Βάπτισμα-Ἐκκλησία-Ρωμανιδικὲς πλάνες

Started by staboz, 21 June, 2010, 12:47:36 PM

Previous topic - Next topic

staboz

[font size=3]Μία ἀπὸ τὶς πλέον χαρακτηριστικὲς πλάνες τοῦ Ρωμανίδη, γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γίνει πολλὴ συζήτηση παλαιότερα καὶ τώρα στὴ Συνευωχία, εἶναι ἡ ἀντίληψή του ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βάπτισμα οὔτε ἐνδύονται μὲ αὐτὸ τὸν Χριστὸ οὔτε γίνονται μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ Χρῖσμα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπικαλεῖται κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου ποὺ φαίνονται νὰ εὐνοοῦν τὶς ἀπόψεις του.
Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ἔχω ἐξηγήσει πολὺ παλαιότερα, ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν λέει αὐτὰ ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Ρωμανίδης. Ὁ ἅγιος θέλοντας νὰ ἀφυπνίσει τοὺς ράθυμους καὶ ὀκνηροὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς του, τοὺς τονίζει ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία τους δὲν ἀρκεῖ μόνο τὸ Βάπτισμα, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀγώνα πνευματικό. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων του, ποὺ μερικὲς φορὲς ἐκφέρονται μὲ τρόπο ἔντονο καὶ ὑπερβολικό, προκειμένου νὰ συγκλονίσουν τὶς κοιμισμένες ψυχές.
Τὸ ὅλο θέμα τὸ ἐκθέτει λεπτομερῶς καὶ μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν δ΄ἑκατοντάδα τῶν περὶ ἀγάπης κεφαλαίων του. Ἂς τὰ προσέξουμε:

ΕΚΑΤΟΝΤΑΣ Δ΄ P.G.90,1064-5
4.69 {1ΞΘ.}1 Τινὲς τῶν ἀδελφῶν ἐκτὸς ἑαυτοὺς εἶναι νομίζουσι τῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος χαρισμάτων· οὐ γὰρ ἴσασι διὰ τὴν ἀμέλειαν τῆς τῶν ἐντολῶν ἐργασίας ὅτι ὁ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ἀνόθευτον ἔχων πάντα τὰ θεῖα χαρίσματα συλλήβδην ἔχει ἐν ἑαυτῷ. Ἐπειδὴ γὰρ τῆς εἰς αὐτὸν κατ᾽ ἐνέργειαν ἀγάπης διὰ τὴν ἀργίαν μακράν ἐσμεν, τῆς δεικνυούσης ἡμῖν τοὺς ἐν ἡμῖν θείους θησαυρούς, εἰκότως ἐκτὸς ἑαυτοὺς τῶν θείων νομίζομεν χαρισμάτων.
4.70 {1Ο.}1 Εἰ ὁ Χριστὸς ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν κατοικεῖ διὰ τῆς πίστεως, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, πάντες δὲ οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἐν αὐτῷ εἰσιν ἀπόκρυφοι· πάντες ἄρα οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν εἰσιν ἀπόκρυφοι· φανεροῦνται δὲ τῇ καρδίᾳ κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου διὰ τῶν ἐντολῶν καθάρσεως.
4.71 {1ΟΑ.}1 Οὗτός ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ κεκρυμμένος τῆς καρδίας σου, ὃν οὔπω εὗρες διὰ τὴν ἀργίαν· εἰ γὰρ εὗρες, ἄρα ἂν πέπρακας πάντα καὶ ἐκτήσω τὸν ἀγρὸν τοῦτον. Νῦν δὲ τὸν ἀγρὸν ἀφεὶς τὰ περὶ τὸν ἀγρὸν περιέπεις, ἐν οἷς οὐδὲν ἄλλο εὑρίσκεται πλὴν ἀκανθῶν καὶ τριβόλων.  
4.72 {1ΟΒ.}1 Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Σωτήρ· Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται· ἐπειδὴ αὐτὸς ἐν τῇ καρδίᾳ κέκρυπται τῶν εἰς αὐτὸν πιστευόντων. Τότε δὲ ὄψονται αὐτὸν καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ θησαυρούς, ὅτε δι᾽ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας ἑαυτοὺς καθαίρουσι καὶ τοσούτῳ πλέον ὅσῳ τὴν κάθαρσιν ἐπιτείνουσι.[/fonts]
Ρωμ. ε΄6-10

Ἰωάννης


Ἰωάννης

[font face=Times New Romanl][font size=3]Αγαπητέ μου κ.Σταύρο χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!
  Παίρνω το θάρρος να σας γράψω διότι απ\'αυτά που γράψατε για τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο προβληματίστηκα και ολίγον τι σκανδαλίστηκα!
Γι\'αυτό γράφω για να εκθέσω τον προβληματισμό μου και να διασαφηνιστούν ορισμένα πράγματα!  

Καλό θα ήτο να ανακαλέσετε τις απόψεις σας περί του εν αγίοις πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου διότι δύνανται να παρεξηγηθούν από πολλούς!! Καθώς παρουσιάζετε τους Πατέρας της Εκκλησίας ως φάσκοντας και αντιφάσκοντας και διαφωνούντας μεταξύ τους είς θεμελιώδη εκκλησιολογικο-δογματικά ζητήματα!!

Παρουσιάζετε τον Οσιο Συμεών τον νέο θεολόγο ως χρησιμοποιώντα υπερβολικάς διατυπώσεις, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο να φανεί ότι παρεξέκλινε εκ της ορθής πίστεως εστω και λίγο!!

Αλλά τι λένε οι πατέρες περί τούτου;
O άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέει:\"αιρετικός εστί και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως\".
Ο Μέγας Φώτιος επίσης λέει: «Εν τοις περί πίστεως και το παρεκκλίναι μικρόν, αμαρτείν εστιν αμαρτίαν την προς θάνατον» (Φώτιος P.G. 102, 604C )

Aυτός λοιπόν που εξέφυγε από την ορθή πίστη έστω και λίγο κατα τους Αγίους Πατέρας δεν έχει κοινωνία με τον Θεό κατα το Β\' Ιωάννου 9: \"πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει·\"

Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος διδάσκει διαφορετικό ευαγγέλιο απ\'αυτό του Χριστού και άρα θα πρέπει να είναι ανάθεμα κατά το πρός Γαλάτας α\' 8-9 : \"ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ\' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.  ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ\' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.\"

Mε τον τρόπο με τον οποίον παρουσιάζεται τα πράγματα εδώ:

QuoteΓενικώς οι θέσεις του αγίου Συμεών έχουν στο σημείο αυτό μία μονομέρεια, λόγω της πολεμικής που δεχόταν από τους ίδιους τους μοναχούς της Μονής του, οι οποίοι ζούσαν ράθυμη ζωή, και τους οποίους ο άγιος προσπαθούσε να αφυπνίσει, λέγοντάς τους ότι δεν πρέπει να επαναπαύονται στο ότι είναι βαπτισμένοι, αλλά να αγωνίζονται ώστε πράγματι και ενεργεία να έχουν τον Χριστό ένοικο των ψυχών τους.
κι εδώ:

QuoteΣτὴν πραγματικότητα, ὅπως ἔχω ἐξηγήσει πολὺ παλαιότερα, ὁ ἅγιος Συμεὼν δὲν λέει αὐτὰ ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Ρωμανίδης. Ὁ ἅγιος θέλοντας νὰ ἀφυπνίσει τοὺς ράθυμους καὶ ὀκνηροὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς του, τοὺς τονίζει ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία τους δὲν ἀρκεῖ μόνο τὸ Βάπτισμα, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀγώνα πνευματικό. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων του, ποὺ μερικὲς φορὲς ἐκφέρονται μὲ τρόπο ἔντονο καὶ ὑπερβολικό, προκειμένου νὰ συγκλονίσουν τὶς κοιμισμένες ψυχές.
Τὸ ὅλο θέμα τὸ ἐκθέτει λεπτομερῶς καὶ μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν δ΄ἑκατοντάδα τῶν περὶ ἀγάπης κεφαλαίων του.
φθάνει κανείς εις το συμπέρασμα ότι οι άγιοι Συμεών ο Νέος Θεολόγος και Μάξιμος ο Ομολογητής διαφωνούν μεταξύ τους κι ότι ο πρώτος δεν παρουσιάζει ορθώς την περί βαπτίσματος θεολογία αλλά παρεξέκλινεν αυτής εξαιτίας δήθεν υπερβολικών διατυπώσεων και ότι το \"ὅλο θέμα τὸ ἐκθέτει λεπτομερῶς καὶ μὲ ἀκρίβεια\" άρα και ορθά μόνον ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς!!

Aρχικά θα διαφωνήσω ως προς το \"λεπτομερῶς καὶ μὲ ἀκρίβεια\".

Δεν μπορείτε να λέτε ότι ο Αγιος Μάξιμος παρουσιάζει το θέμα λεπτομερώς όταν έχει γράψει μόνον 4 μικρές παραγράφους ενώ ο άγιος Συμεών ολόκληρα κεφάλαια επί κεφαλαίων!

Δεύτερον οι δύο άγιοι δεν διαφωνούν τα ίδια διδάσκει και ο Συμεών! Βλέπε Φιλοκαλία Δ\' Τόμος παράγραφοι: 74,75,109,110,...

Τρίτον, ο Συμεών δεν έγραψε ότι έγραψε για τους μοναχούς του!

α)Διότι δεν ήταν από τους μοναχούς οι οποίοι απλώς δεν εκτελούσαν το ασκητικό πρόγραμμα που τους είχε βάλει ο γεροντάς τους έτσι ώστε να τους καθίσει κάτω και να τους νουθετήσει, πόσο μάλλον να γράψει τόμους επί τόμων!
Γιατί το λέω αυτό? Διότι οι μοναχοί αυτοί δεν ήθελαν καν να βλέπουν τον όσιο στα μάτια τους με αποτέλεσμα να μπαίνουν μέσα στην εκκλησία την ώρα που ο άγιος λειτουργούσε, να τον πέρνουν σηκωτό στην κυριολεξία , να τον βγάζουν έξω από το μοναστήρι και να τον ξυλοκοπούν!! Με αποτέλεσμα ο Πατριάρχης Σισσίνιος να θέλει να τους εξορίσει αλλά δεν το κάνει μετά από παράκληση του ίδιου του οσίου!

β)διότι ο όσιος Συμεών έγραψε τα έργα του αυτά 25 ολόκληρα χρόνια μετά απ\'αυτά τα γεγονότα αφού είχε παραιτηθεί από την ηγουμενία δίνοντάς την στον μαθητή του Αρσένιο και είχε αποσυρθεί σε ησυχαστήριο!

Τέταρτον, εξέθεσε ο άγιος Συμεών τόσο ορθά την ορθόδοξον πίστην σε όλα τα ζητήματα με αποτέλεσμα η εκκλησία να του δώσει το προσωνύμιο του ΘΕΟΛΟΓΟΥ!
Τιμή που έχει κάνει μόνο στον ηγαπημένο μαθητή του Κυρίου, ευαγγελιστή Ιωάννη και στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγόριο!

H διδασκαλία λοιπόν του Οσίου περί του βαπτίσματος καθώς και όλων των αγίων αποτελεί διδασκαλία της ορθοδόξου εκκλησίας και όχι διατυπώσεις υπερβολικές και μονομερείς όπως θα φανεί και στην αμέσως επόμενη μου δημοσίευση!

Ιδού κι ένα πολύ συγκινητικό κείμενο του αγίου : ΠΕΡΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.

Όπως λοιπόν οι άπιστοι και τελείως αμύητοι στα θεία μυστήρια, κι αν ακόμη ακούσουν περί θείας έλλαμψης , κι αν περί φωτισμού της ψυχής και του νου, κι αν περί θεωρίας και απαθείας, κι αν περί ταπείνωσης και δακρύων που ρέουν με την ενέργεια και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αμέσως, σαν να μην μπορούν να αντέξουν την υπερβολική αίγλη και δύναμη των λόγων , επειδή μάλλον σκοτίζονται, παρά φωτίζονται τα μάτια της καρδιάς, αποφαίνονται με θράσος ότι αυτά προέρχονται από την πλάνη των δαιμόνων. Και δεν φρίττουν ούτε με την κρίση του Θεού, ούτε για την βλάβη που προκαλούν σε όσους την ακούν , αλλά οι θρασείς σε όλους με αναίδεια διακηρύσσουν ότι τίποτε τέτοιο δεν γίνεται από τον Θεό σε κανέναν από τους πιστούς.
Αυτό είναι ασέβεια μάλλον παρά αίρεση.
Αίρεση είναι μεν το να παρεκκλίνει ένας σε κάποιο από τα υπάρχοντα δόγματά μας σχετικά με την ορθή πίστη μας, το να λέει όμως ότι στα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν αυτοί που αγαπούν τον Θεό, ούτε αξιώνονται να λάβουν το Άγιο Πνεύμα και να βαπτιστούν `από αυτό ως υιοί του Θεού, ώστε να γίνουν θεοί με γνώση και εμπειρία και θεωρία, ανατρέπει ολόκληρη την οικονομία του Θεού και σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και αρνείται φανερά την ανακαίνιση και ανάκληση της φθαρμένης; Και θανατωμένης εικόνας, που πλάστηκε για να μείνει άφθαρτη και να κληθεί στην αθανασία.

Και όπως δεν είναι ποτέ δυνατόν να σωθεί εκείνος που δεν βαπτίσθηκε δι΄ύδατος και Πνεύματος, έτσι ούτε αυτός που μετά το βάπτισμα αμάρτησε, αν δεν βαπτισθεί άνωθεν και δεν αναγεννηθεί, καθώς ο Κύριος βεβαιώνοντας αυτό, είπε στον Νικόδημο: « Εάν δεν γεννηθεί κανείς άνωθεν, δεν θα εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» και προς τους αποστόλους πάλι: « ο Ιωάννης βάπτισε με νερό εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα».
Αυτός λοιπόν που αγνοεί και το βάπτισμα που έλαβε σε νηπιακή ηλικία μέσα στο νερό, και δεν γνωρίζει καν ότι βαπτίσθηκε, αλλά δέχθηκε με το βάπτισμα με την πίστη μόνο και το αποδυνάμωσε με μύριες αμαρτίες, και αρνείται το δεύτερο- εννοώ αυτό που δίνεται άνωθεν από το Πνεύμα με την φιλανθρωπία του Θεού σε όσους το ζητούν με μετάνοια-, με ποιόν άλλον τρόπο θα μπορέσει ποτέ να σωθεί? Με κανέναν.


Για αυτό σας λέγω, και δεν θα πάψω να λέγω: «Όσοι μολύνατε το πρώτο βάπτισμα με την παράβαση των εντολών του Θεού, να μιμηθείτε την μετάνοια του Δαυίδ και των άλλων αγίων, και με κάθε προσπάθεια με ποικίλα έργα και λόγια να επιδείξετε άξια μετάνοια, ώστε να προσελκύσετε πάνω σας την χάρη του Πνεύματος». Διότι αυτό το Πνεύμα, αφού κατέλθει πάνω σας, θα γίνει για σας κολυμπήθρα φωτόμορφη, και αφού αγκαλιάσει όλους σας με ανείπωτο τρόπο, θα σας αναγεννήσει και θα σας καταστήσει, από φθαρτούς, άφθαρτους και από θνητούς αθάνατους, και από παιδιά ανθρώπων υιούς του Θεού και θεούς δια της υιοθεσίας και της χάριτος- αν βέβαια και θέλετε να αναδειχθείτε συγγενείς και συγκληρονόμοι των αγίων, και να εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους αυτούς.

Όσα θαυμάσια του Θεού είδα, και γνώρισα έμπρακτα και με την πείρα, τα διακηρύσσω ως ευρισκόμενος ενώπιον του Θεού και φωνάζω με δυνατή φωνή : «Τρέξτε όλοι πριν κλειστεί για σας με το θάνατο η θύρα της μετανοίας. Τρέξτε για να προλάβετε πριν από το θάνατο. Βιαστείτε, για να λάβετε. Κτυπήστε ώστε, πριν πεθάνετε, να σας ανοίξει ο Δεσπότης τις πύλες του Παραδείσου και να σας εμφανιστεί.

Βιαστείτε να αποκτήσετε μέσα σας συνειδητά τη βασιλεία των ουρανών, η οποία είναι το Άγιο Πνεύμα, και να μη φύγετε από δω χωρίς αυτήν, και μάλιστα, όσοι φαντάζεστε ότι την έχετε μέσα σας χωρίς να το γνωρίζετε, ενώ δεν έχετε τίποτα εξαιτίας της υπερηφάνειας σας».
Πώς λοιπόν, πες μου σε παρακαλώ, μπορεί να δει τον Πατέρα του Χριστού αυτός που δεν απέκτησε νου Χριστού? Διότι λέει: « Εμείς έχουμε νου Χριστού, και με τούτο ξέρουμε ότι ο χριστός είναι μέσα μας, από το Πνεύμα το οποίο μας έδωσε. Διότι δεν λάβαμε πνεύμα δουλείας που φέρει πάλι την κατάσταση του φόβου, αλλά πνεύμα υιοθεσίας, δια του οποίου φωνάζουμε αββά, Πατέρα», και «ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα μας».

Και πάλι «Αν ζητάτε απόδειξη για τον Χριστό ο οποίος μιλά δι\' εμού» διότι όπως η γυναίκα δεν χρειάζεται να πληροφορηθεί από άλλον ότι συνέλαβε στην κοιλιά της, αλλά αυτή η ίδια μέσα της αντιλαμβάνεται από το σταμάτημα των αιμάτων, από τα σκιρτήματα του βρέφους εντός της και από την ανορεξία για πολλές τροφές, ότι έχει συλλάβει, έτσι και η ψυχή, όταν ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος κατοικήσει μέσα της, δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί από άλλον.
Η ίδια βλέπει ευθύς να σταματούν τα ακάθαρτα αίματα των συνηθισμένων της παθών και να κόβεται η όρεξη για πολλές τροφές και να μισεί υπερβολικά κάθε ηδονή. Τότε και αυτή που έγινε πνευματοφόρος, μαζί με τον προφήτη λέει στον Θεό: «Για τον φόβο σου Κύριε, συνελάβαμε και νιώσαμε τους πόνους του τοκετού και γεννήσαμε πνεύμα σωτηρίας σου πάνω στη γη.» Αυτός όμως που δεν βλέπει μέσα του τον Χριστό να λαλεί, δια μέσου ποιού ή πως θα πει «Αββά ο Πατήρ»? Και αυτός που δεν απέκτησε ενσυνείδητα μέσα του την βασιλεία των ουρανών, πως θα εισέλθει σε αυτήν μετά τον θάνατο?


