Ασκητές μέσα στον κόσμο

Started by ntina, 12 September, 2009, 01:11:02 PM

Previous topic - Next topic

ntina

Ο ευλογημένος Συμεών

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε τη μακάρια απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη.

Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νίκαια. Κάθε πρωΐ πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωΐ από το ναό του αγίου Σπυρίδωνα, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου». Το βράδυ που τελείωνε την δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ'ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών.

Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα την δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας τη βοήθειά Του και ευχαριστώντας Τον.

Όταν γήρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:
- Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει. Δεν έχεις κανέναν δικό σου στον κόσμο;
- Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωΐ και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί.
- Και τι σου λέει παππού;
- «Καλημέρα, Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα, Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».

Η προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε.

Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε την κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωΐ και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός:

- Μήπως είναι φαντασία σου;
- Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
- Ήρθε και σήμερα;
- Ήρθε.
- Και τι σου είπε;
- Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ πρωΐ.

Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ – πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου.

Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

(Από το βιβλίο \"Ασκητές μέσα στον κόσμο\", Άγιον Όρος)
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.

ntina

Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή:

«Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά, αλλά δεν με ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σεσαλευμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού ήθελα πρώτα απ' όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίσει για καλογερική όπως εγώ και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός.

Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεβάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για μην τον ενοχλώ. Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεβάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο.

Βαδίζαμε-βαδίζαμε χωρίς να ξέρω πού πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: "Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στη Λευκάδα". Εγώ δεν ήξερα πού είναι η Λευκάδα. Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ'ένα σπίτι στην εξώπορτα. Μου λέει ο άγγελος: "Κάθισε εδώ και εγώ θα ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα". Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της και τον είδα και από μπροστά.

Ο Άγγελος ήταν πνεύμα και εγώ άυλη και δεν μας έβλεπε.
–"Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;"
–"Καλός είναι, αλλά είμαστε μακριά."
–"Άγγελος είναι και αυτός όπως και εγώ."
–"Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο", ενώ εννοούσε την καθαρότητά του!
–"Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι. Θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου." Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο.

Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με το γιο μου σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε, ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.»
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.

ntina

Μαρτυρία Χρυσοπούλου Ιωάννου, Αρχιτέκτονος από την Αλεξανδρούπολη: «Είμαι παντρεμένος με την Σιοντοπούλου Ευανθία και έχομε τρία παιδιά. Πριν από μερικά χρόνια όταν ο γυιος μου Χρήστος ήταν τριάμισι χρόνων, συνήθιζε βλέποντας την μητέρα του να θυμιάζη το σπίτι, να την ακολουθή και να θυμιάζη (υποτίθεται) και ο ίδιος με την ξύλινη κουδουνίστρα του, η οποία έμοιαζε με θυμιατό, όλο το σπίτι επαναλαμβάνοντας το «Κύριε Ελέησον».

Κάποια μέρα ενώ θυμίαζε κατά την συνήθειά του με το παιχνίδι του, παρέλειψε να θυμιάση την γωνιά του σαλονιού όπου βρισκόταν η τηλεόραση. Αυτό το πρόσεξε η γυναίκα μου και τον ρώτησε γιατί δεν θυμιάζει το σαλόνι. Ο Χρήστος απάντησε εντελώς φυσικά ότι αυτός ο ξένος που κάθεται πάνω στην τηλεόραση δεν του επιτρέπει να θυμιάση εκεί. «Μα ποιος ξένος Χρήστο;», τον ξαναρωτά η γυναίκα μου. «Να, αυτός καλέ μαμά, που κάθεται πάνω στην τηλεόραση, δεν τον βλέπεις;» Ο Χρήστος έβλεπε με τα καθαρά μάτια της ψυχής του τον διάβολο πάνω στην τηλεόραση και τον οποίο μάλιστα ενωχλούσε το υποτιθέμενο θυμίαμα του Χρήστου.

Μετά από συζήτηση του παραπάνω γεγονότος με τον Πνευματικό μας πατέρα βγάλαμε την τηλεόραση από το σπίτι μας».
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.

ntina

Μικρός με διορατικό χάρισμα

Τον Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση.

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον οδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και τους Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όραση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ'αυτά το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, έλα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δύο κλειστές πόρτες που εχώριζαν το δωμάτιό του από τον διάδρομο που ερχόταν ο ιερέας. Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πω», της είπε μια μέρα. «Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες, που ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυό ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή που γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τι κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πω από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μη στεναχωριέστε που έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός που είχε συμβή την προηγούμενη ημέρα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άντρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά που κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχτηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διαβάση στον Δημητράκη τον τρισάγιο, είπε: «Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπό του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν κι αυτοί να βαπτιστούν.
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.

ntina

Κατά την πίστη και τα θαύματα

Διηγήθηκε ένας Μικρασιάτης ότι στο χωριό τους στην Μικρά Ασία, είχαν ένα αγίασμα. Κάποτε που αρρώστησε το ζώο τους ο πατέρας έστειλε το τουρκάκι που το είχε υπηρέτη, να φέρει με το «μπακράτσι» (σκεύος, σαν μικρός κουβάς) νερό από το αγίασμα. Το τουρκάκι βαρέθηκε να πάει μέχρι το αγίασμα και πήρε νερό από ένα πλησιέστερο ρέμα. Όταν έφερε το νερό και ράντισε το ζώο ο πατέρας, εκείνο αμέσως σηκώθηκε. Τότε το τουρκάκι συγκλονίστηκε και ωμολόγησε: «Αφέντη, η πίστη εσάς των χριστιανών είναι μεγάλη. Το νερό δεν είναι από το αγίασμα». Αλλά εκείνος το δέχτηκε ως αγίασμα και κατά την πίστη του έγινε και η θεραπεία του ζώου.

