News:

Η Συνευωχία ξανά στο Διαδίκτυο

Main Menu

Μικρά μεγάλα Άγια

Started by Iaspis, 31 December, 2008, 11:53:33 PM

Previous topic - Next topic

Iaspis

[font size=4]Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς[/fonts]

Επειδή δεν είναι δυνατό να φύγουν τελείως από μας τα πονηρά πάθη και ο κόσμος της αμαρτίας και να μη ενεργούν σε μας συλλογιστικά , εάν δεν φθάσουμε στη θεωρία του Θεού, γι΄ αυτό μυστήριο του Θεού είναι και η θεωρία του είδους αυτού που σταυρώνει για το κόσμο εκείνους που την αξιώθηκαν.


«όποιος δεν παίρνει το σταυρό του για να με ακολουθήσει, δεν είναι άξιός μου», και «όποιος θέλει να έλθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθήσει».

Η εντολή διατάσσει να αρνείται κανείς το σώμα και να σηκώνει το σταυρό του. Το έχουν το σώμα οι ζώντες κατά Θεό, αλλά δεν είναι πολύ προσδεδεμένοι σε αυτό, το χρησιμοποιούν ως συνεργό στα αναγκαία, αν δε το καλέσει ο καιρός είναι έτοιμοι να το προδώσουν και αυτό, όπως και κτήματα και ότι άλλα μέσα χρειασθούν. Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προφήτες πριν συντελεσθεί, αλλά και τώρα μετά τη τέλεσή του, είναι μυστήριο μέγα και πραγματικά θείο. Πως; Διότι φαινομενικά μεν παρουσιάζεται να προξενεί ατίμωση στον εαυτό του αυτός που εξευτελίζει τον εαυτό του και τον ταπεινώνει σε όλα, και πόνο και οδύνη, αυτός που αποφεύγει τις σωματικές ηδονές, αυτός που δίνει τα υπάρχοντα καθίσταται αίτιος πτωχείας στον εαυτό του. Δια της δυνάμεως του Θεού όμως αυτή η πτωχεία και η οδύνη και ατιμία, γεννά δόξα αιώνια και ηδονή ανέκφραστη και ανεξάντλητο πλούτο, τόσο στο παρόντα όσο και στο μέλλοντα εκείνο κόσμο.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

Κατά Ιωάννην (12, 20-27)

 ῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν.  ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ·  ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.  ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Μαξίμου[/fonts]

Επί πλέον ο ίδιος Λόγος τού Θεού λέγεται φώς καί ζωή καί ανάστασις καί αλήθεια*. Καί φώς μέν λέγεται καί διότι λαμπρύνει τάς ψυχάς, καί διότι αποδιώκει τό σκότος τής αγνοίας, καί διότι φωτίζει τόν νούν, διά νά κατανοή τά απόρρητα καί εμφανίζει είς τήν ψυχήν υπεργήινα καί υπέρ αίσθησιν μυστήρια, τά οποία θεώνται, διά τών οφθαλμών τής ψυχής, μόνον οι καθαροί· λέγεται ζωή ο Λόγος τού Θεού, διότι παρέχει είς τάς ψυχάς, πού αγαπούν τόν Κύριον, τήν ευχέρειαν νά κινούνται είς τήν περιοχήν τών θείων νοημάτων. Λέγεται, επίσης, ανάστασις, διότι ανυψώνει τόν νούν από τήν νεκράν προσπάθειαν τών υλικών επιδιώξεων καί τόν διαφυλάσσει καθαρόν από τήν πολύμορφον φθοράν καί νεκρότητα.
Τέλος ο Λόγος τού Θεού, λέγεται αλήθεια, διότι προσφέρει ως δώρον είς τούς αξίους σταθεράν καί αμετάτρεπτον τήν συνήθειαν τών αγαθών, κατά τό διάστημα πού η ψυχή μεταβαίνει ανοδικώς από δυνάμεως είς δύναμιν καί από δόξης είς δόξαν, πράγμα πού φανερώνει τήν από αρετής είς αρετήν μεγαλυτέραν προκοπήν, καί τήν από γνώσεως είς γνώσιν υψηλοτέραν ανάβασιν. Κατά τά στάδια τής ανοδικής αυτής πορείας η ψυχή μεταλλάσει συνεχώς παροικίαν, συμφώνως πρός τό γραφικόν λόγιον· «πολλά παρώκησεν η ψυχή μου» (Ψαλμ. ριθ, 6)


* «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ιωάν. η\', 12)
«ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν. ιδ\', 6)
«ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν. ιά\', 25)
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]


Τρείς είναι αί αρεταί, τάς οποίας, εάν ο νούς βεβαιωθή ότι κατέχει, πιστεύει πλέον, ότι έφθασεν είς κατάστασιν αθανασίας· πρώτη είναι η διάκρισις, η ικανότης δηλαδή νά διακρίνη τό κάθε πράγμα άν είναι καλόν ή κακόν· δευτέρα είναι η πρόβλεψις, τό νά προβλέπη δηλαδή τήν εξέλιξιν πάντων τών ζητημάτων, πού τόν απασχολούν, πρίν νά συμβούν, καί τρίτη, τό νά μή προέρχεται είς συμφωνίας μετά ξένων προσώπων, τά οποία δέν γνωρίζει.

---->
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]


Επίσης τρείς άλλαι αρεταί επιχορηγούν πάντοτε τόν νούν μέ πλούσιον φώς· εξ αυτών τών αρετών πρώτη είναι τό νά μή γνωρίζωμεν πονηρίαν ανθρώπου, δευτέρα τό νά ευεργετώμεν αυτούς πού μάς κάμνουν κακόν καί τρίτη τό νά υπομένωμεν αγογγύστως τάς διαφόρους συμφοράς.

Αί τρείς αυταί αρεταί γεννούν άλλας τρείς μεγαλυτέρας από αυτάς· δηλάδη τό νά μή γνωρίζωμεν πονηρίαν ανθρώπου γεννά τήν αγάπην πρός τόν πλησίον· τό νά ευεργετώμεν αυτούς πού μάς κάμνουν κακόν, μάς βοηθεί νά αποκτήσωμεν τήν ειρήνην, καί τό νά υπομένωμεν αγογγύστως τάς συμφοράς εξασφαλίζει είς τήν ψυχήν μας τήν πραότητα. Είς αυτάς τάς τρείς αρετάς αναπαύεται τό πνεύμα τού Θεού.

--->
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]

Είναι ακόμη καί άλλαι τέσσαρες αρεταί πού εξαγνίζουν τήν ψυχήν· η σιωπή, η εφαρμογή είς τήν ζωήν μας τών εντολών, η στενοχωρία τού βίου καί η ταπεινοφροσύνη.

Υπάρχουν καί τέσσαρες άλλαι αρεταί, τάς οποίας ο νούς πάντοτε χρειάζεται καί υπό τών οποίων προφυλάσσεται· είναι δέ αυταί αί εξής: πρώτη: τό νά προσπίπτη είς τόν Θεόν καί νά εύχεται συνεχώς καί χωρίς διακοπήν· δευτέρα: τό νά ρίπτη τόν εαυτόν του ο άνθρωπος ενώπιον τού Θεού αυτοταπεινούμενος· τρίτη: τό νά μή έχη τήν φιλοπερίεργον φροντίδα ουδενός ανθρώπου, ώστε νά τόν κατακρίνη· καί τέταρτη: τό νά κωφεύση πρός τά ομιλούντα είς αυτόν πάθη, δηλαδή πρός τούς εμπαθείς λογισμούς. Θά δυνηθώμεν δέ νά εφαρμόσωμεν όλα αυτά, εφ\' όσον προσπαθήσωμεν νά μή λησμονήσωμεν τάς πρός ημάς ευεργεσίας τού Θεού καί τάς πρός Αυτόν υποχρεώσεις ημών.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]

Από τέσσαρα πράγματα, στρεφόμενα εναντίον τού πλησίον, σκοτίζεται η ψυχή· από τό μίσος, τήν εξουθένωσιν, τόν γογγυσμόν καί τόν φθόνον. Από τά εξής δέ τέσσαρα πάθη καθίσταται έρημος η ψυχή· όταν ο Μοναχός περιέρχεται από τόπου είς τόπον· όταν αγαπήση τήν πολυμέριμνον ενασχόλησιν· όταν ποθήση τήν ύλην· καί  όταν κυριευθή υπό τής φιλαργυρίας.

Όποιος λοιπόν θέλει νά γίνει Μαθητής τού Ιησού φεύγει από τά πάθη· διότι, εάν δέν κατορθώση νά αποκόψη αυτά, δέν είναι δυνατόν νά καταστή οικητήριον τού Θεού, ούτε νά αισθανθή τήν γλυκύτητα τής Θεότητας Αυτού. Ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς είπεν· «Εάν ο οφθαλμός σου τά βλέπη όλα χωρίς πονηρίαν, τότε καί όλον σου τό σώμα θά είναι φωτεινόν· εάν, αντιθέτως, ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, καί όλον σου τό σώμα θά είναι σκοτεινόν» (Ματθ. ς\' 22-23)
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]

Άς αποδυθώμεν λοιπόν, μέ όλην τήν δύναμιν τής ψυχής μας, είς δακρύβρεκτον επίπονον προσπάθειαν καί άς αγωνιζώμεθα σιγά-σιγά έως ότου αποβάλωμεν τάς συνηθείας τού παλαιού ανθρώπου τής αμαρτίας· άς αποφεύγωμεν κάθε πράγμα, πού μάς οδηγεί είς τήν απώλειαν, έως ότου έλθη είς ημάς η αγάπη τού Θεού καί πάρη από επάνω μας τήν εικόνα τού χοïκού ανθρώπου, εγκαταστήση δέ είς τάς καρδίας μας τήν Αγίαν Αυτού εικόνα, όπως λέγει καί ο Απόστολος· «όπως εφορέσαμεν (εξ αιτίας τής πτώσεως)τήν εικόνα τού χοïκού, θά φορέσωμεν καί τήν εικόνα τού επουρανίου» (Α\' Κορ. ιε\' 49).
Επειδή δηλαδή εγνώριζεν ο Απόστολος, ότι δέν δύναται νά υπάρξη άνθρωπος χωρίς αμαρτίαν, από τότε πού έγινεν η παράβασις τού Αδάμ, καί ότι , πάλιν, είναι δυνατόν νά επαναφέρη τόν άνθρωπον η μετάνοια είς μίαν νέαν κατάστασιν αναμαρτησίας, δι\' αυτό είπεν, ότι πρέπει νά εγκαταλείψωμεν τά έργα τού πρώτου Αδάμ, πού παρήκουσε τήν εντολήν, καί νά εφαρμόσωμεν τήν πράξιν, πού συνιστά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· αυτή δέ η πράξις είναι η εκτέλεσις τών αγίων Αυτού εντολών.
Ούτος ο γλυκύς Ιησούς ευσπλαγχνίσθη τόν άνθρωπον καί εσήκωσεν επί τών ώμων Του τό βάρος τής δουλείας τού ανθρώπου, έως ότου τόν έφερε μέσα είς μυστικόν Παράδεισον, επιχορηγήσας είς αυτόν όλας τάς αγίας Του αρετάς καί τού έδωσε νά φάγη από τό ξύλον τής ζωής, πού είναι η σωματική καί ψυχική αγνεία.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Τού Αγίου Ησαΐου[/fonts]


Μάθετε δέ επακριβώς καί κατά βάθος τούτο από τόν ήλιον πού μάς φωτίζει· ένα μικρό συννεφάκι, πού τρέχει κάτω από τόν ήλιον, σκεπάζει τήν ανταύγειάν του καί μετριάζει τήν θερμότητά του. Αυτάς όμως τάς λεπτομερείας (τών ψυχικών μεταπτώσεων) δέν τάς αντιλαμβάνονται όλοι, παρά μόνον όσοι έχουν γνώσιν· διότι η αμέλεια καί η κατά τού πλησίον κατηγορία, ταράσσουν τήν διάνοιαν καί δέν τήν αφήνουν νά θεωρή τό φώς τού Θεού.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Αγίου Ιωάννου τού Σιναΐτου[/fonts]


Η ελάττωσις του κακού γεννά την αποχή από το κακό. Η αποχή από το κακό είναι η αρχή της μετανοίας. Η αρχή της μετανοίας είναι η αρχή της σωτηρίας. Η αρχή της σωτηρίας είναι η καλή πρόθεσις. Η καλή πρόθεσις γεννά τους κόπους. Αρχή των κόπων είναι οι αρετές. Η αρχή των αρετών είναι το άνθος (της πνευματικής ζωής). Το άνθος της αρετής είναι η αρχή της (πνευματικής) εργασίας. Η (πνευματική) εργασία είναι τέκνο της αρετής∙ και αυτής τέκνο η συνέχισις και η συχνότης της εργασίας. Καρπός και τέκνο της συνεχούς και επιμελούς εργασίας είναι η έξις, (η μόνιμη δηλαδή συνήθεια). Και τέκνο της έξεως είναι η π ο ί ω σ ι ς, (να γίνη δηλαδή η αρετή ένα με την ψυχή, φυσική κατάστασίς της).

Η π ο ί ω σ ι ς στο καλό γεννά τον φόβο (του Θεού). Ο φόβος γεννά την τήρησι των εντολών – είτε των επουρανίων είτε των επιγείων. Η τήρησις των εντολών είναι απόδειξις της αγάπης (προς τον Θεόν). Αρχή της αγάπης είναι το πλήθος της ταπεινώσεως. Το πλήθος δε της ταπεινώσεως είναι θυγατέρα της απαθείας. Και η απόκτησις της απαθείας είναι η πληρότης της αγάπης, δηλαδή η πλήρης κατοίκησις του Θεού σε όσους έγιναν με την απάθεια «καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄ 8).

Αυτώ η δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=4]Κλίμαξ, Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου[/fonts]

[font size=2]Αποσπάσματα[/fonts]

[font size=4]1ο[/fonts]

28. Ας αγαπήσωμε τον Κύριον, όπως αγαπούμε και σεβόμεθα τους φίλους μας. Είδα πολλές φορές ανθρώπους πού ελύπησαν τον Θεόν και δεν ανησύχησαν καθόλου γι΄αυτό. Όταν όμως συνέβη να πικράνουν αγαπητά τους πρόσωπα, έστω και σε κάτι μικρό, έκαναν το πάν, εχρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα, εσκέφθηκαν κάθε τρόπο, υπεβλήθησαν σε κάθε θλίψι, ωμολόγησαν το σφάλμα τους, και παρεκάλεσαν είτε αυτοπροσώπως είτε με φίλους είτε με δώρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την πρώτη αγάπη τους.


39. Ας τρέξωμε με χαρά και με φόβο στον καλόν αγώνα, χωρίς να φοβούμεθα τους εχθρούς μας. Διότι αυτοί παρατηρούν την όψι της ψυχής μας, έστω και αν εμείς δεν τους βλέπωμε. Και όταν ιδούν την όψι της ψυχής μας αλλαγμένη από τον φόβο, τότε επιτίθενται δριμύτερα εναντίον μας, επειδή αντελήφθηκαν οι δόλιοι ότι φοβηθήκαμε. Γι΄αυτό λοιπόν ας τους επιτεθούμε με ανδρεία. Διότι κανείς δεν θέλει να πολεμή εναντίον εκείνου που μάχεται με ζήλο.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]2ο[/fonts]

1.ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ αγάπησε πραγματικά τον Κύριον και επεζήτησε αληθινά να κερδήση την μέλλουσα βασιλεία, εκείνος πού απέκτησε πραγματικό πόνο για τα αμαρτήματά του και ζωντανή ενθύμησι της κολάσεως και της αιωνίου κρίσεως, εκείνος που ξύπνησε αληθινά μέσα του τον φόβο του θανάτου του, δεν θα αγαπήση πλέον ούτε θα ενδιαφερθή ούτε θα μεριμνήση καθόλου για χρήματα ή για κτήματα ή για τους γονείς του ή για επίγειο δόξα ή για φίλους ή για αδελφούς ή για τίποτε το γήϊνο. Αλλά αφού αποτινάξη από επάνω του και μισήση κάθε επαφή και κάθε φροντίδα για όλα αυτά, επί πλέον δε και πρίν απ΄όλα αφού μισήση και την ίδια την σάρκα του, ακολουθεί τον Χριστόν γυμνός και αμέριμνος και ακούραστος, ατενίζοντας πάντοτε στον ουρανό και αναμένοντας την έξ ύψους βοήθεια, καθώς το είπε ένας Άγιος: «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ΄9).

Και καθώς το είπε πάλι ο αείμνηστος εκείνος Προφήτης: «Εγώ δε ούκ εκοπίασα κατακολουθών σοι και ημέραν ή ανάπαυσιν ανθρώπου ούκ επεθύμησα, Κύριε» (Ιερεμ. ιζ΄16).
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]3ο[/fonts]

1. ΞΕΝΙΤΕΙΑ είναι η οριστική εγκατάλειψις όλων εκείνων που υπάρχουν στην πατρίδα μας και πού μας εμποδίζουν να επιτύχωμε τον ευσεβή σκοπό της ζωής μας. Η ξενιτεία είναι απαρρησίαστος συμπεριφορά, κρυμμένη σοφία, σύνεσις πού δεν φανερώνεται, ζωή μυστική, σκοπός που δεν βλέπεται, λογισμός αφανής, όρεξις της ευτελείας, επιθυμία της στενοχωρίας, αιτία του θείου πόθου, πλήθος του θείου έρωτος, άρνησις της κενοδοξίας, βυθός της σιωπής.

3. Επειδή «πάς προφήτης άτιμος έν τη πατρίδι αυτού», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ. ιγ΄57), ας εξετάσωμε μήπως η ξενιτεία γίνη σ΄εμάς αιτία κενοδοξίας. Ξ ε ν ι τ ε ί α είναι ο χωρισμός από όλα για να μείνη ο νους αχώριστος από τον Θεόν. Ξ ε ν ι τ ε ύ ω ν είναι ο εραστής και εργάτης του αδιακόπου πένθους. Ξ έ ν ο ς είναι αυτός που φεύγει κάθε σχέσι είτε με τους ιδικούς του είτε με τους ξένους.

10. Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχη εμπρός μας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξίς μας.

17. Ξένος πραγματικά είναι εκείνος πού σαν να ευρίσκεται ανάμεσα σε ξενόγλωσσους ανθρώπους ησυχάζει και σιωπά έχοντας πλήρη συναίσθησι του τι κάνει.

24. Όταν σε περικυκλώσουν σαν μέλισσες, ή μάλλον σαν σφήκες, οι συγγενείς σου, θρηνούντες για σένα, προσήλωσε τότε αμέσως το βλέμμα της ψυχής σου στον θάνατο και στις αμαρτωλές πράξεις σου, ώστε με τον ένα πόνο να κατορθώσης να αποδιώξης τον άλλον.

30. Όταν οι δαίμονες ή και οι άνθρωποι μας επαινούν σαν για μεγάλο κατόρθωμα για την ξενιτεία μας, τότε εμείς ας συλλογισθούμε Εκείνον που εξενίτευσε για μας και ήλθε από τον ουρανό στην γη, και με την σκέψι αυτή θα διαπιστώσωμε ότι εμείς είς τον αιώνα του αιώνος δεν θα κατορθώσωμε να ξεχρεώσωμε μία τέτοια ξενιτεία.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]4ο[/fonts]

4. Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.

27. Ίδιον των αγγέλων είναι το να μη πέφτουν, ίσως διότι και δεν μπορούν (πλέον) να πέσουν, όπως λέγουν ωρισμένοι. Των ανθρώπων είναι ίδιον να πέφτουν, αλλά και να σηκώνονται πάλι όταν πέσουν. Μόνο στους δαίμονας συμβαίνει, αφού μια φορά έπεσαν, να μην υπάρχη πλέον περίπτωσις να σηκωθούν.

38. Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε την σωτηρία του. Ενώ εκείνος πού τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχη την άφεσι των πταισμάτων του.

42. Αυτός που δεν υποχωρεί στα λόγια, είναι φανερό πώς δεν υποχωρεί και στα έργα. Διότι «ο έν ολίγω άπιστος, και έν πολλώ άπιστος έστι» (Λουκ. ις΄ 10) και ανένδοτος και μάταια κοπιάζει και από την ευλογημένη υποταγή τίποτε δεν κερδίζει, παρά μόνο ενοχή.

56. Ξεγύμνωσε, ξεγύμνωσε το τραύμα σου στον ιατρό. Μη εντραπής, αλλά λέγε: «Ιδικό μου, πάτερ, είναι το τραύμα, ιδική μου η πληγή! Η ιδική μου ραθυμία το προξένησε και όχι κάτι άλλο. Κανείς άλλος δεν είναι αίτιος της αμαρτίας μου, ούτε άνθρωπος ούτε διάβολος ούτε σώμα ούτε άλλο τίποτε, παρά μόνο η αμέλειά μου». Την ώρα πού εξομολογείσαι να είσαι και στην συμπεριφορά και στην όψι και στον λογισμό σκυφτός σαν κατάδικος, και αν μπορής βρέχε με δάκρυα τα πόδια του πνευματικού ιατρού και δικαστού σαν να είναι του Χριστού.

57. Εάν όλα εξαρτώνται από την συνήθεια, τότε οπωσδήποτε και τα καλά. Και η καλή συνήθεια έχει περισσότερη δύναμι, διότι δέχεται την ισχυρή συμπαράσταση του Θεού. Δεν θα κοπιάσης, υιέ μου, πολλά έτη για να αντικρύσης μέσα σου την μακαρία ανάπαυσι, εάν από την αρχή παραδώσης ολόψυχα τον εαυτό σου στις ατιμίες.

65. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις. Από την ταπείνωσι η απάθεια, αφού, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός, «έν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύρος και ελυτρώσατο ημάς έκ των εχθρών ημών» (Ψαλμ. ρλε΄ 23-24). Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει να ειπούμε ότι από την υπακοή γεννάται η απάθεια, η οποία απάθεια προξενεί την τελεία ταπείνωσι. Όπως από τον Μωϋσή αρχίζει ο Νόμος, έτσι από την ταπείνωσι αρχίζει να δημιουργήται η απάθεια. Και όπως η Θεοτόκος Μαρία, η θυγατέρα της συναγωγής, ετελειοποίησε την συναγωγή, έτσι και η απάθεια, η θυγατέρα της ταπεινώσεως, ετελειοποίησε την ταπείνωσι.

71. Η συνείδησίς σου ας είναι ο καθρέπτης της υπακοής σου, και αυτό είναι αρκετό.

85. Μην ασκής την «άλογον σιωπήν» και δημιουργής έτσι ταραχή και πικρία στους άλλους. Ούτε να είσαι νωθρός στους τρόπους και στο βάδισμά σου, την στιγμή πού σε προστάζουν να δείξης προθυμία και ενεργητικότητα. Διότι έτσι καταντάς χειρότερος από τους μανιακούς και τους ταραχοποιούς.

105. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις, όπως άλλωστε το είπαμε προηγουμένως. Από την ταπείνωσι γεννάται η διάκρισις. Περί αυτού ομιλεί πολύ έξοχα και βαθυστόχαστα και ο μέγας Κασσιανός στον λόγο του «περί διακρίσεως». Από την διάκρισι γεννάται η δ ι ό ρ α σ ι ς και από αυτήν η π ρ ό ο ρ α σ ι ς.

130. Όπως τα δένδρα πού σείονται από τους ανέμους ρίχνουν βαθειές ρίζες, έτσι και όσοι ζούν σε υπακοή αποκτούν δυνατές και ακλόνητες ψυχές.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]5o[/fonts]

2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.


6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.


21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.


22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.


27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]6o[/fonts]

5. Όπως ο άρτος είναι αναγκαιότερος από κάθε άλλη τροφή, έτσι και η σκέψις του θανάτου από κάθε άλλη πνευματική εργασία.

8. Αληθής απόδειξις εκείνων πού με όλη τους την καρδιά συναισθάνονται και ενθυμούνται τον θάνατο είναι η θεληματική απροσπάθεια προς κάθε κτίσμα και η τελεία απάρνησις του ιδίου θελήματος.

Εκείνος πού καθημερινά περιμένει τον θάνατο είναι οπωσδήποτε δόκιμος και σπουδαίος αγωνιστής. Ενώ εκείνος πού τον επιθυμεί κάθε ώρα είναι άγιος.

16. Οι Πατέρες ορίζουν ότι η τελεία αγάπη είναι «άπτωτος», (διότι μας προστατεύει από κάθε πτώσι). Παρόμοια και εγώ ορίζω ότι η τελεία συναίσθησις του θανάτου είναι «άφοβος», (διότι μας απαλλάσσει από κάθε άλλο φόβο).

26. Δεν είναι δυνατόν, είπε κάποιος, δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την σημερινή ημέρα, εάν δεν την λογαριάσωμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]7o[/fonts]

2. Ας το χαρακτηρίσωμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήϊνη προσήλωσι και σχέσι, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στην πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρή.

8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (της μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό που λέγω. Διότι εκείνο μας καθαρίζει από τα προηγούμενά μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ΄όσον το ελάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το εμολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζομε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.

21. Η κατάκλισίς σου στο κρεββάτι, ας σου είναι προτύπωσις της κατακλίσεώς σου στον τάφο, και τότε θα κοιμηθής λιγώτερο. Και αυτή η απόλαυσις του φαγητού στην τράπεζα, ας σου υπενθυμίζη το θλιβερό εκείνο φαγητό πού θα κάνουν τα σκουλήκια το σώμα σου, και τότε λιγώτερο θα φάγης. Και όταν πίνης νερό, να μή λησμονής την δίψα στην φλόγα της κολάσεως, οπότε θα περιορίσης οπωσδήποτε την φυσική σου επιθυμία.

26. Σε όσους πενθούν δεν αρμόζει να θεολογούν, διότι η θεολογία συνήθως διασκορπίζει το πένθος τους. Επειδή εκείνος πού θεολογεί είναι σαν να κάθεται σε διδασκαλικό θρόνο, ενώ εκείνος πού πενθεί «επί κοπρίας και σάκκου». Και αυτό νομίζω ότι εννοούσε ο Δαβίδ, ο οποίος, αν και σοφός και διδάσκαλος, όταν θρηνούσε για τις αμαρτίες του, απαντούσε σ΄εκείνους πού τον παρακαλούσαν να ψάλη: «Πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; δηλαδή στην γη της εμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ΄ 4).

33. Γέννημα της νοθευμένης κατανύξεως είναι η οίησις, ενώ της επαινετής η παράκλησις. Όπως η φωτιά καίει και εξαφανίζει την «καλαμιά», έτσι και το αγνό δάκρυ εξαφανίζει κάθε εξωτερική και εσωτερική ακαθαρσία.

45. Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει ανάγκη από δάκρυα ούτε επιθυμεί να πενθή ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπη να αγάλλεται και να ευθυμή εσωτερικά από την αγάπη του προς Αυτόν.

53. Η άβυσσος του πένθους αντικρύζει την (έκ μέρους του Θεού) παράκλησι. Και η καθαρότης της καρδίας δέχεται την (θεία) έλλαμψι. Έ λ λ α μ ψ ι ς σημαίνει απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοήται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται. Π α ρ ά κ λ η σ ι ς σημαίνει ανάψυξις της ψυχής ενός πονεμένου ανθρώπου, ο οποίος σαν νήπιο την ώρα αυτή και κλαυθμυρίζει μέσα του και φωνάζει χαρούμενα. Α ν τ ί λ η ψ ι ς σημαίνει ανανέωσις της ψυχής πού κατέπεσε από την λύπη, με θαυμαστή μεταβολή των δακρύων του πόνου σε δάκρυα ανώδυνα.

72. Ένας λόγος πολλές φορές υπήρξε ικανός να διασκορπίση το πένθος. Είναι δε αξιοθαύμαστο, εάν ένας λόγος μπόρεσε να το συγκεντρώση πάλι.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]8o[/fonts]

1. ΟΠΩΣ ΤΟ νερό, πού χύνεται λίγο-λίγο στην φωτιά, την σβήνει τελείως, έτσι και το δάκρυ του αληθινού πένθους σβήνει όλη την φλόγα του θυμού και της εξημμένης οργής.

4. Η αρχή της αοργησίας είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η καρδιά ευρίσκεται σε ταραχή. Το μέσον είναι να σιωπούν οι λογισμοί, ενώ η ψυχή ευρίσκεται σε ολίγη ταραχή. Και το τέλος, να επικρατή στην θάλασσα της ψυχής μόνιμη και σταθερά γαλήνη, όσο και αν φυσούν οι ακάθαρτοι άνεμοι.

15. Εάν το όριο της πιο τελείας πραότητος είναι, ενώ ευρίσκεται εμπρός σου αυτός πού σε παροξύνει, να τον αντιμετωπίζης με εσωτερική γαλήνη και αγάπη, τότε οπωσδήποτε το έσχατο όριο του θυμού είναι, ενώ απουσιάζει αυτός πού σε ελύπησε, να κάνης ότι συγκρούεσαι μαζί του με διάφορα λόγια και κινήματα θηριώδη.

23. Εάν θέλης ή μάλλον νομίζης ότι πρέπει να αφαιρέσης το κάρφος από τον οφθαλμό του άλλου, πρόσεξε μήπως αντί ιατρικής σμίλης χρησιμοποιήσης κανένα δοκάρι, οπότε θα ανοίξης ή θα καταστρέψης εντελώς τον οφθαλμό. Δοκάρι είναι ο βαρύς λόγος και οι απρεπείς εξωτερικοί τρόποι. Ενώ το άλλο, (η ιατρική σμίλη), είναι η με επιείκεια διδασκαλία και ο με μακροθυμία και καλωσύνη έλεγχος. Ο Απόστολος λέγει «έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον» (Β΄ Τιμ. δ΄ 2), όχι όμως και «τύψον» (κτύπα). Εάν όμως σπανίως χρειασθή και αυτό, άς γίνη, όχι όμως από σένα.

29. ...Είδα τρεις μοναχούς πού εξυβρίσθηκαν συγχρόνως. Ο πρώτος απ΄αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε, αλλά δεν ωμίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του, αλλά λυπήθηκε για τον υβριστή. Και ο τρίτος αφού αναλογίσθηκε την ψυχική βλάβη του υβριστού έχυσε θερμά δάκρυα. Έτσι έχεις εμπρός σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]9o[/fonts]

2. Μνησικακία σημαίνει κατάληξις του θυμού, φύλαξ των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, εντροπή της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωσις της αγάπης, καρφί εμπηγμένο στην ψυχή, αίσθησις δυσάρεστη πού αγαπάται μέσα στην γλυκύτητα της πικρίας της, συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία. Και τούτο το σκοτεινό και δύσμορφο πάθος, η μνησικακία δηλαδή, ανήκει στα πάθη πού γεννώνται από άλλα πάθη και όχι σε αυτά πού γεννούν. Γι΄αυτό δεν σκοπεύομε να ομιλήσωμε πολύ περί αυτής.

7. Η μνησικακία ευρίσκεται μακρυά από την φυσική και αυθόρμητη και στερεωμένη αγάπη.
Σ΄ αυτήν όμως την αγάπη πλησιάζει εύκολα η πορνεία, και βλέπεις στο περιστέρι να εισχωρή ανεπαίσθητα η ψείρα.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]10o[/fonts]


2. Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωσι δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.

4. Επί πλέον άς μη λησμονής και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθης και θα παύσης να κρίνης αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας επήρε την θέσι του άλλου!

12. Περιεργάσθηκα καλά την κατάστασι του πένθους και δεν ευρήκα σ΄ αυτήν ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως.

13. Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσωμε ή, αν δεν αμαρτήσωμε, στο να κατακρίνωμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο.