Αυτός που δεν βλέπει να μένει μέσα του δια του Πνεύματος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα, πως είναι δυνατόν στον μέλλοντα αιώνα να βρεθεί μαζί τους, καθώς ο Κύριος είπε: «Πατέρα , θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες», και πάλι « Δεν παρακαλώ μόνο για αυτούς αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν με το κήρυγμά τους σε μένα, για να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα κι εγώ με σένα, να είναι ενωμένοι και εκείνοι με εμάς. Κι εγώ τους έδωσα τη δόξα που μου έδωσες, για να είναι ένα μεταξύ τους , όπως είμαστε εμείς ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι με έστειλες εσύ και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα.»
Απαντήστε μου , παρακαλώ στην ερώτηση: «Τι λοιπόν, ο Πατήρ αγαπά τον Υιό χωρίς να τον γνωρίζει και να τον βλέπει?» Ασφαλώς θα απαντούσατε «Όχι». Γιατί αν παραδεχθούμε αυτό και δογματίσουμε ότι ο πατέρας και ο υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η πίστη μας εξαφανίζεται και χάνεται. Και αν εκείνοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι κι εμείς δεν τους γνωρίζουμε καθόλου.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε είμαστε άθεοι μη έχοντας γνώση. Εάν όμως- καθώς εκείνος λέει- «γνωρίζει ο Πατέρας τον υιό και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα» και ως Θεός συνυπάρχει με τον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας ομοίως συνυπάρχει με τον Υιό, όπως όταν λέει: « Όπως εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα και εγώ με εσένα, έτσι και αυτοί να μείνουν ενωμένοι μαζί μου και εγώ μαζί τους» δηλώνει ότι στη μεταξύ τους ένωση είναι καθ΄ όλα ίσοι.
Με την διαφορά ότι η μεν ένωση του Υιού με τον πατέρα είναι φυσική και συνάναρχη, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό γίνεται δια της υιοθεσίας και της χάριτος, όμως όλοι είμαστε ενωμένοι με τον Θεό και αχώριστοι επί το αυτό, καθώς ο ίδιος πάλι λέει: « Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα» διατί? « για να γνωρίζει ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους αγάπησα καθώς εσύ αγάπησες εμένα» και ο Παύλος λέει:

«Τώρα δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι τα πάντα και εις πάντας».
Αυτά λοιπόν να τα ακούσετε όσοι νομίζετε ότι είστε πνευματικοί, και να πιστεύετε σε εκείνον που τα λέει, και εμένα που σας μιλώ με τα λόγια της χάριτος και τις δωρεές τις οποίες λαμβάνουν από τον Θεό όσοι με πίστη θερμή προστρέχουν σε αυτόν και πράττουν τις εντολές του, να με απαλλάξετε από κάθε κατηγορία. «Εάν όμως», λέει, « δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στους σημερινούς καιρούς, τι απαντάς?»

Γιατί δεν υπάρχει, πες μου? «Διότι,»λέει «και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να γίνει τέτοιος στους σημερινούς καιρούς, αλλά και εκείνος που δεν θέλει , δεν μπορεί να γίνει». Εάν λοιπόν ισχυρίζεται ότι και αν θέλει δεν μπορεί, τότε που θα αποδώσουμε το «Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν υιοί του Θεού» και το «Εγώ είπα, είσαστε θεοί και υιοί του Υψίστου όλοι σας» και το « Να γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος»?
Εάν όμως αυτός που δεν θέλει δεν γίνεται, βλέπε ότι συ καταδίκασες τον εαυτό σου, με το να μην θέλεις και να μην έχεις την προαίρεση να γίνεις. Γιατί αν θέλεις, μπορείς να γίνεις.

Κι αν εσύ δεν συγκαταλέγεσαι στους αγίους, όμως υπάρχουν πάρα πολλοί, Θεού θέλοντος, τους οποίους εσύ δεν γνωρίζεις. Γιατί αν στην εποχή του Ηλία ο Θεός είχε επτά χιλιάδες που δεν προσκύνησαν τον Βάαλ, πολύ περισσότερο τώρα, που σκόρπισε πλουσιοπάροχα πάνω μας το Άγιο Πνεύμα του. Αν κάποιος δεν πετάξει από πάνω του , όλα όσα τον εμποδίζουν να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών και δεν προσέλθει γυμνός και δεν ζητήσει να λάβει, η αιτία έγκειται σε αυτόν που δεν θέλει κι όχι στον Θεό.
Διότι όπως ακριβώς η φωτιά με σφοδρότητα και φυσιολογικά πλησιάζει τα ξύλα και τα ανάβει, με τον ίδιο τρόπο και η χάρις του παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος, ζητεί να αγγίξει τις ψυχές μας για να φωτίσει όσους βρίσκονται στον κόσμο και, δια μέσου των φωτιζόμενων, να κατευθύνει τα βήματα των πολλών, ώστε προχωρώντας και αυτοί καλά να πλησιάσουν στη φωτιά, και ένας ένας ή όλοι μαζί, εάν είναι δυνατόν, να ανάψουν μαζί και να λάμψουν ως θεοί ανάμεσά μας, για να ευλογείται και πληθύνεται το σπέρμα του Θεού του Ιακώβ και πάντα να υπάρχει ο θεοειδής άνθρωπος που θα λάμπει ως φως επάνω στη γη.

Γι΄ αυτό λοιπόν, όπως βλέπετε, φωνάζω προς εσάς, χρησιμοποιώντας τα προφητικά λόγια: «Προσέλθετε προς αυτόν και φωτισθείτε και τα πρόσωπα των συνειδήσεων σας, δεν θα καταισχυνθούν».
Γιατί αφού παραδώσατε τους εαυτούς σας στην ραθυμία και στην αμέλεια και στις επιθυμίες και ηδονές της σάρκας, ισχυρίζεστε ότι σας είναι αδύνατον να καθορισθείτε με την μετάνοια και να προσεγγίσετε τον Θεό? Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ότι τάχα δεν είναι δυνατόν να λάβετε τη χάρη του Πνεύματος του, και με αυτή να αναγεννηθείτε και να υιοθετηθείτε και να ομοιωθείτε με αυτόν? Δεν είναι αυτό αδύνατον, δεν είναι!

Ήταν βέβαια αδύνατον, πριν από την παρουσία του πάνω στη γη από τότε όμως που ευδόκησε να γίνει άνθρωπος και να εξομοιωθεί μαζί μας κατά πάντα εκτός της αμαρτίας ο δεσπότης των όλων Θεός τα έκανε αυτά δυνατά και εύκολα για μας, δίνοντας μας την εξουσία να γίνουμε παιδιά Θεού και συγκληρονόμοι του.

[/fonts][/fontf]

Ἰωάννης

[font size=4]
 Ας δούμε την ενότητα \"Ο αείμνηστος Ιωάννης Ρωμανίδης και η Δογματική του.\" του πατρός Παύλου Βαταβάλη:

QuoteΟι μετέχοντες εις την Εκκλησίαν εντάσσονται εις δύο ομάδας ως προς τον βαθμόν της θεραπείας και της τελειώσεως: τους φωτισμένους και τους δοξασμένους.  Τα μέλη του σώματος του Χριστού αναγράφονται σαφώς εις την Α' Κορ. 12:28.
Αρχίζει κανείς με το να γίνη ιδιώτης  όστις λέγει «αμήν» κατά την λογικήν λατρείαν εν αντιβολή προς την νοεράν εν τη καρδία γενομένην λατρείαν.
Σχολιάζοντας ο ίδιος ο π. Ιωάννης τη λέξη \"ιδιώτης\" λέγει:

QuoteΠιστός με το βάπτισμα του ύδατος μη εισελθών ακόμη εις την κατάστασιν του φωτισμού, δηλαδή εις το βάπτισμα του Πνεύματος, και ως εκ τούτου ουχί ακόμη μέλος του σώματος του Χριστού και του «βασιλείου ιερατεύματος.» Δια τούτο και λέγεται ιδιώτης, αφού ιδιωτεύει.
και σχολιάζει ο π. Παύλος:
Με το μυστήριο του Βαπτίσματος, μας λέει με λίγα λόγια, δεν γινόμαστε ακόμα μέλη του Σώματος του Χριστού, όπως γνωρίζαμε όλοι μέχρι τώρα. Μέλη του Σώματος του Χριστού γινόμαστε μόνο με το Βάπτισμα του Πνεύματος! Αυτό βέβαια εμένα τουλάχιστον μου ακούγεται τελείως αναιρετικό της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας.

(Mία επεξήγηση αυτό που λέει ιδιώτης είναι αυτό που λέμε κατηχούμενος.)

Είναι όμως έτσι τα πράγματα? Ας δούμε τι λένε οι Πατέρες![/fonts]

[font size=4]Έχοντας δε υπ\' όψιν του ο άγιος Συμεών το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν είκόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β  Κορ. γ , 18), λέγει ότι κατηχούμενος δεν είναι μόνον ο άπιστος, δηλαδή ο μη βαπτισμένος, αλλά και εκείνος που δεν έχει αποκτήσει εμπειρία της δόξης του Θεού:

«Κατηχούμενος γαρ ουχ ο άπιστος μόνος άρτι λέγεται, αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος».

Αυτό δείχνει καθαρά ότι αν ο Χριστιανός, μετά το Βάπτισμα, δεν φθάσει στην μέθεξη της δόξης του Θεού, «ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός» είναι κατηχούμενος!


 Είδατε τί λέει κατηχούμενος, ιδιώτης δηλαδη κατά την ορολογία του Απ.Παύλου (Ά Κορ.14. 16,23,24), δεν είναι  μόνον αυτός που δεν είναι βαπτισμένος αλλά αυτός που δεν έλαβε και το βάπτισμα του Πνεύματος μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού!!
 
Ευτυχώς που αυτά λέγονται από τον Απόστολο Παύλο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον οποίο η Εκκλησία χαρακτήρισε με τον τίτλο του Νέου Θεολόγου, οι οποίοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν ότι δήθεν υποτιμούν το άγιο Βάπτισμα. Εκτός και αν κάποιος, με την αλαζονεία του, θελήσει και αυτούς να αμφισβητήση.

Σε άλλο σημείο αναφέρει το ότι το Βάπτισμα που λάβαμε στην νηπιακή ηλικία δεν αρκεί για την σωτηρία, αν δεν ακολουθήση και το βάπτισμα του Πνεύματος:

«Οι γαρ το βάπτισμα το σον λαβόντες, εκ νηπίων

και αναξίως ζήσαντες, τούτου κατά τον βίον

έξουσι το κατάκριμα πλείον των αβαπτίστων...

Επεί ουν βεβαπτίσμεθα παίδες αναισθητούντες,

ως ατελείς και ατελώς δεχόμεθα την χάριν,

της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν...».


Σε άλλη διδασκαλία του είναι το ίδιο αποκαλυπτικός όταν λέη ότι, όπως ο Αδάμ μετά την παράβαση εκβλήθη του Παραδείσου και της συναναστροφής με τους Αγγέλους και γυμνώθηκε από την Χάρη του Θεού, «ούτω δη και ημείς της Εκκλησίας των αγίων δούλων αυτού χωριζόμεθα αμαρτάνοντες και της θείας καταστολής ην ενεδυσάμεθα οι βαπτιζόμενοι, αυτόν δηλαδή τον Χριστόν, ως πιστεύομεν, τούτον δια της αμαρτίας αποδυόμεθα».

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του αρτιγέννητου βρέφους, το οποίο λαμβάνει δύναμη «παρά της φύσεως σοφόν γενέσθαι και σοφόν εστι δυνάμει», αλλά με την ανάπτυξη της ηλικίας θα γίνη σοφό, αν μετέλθη όλα τα απαραίτητα προς τον σκοπό αυτό, στην συνέχεια λέγει ότι το ίδιο συμβαίνει και με την αναγέννηση του Χριστιανού δια του θείου Βαπτίσματος: «Δύναμιν μεν έλαβε (ο Χριστιανός) σύμμορφος γενέσθαι τω σώματι της δόξης του Υιού του Θεού· ει γουν και εν καινότητι ζωής περιπατήσει, κατά Χριστόν και το τούτου ευαγέλλιον ζων». Με αυτές τις προϋποθέσεις θα αποκτήση «αληθεία και πράγματι» και έτσι με την δύναμη αυτής της αναστάσεως «δεδοξασμένον και ακήρατον έξει το σώμα, οποίον και ο Κύριος έσχε μετά την ανάστασιν, πόσω μάλλον το πνεύμα».

Σε άλλη διδασκαλία του λέγει ότι το Βάπτισμα είναι αρχή της μιμήσεως του Χριστού, που είναι τύπος της Ταφής και της Αναστάσεως του Χριστού· ο κατ\' αρετήν βίος και η πολιτεία κατά το Ευαγγέλιον είναι η μεσότης· και η νίκη κατά των παθών δια των πνευματικών αγώνων είναι το τέλος της μιμήσεως του Χριστού «ζωήν προξενούσα την ανώδυνον και ανώλεθρον και ουράνιον».

Άλλωστε, είναι γνωστά τα χωρία του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ίση εστίν η ζημία, η άμοιρόν τινα του βαπτίσματος απελθείν, η εν τι των εκ της παραδόσεως ελλείπον δέξασθαι», και «πίστις και βάπτισμα δύο τρόποι της σωτηρίας συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι· πίστις μεν γαρ τελειούται δια βαπτίσματος· βάπτισμα δε θεμελιούται δια της πίστεως... βαπτίζεσθαι δει, ως παρελάβομεν· πιστεύομεν δε, ως βεβαπτίσμεθα· δοξάζειν δε, ως πεπιστεύκαμεν».

 Ὁ ἅγιος Συμεὼν σὲ μιὰ ὁμιλία του θεωρεῖ ὅτι βλασφημεῖ ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγνώστως καὶ ἀναισθήτως: «Εἰ δὲ λέγοι τις ἀγνώστως τοῦτο καὶ ἀναισθήτως λαβεῖν καὶ ἔχειν ἕκαστον ἡμῶν τῶν πιστῶν, βλασφημεῖν, ψεύστην ποιῶν τὸν εἰπόντα Χριστὸν ὅτι \"γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον\"». Σὲ ἄλλη ὁμιλία του διδάσκει ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ θεωρῆ ὅτι ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα του ἐνεργοῦν χωρὶς πνευματικὸ ἀγώνα: «Εἴτε γὰρ πρὸ τοῦ τὴν χάριν λαβεῖν τοῦ Πνεύματος, εἴτε καὶ μετὰ τὸ ταύτην λαβεῖν, τέως ἄνευ κόπων καὶ πόνων
πολλῶν καὶ ἱδρώτων βίας τε καὶ στενοχωρίας καὶ θλίψεως οὐδεὶς διῆλθε τοῦ σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς, οὐδὲ τὸ Φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐθεάσατο... Μὴ οὖν λεγέτωσαν οἱ ἐκτὸς ὄντες τῆς διηνεκοῦς βίας καὶ στενοχωρίας καὶ εὐτελείας καὶ θλίψεως ὅτι ἐντὸς ἡμῶν ἔχομεν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἄνευ γὰρ ἔργων καὶ ἱδρώτων καὶ πόνων καὶ ἀρετῆς ὁ μισθὸς οὗτος οὐ δίδοταί τισι»
. Σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται στὴν ὅραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πράγμα τὸ ὁποῖο καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέγει: «Οὔτε οὖν Πνεῦμα ἅγιον λαμβάνει τις, μὴ ἀποκαλυπτόμενον καὶ ὁρώμενον νοερῶς, οὔτε ἀποκάλυψιν βλέπει εἰ μὴ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι φωτισθῇ, οὔτε πιστὸς τελείως δύναται λέγεσθαι, εἰ μὴ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα λάβῃ».

  Ἀναφερόμενος δὲ στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Εὐστρατίου, κατὰ τὸ ὁποῖο ἔλεγε ὁ Ἅγιος ὅτι «ναὸς Θεοῦ εἰμι καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ οἰκεῖ ἐν ἐμοί», λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὅτι πρὶν τὸ μαρτύριο εἶχε πίστη, χωρὶς νὰ ἔχη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά, ὅταν ὑπέστη τὸ μαρτύριο, τότε γνώρισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: «Πρὸ γὰρ τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τοὺς τοῦ μαρτυρίου ἀγῶνας τὸν ἅγιον (Εὐστράτιον), ἐπειδὴ τὴν πίστιν μόνην εἶχεν, οὐκ εἶχε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ἑαυτῷ, ὅτε δὲ ἐκ τῶν ἔργων τὴν πίστιν ἔδειξε, τότε καὶ ναὸν ἑαυτὸν Θεοῦ ἐπέγνω καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον οἰκεῖν ἐν ἑαυτῷ γνωστῶς τοῖς νοεροῖς ὄμμασιν ἐθεάσατο. Τί ταύτης τῆς μαρτυρίας ἐκδηλότερον γένοιτ\' ἄν;».
 
 Στὸν Ε´ δὲ Ἠθικὸ Λόγο του ὁμιλεῖ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ νομίζουν ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατοικεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἐνυπάρχει μέσα τους «ἀπὸ τοῦ θείου βαπτίσματος μέχρι τοῦ νῦν», «ἀγνώστως καὶ ἀνεπαισθήτως» καὶ δὲν αἰσθάνονται καθόλου τὶς ἐνέργειές Του μὲ θεωρία καὶ ἀποκάλυψη, ἀλλὰ μόνον μὲ τὴν πίστη καὶ τὸν λογισμό.

Γενικά, ὅλος αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀνατρέπει τὴν νοοτροπία μερικῶν ποὺ νομίζουν, ἀφελῶς, ὅτι μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα ἐξασφάλισαν τὴν σωτηρία τους, χωρὶς νὰ ἔχουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὴν προσευχή, τὸν ζῆλο νὰ διαφυλάξη κανεὶς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κλπ.