***********************************************************************************************************************************************************************************************************************

Κάποιος χριστιανός πήγε να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, να γίνει Χατζής. Μια ευλαβής χριστιανή του παρήγγειλε να της φέρει ένα μικρό τεμάχιο Τίμιο Ξύλο για φυλαχτό. Εκείνος είτε γιατί ξέχασε είτε διότι δεν μπόρεσε να οικονομήσει, πήρε από το καράβι ένα κομματάκι ξύλου. Εκείνη το ασπάστηκε με ευλάβεια, σε περιπτώσεις δε ασθενείας σταύρωνε αρρώστους και γίνονταν καλά. Τελικά αυτός που της το έδωσε απόρησε και αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Εκείνη η ευλογημένη από την μεγάλη της πίστη και ευλάβεια προς το Τίμιο Ξύλο, θεράπευε ασθενείς ακόμη και με κείνο το ξύλο του πλοίου.

***********************************************************************************************************************************************************************************************************************

«Μία από τις πολλές φορές που πηγαίναμε με τον ιερέα του χωριού μου τον παπα-Αλέκο να εξυπηρετήσουμε τον συνοικισμό της Αμφιπόλεως», διηγήθηκε ο Γέροντας Γρηγόριος της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, «συναντήσαμε κάποιον ηλικιωμένο που τότε βοηθούσε στην Εκκλησία της Αμφιπόλεως. Συζητώντας μαζί του μας διηγήθηκε ένα γεγονός που συνέβη επί τουρκοκρατίας, όταν αυτός ήταν παιδί δώδεκα ετών:

«Είχε αρρωστήσει βαριά ο Αγάς, έτρεχε σε γιατρούς στα κοντινά μέρη, έφθασε μέχρι την Θεσσαλονίκη αλλά δεν μπορούσε να τον κάνει κανείς καλά και η υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο. Καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Κάποια μέρα απελπισμένος θυμήθηκε την αγία «Φωτίδα», το Εξωκκλήσι της Αγίας που ήταν κατά σάρκα αδερφή της αγίας Φωτεινής, το οποίο απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο από τον συνοικισμό και στο οποίο μέχρι σήμερα αναβλύζει αγίασμα, το «αγίασμα της αγίας Φωτίδος». «Η αγία Φωτίδα θα με κάνει καλά», είπε ο Αγάς. Διέταξε λοιπόν τον επίτροπο της Εκκλησίας της Αμφιπόλεως να πάει να του φέρει αγίασμα από την αγία Φωτίδα.

Ο επίτροπος δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Βγαίνοντας όμως από το σπίτι του Αγά ψιθύρισε: «Γουρούνι, θα σου φέρω νομίζεις αγίασμα από την Αγία μας να το μαγαρίσεις;». Έφυγε, υπολόγισε την ώρα που θα έκανε να πάει και να επιστρέψει από το Εξωκκλήσι για να μην αντιληθφεί την απάτη ο Αγάς και τον τιμωρήσει, πήρε κοινό νερό και το πήγε αντί για αγίασμα στον Αγά.

Ο Αγάς, όταν έφθασε το δήθεν αγίασμα της αγίας Φωτίδος, διέταξε τους παρισταμένους να τον ανασηκώσουν στο κρεβάτι του, έκλαψε και με ευλάβεια και δάκρυα στα μάτια είπε δύο φορές: «Αγία Φωτίδα, βοήθησέ με˙ αγία Φωτίδα, βοήθησέ με». Πήρε το «αγίασμα», όπως το θεωρούσε, το ήπιε και την άλλη μέρα ήταν καλά. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι, ειδικά ο επίτροπος που ήξερε τι έκανε. Η πίστη, ο πόθος και η εμπιστοσύνη του Αγά στην αγία Φωτίδα καθώς και οι πρεσβείες της Αγίας τον έκαναν καλά».
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.

ntina

Γιατί είν\'αγάπη ο Θεός;
Γιατί είναι έτσι κι όχι αλλιώς;
Πού είναι το λάθος, ποια η αρχή;
Πώς τ\'απειρο θα ερμηνευτεί;

Μέσα στις σκέψεις και τις στιγμές,
ακούστηκαν κάποιες κραυγές.
Του \"ξένου\" ήταν; Μήπως γνωστές;
Συμποσιάρχη εσύ τι λες;

Και κειμενάκια έβαλα δω
με της απλότητας το σκοπό,
που δείχνουν πίστη τόσο αγνή
ανόθευτη, απλή, λιτή.

Χωρίς γιατί και επειδή
με των ανθρώπων την προσευχή
και της λαχτάρας τους την καρδιά
για πάντα στον Χριστό κοντά.
Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς.