. Ἐὰν λοιπὸν διατηροῦμε τὸ Ὀρθόδοξο Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἐὰν ὁμολογοῦμε ὅτι ἱστάμεθα στὴν ὀρθὴ δογματικὴ ὁδό, δὲν θὰ πρέπῃ νὰ ἀμφιβάλουμε ὅτι καὶ ὁ προσανατολισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ δομὴ τῆς λατρείας, ποὺ ἑδράζονται στὸ θεμέλιον τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας τῆς πίστεώς μας, εἶναι ἄψογα καὶ ἀληθῆ. Ἀδυνατοῦμε νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ «λειτουργικὴ εὐσέβειά» μας, μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ μεταρρυθμίσεων, ἔχει ἀπομακρυνθῇ πολύ, πάρα πολὺ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων. Ἐὰν διαπιστώνουμε μία παρακμὴ τῆς εὐσεβείας, μία ἀδυναμία κατανοήσεως τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὁ λόγος γι' αὐτὸ εὑρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας: στὴν παρακμὴ τῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἠθικὴ κατάπτωσι, στὴν ἀπώλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως. Ὅπου ὅμως διατηρεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις καὶ εὐσέβεια, δὲν ὑπάρχει μεταρρύθμισις στὴν κατανόησι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀποδεχόμεθα τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὶς Ἀποστολικὲς Γραφὲς ὄχι σὲ μία διάθλασί τους μέσα ἀπὸ κάποιο εἰδικὸ πρίσμα, ἀλλὰ στὸ ἄμεσο, εὐθὲς νόημά τους. Καὶ εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἡ κοινὴ προσευχή μας γίνεται στὰ ἴδια ἀκριβῶς δογματικὰ καὶ ψυχολογικὰ θεμέλια, στὰ ὁποῖα ἐγίνετο στοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ ἀρχαίους Χριστιανικοὺς χρόνους, ἀνεξαρτήτως τῆς διαφορᾶς τῶν λατρευτικῶν μορφῶν.

Ὁ πατὴρ Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὅμως, εἶναι ἕτοιμος νὰ παραδεχθῇ ὅτι ἡ εὐσέβειά του διαφέρει ἀπὸ αὐτὴν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας; [/fonts][/fontf]