 Εὐτυχῶς ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀνέδειξε τὸν ἅγιο Συμεὼν Ἅγιο καὶ τὸν ἐπωνόμασε Νέο Θεολόγο καὶ ὑπάρχει ἐμπειρικὴ μαρτυρία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, γιὰ τὸ τί εἶναι μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιός εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών, μὲ τὸ ἅγιο Χρῖσμα λαμβάνουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἱερεὺς μᾶς χρίει λέγοντας «σφαγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου», ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν σωτηρία, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ Χάρη πρέπει νὰ ἐνεργοποιηθῆ διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀσκήσεως. Μὲ τὴν κατὰ Χριστὸ ἄσκηση, μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὸ μαρτύριο, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Βεβαίως, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸ Βάπτισμα παραμένει μονίμως στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ Χάρη αὐτὴ σκεπάζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ χρειάζεται κάθε φορὰ μετάνοια γιὰ νὰ ἀναζωπυρωθῆ.

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ χάνει τὴν δωρεὰ τοῦ Χρίσματος, γι\' αὐτό, ἐνῶ τὸ Βάπτισμα δὲν ἐπαναλαμβάνεται, τὸ Χρῖσμα ἐπαναλαμβάνεται. Καὶ γιὰ τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης χρειάζεται ἀναζωπύρωση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, γράφει: «ἀναμιμνήσκω σὲ ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου» (Β´ Τιμ. α´ , 6).
Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάνοια καί, κυρίως, ἡ προσευχή, ποὺ εἶναι συνέργεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀναζωπυρώνουν τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι πραγματικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Κλασσικὸ εἶναι τὸ χωρίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποὺ ἑρμηνεύει ποιός εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος:
 
«Καὶ τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τὸ διὰ τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τὸν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν μὴ φροντίσι γηίναις τὸ συνεχὲς τῆς μνήμης διακόπτηται, ὅταν μὴ τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσιν ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλὰ πάντα ἀποφυγῶν ὁ φιλόθεος ἐπὶ Θεὸν ἀναχωρῆ καί, ἐξελαύνων τὰ προσκαλούμενα ἡμᾶς εἰς κακίαν, τοῖς πρὸς ἀρετὴν ἄγουσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνδιατρίβῃ».

Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος δὲν λέγει «εἴμεθα» ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ Χρῖσμα, ἀλλὰ «γινόμεθα... ὅταν...»
.

Καὶ ὅταν διαβάση κανεὶς προσεκτικὰ αὐτὸ τὸ κείμενο, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, ποὺ γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ καὶ ἐκδηλώνεται καὶ στὸ σῶμα, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ μεταμορφώνεται. Ἐπίσης, συνδέεται μὲ τὸν νοῦ, ποὺ δὲν συγχέεται μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ ἀπροσδόκητα πάθη, ποὺ εἶναι οἱ ἀσθένειες, ὁ θάνατος κλπ.

Διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς μιᾶς μονίμου καταστάσεως ποὺ ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα, χωρὶς τὴν ἔντονη νοερὰ ἐργασία καὶ φιλοκαλικὴ ζωὴ εἶναι ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Πάμε σε άλλον Πατέρα στον Όσιο Νικήτα το Στηθάτο ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ Δ\' ΣΕΛ. 136-137 ΠΑΡ.86:

\"Οποιος πίστεψε στο Χριστό και βαπτίστηκε στο όνομά Του, δεν αφήνεται άμοιρος της χάρης του Πνεύματος,εκτός αν παραδόθηκε σε κάθε ενέργεια του διαβόλου και μόλυνε την πίστη με τα έργα ή ζει με ραθυμία και αμέλεια. Γιατί εκείνος που φύλαξε άσβηστη την απαρχή του Αγίου Πνεύματος,την οποία έλαβε κατά το άγιο βάπτισμα, ή που άναψε πάλι όταν έσβησε,δεν είναι δυνατόν να μην λάβει από τον ουρανό και την πληρότητα του Πνεύματος.
Αφού δηλαδή αγωνιστεί καλά, αξιώνεται μέσω της πληρότητος του Πνεύματος να λάβει ή το λόγο της σοφίας του θέου για να διδάσκει στην Εκκλησία, ή το λόγο της γνώσεως των μυστηρίων του Θεού, σύμφωνα με το αυτό Πνεύμα, για να γνωρίζει τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, ή με το ίδιο πάλι Πνεύμα τη συνειδητή πίστη, για να πιστεύει τις επαγγελίες του Θεού όπως ο Αβραάμ, ή το χάρισμα των ιαμάτων από το ίδιο Πνεύμα για να θεραπεύει τις ασθένειες ή το χάρισμα της ενέργειας δυνάμεων, για να βγάζει δαιμόνια και να κάνει θαύματα, ή το χάρισμα της προφητείας για να προλέγει τα μέλλοντα, ή το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων για να διακρίνει ποιός ομιλεί με Πνευμα Θεού και ποιός όχι, ή το χάρισμα της ερμηνείας διαφόρων γλωσσών ή το χάρισμα της συμπαραστάσεως σε όσους καταπονούνται, ή το χάρισμα διακυβερνήσεως των ποιμνίων και του λαού του Θεού ή το χάρισμα της αγάπης πρός όλους και των δωρεών της αγάπης ,δηλαδή της μακροθυμίας, της χρηστότητος και όλων των λοιπών.
Aν όμως κανείς είναι άμοιρος όλων αυτών, δεν γνωρίζω πως να χαρακτηρίσω αυτόν τον άνθρωπο πιστό, ή ότι ανήκει στον κατάλογο εκείνων που ντύθηκαν τον Χριστό με το άγιο Βάπτισμα.
\"

Tί λέει λοιπόν ο άγιος Νικήτας; Λέει ότι αν κάποιος διατήρησε από το βάπτισμα μέσα του το \'Αγιο Πνεύμα ή το \"ξανα-άναψε\" αφού το\'χε σβήσει και αφού αγωνίστηκε καλά τότε αποκτά ένα από τα παραπάνω χαρίσματα!
Κι εδώ είναι το σπουδαίο!!!
Τα χαρίσματα αυτά είναι εκείνα τα οποία περιγράφει ο Απόστολος Πάυλος στην Α\' Κορινθίους 12,27-31 όπου κάνει λόγο για τα μέλη του Σώματος του Χριστού τα οποία είναι μέλη επειδή έχουν τα χαρίσματα αυτά και αυτά αποκτά κανείς αν πέρασε από την κάθαρση στο φωτισμό του Πνεύματος κατά τον όσιο! Κι αν κανείς , λέει, δεν έχει κάποιο απ\'αυτά ούτε πιστός μπορεί να λέγεται ούτε τον Χριστό ντύθηκε με το βάπτισμα! Άρα δεν κατατάσεται στο ως μέλος στο Σώμα του Χριστού!


Γιαυτό ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος συνοψίζει την Πατερικήν ερμηνευτικήν περί της Α\' Κορ. 12:27-28. λέγοντας:
 \"Ίνα δε και τας διαφοράς των μελών και τίνα ταύτα και τίνες εισίν αποδείξη, έφη \'Υμείς δε έστε σώμα Χριστού...γένη γλωσσών.\'Είδες τας διαφοράς των μελών του Χριστού; Έμαθες τίνες εισί μέλη αυτού;\" (Βίβλος των Ηθικών Λόγων Ά, παράγραφος στ\' Πώς ενούται τω Χριστώ και Θεώ και έν γίνονται μετ\' αυτού πάντες οι άγιοι.)

Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα του κ. Σταύρου:
QuoteΒ. Μετέχουν στὴν Ἐκκλησία μόνο οἱ κεκαθαρμένοι;
Αὐτὸ εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον σοβαρὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα τοῦ Ρωμανίδη.
Kανένας ἀπὸ τοὺς Πατέρες δὲν διδάσκει κάτι τέτοιο. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα πατερικὸ κείμενο, ποὺ νὰ εὐνοεῖ παρόμοια ἀντίληψη. Τὰ κείμενα ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ρωμανίδης παρερμηνεύονται πλήρως. Καὶ δυσκολεύομαι νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται σκοπίμως.
Τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ παραθέτεις, Ἰωάννη, ἀναφέρεται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σπεύδουν στὴν Ἱεροσύνη ἐπιπόλαια. Μιλάει γιὰ τὴν Ἱεροσύνη, καμία σχέση μὲ τὸ ποιὸς μετέχει στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου ἀναφέρεται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ μετέχουν στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τελείως διαφορετικὸ ζήτημα!
Ὀρθοδόξως εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑποστηρίζουμε ὅτι μετέχουν στὴν Ἐκκλησία μόνο οἱ κεκαθαρμένοι. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἀντορθόδοξες θέσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ ποτέ!
Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα Πατερικό χωρίο που να υποστηρίζει ότι οι κεκαθαρμένοι είναι μέλη του Σώματος του Χριστού και Ναοί του Αγίου Πνεύματος!!
Και επιμένετε: Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα πατερικὸ κείμενο, ποὺ νὰ εὐνοεῖ παρόμοια ἀντίληψη.

Εκτός του ότι το παραπάνω κείμενο του οσίου Νικήτα απαντάει ικανοποιητικά υπάρχει ένα ακόμη πιό τρανταχτό!!
 Άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης Φιλοκαλία τόμος Δ\' σελ. 183 παρ.41,42:


\"Αν η ανθρώπινη φύση δεν διατηρηθεί αμόλυντη, ή αν δεν ΚΑΘΑΡΘΕΙ από το Πνεύμα και δε γίνει όπως ήταν εξαρχής, είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ

ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΣΥΝΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ Σ\'ΑΥΤΟΝ...

Εκείνος που δέχτηκε δωρεάν από το Πνεύμα την ανακαίνηση και τη φύλαξε θα λάβει τότε ισότιμα μέρος ΣΤΗ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ ΤΗ ΘΕΩΣΗ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ Η\' ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΙ ΜΕΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΑΠΟ ΕΔΩ...
\"


Σελ.207 παρ.129:

\"Εμείς οι χριστιανοί είμαστε, όπως λέει ο θείος Απόστολος, σώμα Χριστού και επιμέρους μέλη. Και αλλού λέει: <<Αποτελείτε όλοι ένα σώμα κι ένα πνεύμα, σύμφωνα με τη μία κλήση σας>>. Όπως λοιπόν το σώμα χωρίς το πνεύμα του είναι νεκρό κι αναίσθητο, έτσι εκείνος που νεκρώθηκε από τα πάθη εξαιτίας της παραμελήσεως των εντολών μετά το βάπτισμα, γίνεται ανενέργητος και αφώτιστος από το Άγιο Πνεύμα και από τη χάρη του Χριστού. Έχει βέβαια το Πνεύμα, αφού πίστεψε και αναγεννήθηκε με το βάπτισμα. Το έχει όμως ανενέργητο και ακίνητο γιατί είναι ψυχικά νεκρός. Η ψυχή είναι μία και τα μέλη του σώματος πολλά, όλα ωστόσο τα κρατεί και τα ζωοποιεί η ψυχή, η οποία και κινεί όσα είναι δεκτικά ζωής. Όσα όμως νεκρώθηκαν κι έμειναν ακίνητα από κάποια ασθένεια που πέρασαν, η ψυχή τα συγκρατεί, πλην άζωα και αναίσθητα. Έτσι και σε όλα γενικά τα μέλη του Χριστού υπάρχει όλο το Πνεύμα του χριστού, που δίνει ενέργεια και ζωή σε όσα μπορούν να μετέχουν στη ζωή, αλλά κι εκείνα που δεν μπορούν κι είναι ασθενικά, τα συγκρατεί σαν μέλη από φιλανθρωπία. Γι\'αυτό και κάθε πιστός μετέχει μέσω της πίστεως στην υιοθεσία του Πνεύματος, μπορεί όμως να μείνει ανενέργητος και αφώτιστος εξαιτίας της αμέλειας και της απιστίας, στερούμενος το φώς και τη ζωή του Ιησού. Έτσι κάθε πιστός είναι μέλος Χριστού, μπορεί όμως να είναι ανενέργητος και ακίνητος και ακατάλληλος για τη μετοχή στη χάρη.\"  

Ό πιστός λοιπόν κατά τον άγιο Γρηγόριο λαμβάνει στο βάπτισμα το Πανάγιον Πνεύμα το οποίο βρίσκεται είς τα βάθη της καρδίας του αλλά αυτό δεν τον κάνει αυτομάτως ναό του Πνεύματος και δεν μετέχει πραγματικά ως μέλος του Σώματος του Χριστού αλλά είναι νεκρό και απλώς συγκρατείται από φιλανθρωπία ( αν δεν περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό όπως είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα)  έτσι ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να μετανοήσει και να επιστρέψει. Γι\'αυτό και στη  σελ.176 παρ.7 λέει :

\"Αληθινό ιερό βήμα-και πρίν από τη μέλλουσα ζωή-είναι η καρδιά που έχει απαλλαγεί από λογισμούς και δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος. Γιατί όλα σ\'αυτήν τελούνται και λέγονται πνευματικώς. Και εκείνος που δεν απέκτησε αυτό απο εδώ είναι λιθάρι για τις άλλες αρετές, κατάλληλο για την οικοδομή του θείου ναού, όχι όμως ο ίδιος ναός και ιερουργός του Πνεύματος.\"

\'Ωστε δεν υπάρχει ούτε ένα χωρίο που να ευνοεί παρόμοια αντίληψη;;;

Εδώ πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη σπουδαίο κείμενο του π.Ιεροθέου που λέει:

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, παρὰ τὰ ἀντίθετα λεγόμενα, ὁμιλοῦσε συχνὰ γιὰ «βασίλειον ἱεράτευμα»καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
συντονιζόμενος στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὰ κείμενά του καὶ ἀπὸ τὶς προφορικὲς ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες θὰ δημοσιευθοῦν προσεχῶς, φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ π.Ἰωάννης ἔλεγε πολλὲς φορὲς ὅτι μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γι\' αὐτὸ καὶ τὸ Χρῖσμα στὰ λατινικὰ λέγεται confirmatio, δηλαδὴ ἐπιβεβαίωση, ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ τὸ Χρῖσμα ἐπιβεβαιωνόταν ὅτι εἶναι κανεὶς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἔκφραση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπορῶ πῶς ἄνθρωποι, ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ τὴν θεολογία του, ἐκφράζονται μὲ τόση ἀπολυτότητα ἐναντίον του καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν θεολογία του, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα –τουλάχιστον στὰ βασικὰ σημεία– εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιὰ διαφόρους λόγους, ἔγραψε λιγότερα ἀπὸ ὅσα δίδασκε, γι\' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κρίνη κανεὶς ἀποσπασματικά, ἐὰν δὲν γνωρίζη ὅλη τὴν θεολογία του ἀπὸ προσωπικὴ ἐπικοινωνία ἢ ἀπὸ τὴν μαθητεία κοντά του. Γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ πλευρᾶς δογματικῆς ἔγραψε μόνο τὸν πρῶτο τόμο περὶ Τριαδολογίας καὶ δὲν πρόλαβε νὰ γράψη γιὰ τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν Ἐσχατολογία κλπ. Νομίζω ὅτι αὐτὸτὸ κενὸ θὰ τὸ καλύψουν οἱ δύο τόμοι, τοὺς ὁποίους θὰ ἐκδώσω.

Ἐπίσης, ἀπορῶ πῶς θεολόγοι καὶ Κληρικοὶ ὁμιλοῦν γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ ἔχουν γνώση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν δοκιμάσει ἔστω καὶ ἐπ\' ἐλάχιστον μερικὲς ἀνταύγειες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἐὰν εἶχαν μιὰ σχετικὴ πείρα, θὰ μιλοῦσαν μὲ μεγαλύτερο σεβασμὸ γιὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀλλὰ ἰσχύει καὶ ἐδῶ «ἡ κρίση κρίνει τὸν κρίναντα».


Kαι αλλού λέει ο π. Ιερόθεος τα εξής καταλυτικά:

Ως άνθρωπος και ο π. Ιωάννης θα έκανε μερικά λάθη στην ζωή του, όπως και στην έκφραση και την ερμηνεία της θεολογίας του, αλλά υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος και δάσκαλος που βοήθησε πολύ στην αναγέννηση της ησυχαστικής παραδόσεως στις ημέρες μας και δεν είναι δυνατόν να αγνοηθή η να παρερμηνευθή από ανθρώπους οι οποίοι χρησμοποιούν μερικές φράσεις του επιλεκτικά, χωρίς να τις κατανοούν και χωρίς να αντιλαμβάνωνται το όλο «πνεύμα» της διδασκαλίας του.

Ένας μεγάλος δάσκαλος ερμηνεύεται μόνον από έναν μεγάλο μαθητή ή αναγνώστη και όχι από επιπόλαιους ανθρώπους που εκφράζουν ασυνειδήτως κάποιες άλλες νοοτροπίες που τους διακρίνουν.


Κι αλλού:

Κατά καιρούς, ιδίως τελευταία, ασκείται μια κριτική στο θεολογικό έργο του μακαριστού καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδη και διατυπώνονται διάφορες απόψεις για τις θεολογικές θέσεις του πάνω σε θεολογικά και πνευματικά ζητήματα. Το περίεργο είναι ότι ασκείται κριτική μετά την κοίμησή του, χωρίς να μπορή ο ίδιος να απαντήση σε ερμηνείες που δίνονται για το θεολογικό του έργο.

Επίσης, κρίνεται από ανθρώπους οι οποίοι δεν τον γνώρισαν προσωπικά η μελέτησαν αποσπασματικά το έργο του, χωρίς να το εντάξουν στην ολότητά του. Είναι φανερόν ότι όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται μερικές θεολογικές θέσεις του μέσα από τις δικές τους προϋποθέσεις και τις παρερμηνεύουν. Πιθανόν να κρίνουν το έργο ενός μεγάλου θεολόγου, για να γίνουν και αυτοί «μεγάλοι».


Δεν ισχύει λοιπόν αυτό που λέτε εδώ, ότι:

QuoteΜία ἀπὸ τὶς πλέον χαρακτηριστικὲς πλάνες τοῦ Ρωμανίδη, γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γίνει πολλὴ συζήτηση παλαιότερα καὶ τώρα στὴ Συνευωχία, εἶναι ἡ ἀντίληψή του ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βάπτισμα οὔτε ἐνδύονται μὲ αὐτὸ τὸν Χριστὸ οὔτε γίνονται μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ Χρῖσμα.
Ο π.Ρωμανίδης ποτέ δεν είχε την αντίληψη ότι οι πιστοί δεν γίνονται μέλη της Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βάπτισμα οὔτε ἐνδύονται μὲ αὐτὸ τὸν Χριστὸ οὔτε γίνονται μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ Χρῖσμα.

Αυτό είναι δικό σας επιπόλαιο, αυθαίρετο συμπέρασμα διότι μέσα από αποσπάσματα θέλατε να κρίνετε τον π.Ιωάννη!!
Δυστυχώς ο π. Παύλος έπεσε στην \"παγίδα\" των αιτησεών σας και σας παρέθεσε αποσπάσματα!!

Aντιθέτως έλεγε ότι οι άνθρωποι όταν βαπτίζονται \" όχι μόνον έχουν νοεράν ενέργειαν αλλ\' επίσης την άκτιστον δόξαν, ή χάριν, ή βασιλείαν του Θεού εντός αυτών, αν και αυτά είναι εις χαμηλήν ή σχεδόν μίαν ανενεργόν μορφήν εξ αιτίας των ασθενειών του νοός και της υποδουλώσεώς του εις την λογικήν, τα πάθη και το περιβάλλον, με επακόλουθον την επικράτησιν του φόβου, του άγχους και εξω-πραγματικών αντιλήψεων. Οι Ορθόδοξοι επίσης ενεργούν υπό την αντίληψιν ότι 1) ο Ίδιος ο Θεός ενεργεί αμέσως εις κάθε άνθρωπον, ανεξαρτήτως των εσφαλμένων πεποιθήσεών του και της θεραπευτικής καταστάσεως, 2) αγαπά όλα τα δημιουργήματα με την ιδίαν αγάπην και 3) όλοι θα ίδουν την άκτιστον δόξαν του Χριστού, μερικοί ως φώς, άλλοι ως πυρ και σκότος εξώτερον, αναλόγως εάν αι καρδίαι των έχουν φωτισθή ή πωρωθή.\"

Διαβάστε επίσης τις σελίδες 172-173 από το \"Προπατορικόν Αμάρτημα\" είναι ξεκάθαρα τα πράγματα.

QuoteἈπορῶ πῶς ἄνθρωποι, ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ τὴν θεολογία του, ἐκφράζονται μὲ τόση ἀπολυτότητα ἐναντίον του καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν θεολογία του, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα –τουλάχιστον στὰ βασικὰ σημεία– εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιὰ διαφόρους λόγους, ἔγραψε λιγότερα ἀπὸ ὅσα δίδασκε, γι\' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κρίνη κανεὶς ἀποσπασματικά, ἐὰν δὲν γνωρίζη ὅλη τὴν θεολογία του ἀπὸ προσωπικὴ ἐπικοινωνία ἢ ἀπὸ τὴν μαθητεία κοντά του. Γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ πλευρᾶς δογματικῆς ἔγραψε μόνο τὸν πρῶτο τόμο περὶ Τριαδολογίας καὶ δὲν πρόλαβε νὰ γράψη γιὰ τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν Ἐσχατολογία κλπ.
Πάμε αλλού τώρα:
QuoteΤὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ παραθέτεις, Ἰωάννη, ἀναφέρεται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σπεύδουν στὴν Ἱεροσύνη ἐπιπόλαια. Μιλάει γιὰ τὴν Ἱεροσύνη, καμία σχέση μὲ τὸ ποιὸς μετέχει στὴν Ἐκκλησία.
Ας δούμε ποιό είναι το κείμενο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που είχα παραθέσει:

<< Τίς μήπω σχολάσας, μηδέ μαθών λαλείν Θεού Σοφία την αποκεκρυμμένην , έτι νήπιος ων, ετι τρεφόμενος γάλακτι , έτι των ούκ αριθμουμένων εν τω Ισραήλ, ουδέ καταλεγόμενων εις Θεού παράταξιν...>>

(δεν έχω μαζί μου αυτή την στιγμή τον α\' τόμο με τους περί Ιερωσύνης λόγους του Αγίου Γρηγορίου καθώς τον έχω αφήσει στην Αθήνα αλλά θυμάμαι τι λέει.)

Tί λέει λοιπόν το κείμενο:
Λέει με μια πρόχειρη μετάφραση: Πως κάποιος που δεν έχει μάθει να μιλάει για την σοφία του Θεού, ο οποίος είναι ακόμη νήπιος πνευματικά, που ακόμη τρέφεται με γάλα που ακόμα δεν αριθμείται ως μέλος στον νέο Ισραήλ και δεν συγκαταλέγεται (ως μέλος του Χριστού δηλαδή) στην παράταξη του Θεού...
πως αυτός τολμά να προσεγγίζει την ιερωσύνη? Αυτός δηλαδή που δεν είναι ακόμη καν μέλος του Χριστού?

Μιλάει για την ιερωσύνη, λέει ο κ.Μποζοβίτης!! Καμμία σχέση με το ποιός μετέχει στην εκκλησία!! Ναι μιλάει για την ιερωσύνη αλλά τί λέει;; Λέι ότι ο χριστιανός που δεν έχει γίνει με την κάθαρση ναός του Πνεύματος δεν μπορεί να προσεγγίζει την ιερωσύνη!!
Άρα εννοεί και βαπτισμένος που είσαι αυτό δεν σε κάνει αυτόματα και μαγικά να συγκαταλέγεσαι είς Θεού παράταξιν!!

Γι\'αυτό και αλλού λέει για αυτούς που θέλουν να γίνουν ιερείς:

«καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι: σοφισθῆναι, και εἶτα σοφίσαι• γενέσθω φῶς, καί φωτίσαι• ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους• ἁγιασθῆναι και ἁγιάσαι» (Λόγος 2, 71 ΡG 35 480 Β).

Ακόμα κάτι, λέτε:
Τὰ κείμενα ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ρωμανίδης παρερμηνεύονται πλήρως. Καὶ δυσκολεύομαι νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται σκοπίμως.

Θέλω στο σημείο αυτό να μου πείτε ένα-ένα τα χωρία που επικαλείται ο Ρωμανίδης ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, και πού παρερμηνεύονται πλήρως!![/color]

[/fonts]

Ἰωάννης

[font size=4]Aφού πιάσαμε και το θέμα της ιερωσύνης μου ήρθε στο μυαλό μία \"διαμμαρτυρία\" του π.Παύλου για την Δογματική του π.Ρωμανίδη:
QuoteΤα πάντα (ακόμα και η ιερωσύνη, όπως θα δούμε αργότερα) στη βάση αυτή (κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις) εξηγούνται και τοποθετούνται αναλόγως.
Ας δούμε τι λένε και οι Πατέρες! Είναι κι αυτό αυθαίρετη θεωρία του Ρωμανίδη?

Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει:
\"Όποιος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο και δεν αξιώθηκε να λάβη το Πνεύμα το Άγιο, όπως οι θείοι Απόστολοι, όποιος δεν έχει υποστή την κάθαρση και την έλλαμψη και δεν αξιώθηκε θεωρίας φωτός του απροσίτου ιερωσύνην και ψυχών προστασίαν καταδέξασθαι ή άρξαι μη τολμήση\"

O άγιος Μάξιμος o Oμολογητής συνδέει τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής  με τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.
Γράφει: «Διακόνου λόγον επέχει ο προς τους ιερούς αγώνας αλείφων τον νουν και τους εμπαθείς λογισμούς απελαύνων απ' αυτού. Πρεσβυτέρου δε, ο εις την γνώσιν των όντων φωτίζων και την ψευδώνυμον γνώσιν εξαφανίζων. Επισκόπου δε, ο τω αγίω μύρω τελειών της γνώσεως και προσκυνήσεως της Αγίας Τριάδος».

Αντί άλλης ερμηνείας θα παρατεθεί η ερμηνεία που κάνει ο άγιος Νικόδημος, ο αγιορείτης, αφού αυτή είναι η βάση της Εκκλησίας, ότι ο άγιος ερμηνεύει άλλον άγιο και δια των αγίων εκφράζει την εμπειρία της η Εκκλησία.

Γράφει ο άγιος Νικόδημος:
«ο θεοφόρος Μάξιμος θέλει, ότι του διακόνου είναι ίδιον το να καθαίρη τους άλλους από των παθών και των κακών λογισμών δια της ηθικής∙ του Ιερέως, το να φωτίζη τους άλλους δια των λόγων της φυσικής θεωρίας των όντων∙ και του Επισκόπου το να τελειοί τους άλλους δια των λόγων της θεολογίας... ώστε ο αρχιερεύς δεν πρέπει να είναι μόνον ηθικός  και φυσικός ήγουν θεωρητικός φιλόσοφος, αλλά και θεολόγος, ως ανώτερος ων του διακόνου και του Πρεσβυτέρου»

Πρέπει να σημειωθή ότι η σύνθεση των τριών βαθμών της ιερωσύνης με τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής αναφέρεται στα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου, στα οποία φαίνεται η παράδοση της Εκκλησίας. Και αν θεωρηθή ότι τα συγγράμματα αυτά παρουσιάζουν την τάξη της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, φαίνεται καθαρά ότι τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής αντιστοιχούν προς τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.

Είναι γνωστό ότι στο «Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας»[/i] σύγγραμμα του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου περιγράφονται τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής ονομαζόμενα κάθαρση, φωτισμός, τελείωση. Η τελείωση ισοδυναμεί με την θέωση. Έτσι ονομάζονται «η μεν των ιεραρχών τάξις, τελειωτική και τελεσιουργός∙ η δε των ιερέων φωτιστική και φωταγωγός∙ η δε των λειτουργών (διακόνων) καθαρτική και διακριτική[/u]». Το έργο των Κληρικών είναι τελετουργικό, αλλά παράλληλα αγιαστικό και τελειοποιό, αφού τα Μυστήρια αναπτύσσουν πνευματικά τον άνθρωπο. Δηλαδή οι ιερές τελετές δεν γίνονται τυπικά, αλλά καθαίρουν, φωτίζουν και τελειοποιούν (θεοποιούν) τον άνθρωπο.

Έτσι το έργο των διακόνων, των πρεσβυτέρων και των ιεραρχών συνδέεται με την πνευματική ωρίμανση των Χριστιανών. Συγκεκριμένα. Κατά την ακολουθία του αγίου Βαπτίσματος, όπως την εκθέτει ο άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και πιστεύουμε ότι εκφράζει την τάξη των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, οι διάκονοι απαλλάσσουν τον προς το Βάπτισμα φερόμενο από τα ρούχα του, και αυτό φανερώνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι καθαρτική, οι ιερείς χρίουν όλο το σώμα του ανθρώπου και αυτό φανερώνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι φωτιστική, και οι επίσκοποι τελειοποιούν τους ανθρώπους με το να τους βαπτίζουν και αυτό δείχνει την θέση τους μέσα στην Εκκλησία που είναι τελειωτική. Η ιεραρχική τάξη που τελειοποιεί τους Χριστιανούς τελετουργεί «τα τελεσιουργά της ιεραρχίας εκκρίτως», μυεί «τας επιστήμας των ιερών εκφαντορικώς» και διδάσκει «τας αναλόγους αυτών  και ιεράς έξεις τε και δυνάμεις». Η τάξη των ιερέων χειραγωγεί «επί τας θείας των τελετουργών εποψίας», αλλά αναπέμπει προς τον ιεράρχη «τους της επιστήμης των θεωρηθεισών ιερουργιών εφιεμένους». Αυτό σημαίνει ότι ο ιερεύς, με την ευλογία του επισκόπου, φωτίζει τους Χριστιανούς, αλλά στέλλει προς τον ιεράρχη αυτούς που επιθυμούν την τελείωση, επειδή είναι ο πλέον κατάλληλος για το έργο αυτό. Και η τάξη των λειτουργών, δηλαδή των διακόνων, πριν οδηγηθούν προς τους ιερείς, «αποκαθαίρει τους προσιόντας, αμιγείς αυτούς αποτελούσα των εναντίων, και προς ιερουργικήν εποψίαν και κοινωνίαν επιτηδείως».

Είναι πολύ σημαντικό ότι, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, οι ιεράρχες όχι μόνον τελειοποιούν, αλλά φωτίζουν και καθαίρουν τον λαό, οι ιερείς εκτός του ότι φωτίζουν, γνωρίζουν και μπορούν να καθαίρουν, ενώ οι διάκονοι μόνον γνωρίζουν να καθαίρουν. Οι κατώτεροι είναι αδύνατον να μεταπηδήσουν στα ανώτερα έργα. «Αι μεν γαρ ήττους επί τα κρείττω μεταπηδάν αδυνατούσι». Επομένως είναι αυστηρό το έργο κάθε τάξεως μέσα στην Εκκλησία. Η κάθε τάξη έχει την δική της επιστήμη και γνώση της πνευματικής ζωής. Νομίζω πως πρέπει να παρατεθή ένα χαρακτηριστικό χωρίο του αγίου που συνοψίζει όλη αυτή την διδασκαλία περί του έργου των τριών τάξεων: «Η δε ιερουργών διακόσμησις εν μεν τη δυνάμει τη πρώτη δια των τελετών αποκαθαίρει τους ατελέστους∙ εν τη μέση δε, φωταγωγεί τους καθαρθέντας∙ εν εσχάτη δε και ακροτάτη των ιερουργών δυνάμεων αποτελειοί τους των θείω φωτί κεκοινωνηκότας εν ταις των θεωρηθεισών ελλάμψεων επιστημονικαίς τελειώσεσιν».

Μελετώντας όλη την διδασκαλία του αγίου Διονυσίου μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε τάξη της ιερωσύνης έχει ανάλογη πνευματική ζωή. Η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση (θέωση) συνδέονται στενώτατα με τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης, δηλαδή του διακόνου, ιερέως και επισκόπου αντίστοιχα. Έτσι ο διάκονος αφού έχει έργο να καθαίρη τον λαό του Κυρίου από τα πάθη, απαραίτητη προϋπόθεση για να χειροτονηθή είναι να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, να ζη δηλαδή την πρακτική φιλοσοφία. Ο πρεσβύτερος, αφού έργο έχει να φωτίζη τους άλλους, για να χειροτονηθή, σύμφωνα με τις πατερικές διδασκαλίες, πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού του νου, που είναι ένας βαθμός θεωρίας, να έχη δηλαδή αδιάλειπτη μνήμη Θεού δια της ευχής, να γνωρίζη την νοερά εργασία και να θεωρή τους λόγους των όντων σε όλη την κτίση και την Αγία Γραφή. Ο επίσκοπος, αφού βασικό του έργου είναι να τελειοί τον λαό δια των λόγων της θεολογίας, πρέπει να βιώνη την μυστική θεολογία, να ζη την κοινωνία με τον Θεό. Να βρίσκεται στην χορεία των «Προφητών που έχουν στενή σχέση με τον Θεό, μυούνται τα θεία και μυσταγωγούν τον λόγο της αληθείας στον λαό.

Ο τρόπος με τον οποίο χειροτονείται ο διάκονος, ο ιερεύς και ο επίσκοπος δείχνει και την πνευματική κατάσταση του δεχομένου τις ενέργειές και το έργο κάθε τάξεως. Δεν χειροτονούνται ανεξάρτητα από την πνευματική τους κατάσταση, γιατί πως μπορούν να βοηθήσουν τον λαό, αν δεν έχουν προσωπική πείρα του έργου που πρόκειται να επιτελέσουν;

Ειδικά ο επίσκοπος, που μεταδίδει την Χάρη στους Χριστιανούς για να καταστούν πραγματικοί διάκονοι και ιερείς, είναι «ο υπό Θεού κινούμενος εις πάσας τας ιεραρχικάς αγιαστείας». Μάλιστα ο Μωϋσής δεν οδήγησε ούτε τον αδελφό του τον Ααρών «εις ιερατικήν τελείωσιν», «άχρις ου θεόθεν εις τούτο κινηθείς, υπό τελετάρχη Θεώ, την ιερατική τελείωσιν ιεραρχικώς ετελεσιούργησεν».

Γι' αυτό ειδικά ο επίσκοπος, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που εκφράζει την παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο επιστήμων της πνευματικής ζωής, ο θεόπτης, που απέκτησε πείρα προσωπική της θεώσεως. Γι' αυτό  «η θεία των ιεραρχών τάξις πρώτη μεν έστι των θεοπτικών τάξεων, ακροτάτη δε και εσχάτη πάλιν η αυτή». Ο ιεράρχης είναι καρπός της θεώσεως, δηλαδή ο ίδιος θεώθηκε και βοηθά τον Χριστιανό στην πορεία για την κατά Χάριν θέωσή του.  «Αυτόν τε τον ιεράρχην, ως η κατ' αυτόν ουσία, και αναλογία, και τάξις έχει τελεσθήναι κατά τα θεία, και θεωθήναι, και τοις υποβεβηκόσι μεταδούναι, κατ' αξίαν εκάστω, της εγγινομένης αυτώ θεόθεν ιεράς θεώσεως». Εκείνος που αποκαλεί κάποιον ιεράρχη δηλώνει «τον ένθεόν τε και θείον άνδρα, τον πάσης ιεράς επιστήμονα γνώσεως, εν ω και καθαρώς η κατ' αυτόν ιεραρχία πάσα τελείται και γινώσκεται». Ο ιεράρχης με τις προσωπικές ανατάσεις και νεκρώσεις  «το αναλλοίωτον ίσχει τα νοερά της θεοειδούς έξεως». Έτσι ο ιεράρχης, ως καρπός της καθάρσεως και του φωτισμού, είναι ο ένθεος άνδρας, ο οποίος έχει φθάσει στην τελείωση (την θέωση) και επομένως κατευθύνεται προσωπικά από τον Θεό. Αυτός είναι  «το στόμα της αληθείας» και ο «εις τύπον και τόπον» του Χριστού καθήμενος.