18. Μη κατακρίνης και όταν ακόμη βλέπης κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]11o[/fonts]

2. Η πολυλογία είναι η καθέδρα της κενοδοξίας. Καθισμένη επάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτόν της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, θύρα της καταλαλιάς, οδηγός στα ευτράπελα, πρόξενος της ψευδολογίας, σκορπισμός της κατανύξεως. Είναι αυτή που δημιουργεί και πού προκαλεί την ακηδία. Είναι πρόδρομος του ύπνου, διασκορπισμός της «συννοίας», αφανισμός της φυλακής του νοός, απόψυξις της πνευματικής θερμότητος, αμαύρωσις της προσευχής.

3. Η σιωπή που ασκείται με επίγνωσι και διάκρισι είναι μητέρα της προσευχής, επιστροφή από την αιχμαλωσία, διαφύλαξις του θείου πυρός, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευσις του πένθους, φίλη των δακρύων, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, ζωγράφος της αιωνίου κολάσεως, επίμονος εξεταστής της Κρίσεως, πρόξενος πνευματικής ανησυχίας και λύπης, εχθρός της παρρησίας, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της αγάπης να κάνη τον διδάσκαλο, αύξησις της πνευματικής γνώσεως, δημιουργός θείων θεωρημάτων, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβασις.

4. Όποιος εγνώρισε τα παραπτώματά του, εχαλιναγώγησε την γλώσσα του, ενώ ο πολύλογος δεν εγνώρισε ακόμη καθώς πρέπει τον εαυτόν του. Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεόν και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν. Η σιωπή του Ιησού εδημιούργησε στον Πιλάτο σεβασμό. Και η ηρεμία και η σιωπή ενός (ταπεινού) ανδρός καταργεί την κενόδοξη καυχησιολογία ενός άλλου.

10. Πολύ ολίγοι μπορούν να κρατήσουν το νερό χωρίς κάποιο φράγμα και κάποιο βοηθητικό μέσο. Ολιγώτεροι όμως είναι εκείνοι πού μπορούν να δαμάσουν ένα απύλωτο στόμα.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

[font size=3]12o[/fonts]

1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΙΔΗΡΟ και την πέτρα (διά της προσκρούσεως) γεννάται η φωτιά, και από την πολυλογία και τα ευτράπελα το ψεύδος. Το ψεύδος είναι εξαφάνισις της αγάπης∙ και η επιορκία άρνησις του Θεού.

5. Η υποκρισία είναι πολλές φορές μητέρα και αιτία του ψεύδους. Τίποτε άλλο, λέγουν μερικοί, δεν είναι η υποκρισία, παρά μελέτη και δημιουργός του ψεύδους πού έχει μαζί της συμπεπλεγμένο τον ένοχο και άξιο τιμωρίας όρκο. Αυτός πού απέκτησε τον φόβο του Κυρίου, αποξενώθηκε από το ψεύδος, διότι έχει μέσα του ως αδέκαστο δικαστή την συνείδησί του.

8. Όταν καθαρισθούμε τελείως από το πάθος του ψεύδους, τότε, σε μία εξαιρετική περίστασι, άς το χρησιμοποιήσωμε, αλλά και πάλι με φόβο. Το νήπιο δεν γνωρίζει το ψεύδος. Ομοίως και η ψυχή πού δεν έχει πονηρία. Εκείνος πού ευφράνθηκε από τον οίνο (και εμέθυσε), θα ομολογήση ακουσίως κάθε αλήθεια. Και εκείνος πού εμέθυσε από την κατάνυξι, δεν θα μπορέση να ψευσθή.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

Iaspis

ΑΠΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ

ΕΥΧΗ Ζ'  
... ή μάλλον Συμεών του Νέου  
Εκ των θείων ερωτήσεων της αγίας Μεταλήψεως