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να παρουσιάσουμε ένα χαρακτηριστικό χωρίο του αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου σύμφωνα με το οποίο οι θεουργικές ακτίνες περνούν στους πλέον θεομόρφους, οι οποίοι ως διαφανείς, είναι οι κατάλληλοι για την διάδοση και την μετοχή του Φωτός. Αυτοί δε που βλέπουν τον Θεό έχουν έργο να δείξουν στους ιερείς  «αφθόνως εν συμμετρία τη κατ' αυτούς...τας προς αυτών ιερώς εποπτευθέντα θεία θεάματα». Επίσης το να μυήσουν στα ιεραρχικά είναι έργο  «των μετ' επιστήμης τελειωτικής τα θεία της κατ' αυτούς ιεραρχίας άπαντα καλώς μυηθέντων» αυτών που έχουν προσλάβει  «την τελεσιουργόν του μυήσαι δύναμιν». Αυτό σημαίνει ότι μόνον ύστερα από προσωπική τελείωση μπορεί κάποιος να ανέλθη σε υψηλότερη θέση και την υψηλότερη θέση κατέχει ο ένθεος, εκείνος που γνώρισε εκ πείρας τον Θεό.

Αυτά ήταν τα πραγματικά προσόντα των Χριστιανών για να ανέλθουν στην ιερωσύνη. Έπρεπε να περάσουν τα τρία αυτά στάδια για να βεβαιωθή και να πιστοποιηθή αν θεραπεύθηκαν και αν μπορούν να θεραπεύσουν τον λαό του Κυρίου. Από αυτά ακριβώς φαίνεται ότι επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος δεν είναι μόνο λειτουργικά πρόσωπα, προοριζόμενα να τελούν τα Μυστήρια, αλλά είναι πνευματικοί ιατροί που βοηθούν τον λαό να καθαίρεται, να εξαγιάζεται και να προχωρή στην κοινωνία με τον Θεό. Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει ότι μπορεί να προχωρήση ο άνθρωπος στο να λειτουργή «εν καθαρά καρδίας συνειδήσει τη καθαρά και Αγία και αχράντω Τριάδι», εάν είδε τον Χριστό, εάν έλαβε το Πνεύμα, «και προσηνέχθη τω Πατρί δια τούτων των δύο».

Με αυτόν τον τρόπο η είσοδος στην ιερωσύνη είναι καθαρά κλήση Θεού. Και αυτή ακριβώς η κλήση δεν είναι μια αφηρημένη αίσθηση ότι καλείται ο υποψήφιος από τον Θεό να υπηρετήση τον λαό του Κυρίου, αλλά είναι η βεβαιότητα δια της δικής του μεταμορφώσεως ότι μπορεί να ποιμάνη τον λαό και, οπωσδήποτε, διαποίμανση του λαού είναι πρωτίστως η θεραπεία του λαού. Γιατί χωρίς θεραπεία δεν μπορεί ο άνθρωπος να φθάση τον Θεό, να δη τον Θεό και αυτή η θέα να γίνη φως που θα τον φωτίζη και όχι φωτιά που θα τον κατακαίη. «Και ει κληθείς εισήλθες εις την υπερκόσμιον της θείας ιερωσύνης χάριν...». Αν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται αυτήν την κλήση άνωθεν, δηλαδή αν δεν έχη θεραπευθή, τότε «βαρύ το φορτίον άγαν, ως βασιζόμενον παρ' αξίαν και υπέρ δύναμιν».

Συχνά γίνεται λόγος για την αποστολική παράδοση και την αποστολική διαδοχή και υπονοείται ότι αυτό ήταν διαδοχή χειροτονιών. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να αρνηθή και αυτήν την πραγματικότητα. Αλλά δεν μπορεί συγχρόνως να αμφισβητήση το γεγονός ότι η αποστολική διαδοχή δεν ήταν απλώς μια σειρά χειροτονιών, αλλά παράδοση της όλης ζωής της Εκκλησίας. Οι Απόστολοι και έπειτα οι Πατέρες δεν μετέδιδαν απλώς την Χάρη της ιερωσύνης, αλλά μετέδιδαν τον Χριστό και όλη τη ζωή του Χριστού. Γεννούσαν. Γι' αυτό ο επίσκοπος είχε και έχει το χάρισμα της αληθείας. Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης παρατηρεί: «Το θεμέλιον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής δεν ήτο αύτη η επίθεσις των χειρών, αλλά η συνοδεύουσα αυτήν μετάδοσις από γενεάν εις γενεάν της παραδόσεως της θεραπείας του φωτισμού και της θεώσεως. Η ενοριακή Σύνοδος και η επαρχιακή Σύνοδος ωργανώθησαν δια την ενότητα των αληθινών θεραπευτών, δια τον αποκλεισμόν από τον κλήρον των κομπογιαννιτών ψευδοπροφητών, που υπεκρίνοντο κατοχήν χαρισμάτων και δια την διαφύλαξιν του ποιμνίου από τους κομπογιαννίτας αιρετικούς. Το σπουδαιότερον μέρος της χειροτονίας ήτο η εκλογή και η εξέτασις του υποψηφίου».

Αυτή ήταν η βάση της Εκκλησίας. Ιδίως για την εκλογή του επισκόπου υπήρχε βασική αρχή να εκλέγεται από τις τάξεις των μοναχών, γιατί ο μοναχισμός είναι η ιατρική σχολή από όπου μπορούσαν να βγαίνουν οι επιστήμονες ιατροί, ικανοί να θεραπεύουν τις ασθένειες των ανθρώπων.

Ο επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ γράφει ότι «ένα από τα είκοσι «κυρίαρχα» μοναστήρια (πιθανόν υπονοεί την ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του αγίου Όρους) έχει από μόνο του αναδείξει 26 Πατριάρχες και 144 Επισκόπους. Αυτό δίνει μια κάποια ιδέα για την σημασία του Άθωνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

Και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο προοίμιο του «Συμβουλευτικού εγχειριδίου», παρουσιάζοντας αυτήν την αγία συνήθεια της Εκκλησίας, γράφει: «Ω πόσον ευτυχείς και χρυσοί αιώνες υπήρξαν εκείνοι, καθ' ους επολιτεύετο εις την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν μια εξαίρετος και καλλίστη συνήθεια, το να εκλέγωνται δηλαδή από του σεμνού τάγματος των Μοναχών, όλοι εκείνοι, (εκτός ολίγων τινών, οίτινες δια το υπερβάλλον της αρετής, εκ λαϊκών αμέσως ανέβησαν εις προεδρίαν λαών∙) όσοι έμελλον να αναβώσιν εις τους  υπεροχικούς θρόνους της αρχιερωσύνης και να εγχειρισθώσι προστασίαν ψυχών. Καθώς τοιαύτην τινά συνήθειαν εκκλησιαστικήν, αναφέρουσι μεν και τα πρακτικά της εν τη αγία Σοφία συνόδου∙ όπου ο Καισαρείας, και ο Χαλκηδόνος είπον προς τον τοποτηρητήν του πάπα Ιωάννου ταύτα∙ «Εν τη Ανατολή είτις μη μοναχός εγένετο, ου γίνεται επίσκοπος, ή πατριάρχης».

Βέβαια σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας τα πράγματα δεν ήταν τόσο «ρόδινα». Υπήρχαν περιπτώσεις που χανόταν αυτή η αλήθεια και τότε ο λαός βρισκόταν στο σκότος της αγνοίας. Δεν γνώριζαν ότι υπάρχει θεραπεία και πως γίνεται η θεραπεία, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι να διδάξουν τον τρόπο της θεραπείας. Ήδη τον τέταρτο αιώνα ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης παρουσιάζει την διαφορά των παλαιών ποιμένων από τους ποιμένες της εποχής του. Τότε οι ποιμένες, γράφει, απέθνησκαν για τα πρόβατα, τώρα αυτοί οι ίδιοι σφάζουν τα πρόβατα. Και στην συνέχεια γράφει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν, οι φιλάρετοι προς την ιερωσύνην προήγοντο, νυν δε, οι φιλάργυροι∙ τότε, οι το πράγμα φεύγοντες δια το μέγεθος της αρχής, νυν δε, οι τούτω επιτρέχοντες μεθ' ηδονής∙ τότε, οι ακτημοσύνη εκουσίω εναβρυνόμενοι, νυν δε, οι πλεονεξία εκουσίως χρηματιζόμενοι∙ τότε οι προ οφθαλμών έχοντες το θείον δικαστήριον, νυν δε, οι μηδέ εις έννοιαν τούτο λαμβάνοντες∙ τότε, οι τύπτεσθαι, νυν δε, οι τύπτειν έτοιμοι∙ και τι δει τα πολλά λέγειν; μεταπεπτωκέναι λοιπόν το αξίωμα έδοξεν από ιερωσύνης εις τυραννίδα∙ από ταπεινοφροσύνης, εις υπερηφανείαν∙ από νηστείας, εις τρυφήν∙ από οικονομίας, εις δεσποτείαν∙ ου γαρ ως οικονόμοι αξιούσιν διοικείν, αλλ' ως δεσπότας σφετερίζεσθαι...».

Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης που ενδιέτριψε στο θέμα αυτό γράφει για την απώλεια της Ορθοδόξου αυτής Παραδόσεως: «Με την πάροδον του χρόνου, όμως, δεν ευρίσκοντο πάντοτε και παντού θεούμενοι ή και φωτισμένοι δι' εκλογήν και χειροτονίαν εις επισκόπους και πρεσβυτέρους. Και αν υπήρχον, δεν τους ήθελον πάντοτε οι εκλέκτορες. Πολλάς φοράς επροτιμώντο οι απλώς ηθικοί και καλοί, αλλά χωρίς να είναι κάτοχοι της παραδοσιακής θεραπευτικής αγωγής του φωτισμού και της θεώσεως. Εμφανίζονται δηλαδή επίσκοποι, που εις προτέραν εποχήν θα ήσαν απλώς λαϊκοί, αφού δεν είχον το Άγιον Πνεύμα προσευχόμενον μέσα εις την καρδίαν των αδιαλείπτως. Έτσι εξηγεί τα πράγματα ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Ο Άγιος Συμεών προεκάλεσεν επανάστασιν κατά της καταστάσεως που περιέγραψε, με αποτέλεσμα να επανέλθη εις το κέντρον της Ορθοδοξίας η θεραπευτική αποστολή της Εκκλησίας και να καταλάβη πάλιν την Ιεραρχίαν ο Πατερικός ησυχασμός, όπως προβλέπει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Υπό την ηγεσίαν του πατερικού ησυχασμού η Εκκλησία και το έθνος επέζησαν μετά την διάλυσιν της αυτοκρατορίας, διότι η πατερική θεραπευτική αγωγή, που περιεγράψαμεν έδωσε την δύναμιν να ανθέξουν εις τους σκληρούς χρόνους της Αραβοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας...

Ως θεούμενοι δηλαδή και θεραπευταί οι προφήται, ήσαν ως ομάδες ιατρών νοσοκομείου, όπου μεταξύ των ο εις εξελέγετο πρόεδρος, χωρίς τούτο να σημαίνη οιανδήποτε ανισότητα. Το ίδιον συνέβη με τους Αποστόλους μεταξύ των οποίων ο Πέτρος ήτο πρώτος, αν και εις τας συνάξεις των Αποστόλων εις Ιεροσόλυμα προήδρευε ο Ιάκωβος, ως επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας.

Όταν εμφανίζωνται πλέον ενορίαι χωρίς θεουμένους ή θεούμενον, δηλαδή χωρίς τους προφήτας του Αποστόλου Παύλου, τότε η Εκκλησία αντιμετώπισε το πρόβλημα αν είναι σωστόν να χειροτονούνται ως επίσκοποι μη θεούμενοι, αλλ' ευρισκόμενοι, πάντως εις κατάστασιν φωτισμού. Έναντι της ελλείψεως ταύτης η Εκκλησία προετίμησε να χειροτονή πρεσβυτέρους ως προεστώτας των ενοριακών συνάξεων. Έτσι απέκτησαν  οι επίσκοποι επιθεωρητικήν ευθύνην έναντι των ενοριακών προεστώτων πρεσβυτέρων, ως ιατροί επί υγειονομικών κέντρων με επικεφαλής νοσοκόμους. Αφού δηλαδή η Σύνοδος δεν εύρισκεν αρκετούς ιατρούς δια επισκοποποίησιν εις όλα τα νοσοκομειακά κέντρα, διώρισε νοσοκόμους πρεσβυτέρους. Το να ονομάση ιατρόν τον νοσοκόμον, δηλαδή επίσκοπόν τον μη θεούμενον, θα ήτο εκτός πραγματικότητος και θα ωδήγει εις την διάλυσιν του θεραπευτικού έργου της Εκκλησίας.

Με την πάροδον όμως του χρόνου, εμφανίζονται επίσκοποι και πρεσβύτεροι, που ούτε φωτισμένοι δεν ήσαν. Έτσι προεκλήθη η επανάστασις του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου και η κατάληψις της ιεραρχίας από τους ησυχαστάς, κυρίως από την εποχήν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Η διάσωσις της αποστολικής θεραπευτικής αγωγής εις την μεταποστολικήν εποχήν μέχρι την εμφάνισιν της Φραγκοσύνης και της Τσαρικής και Νεοελληνικής Ορθοδοξίας επετελέσθη με την συγκέντρωσιν της αποστολικής αυτής παραδόσεως εις τον μοναχισμόν. Η θεραπευτική δηλαδή αγωγή του φωτισμού και της θεώσεως μετεφέρθη από την κοσμικήν ενορίαν, όπου εξησθένησεν, εις την μοναστικήν ενορίαν. Συγχρόνως αι Μητροπόλεις και αι επισκοπαί έγιναν μοναστήρια. Δια τούτο και η Αγία Σοφία ελέγετο και εις την λαϊκήν παράδοσιν το Μέγα Μοναστήρι. Ο μοναχισμός έγινεν είδος ιατρικής σχολής, όπου εσπούδαζον την αποστολικήν θεραπευτικήν οι υποψήφιοι επίσκοποι. Παράλληλα το έργον κάθε κοσμικής ενορίας ήτο να μιμηθή την μοναστικήν ενορίαν κατά δύναμιν. Τούτο, διότι ο φωτισμός και η θέωσις είναι απαραίτητα δια την θεραπείαν όλων των ανθρώπων, εφ' όσον όλοι έχουν εσκοτισμένον τον νουν των. Εξ απόψεως δογματικής ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ κοσμικής και μοναχικής ενορίας όσον αφορά εις τα προσφερόμενα μυστήρια και εις την ανάγκη θεραπείας. Η διαφορά έγκειται εις το ποσοστόν και εις την ποιότητα της επιτυχίας της θεραπείας».

Bλέπε πατρός Ιεροθέου Βλάχου \"Ορθόδοξος ψυχοθεραπεία\"[/fonts]


Ἰωάννης



                                                                                            [font face=Times New Romanl][font size=3]
                                                                                                           Συμεών ο Νέος Θεολόγος
                                                                                                    ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ - ΛΟΓΟΣ Ε΄
                                                                                                                                      [/fonts][/fontf]

[font face=Times New Romanl][font size=3]Περί τῶν οἰομένων ἀγνώστως ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μή ἐπαισθανομένων δέ καθόλου τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ· καί περί τῶν λεγόντων μή δύνασθαί τινα τῶν ἀνθρώπων κατά τήν παροῦσαν ζωήν ὁρᾶν τήν δόξαν αὐτοῦ, καί ἀπόδειξις διά χρήσεων περί τούτου. Καί ὅτι φθόνος οὐδείς ἐν τοῖς ἁγίοις, ὅταν διά πάσης σπουδῆς ἐναρέτου τούτοις συνεξισώμεθα. Καί ποίῳ τρόπῳ ὁρᾷ τις τόν Θεόν καί ὅτι ὁ εἰς τοιαῦτα μέτρα πεφθακώς, ὥστε ὁρᾷν κατά τό ἐφικτόν τόν Θεόν, ἔνθεν ἤδη μυεῖται καί τήν μέλλουσαν δοθῆναι ἐν τῷ μέλλοντι τοῖς ἁγίοις ἀπόλαυσιν. Καί ὅτι ὅσα ἄν ὁ τοιοῦτος λέγῃ ἤ ποιῇ ἤ γράφῃ, οὐκ αὐτός, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τό λαλοῦν ἐν αὐτῷ ταῦτα λέγει καί γράφει· καί ὁ τούς λόγους αὐτοῦ ἀθετῶν ἤ παραλογιζόμενος, εἰς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ἐνεργοῦν καί λαλοῦν ἐν αὐτῷ, ἁμαρτάνει καί βλασφημεῖ.

 

Ἰδού καί πάλιν ἐγώ πρός τούς λέγοντας ἔχειν ἀγνώστως Πνεῦμα Θεοῦ καί οἰομένους ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος τοῦτο κεκτῆσθαι ἐν ἑαυτοῖς καί τόν μέν θησαυρόν ἔχειν νομίζοντας, κούφους δέ τούτου ἑαυτούς ὅλως ἐπιγινώσκοντας, πρός τούς ὁμολογοῦντας μέν μηδέν ὅλως ἐπαισθανθῆναι ἐν τῷ βαπτίσματι, ἀγνώστως δέ καί ἀνεπαισθήτως ὑπολαμβάνοντας τήν τοῦ Θεοῦ δωρεάν ἐν ἑαυτοῖς ἀπό τότε ἐγκατοικήσασαν καί μέχρι τοῦ νῦν ἔνδοθεν τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς ἐνυπάρχουσαν· οὐ μόνον δέ, ἀλλά γάρ καί πρός αὐτούς τούς μηδεμίαν λέγοντάς ποτε αἴσθησιν ἐν θεωρίᾳ καί ἀποκαλύψει ταύτης λαβεῖν, πίστει δέ μόνῃ καί λογισμῷ, ἀλλ᾿ οὐ πείρᾳ τοῦτο παραδεξαμένους καί κρατοῦντας ἐν ἑαυτοῖς ὡς ἐκ τῆς τῶν θείων λογίων ἀκροάσεως.

Ἵνα οὖν τά παρ᾿ ἐκείνων προτάξω λεγόμενα, ὅρα τί φασιν οἱ σοφοί καί ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες· "Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, φησίν ὁ Παῦλος, Χριστόν ἐνεδύσασθε. Τί δαί; Οὐχί βεβαπτισμένοι ἐσμέν καί ἡμεῖς; Εἰ οὖν βεβαπτίσμεθα, δῆλον ὅτι, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, καί τόν Χριστόν ἐνδεδύμεθα". Αὕτη τοίνυν καί παρ᾿ αὐτῶν ἡ πρώτη πρότασις καί ἀπόδειξις.

Τί οὖν, οὐχ ἡμεῖς, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πρός αὐτούς εἴποι ἄν; Τό οὖν ἔνδυμα τοῦτο, τί εἶναι, ὦ οὗτοι, λέγετε· Χριστόν; Ναί, φησίν. Ὁ τοίνυν Χριστός ἐστί τι, ἵνα ὡς ἄφρων πρός ἄφρονας εἴποιμι, ἤ οὐδέν ἐστιν; Ἔστι τι, πάντως εἴποιεν ἄν, εἰ γε μή τέλεον παρακοπήν φρενῶν εἰσι πάσχοντες. Εἰ οὖν εἶναί τι ὁμολογεῖτε, εἴπατε δή καί τί πρῶτόν ἐστιν, ἵνα οὕτως διδάξητε ἑαυτούς μή ὡς ἄπιστοι φθέγγεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς πιστοί. Τί τοίνυν ἄλλο ἐστίν ὁ Χριστός, εἰ μή Θεός ἀληθής καί ἄνθρωπος ἐπ᾿ ἀληθῶς τέλειος πεφυκώς; Τοῦτο τοιγαροῦν ὁμολογοῦντες, εἴπατε ἡμῖν καί διά τί ἄνθρωπος γέγονεν ὁ Θεός. Πάντως, ὡς αἱ θεῖαι Γραφαί διδάσκουσι καί αὐτά τά γεγονότα καί καθ᾿ ἑκάστην γινόμενα, εἰ καί ἴσως ὑμεῖς ἐθελοκωφοῦντες ἀγνοεῖτε ἵνα τόν ἄνθρωπον ποιήσῃ θεόν. Διά τίνος τοῦτο κατεργαζόμενος; Διά τῆς σαρκός ἤ διά τῆς θεότητος; Διά τῆς θεότητος δηλονότι. "Ἡ σάρξ γάρ, φησίν, οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τό πνεῦμά ἐστι τό ζωοποιοῦν". Εἰ οὖν διά τῆς αὐτοῦ θεότητος ἥν ἀνέλαβε σάρκα πρῶτον ἐθέωσε, καί ἡμᾶς πάντας οὐ διά τῆς φθαρτῆς σαρκός ἀλλά διά τῆς θεωθείσης ζωοποιεῖ, ἵνα μηκέτι μηδαμῶς ὡς ἄνθρωπον ἀλλ᾿ ὡς ἕνα Θεόν αὐτόν τέλειον ἐν δυσίν ἐπιγινώσκωμεν φύσεσιν – εἷς γάρ Θεός - , ὡς τοῦ φθαρτοῦ ὑπό τῆς ἀφθαρσίας καταποθέντος καί τοῦ σώματος ὑπό τοῦ ἀσωμάτου οὐκ ἀφανισθέντος μέν, ὅλου δέ ἀλλοιωθέντος καί μένοντος ἀσυγχύτου, ἀρρήτως ἀνακεκραμένου καί ἐν ἀμίκτῳ μίξει τῇ τριαδικῇ θεότητι ἡνωμένου, ἵνα εἷς Θεός ἐν Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι προσκυνῆται καί μήτε προσθήκην τῷ ἀριθμῷ ἀπό τῆς οἰκονομίας λάβῃ τινά μήτε πάθος τι ἀπό τοῦ σώματος ἡ Τριάς ὑποστῇ.

Διά τί οὖν ταῦτα λέγω; Ἵνα προγινώσκων σύ ἅ ὡμολογήσας ἐρωτώμενος παρ᾿ ἐμοῦ, μή ἐξ ἀγνοίας ἐκκλίνῃς τῆς εὐθείας τῶν νοημάτων ὁδοῦ καί κόπους παρέξῃς ἡμῖν καί κρῖμα προξενήσῃς πλεῖον τῇ σῇ ψυχῇ. Πάλιν τοιγαροῦν προσαναμνήσω σε τά ῥηθέντα ἐν ἐπιτόμῳ, ἵνα εὐσύνοπτον γένηται ὅ μέλλω εἰπεῖν. Ἔστι τοίνυν Χριστός. Τί δέ ἐστι; Θεός ἀληθής καί ἄνθρωπος τέλειος παναληθῶς πεφυκώς, διά τοῦτο γενόμενος ἄνθρωπος, ὅπερ πρώην οὐκ ἦν, ἵνα ποιήσῃ θεόν τόν ἄνθρωπον, ὅπερ οὐδέποτε γέγονεν, διά τῆς θεότητος θεώσας καί θεοποιῶν ἡμᾶς δηλαδή καί οὐχί διά μόνης αὐτοῦ τῆς σαρκός· οὐδέ γάρ μεριστή. Πρόσεχε τοίνυν καί ἐρωτῶντί μοι μετά συνέσεως ἀποκρίθητι. Εἰ οἱ βαπτιζόμενοι τόν Χριστόν ἐπενδύονται, τί τοῦτό ἐστιν ὅ ἐπενδύονται; Θεός. Ὁ οὖν Θεόν ἐνδυσάμενος οὐκ ἐπιγνώσεται νοερῶς καί ἴδῃ τί ἐνεδύσατο; Ὁ γυμνός τῷ σώματι ἐνδυσάμενος ἐπαισθάνεται καί τό ἱμάτιον ὁποῖον ὁρᾷ, ὁ δέ γυμνός τῇ ψυχῇ Θεόν ἐνδυσάμενος οὐ γνώσεται; Εἰ γάρ οὐκ αἰσθάνεται ὁ τόν Θεόν ἐνδυόμενος τί ποτε ἄρα ἐνεδύσατο, λοιπόν κατά σέ οὐδέ ἐστί τί ποτε ὁ Θεός· εἰ γάρ ἦν, οἱ αὐτόν ἐνδυόμενοι ἐγίνωσκον ἄν. Τό γάρ μηδέν ἐνδυόμενοι οὐδέν αἰσθανόμεθα, τό δέ τί ποτε ἤ παρ᾿ ἑτέρου ἤ ἡμᾶς αὐτούς ἐπενδύοντες καί λίαν ἐπαισθανόμεθα, εἴ γε καί σώας τάς αἰσθήσεις κεκτήμεθα· νεκροί γάρ ἐνδυόμενοι οὐκ αἰσθάνονται μόνοι καί δέδοικα μή καί οἱ ταῦτα λέγοντες νεκροί καί γυμνοί ἐπ᾿ ἀληθείας ὄντως εἰσίν. Καί οὕτω λέλυται τό ζητούμενον.

Εἶτα φασί· "Τό Πνεῦμα μή σβέννυτε" ὁ Παῦλος διακελεύεται. Καί τοῦτο λέγοντες, τόν σκοπόν τῶν λεγομένων μή ἐπιστάμενοι, τήν ἑαυτῶν ἄγνοιαν ἐμφανίζουσιν· ὁ γάρ λέγων τινί· "Μή σβέσῃς, φησί, τήν λαμπάδα", οὐ περί τῆς ἤδη ἐσβεσμένης αὐτῷ πάντως λέγει, ἀλλά περί τῆς ἔτι καιομένης καί ἀστράπτον ἐχούσης τό φῶς. Ἀλλά γάρ αὖθις πρός αὐτούς ὦδε ἀνθυποφέρομεν.

Τί δαί; Ὁρᾶτε κἄν ὅλως ἐν ὑμῖν αὐτοῖς, ὦ οὗτοι, τό Πνεῦμα καιόμενον καί λάμπον ὥσπερ εἰκός; Καί πρός τοῦτο οὐ μόνον οὐδέν ἀποκρίνονται, ἀλλά καί τάς ὄψεις εὐθύς ἀλλοιούμενοι ἀποστρέφονται καί ὡς βλασφημίαν ἀκούσαντες δυσχεραίνουσι· εἶτα, τόν ἐρωτῶντα φιλοτιμούμενοι καί τόν πρᾷον δῆθεν ὑποκρινόμενοι, οὐ μετά στυφότητος ἀποκρίνονται· "Καί τίς ποτε ἰδεῖν τοῦτο τολμηρῶς εἴποι ἤ ὅλως αὐτό ἐθεάσατο;" Ἄπαγε. "Θεόν, φησίν, οὐδείς ἑώρακε πώποτε". Ὤ τῆς σκοτώσεως! Τίς τοῦτο εἶπε, λέξον ἡμῖν. "Ὁ μονογενής, φησίν, Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο". Ἀληθῶς λέγεις καί ἡ μαρτυρία σου ἀληθής μέν, ἀλλά κατά τῆς σεαυτοῦ ψυχῆς. Ἐάν γάρ ἐγώ δείξω σοι τόν αὐτόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ λέγοντά σοι δυνατόν εἶναι τοῦτο, τί ἐρεῖς; Φησί γάρ· "Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα". Τοῦτο δέ οὐ κατά τήν τῆς σαρκός εἶπε θεωρίαν, ἀλλά κατά τήν τῆς θεότητος ἀποκάλυψιν. Εἰ γάρ κατά τήν σωματικήν ἰδέαν τοῦτο γενόμενον ἐννοήσωμεν, λοιπόν καί οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καί ἐμπτύσαντες τόν Πατέρα ἑωράκασι· καί οὕτως οὐδεμία ἔσται διαφορά ἤ προτίμησις ἀπίστων τε καί πιστῶν, ἀλλά πάντες ἐξ ἴσης τοῦ πεποθημένου μακαρισμοῦ ἔτυχόν τε δηλονότι καί τύχωσιν. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι ταῦτα, οὐκ ἔστι, καθά δή καί αὐτός πάλιν δείκνυσιν Ἰουδαίοις διαλεγόμενος καί λέγων· "Εἰ ἐγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν".

Ὅτι δέ δυνατόν ἡμῖν ἐστι τό κατιδεῖν τόν Θεόν, ὡς ἀνθρώπῳ ἰδεῖν ἐφικτόν, ἄκουσον αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάλιν λέγοντος· "Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται". Τί οὖν ἐρεῖς πρός ταῦτα; Ἀλλ᾿ οἶδα, ὁ τά ἐν χερσίν ἀπιστῶν ἀγαθά καί λαβεῖν ταῦτα μή προθυμούμενος ἐπί τά μέλλοντα μεταβήσεται καί ἀποκριθείς ἐρεῖ· "Ναί, ὄντως οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ μέλλοντι τοῦτο καί οὐκ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι γενήσεται". Διά τί ἤ πῶς τοῦτο ἔσται, ἀγαπητέ; Εἰ γάρ διά τῆς καθαρᾶς καρδίας τόν Θεόν εἶπεν ὄψεσθαι, πάντως ὅτε ἡ καθαρότης προσγένηται, καί ἡ θεωρία συνέπεται αὐτῇ. Καί εἰ ταύτην ποτέ ἐκαθάρισας, ἔγνως ἄν ὡς ἀληθῆ τά λεγόμενα· ἐπεί δέ οὐκ ἔθου τοῦτο ἐν τῇ καρδίᾳ σου οὐδέ εἶναι ἀληθές ἐπίστευσας, διά τοῦτο καί τῆς καθάρσεως κατεφρόνησας καί τῆς θεωρίας διήμαρτες. Εἰ γάρ ἐνταῦθα ἡ κάθαρσις, καί ἐνταῦθα ἔσται ἡ ὅρασις· εἰ δέ μετά θάνατον εἴπῃς τήν ὅρασιν εἶναι, θήσεις πάντως καί τήν κάθαρσιν μετά θάνατον, καί οὕτω σοι γενήσεται τό μηδέποτε ἰδεῖν τόν Θεόν ἐν τῷ μή εἶναί σοι ἐργασίαν μετά τήν ἔξοδον δι᾿ ἧς εὑρήσεις τήν κάθαρσιν. Ἀλλά καί ὁ Κύριος τί φησιν; "Ὁ ἀγαπῶν με τάς ἐντολάς μου τηρήσει καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν". Πότε οὖν ἡ ἐμφάνεια τούτου γενήσεται; Ἐνταῦθα ἤ ἐν τῷ μέλλοντι; Εὔδηλον ὅτι ἐνταῦθα. Ὅπου γάρ ἡ ἀκριβής τῶν ἐντολῶν φυλακή, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐμφάνεια, μετά δέ τήν ἐμφάνειαν ἡ τελεία ἐν ἡμῖν ἀγάπη προσγίνεται. Εἰ γάρ μή τοῦτο γένηται, οὔτε πιστεύειν, οὔτε ἀγαπᾶν αὐτόν ὡς χρή δυνάμεθα· γέγραπται γάρ· "Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὅν ὁρᾷ, τόν Θεόν ὅν οὐ βλέπει πῶς δύναται ἀγαπᾶν;" Οὐδαμῶς.

Ὁ τοίνυν μή δυνάμενος ἀγαπᾶν, οὐδέ πιστεύειν δύναται δηλονότι· καί ταῦτα Παύλου λέγοντος ἄκουε· "Μένει δέ τά τρία ταῦτα, πίστις ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δέ πάντων ἡ ἀγάπη". Εἰ οὖν ἡ πίστις τῇ ἐλπίδι συνέζευκται, ἡ δέ ἐλπίς τῇ ἀγάπῃ συνέπεται, ὁ μή ἔχων ἀγάπην ἐλπίδα οὐ κέκτηται, ὁ δέ ἐλπίδος ἐκτός, δηλονότι καί πίστεως. Πῶς γάρ, τῶν αἰτιῶν τῆς ἀγάπης μή ὄντων, αὐτήν ἐκείνην παρεῖναι ἐνδέχεται; Ὡς γάρ θεμελίων ἐκτός ὄροφος οἴκου οὐχ ἵσταται, οὕτως οὐδέ πίστεως καί ἐλπίδος βεβαίας χωρίς ἀγάπην Θεοῦ ἐν ψυχῇ ἀνθρώπου εὑρεθῆναι δυνατόν· ὁ δέ μή τήν ἀγάπην ἔχων οὐδέν ἐκ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν ὠφελεῖται ἤ χωρίς ταύτης ὠφεληθήσεται, καθά δή καί αὐτός Παῦλος γράφων διαμαρτύρεται. Περί δέ τοῦ ἀπ᾿ ἐντεῦθεν ὁρᾶν τόν Θεόν ἄκουε αὐτοῦ πάλιν λέγοντος· "Νῦν βλέπω ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον" καί πάλιν· "Νῦν γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δέ ἐπιγνώσομαι καθ᾿ ὅ καί ἐπεγνώσθην". Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος, φησί, Παῦλος ἦν. Παῦλος δέ οὐχί κατά πάντα ἄνθρωπος ἦν, ἡμῖν ὁμοιοπαθής τε καί σύνδουλος; Καί τίς Παύλου ἴσος, ὦ ὑπερήφανε σύ καί ἀπονενοημένε, φησίν, ὅτι τοῦτον ἡμῖν τοῖς ἀνθρώποις συνεξισάζοις; Οἷς οὐχ ἡμεῖς, αὐτός δέ ὁ Παῦλος μεγάλῃ βοᾷ τῇ φωνῇ, οὕτω λέγων· "Χριστός ἦλθεν - ἀκούσατε - ἁμαρτωλούς σῶσαι ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ". Πρῶτος οὖν ἐκεῖνος τῶν σῳζομένων ἁμαρτωλῶν· γενοῦ σύ δεύτερος, γενοῦ τρίτος, γενοῦ δέκατος, γενοῦ ταῖς χιλιάσιν, εἰ βούλει, καί μυριάσι σύμψυχος καί τῷ Παύλῳ σεαυτόν συναρίθμησον· καί οὕτω Παῦλον τιμήσεις, καθώς ἐκεῖνός φησι· "Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ", καί πάλιν· "Ἤθελον πάντας εἶναι ὡς ἐμαυτόν".

Εἰ τοίνυν ἐπαινέσαι βούλει τόν Παῦλον ἤ τιμῆσαι αὐτόν, μίμησαι τοῦτον· καί οἷος ἐκεῖνος, γενοῦ τοιοῦτος τῇ πίστει καί σύ, καί τότε ἐπ᾿ ἀληθείας τιμήσεις αὐτόν κἀκεῖνος προσδέξεταί σε καί ὡς ἰδίαν δόξαν καί στέφανον καυχήσεως λογίσεταί σε, ὅτι τοῖς ἐκείνου λόγοις πεισθείς καί ἀκολουθήσας αὐτῷ μιμητής ἐκείνου καί οἷος ἐκεῖνος ἐγένου καί σύ. Εἰ δέ λέγεις ἀτιμίαν εἶναι Παύλου τό καί ἄλλον ἴσον γενέσθαι αὐτοῦ καί διά τοῦτο τῆς σῆς σωτηρίας καταφρονῶν ἀμελεῖς, γίνωσκε ὡς παραλογιζόμενον σεαυτόν μᾶλλον ἀπώσεται καί διά τοῦτο αὐτός σε βδελύξεται. Βούλει οὖν σοι δείξω ὅτι μᾶλλον μειζόνως τιμήσεις αὐτόν καί εὐφρανεῖς καί δοξάσεις, εἰ μείζων ἐκείνου δυνηθῇς γενέσθαι καί τῷ Θεῷ οἰκειότερος; Ἄκουσον αὐτοῦ τοῦτο παριστῶντος καί λέγοντος· "Εὐχόμην ἀνάθεμα εἶναι ἀπό Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν μου κατά σάρκα". Ἐκεῖνος χωρισθῆναι ἀπό Χριστοῦ προαιρεῖται τελείως, ἵνα σύ σωθῇς, καί λέγεις ὅτι ἀτιμίαν ἡγήσεται, ἐάν ὡς ἐκεῖνος θελήσω καί σπεύσω γενέσθαι κἀγώ; Οὐχί, ἀδελφέ, οὐκ ἔστι φθόνος ἐν ἁγίοις Θεοῦ, οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς προεδρίας ἤ μείζονος δόξης ἐπιθυμία καί ὄρεξις. Μία γάρ αὐτοῖς καί τοῖς κατά γενεάν καί γενεάν φίλοις καί προφήταις ἀναδεικνυμένοις Θεοῦ προεδρία καί καθέδρας καί προτίμησις στάσεως καί δόξα καί ἀπόλαυσις καί τρυφή, τό ὁρᾶν τόν Θεόν· οἱ δέ ὁρῶντες αὐτόν περιεργίας πάσης ἀπηλλαγμένοι ὑπάρχουσιν. Οὐδέ γάρ πρός τι τοῦ βίου ἤ πρός ἕτερόν τινα τῶν ἀνθρώπων βλέπειν καί ἐπιστρέφεσθαι ἤ ὅλως ἐννοεῖν τι τῶν ἀνοικείων δεδύνηνται, ἀλλά τοῦ πρός τι γενέσθαι τόν νοῦν ἠλευθέρωνται· διά τοῦτο καί μένουσιν εἰς αἰῶνας ἄτρεπτοι καί πρός τό κακόν εἰσιν ἀνεπίστροφοι.