Από ρυπαρών χειλέων,/από βδελυράς καρδίας,  
από ακαθάρτου γλώσσης,/εκ ψυχής ερρυπωμένης,  
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου./και μη παρωσάμενός μου,  
μη τους λόγους, μη τους τρόπους,/μηδέ την αναισχυντίαν,  
δός μοι παρρησίαν λέγειν ά βεβούλευμαι, χριστέ μου./μάλλον δε και δίδαξόν με,  
τι με δεί ποιείν και λέγειν./'Ημαρτον υπέρ την πόρνην,  
ή μαθούσα που κατάγεις,/μύρον εξωνησαμένη  
ήλθε τολμηρώς αλείψαι/σου τους πόδας του Χριστού μου,  
του Δεσπότου και Θεού μου./Ως εκείνην ουκ απώσω  
προσελθούσαν εκ καρδίας,/Μηδ' εμέ βδελύξη, Λόγε.  
σους δε πάρασχέ μοι πόδας/και κρατήσαι, και φιλήσαι,  
και τω ρείθρω των δακρύων,/ως πολυτιμήτω μύρω,  
τούτους τολμηρώς αλείψαι./Πλύνον με τοις δάκρυσί μου,  
κάθαρον αυτοίς με λόγε./'Αφες και τα πταίσματά μου  
και συγγνώμην πάρασχέ μοι./Οίδας των κακών το πλήθος,  
οίδας και τα τραύματά μου,/και τους μώλωπας οράν μου,  
αλλά και την πίστιν οίδας,/και την προθυμίαν βλέπεις,  
και τους στεναγμούς ακούεις,/Ου λανθάνει σε Θεέ μου,  
ποιητά μου, λυτρωτά μου,/ουδέ σταλαγμός δακρύων,  
ουδέ σταλαγμού τι μέρος./Το μεν ακατέργαστόν μου,  
έγνωσαν οι οφθαλμοί σου./επί το βιβλίον δε σου  
και τα μήπω πεπραγμένα/γεγραμμένα σοι τυγχάνει.  
'Ιδε την ταπείνωσίν μου,/ίδε μου τον κόπον, όσος,  
και τας αμαρτίας πάσας/άφες μοι, Θεέ των όλων,  
ίνα καθαρά καρδία,/περιτρόμω διανοία  
και ψυχή συντετριμμένη,/και των άχραντων σου μετάσχω  
και πανάγνων Μυστηρίων,/οις ζωούται και θεούται  
πας ο τρώγων σε και πίνων/εξ ειλικρινούς καρδίας.  
Πας ο τρώγων μου την Σάρκα,/πίνων δε μου και το Αίμα,  
εν εμοί μεν ούτος μένει,/εν αυτώ δ' εγώ τυγχάνω.  
Αληθής ο λόγος πάντως/του Δεσπότου και Θεού μου.  
Των γαρ θείων ο μετέχων/και θεοποιών χαρίτων,  
ούμενουν, ουκ έστι μόνος,/αλλά μετά σου, Χριστέ μου,  
του φωτός του τρισηλίου,/του φωτίζοντος τον κόσμον.  
'Ινα γουν μη μόνος μένω,/δίχα δου του Ζωοδότου,  
της πνοής μου, της ζωής μου,/του αγαλλιάματός μου,  
της του κόσμου σωτηρίας,/δια τούτο σοι προσήλθον,  
ως οράς μετά δακρύων/και ψυχής συντετριμμένης,  
λύτρον των εμών πταισμάτων/ικετεύων του λαβείν με,  
και των σων ζωοπαρόχων/και αμέμπτων Μυστηρίων  
μετασχείν ακατακρίτως,/ίνα μείνης, καθώς είπας,  
μετ' εμού του τρισαθλίου./ίνα μη, χωρίς ευρών με  
της σης χάριτος, ο πλάνος,/αφαρπάση με δολίως,  
και πλανήσας απαγάγη/των θεοποιών σου λόγων.  
Δια τούτο σοι προσπίπτω,/και θερμώς αναβοώ σοι.  
Ως τον 'Ασωτων εδέξω,/και την Πόρνην προσελθούσαν,  
Ούτω δέξαι με τον πόρνον/και τον άσωτον, Οικτίρμον,  
εν ψυχή συντετριμμένη/νυν με προερχόμενόν σοι.  
Οίδα, Σώτερ, 'οτι άλλος,/ως εγώ, ουκ έπταισέ σοι  
ουδέ έπραξε τας πράξεις,/άς εγώ κατειργασάμην.  
Αλλά τούτο πάλιν οίδα,/ως ου μέγεθος πταισμάτων,  
ουχ αμαρτημάτων πλήθος,/υπερβαίνει του Θεού μου  
την πολλήν μακροθυμίαν,/και φιλανθρωπίαν άκραν.  
αλλ' ελαίω συμπαθείας,/τους θερμώς μετανοούντας,  
και καθαίρεις και λαμπρύνεις/και φωτός ποιείς μετόχους,  
κοινωνούς θεότητός σου/εργαζόμενος αφθόνως.  
και, το ξένον και Αγγέλοις/και ανθρώπων διανοίας,  
ομιλείς αυτοίς πολλάκις/ώσπερ φίλοις σου γνησίοις.  
Ταύτα τολμηρόν ποιεί με,/ταύτα με πτεροί, Χριστέ μου.  
και θαρρών ταις σαις πλουσίαις/προς ημάς ευεργεσίαις,  
χαίρων τε και τρέμων άμα,/του πυρός μεταλαμβάνω,  
χόρτος ων, και, ξένον θαύμα!/δροσιζόμενος αφράστως,  
ωσπερούν η βάτος πάλαι,/η αφλέκτως καιομένη.  
Τοίνυν, ευχαρίστω γνώμη,/ευχαρίστω δε καρδία,  
ευχαρίστοις μέλεσί μου/της ψυχής και της σαρκός μου,  
προσκυνώ και μεγαλύνω/και δοξάζω σε, Θεέ μου,  
ως ευλογημένα όντα/νυν τε και εις τους αιώνας.
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)

staboz

QuoteΤο μεν ακατέργαστόν μου,  
έγνωσαν οι οφθαλμοί σου./επί το βιβλίον δε σου  
και τα μήπω πεπραγμένα/γεγραμμένα σοι τυγχάνει.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ...
Ρωμ. ε΄6-10

Iaspis

Quote from: staboz
QuoteΤο μεν ακατέργαστόν μου,  
έγνωσαν οι οφθαλμοί σου./επί το βιβλίον δε σου  
και τα μήπω πεπραγμένα/γεγραμμένα σοι τυγχάνει.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ...
Νομίζω είναι σάν νά λέει στό Θεό: Γνωρίζεις σάν Παντογνώστης πού είσαι ( έγνωσαν οι οφθαλμοί σου), τήν ειλικρινή συντριβή μου καί τά δάκρυα, πού είναι η προαίρεσή μου  (Το μεν ακατέργαστόν μου) γιά νά ακολουθήσω τόν δρόμο Σου (και τα μήπω πεπραγμένα/γεγραμμένα σοι τυγχάνει)!
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (Πραξ. δ\', 32-33)