Ἀλλά γάρ ἐρωτήσω σε, σύ δέ μοι συνετῶς ἀποκρίθητι. Ταῦτα πόθεν οἱ γράψαντες ἴσασι, καί νῦν ὁ γράφων πόθεν ἐπίσταται; Εἰπέ σύ, ἵνα μή πάλιν ἐγώ δόξω σοι κενοδόξως λαλεῖν· τίνος ταῦτα τά ῥήματα; Λελογισμένως συλλογίσθητι καί πάντως πεισθήσῃ καί συζητήσεων ἀπαλλάξεις με. Ἀνθρώπου πάντως, φησίν. Οἴμοι ὅτι οὐδέ διά τῆς ἀκοῆς σου ἡ ὅρασις ἐπιγίνεται, ἀλλά μένεις ἀκούων καί μηδόλως ὁρῶν. Ἀνθρώπου λέγεις εἶναι ταῦτα τά ῥήματα; Εἰ ἀνθρώπου εἰσίν, εἰπεῖν ἔχεις πάντως καί ποταποῦ, ἐπειδή ἄνθρωπος οὐ μόνον ἀνθρώπου συλλογισμούς τε καί διαθέσεις, ἀλλ᾿ οὐδέ κτήνους ὁρμάς ἤ στάσεις ἤ ἐνδιάθετον κατάστασιν ψυχῆς δύναται γνῶναι ἤ ἐξειπεῖν· "Οὐδείς γάρ οἶδε τά τοῦ ἀνθρώπου, εἰ μή τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τό ἐνοικοῦν ἐν αὐτῷ". Εἰ δέ ἀνθρώπου καί κτηνῶν ἀλόγων διαθέσεις καί ὁρμάς χαλεπόν ἄνθρωπον εἰδέναι καλῶς, τά τοῦ Θεοῦ, ἤγουν τήν ἐκ τῆς θεωρίας αὐτοῦ ἐγγινομένην τοῖς ἁγίοις ἀλλοίωσιν καί κατάστασιν, ἵνα μή τό γε νῦν ἔχον εἴπω ἐνέργειαν, πόθεν ἤ πῶς εἰδέναι τις δύναται; Ἄλλως τε δέ εἰ ἀνθρώπου τά ῥήματα, δηλονότι καί τά νοήματα. Τά δέ ἐν τούτοις νοήματα οὐ χρή καλεῖσθαι νοήματα, ἀλλά θεωρίαν τῶν ὄντως ὄντων· ἀπό γάρ τῆς ἐκείνων θεωρίας λαλοῦμεν· καί λέγεσθαι μᾶλλον χρή τῶν ὁραθέντων διήγησιν τά λεγόμενα, νόημα δέ ἐκεῖνο λέγεσθαι ἄξιον τό περί ἀνυποστάτου πράγματος ἤ βουλήματος γεννώμενον ἐνθύμημα ἐκ τοῦ νοῦ, οἷον τοῦ ποιῆσαί τι ἀγαθόν ἤ πονηρόν ὅ οὔπω ἐπράχθη παρ᾿ ἡμῶν, ὅ καί ἀπό τοῦ νοήματος εἰς ἔργον ἐξάγεται, ὥστε τό νόημα ἀρχή ἐστι τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πράγματος παρ᾿ ἡμῶν κατά το· "Πρῶτον μέν ἐννοεῖ τάς ἀγγελικάς δυνάμεις καί οὐρανίους καί τό ἐννόημα ἔργον ἦν".

Σκόπει δέ ὅτι οὐ περί ἀνυποστάτων τινῶν καί ἀδήλων πραγμάτων, ἀλλά περί τῶν ἤδη γινομένων καί γενέσθαι μελλόντων, οἱ λόγοι πάντες ἡμῖν καί πᾶσα ἡ περί τούτων ἐξήγησις ἐκ τῆς ὁράσεως μᾶλλον γίνεται καί τῆς θεωρίας αὐτῶν. Πᾶσα γάρ ἀνάγκη παντί τῷ ἐξηγουμένῳ περί τινος πράγματος, οἴκου φέρε εἰπεῖν ἤ πόλεως, ἤ παλατίου τινός καί τῆς ἐν αὐτῷ τάξεώς τε καί καταστάσεως, ἤ περί θεάτρου πάλιν τινός καί τῶν ἐν αὐτῷ τελουμένων, ἰδεῖν μέν πρότερον καί καταμαθεῖν τά ἐν τούτοις, εἶθ᾿ οὕτως περί οὗ εἰπεῖν βούλεται ἐστοχασμένως καί λελογισμένως εἰπεῖν. Ἐπεί, ἐάν μή πρότερον ἴδῃ, τί ἄν καί οἴκοθεν εἴποι; Ποίαν δέ νόησιν πρός τήν τοῦ μήπω μηδαμῶς ὁραθέντος πράγματος ἄλλοθεν πορίσεται διηγούμενος; Ποίαν, εἰπέ μοι, ἐνθύμησιν ἤ εὐφυΐαν ἤ μάθησιν, ποίαν δέ φρόνησιν, σκέψιν τε καί ἐπίνοιαν καί συλλογισμόν εὑρήσει καιρίως περί οὗ οὐκ οἶδεν εἰπεῖν; Τό γάρ εἰπεῖν τι περί ὧν οὐκ οἶδεν ἤ οὐκ ἐθέασατο πάντως ἄλογον καί ἀπαίδευτον. Εἰ τοίνυν περί ὁρωμένων καί ἐπιγείων οὐδείς εἰπεῖν τι ἤ διηγήσασθαι δύναται, εἰ μή αὐτόπτης τοῦ πράγματος γένηται, πῶς εἰπεῖν τις ἰσχύσειεν ἤ διηγήσασθαι, ἀδελφοί, περί Θεοῦ καί θείων πραγμάτων καί αὐτῶν τῶν τοῦ Θεοῦ ἁγίων καί δούλων, οἵαν ἐκεῖνοι τήν ὁλικήν πρός τόν Θεόν ἐσχήκασι σχέσιν καί οἵαν ἐστίν ἡ τοῦ Θεοῦ ὅρασις ἡ ἐν αὐτοῖς ἀρρήτως ἐγγινομένη; Ἥτις ἐνέργειαν ἄφθεγκτον ἐμποιεῖ νοερῶς ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, εἰ καί μή πλέον εἰπεῖν τι ὁ ἀνθρώπινος δίδωσι λόγος, μή πρότερον φωτισθείς φῶς γνώσεως, κατά τήν κελεύουσαν ἐντολήν.

Φῶς δέ γνώσεως ὅταν ἀκούσῃς, ἵνα σε διά πάντων φωταγωγήσωμεν, μή ὑπολάβῃς γνῶσιν εἶναι μόνην τῶν λεγομένων δίχα φωτός. Οὐ γάρ εἶπε διήγησιν ἤ λόγον γνώσεως, ἀλλά φῶς γνώσεως καί γνώσεως φῶς, ὡς τοῦ (216) φωτός δηλονότι ἐμποιοῦντος τήν γνῶσιν ἡμῖν· ἄλλως γάρ οὐκ ἔστι γνῶναί τινα τόν Θεόν, εἰ μή διά τῆς θεωρίας τοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐκπεμπομένου φωτός. Ὥσπερ γάρ ὁ περί ἀνθρώπου ἤ περί πόλεώς τινος πρός τινας διηγούμενος, ἐκεῖνος μέν ἅ εἶδε καί ἅ ἑώρακε λαλεῖ πρός αὐτούς, οἱ δέ ἀκούοντες μή θεασάμενοι τόν ἄνθρωπον ἤ τήν πόλιν περί ἧς καί ἀκούουσιν, οὐ δύναται ἀπό τῆς ἀκοῆς μόνης, ὡς ὁ ἰδών καί διηγούμενος τά περί τοῦ ἀνθρώπου, γινώσκειν καί τά περί τῆς πόλεως, οὕτως καί περί τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ἐν αὐτῇ κατοικοῦντος ἀοράτου Θεοῦ, περί τῆς ἀπροσίτου δόξης τε τοῦ προσώπου αὐτοῦ καί περί τῆς ἐνεργείας καί δυνάμεως τοῦ παναγίου αὐτοῦ Πνεύματος, εἴτ᾿ οὖν φωτός, οὐδείς εἰπεῖν δύναται, εἰ μή πρῶτον αὐτό τό φῶς ἴδῃ ψυχῆς ὀφθαλμοῖς καί ἀκριβῶς γνῷ τάς αὐτοῦ ἐλλάμψεις καί ἐνεργείας ἐν αὐτῷ. Ἀλλ᾿ εἰ τι καί διά τῶν θείων ἀκούοι Γραφῶν λαλοῦντας δι᾿ αὐτῶν τούς τόν Θεόν ἰδόντας, διά τοῦ Πνεύματος ἐκεῖνα καί μόνα διδάσκεται· ὅθεν οὐδέ δύναται λέγειν ὅτι ἐν γνώσει γέγονα τοῦ θεοῦ διά μόνης ταύτης τῆς ἀκοῆς. Ὅν γάρ οὐχ ἑώρακε πῶς γινώσκειν ἐνδέχεται; Εἰ γάρ ἡ ὅρασις μόνη τελείαν τήν γνῶσιν τοῦ ὁρωμένου παρ᾿ ἡμῶν ἀνθρώπων οὐκ ἐμποιεῖ ἐν ἡμῖν, πῶς ἡ ἀκοή μόνη τήν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν ἡμῖν ἐμποιήσειε; Φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ· ἐν γοῦν τῇ τοῦ φωτός θέᾳ γνῶσις πρώτη ὅτι Θεός, καθά καί ἐπί τοῦ ἀνθρώπου ἀκοή πρῶτον περί αὐτοῦ, εἶτα ὅρασις, καί ἐν τῷ αὐτόν ἰδεῖν γνῶσις ὅτι ἄνθρωπός ἐστι περί οὗ ἤκουον. Καί οὐδέ οὕτως ἵσταται τοῦ λεγομένου ἡ ἔννοια· ὅσα γάρ ἄν ἐξ ἀκοῆς σοί τις εἴπῃ περί ἀνθρώπου, ὅτε ἴδῃς αὐτόν, ἀπό μόνης τῆς ἀκοῆς γνωρίσαι αὐτόν ἀκριβῶς καί πληροφορηθῆναι, ὅτι αὐτός ἐκεῖνός ἐστι περί οὗ ἤκουες, οὐ δύνασαι, ἀλλά ἀμφιβολίᾳ ἡ ψυχή διαμερίζεται καί ἤ ἐκεῖνον αὐτόν ἐρωτᾷ ἤ ἕτερόν τινα τόν γνωρίζοντα αὐτόν, καί τότε βεβαίως μανθάνεις ὅτι αὐτός ἐκεῖνός ἐστιν.

Οὕτως οὖν καί περί τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ἀπαραλλάκτως γίνεται. Ὅταν γάρ ἀποκαλυφθέντα θεάσηταί τις αὐτόν, φῶς ὁρᾷ· θαυμάζει μέν ἰδών, τίς δέ ὁ φανείς οὐκ οἶδεν εὐθύς, ἀλλ᾿ οὐδέ αὐτόν ἐρωτῆσαι τολμᾷ, - πῶς γάρ, ὅν οὐδέ ἀναβλέψαι τοῖς ὀφθαλμοῖς καί ἰδεῖν δύναται ποταπός; - βλέπει δέ μόνον ἐν τρόμῳ καί φόβῳ πολλῷ οἱονεί πρός τούς πόδας αὐτοῦ, εἰδώς ὅτι ὅλως τίς ἐστιν ὁ φανείς πρό προσώπου αὐτοῦ. Καί εἰ μέν ὑπάρχει ὁ περί τούτων προεξηγησάμενος αὐτῷ, ὡς προεγνωκώς τόν Θεόν, ἀπερχόμενος λέγει αὐτῷ· "Εἶδον". Καί φησι· "Τί, τέκνον, εἶδες;" – "Φῶς, ὦ πάτερ, γλυκύ, γλυκύ· ποταπόν εἰπεῖν σοι, πάτερ, οὐκ ἐξικανοῦσαν ἔχω μου τήν διάνοιαν". Καί ὡς οὖν τοῦτο λέγει, σκιρτᾷ καί πάλλει ἡ καρδία αὐτοῦ καί πρός τόν πόθον τοῦ ὀφθέντος εὐθύς ἀνάπτεται. Εἶτα πάλιν ἄρχεται λέγειν μετά δακρύων θερμῶν καί πολλῶν ὡς· "Ὡράθη μοι, πάτερ, ἐκεῖνο τό φῶς· ἤρθη ὁ οἶκος τῆς κέλλης εὐθύς καί παρῆλθεν ὁ κόσμος, φυγών ὡς οἶμαι ἀπό προσώπου αὐτοῦ· ἔμεινα δέ μόνος ἐγώ μόνῳ συνών τῷ φωτί. Οὐκ οἶδα δέ εἰ ἦν καί τό σῶμα τοῦτο, πάτερ, τηνικαῦτα ἐκεῖ· εἰ γάρ ἔξω τούτου γέγονα ἀγνοῶ, τέως οὐκ ᾔδειν ὅτι σῶμα φορῶ καί περίκειμαι. Ἦν μοι δέ χαρά ἡ καί νῦν συνοῦσά μοι ἄφραστος, ἀγάπη τε καί πόθος πολύς, ὡς κινηθῆναί μου τά νάματα κατά ποταμούς τῶν δακρύων, καθά δή καί νῦν, ὡς ὁρᾷς". Ἀποκριθείς οὖν λέγει αὐτῷ· "Ἐκεῖνος, τέκνον, ἐστί". Καί σύν τῷ λόγῳ βλέπει πάλιν αὐτόν καί μικρόν μικρόν τελείως καθαίρεται, καθαιρόμενος δέ παρρησιάζεται καί ἐκεῖνον αὐτόν ἐρωτᾷ καί φησίν· "Ὁ Θεός μου, σύ εἶ;" Καί ἀποκρίνεται καί φησί· "Ναί ἐγώ εἰμι, ὁ Θεός, ὁ διά σέ ἄνθρωπος γεγονώς· καί ἰδού ἐγώ πεποίηκά σε, ὡς ὁρᾷς, καί ποιήσω θεόν".

Ὅτε τοίνυν χρονίσει πενθῶν καί κλαίων καί προσπίπτων καί ταπεινούμενος, ἄρχεται ἐκ τοῦ κατ᾿ ὀλίγον γινώσκειν τά τοῦ Θεοῦ· καί εἰς τοῦτο πεφθακώς, τότε μανθάνει "τό θέλημα αὐτοῦ τό ἅγιον καί εὐάρεστον καί τέλειον". Εἰ γάρ μή ἴδῃ, ἵνα πάλιν εἴπω, αὐτόν, οὐδέ δύναται γινώσκειν αὐτόν· καί εἰ μή γνῷ αὐτόν, πῶς ἰσχύσει γνῶναι τό αὐτοῦ ἅγιον θέλημα; Εἰ γάρ ἐπί ἀνθρώπων τοῦτο ἀδύνατον, πολλῷ μᾶλλον ἐπί Θεοῦ. Διό καί προκόπτων καί ἐπί πλεῖον προσοικειούμενος τῷ Θεῷ, ἐκ τῶν εἰς αὐτόν γινομένων παρά Θεοῦ γινώσκει καί ἅπερ μετά τῶν προλαβόντων ἁγίων ἁπάντων ἐποίησε καί ὅσα μέλλει μετά τῶν μεταγενεστέρων ποιεῖν. Περί δέ τῶν μελλόντων στεφάνων καί ἀμοιβῶν διδάσκεται μέν μυούμενος παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, τεκμαιρόμενος δηλονότι ὅτι ὑπέρ νοῦν καί λόγον καί διάνοιαν ταῦτά εἰσιν· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί νοεῖ σαφῶς ὁποῖοι μετά τήν ἀνάστασιν ἔσονται αὐτός τε καί πάντες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, οὐκ ἀπολαμβάνει δέ ταῦτα νυνί, εἰ καί τινες τοῦτο λέγειν ἡμᾶς κακῶς ἐλογίσαντο. Εἰ γάρ ἐνταῦθα τό πᾶν ἀπολαμβάνειν ὑποτιθέμεθα, λοιπόν κατ᾿ αὐτούς καί τήν ἀνάστασιν αὐτήν ἀπαρνούμεθα, τήν κρίσιν τε καί τήν ἀνταπόδοσιν, καί τήν τῶν μελλόντων ἐλπίδα ἑκουσίως ἀποβαλλόμεθα. Ἀλλ᾿ οὐχ οὕτως ἡμεῖς φρονοῦμεν ἤ λέγομεν, ἀλλά καί τούς τοῦτο λέγοντας σφοδρῶς καθυποβάλλομεν ἀναθέματι. Τοίνυν καί νῦν μέν μετρίως τούς ἀρραβῶνας ἐντεῦθεν ἤδη ἀπολαμβάνειν τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων ὁμολογοῦμεν καί λέγομεν, τό δέ ὅλον μετά τόν θάνατον ἐλπίζομεν λήψεσθαι, καθώς γέγραπται· "Νῦν μέν γινώσκω, φησίν, ἐκ μέρους· ὅταν δέ ἔλθῃ τό πᾶν, τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται". Καί ἀλλαχοῦ· "Καί νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι, ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα".

Καί ἵνα κατά πεῦσιν καί ἀπόκρισιν τόν λόγον μεταποιήσωμεν, οἱονεί τόν εἰρηκότα τοῦτο ἐρωτήσωμεν· "Πόθεν, ὦ ἠγαπημένε καί φίλε Χριστοῦ, οἶδας ὅτι ὅμοιος αὐτοῦ ἔσῃ; Φράσον ἡμῖν, πόθεν;" "Ἐκ τοῦ Πνεύματος, φησίν, οὗ ἔδωκεν ἡμῖν, ἐκ τούτου γινώσκομεν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ καί αὐτός ὁ Θεός ἐν ἡμῖν ἐστιν, ἐπειδή καί αὐτός ταῦτά μοι εἶπε μυστικῇ τῇ φωνῇ". Ἀλλ᾿ ἐπί τό προκείμενον ἐπανέλθωμεν.

Πρῶτον ἄνωθεν εἴπομεν ὅτι νοήματα ἡμῶν ἐκεῖνα λέγεσθαι δίκαιον, ὅταν ἐν τῷ ἡμετέρῳ νοΐ ἵνα λόγος περί πράγματός τινος ἀγαθοῦ ἤ κακοῦ γεννηθῇ, οἷον φέρε εἰπεῖν, ἵνα κτήσωμαί τι ἤ κακοποιήσω ἤ ἀγαθοποιήσω τινά, ἐξήγησιν δέ καί οὐχί νόημα τό περί γεγενημένων ἤδη ἤ ἑωραμένων πραγμάτων λαλεῖν. Εἶτα πάλιν εἴπομεν ὅτι περί ὧν τις οὐχ ἑώρακε πραγμάτων ἤ πόλεων ἤ θεάτρων ἤ ἀνθρώπων, πῶς λέγειν δύναται περί αὐτῶν ἤ τάς ἰδέας ἤ τάς μορφάς καί τάς θέσεις αὐτῶν ἀφηγήσασθαι; Εἰ δέ καί εἴπῃ, μυθολόγος ἄν δικαίως ὑπό τῶν ἀκουόντων αὐτόν κληθήσεται. Οἱ οὖν εἰπόντες περί τῆς τοῦ Κυρίου ἡμέρας καί περί τῆς ἐνδόξου καί φρικτῆς αὐτοῦ παρουσίας προφῆται καί ἀπόστολοι, ὅτι ὡς κλέπτης ἐν νυκτί καί ὡς ὠδίν τῇ τικτούσῃ καί ὅτι ἐν πυρί ἀποκαλύπτεται, πόθεν μαθόντες ταῦτα εἰρήκασι; Πάντως γάρ, ἤ παρά τινος ἀκηκόασιν, ἤ αὐτόπται τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐγένοντο. Ἐπεί ὅ οὐκ εἶδον, ὅ παρ᾿ ἑτέρου οὐκ ἤκουσαν λέγοντος, πῶς ἐκεῖνοι εἰρήκασιν; Εἰ οὖν ἤκουσαν, παρά τίνος εἰπέ· οὔπω γάρ τέως λέγω ὅτι εἶδον αὐτοί καί εἶπον, ἀλλ᾿ ὅτι ἤκουσαν· εἰπέ λοιπόν, εἰ οἶδας, πόθεν ταῦτα μεμαθήκασιν. Εἰ δέ τί εἰπεῖν οὐκ ἐπίστασαι, ἄκουσον καί γνῶθι ὅτι παρά τοῦ Ἁγίου ταῦτα μεμαθήκασι Πνεύματος, καθώς αὐτοῖς καί ὁ Κύριος ἔλεγεν· "Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὅ πέμπει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν". Ὅτι δέ καί ἅ οὐκ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Χριστός, ταῦτα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῖς ἀποστόλοις ἐπελθόν ἐδίδαξε καί εἶπε, φησίν ὁ αὐτός· "Ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι· ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλ᾿ ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Ἐκεῖνος ἐμέ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν". Ἔμαθες πόθεν ἐδιδάχθησαν οἱ γράψαντες τά περί τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί τῆς τοῦ Κυρίου ἐπιφανείας καί τῶν ἀποκειμένων καί ἐπελθεῖν μελλόντων τοῖς ἁμαρτωλοῖς καί δικαίοις. Οὕτω καί περί τῶν λοιπῶν πάντων τῶν μή βλεπομένων ἡμῖν αὐτοί φωτισθέντες διά τοῦ Πνεύματος εἶδον ἅμα καί ἔγραψαν.

Ἀλλ᾿ ἐρωτῶντί μοι ἀποκρίθητι. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τί ἐστι; Θεός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ ὁμολογουμένως Θεός ἀληθινός. Σύ οὖν, ὡς ὁρᾷς, λέγεις τοῦτο Θεόν, τοῖς δόγμασι τῆς Ἐκκλησίας ἑπόμενος. Τοῦτο τοίνυν λέγων τε καί φρονῶν Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ ἐκπορευόμενον, συνιστᾷς ὅτι οἱ τό Ἅγιον ἔχοντες Πνεῦμα αὐτόν ἐκεῖνον ὁμολογουμένως ἔχουσι τόν Θεόν μένοντα πάντοτε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καθώς πρός τούς ἀποστόλους ὁ Χριστός ἔφη· "Ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσετε· καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα". Ἰδού οὖν ἐδιδάχθης ὅτι καί μένει καί κατοικεῖ εἰς ἀτελευτήτους αἰῶνας· τό γάρ εἰπεῖν "ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα" τό ἀϊδίως καί ἀτελευτήτως αὐτοῖς συνέσεσθαι καί εἶναι ἀχώριστον μετ᾿ αὐτῶν ἔν τε τῷ νῦν καιρῷ, ἔν τε τῷ μέλλοντι αἰῶνι δηλοῖ. Ὅτι δέ καί ἑώρων τό Ἁγιον Πνεῦμα οἱ θεῖοι ἀπόστολοι καί ὅσοι τοῦτο λαβεῖν ἠξιώθησαν, ἄκουσον τό ἑπόμενον· "Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὔτε γινώσκει αὐτό, ὑμεῖς δέ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾿ ὑμῖν μένει". Ἵνα δέ γνῷς ὅτι καί τόν Χριστόν βλέπουσιν οἱ ἀγαπῶντες αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φυλάσσοντες, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἄκουσον λέγοντος· "Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν".

Γνωστόν τοιγαροῦν ἔστω πᾶσι χριστιανοῖς ὅτι ὁ Χριστός ἀψευδής καί Θεός ἀληθινός ἐστι καί τοῖς τήν πρός αὐτόν ἀγάπην διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ ἐνδεικνυμένοις ὁμολογουμένως ἐμφανίζεται, καθώς εἶπεν αὐτός· αὐτό τε τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τῆς ἐμφανείας αὐτοῦ δωρεῖται αὐτοῖς καί διά τοῦ Ἁγίου πάλιν Πνεύματος αὐτός καί ὁ Πατήρ ἀχωρίστως μένουσιν μετ᾿ αὐτῶν. Οἱ δέ τοιοῦτοι ἀφ᾿ ἑαυτῶν λαλοῦσιν οὐδέν· ὁ δέ λέγων λαλεῖν αὐτούς τι ἀφ᾿ ἑαυτῶν, δυνατόν εἶναι λέγει εἰδέναι καί ἄνθρωπον τά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνθρώπους ὡσαύτως τά τοῦ Θεοῦ· εἰ δέ μή τοῦτο, ἀλλά ψεύστας καί μυθολόγους ἀποκαλεῖ, ὡς μή ἐξ αὐτοῦ διδασκομένους, ἀλλά περί ὧν οὐκ εἶδον ἤ ἤκουσαν ἀπό οἰκείων συλλογισμῶν ἑτέρους διδάσκοντας. Ἀλλά χρεών εἰδέναι, ὅτι, εἰ συνᾴδοντα καί οὗτοι τοῖς προλαβοῦσι θεοφόροις πατράσι φθέγγονται, ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι καί αὐτοί δηλονότι φθέγγονται καί οἱ αὐτοῖς ἀπιστοῦντες ἤ καί ἐνδιαβάλλοντες εἰς τόν δι᾿ αὐτῶν φθεγγόμενον ἁμαρτάνουσιν.

Ἐδιδάχθης τοίνυν, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός σου, εἰ θέλεις, ἐστί καί τά αἰώνια ἅπαντα ἀγαθά ἐν χερσί σου εἰσί. Σπεῦσον οὖν ἰδεῖν καί λαβεῖν καί ἐν σεαυτῷ κτήσασθαι τά ἀποκείμενα ἀγαθά καί μή διά τοῦ οἴεσθαι ταῦτα ἔχειν ἀποστερηθήσῃ πάντων αὐτῶν· κλαῦσον, πρόσπεσον, ὥσπερ ποτέ ὁ τυφλός, οὕτω καί νῦν καί σύ καί εἰπέ· "Ἐλέησόν με, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, καί διάνοιξόν μου τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, ἵνα ἴδω τό φῶς τοῦ κόσμου, σέ τόν Θεόν, καί γενήσομαι υἱός ἡμέρας θείας κἀγώ· καί μή ἄμοιρον, ὡς ἀνάξιον, τῆς σῆς θεότητος καταλείψῃς με, Ἀγαθέ. Ἐμφάνισόν μοι, Κύριε, σεαυτόν, ἵνα γνώσωμαι ὅτι ἠγάπησάς με, ὡς τάς θείας τηρήσαντά σου, Δέσποτα, ἐντολάς. Πέμψον τόν παράκλητον, οἰκτίρμον, καί ἐπ᾿ ἐμοί, ἵνα αὐτός με διδάξῃ τά περί σοῦ καί τά σά ἀναγγείλῃ μοι, ὦ Θεέ τοῦ παντός. Λάμψον ἐπ᾿ ἐμοί τό φῶς τό ἀληθινόν, εὔσπλαγχνε, ἵνα ἴδω τήν δόξαν τήν σήν, ἥν εἶχες πρό τοῦ τόν κόσμον γενέσθαι παρά τῷ σῷ Πατρί. Μεῖνον, ὡς εἶπας, καί ἐν ἐμοί. Μορφωθῆναι θέλησον, ἀόρατε, ἐν ἐμοί, ἵνα βλέπων τό ἀμήχανον κάλλος σου, τήν εἰκόνα, ἐπουράνιε, φορέσω τήν σήν καί πάντα τά ὁρατά ἐπιλάθωμαι. Δός μοι τήν δόξαν ἥν σοι δέδωκεν, εὔσπλαγχνε, ὁ Πατήρ, ἵνα ὅμοιός σοι ὡς πάντες οἱ δοῦλοί σου γένωμαι κατά χάριν θεός καί συνέσομαί σοι διηνεκῶς νῦν καί ἀεί καί εἰς ἀπεράντους αἰῶνας, ἀμήν".

Ναί, ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, πίστευσον καί πείσθητι ὅτι οὕτως ἐστί καί αὕτη ἡ πίστις ἡμῶν. Τοῦτο οὖν ἐστι, πίστευσον, ἀδελφέ, τό ἀναγεννηθῆναι καί ἀνακαινισθῆναι καί ζῆσαι τήν ἐν Χριστῷ ζωήν. Ἤ οὐκ ἀκούεις τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα εἰς τόν προτρεπτικόν αὐτοῦ λόγον τῶν Φώτων· "Οὐκ ἐπιθυμεῖς σεαυτόν ἰδεῖν, ἄνθρωπε, ἀπό γέροντος νέον γινόμενον;", καί τόν Παῦλον· "Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις· τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε τά πάντα καινά". Ποῖα πάντα λέγει τοιγαροῦν; Εἰπέ, σύ, εἰπέ. Μή ὁ οὐρανός ἐνηλλάγη; Μή ἡ γῆ; Ἀλλά ὁ ἥλιος, ἤ οἱ ἀστέρες, ἤ ἡ θάλασσα, ἤ τι τῶν βλεπομένων καινόν καί πρόσφατον γέγονεν; Ἀλλ᾿ οὐκ ἔχεις τοῦτο εἰπεῖν· πρός ἡμᾶς γάρ καί δι᾿ ἡμᾶς τοῦτο εἴρηκε. Νεκροί γάρ ὄντες, πρός ζωήν ἀνιστάμεθα· φθαρτοί, καί εἰς ἀφθαρσίαν μεταποιούμεθα· θνητοί, καί εἰς ἀθανασίαν μεταβαλλόμεθα· γήϊνοι, καί γινόμεθα ἐπουράνιοι· σαρκικοί ἐκ σαρκός τήν γένεσιν ἔχοντες, καί πνευματικοί γινόμεθα, τῷ Ἁγίῳ ἀναγεννώμενοι καί ἀναπλαττόμενοι Πνεύματι.

Ταῦτα τοιγαροῦν ἡ ἐν Χριστῷ καινή κτίσις εἰσίν, ἀδελφοί· ταῦτα εἰς τούς ἀληθινούς πιστούς καί ἐκλεκτούς καθ᾿ ἑκάστην ἐπιτελοῦνται καί γίνονται, καί τούτων ἁπάντων μέτοχοι μερικῶς, ὡς πολλάκις εἴπομεν, ἐν σώματι ὄντες, γνωστῶς γίνονται· οὐ μόνον δέ ἀλλά καί μετά θάνατον ὁλοτελῶς ταῦτα καί βεβαίως κληρονομῆσαι ἐλπίζουσιν, ὅλοι δηλαδή ἐν ὅλοις τοῖς νυνί μεταληφθεῖσι γινόμενοι ἀγαθοῖς. Εἰ γάρ καί τόν Χριστόν ἐσθίειν καί πίνειν, ἐνδύεσθαί τε καί ὁρᾶν καί αὖθις ὁρᾶσθαι παρ᾿ αὐτοῦ ἀεί διδασκόμεθα, ἀλλά καί ἐν ἡμῖν αὐτόν ἔχειν καί ἐν αὐτῷ πάλιν μένειν ἡμᾶς οἴδαμεν, ὡς αὐτόν μέν εἶναι ἡμῶν ἔνοικον, ἡμᾶς δέ πάλιν ἐνοίκους αὐτοῦ, οἰκίᾳ γινομένῳ δηλονότι ἡμῖν καθά καί ἡμεῖς πάλιν οἰκία γινόμεθα αὐτῷ, εἶτα καί υἱοί μέν ἡμεῖς αὐτοῦ, αὐτός δέ πατήρ ἡμῶν γίνεται, καί φῶς ἐκεῖνος ἐν σκότει λάμπον ἐστίν, αὐτόν δέ βλέπειν ἡμεῖς λέγομεν κατά τό "ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα", ἐάν οὖν ταῦτα πάντα καί τά λοιπά, ὡς δεδήλωται, ὅσα δηλονότι αἱ θεῖαι Γραφαί γίνεσθαι ἐν ἡμῖν ἐν τῷ ἐνεστῶτι καιρῷ τῆς παρούσης ζωῆς ἐκδιδάσκουσι, μηδόλως γίνεσθαι λέγωμεν εἰς ἡμᾶς, ἤ γίνεσθαι μέν, μυστικῶς δέ καί ἀνεπαισθήτως, μηδέν πρός ταῦτα γινωσκόντων ἡμῶν, τί νεκρῶν διαφέρομεν;

Μή δή τῇ ἀπιστίᾳ οὕτως ἑαυτούς ἐκδιδόντες, εἰς βυθόν ἀπωλείας κατέρχεσθε· ἀλλ᾿ εἰ καί μέχρι τοῦ νῦν αἴσθησιν τῶν τοιούτων λαβεῖν οὐκ ἠλπίσατε καί διά τοῦτο οὐδέν ᾐτήσασθε, κἄν ἀπό τοῦ παρόντος πληροφορήθητε, πρῶτον ἀληθῆ ταῦτα πιστεύσαντες εἶναι καί συνᾴδοντα ταῖς θείαις Γραφαῖς, πάσας αὐτάς δηλονότι διεξερχόμενοι, ὅτι ἐντεῦθεν ἤδη γνωστῶς ἡ σφραγίς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμῖν τοῖς πιστοῖς δίδοται. Καί πιστεύσαντες οὕτω διώκετε ἵνα καταλάβητε, οὕτω πυκτεύσατε ὡς οὐκ ἀέρα δέροντες· καί πρός τούτοις "αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν· κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν", εἴτε ἐνταῦθα εἴτε ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι. Τέως διδάσκεσθε, τέως μετανοεῖτε, ὑποτάσσεσθε, νηστεύετε, κλαίετε, εὔχεσθε· καί οὕτω διά τούτων καί τῶν τοιούτων τρέχετε, πυκτεύετε, διώκετε, ζητεῖτε, κρούετε, αἰτεῖσθε, πρός μηδέν ἕτερον ἀπονεύοντες, ἕως καταλάβητε, ἕως δράξησθε, ἕως λάβητε, ἕως ὑμῖν ἀνοιγῇ καί εἰσέλθητε, ἕως ἔνδον τοῦ νυμφῶνος τόν νυμφίον θεάσησθε, ἕως ἀκούσητε· "Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω", ἕως υἱοί φωτός καί υἱοί ἡμέρας γένησθε. Ἀλλά γάρ μή πρό τοῦ ταῦτα καί ἰδεῖν καί λαβεῖν καί παθεῖν φρεναπατοῦντες ὑμᾶς ἑαυτούς καί παραλογιζόμενοι εἶναί τι δοκεῖτε μηδέν ὄντες, καί ὡς ἀναπεπτωκότες τῇ συνειδήσει πνευματικούς ἑαυτούς εἶναι πρό τοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λαβεῖν οἴεσθε, καί διά τοῦτο εἰς τό ἀναδέχεσθαι λογισμούς ἀλλοτρίους ἀσυνέτως ἐπείγεσθε καί εἰς ἡγουμενείας καί ἀρχάς ἐπιβαίνετε καί ἱερωσύνης ἀφόβως κατατολμᾶτε καί πρός μητροπόλεις καί ἐπισκοπάς τοῦ ποιμαίνειν τόν τοῦ Κυρίου λαόν ἑαυτούς ὑμᾶς διά μυρίων μεθόδων ἀναιδῶς ἐπιδίδοτε. Ἀλλά προσέχετε, παρακαλῶ, ἑαυτοῖς, τά ἄνω φρονοῦντες, τά ἄνω ζητοῦντες, τά ἄνω ἐπιποθοῦντες, μηδενός τῶν ἐπιγείων, πρό τοῦ λαβεῖν ἐκεῖνα, φροντίζοντες.

Ναί, καταφρονήσωμεν πάντων τῶν ὁρωμένων, ἀξιῶ τήν ἀγάπην ὑμῶν· ἀποδεισώμεθα τά ἀνθρώπινα πάντα, ἅπαντα τά ἐμπαθῆ καί βλαβερά βδελυξώμεθα, ἵνα καί τῶν ἐνταῦθα καί τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ ἀνάρχῳ Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ Πνεύματι, τῷ ἑνί τρισαγίῳ φωτί, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

[/fonts][/fontf]